Μέρος πρώτον
Υπόθεση Schalk και Kopf κατά της Αυστρίας
(Αρ. υποθέσεως 30141/04)
Δήλωση γεγονότων και καταγγελιών-αιτιάσεων
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
I. ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Οι προσφεύγοντες έχουν γεννηθεί το 1962 και 1960, αντίστοιχα. Αποτελούν ιδίου φύλου ζευγάρι που ζει στη Βιέννη.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 2002 οι προσφεύγοντες ζήτησαν από το Γραφείο για θέματα προσωπικής κατάστασης (Standesamt) να κινήσει τη διαδικασία, δεδομένου ότι επιθυμούσαν να τελέσουν γάμο.
Με απόφαση της 20ης Δεκεμβρίου 2002, το Δημοτικό Γραφείο Βιέννης (Magistrat) απέρριψε το αίτημα των προσφεύγοντων. Αναφερόμενο στο άρθρο 44 του Αστικού Κώδικα (Allgemeines Bürgerliches Gesetzbuch), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο γάμος μπορεί να συναφθεί μεταξύ δύο προσώπων διαφορετικού φύλου. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, ο γάμος που συναπτόταν από δύο άτομα του ιδίου φύλου θα ήταν άκυρος και κενός (νομικά). Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ήταν δύο άνδρες, τους έλειπε η νομική ισχύς να τελέσουν γάμο.
Η έφεση των εναγόντων στο Περιφερειακό Κυβερνητικό γραφείο της Βιέννης (Landeshauptmann) παρέμεινε άκαρπη. Στην απόφασή του της 11ης Απριλίου 2003, το τελευταίο επιβεβαίωσε νομική άποψη της Δημοτικής Υπηρεσίας. Επιπλέον αναφέρθηκε στην υπόθεση του Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία συνιστά εμπόδιο του γάμου, αν οι δύο ενδιαφερόμενες-οι είναι του ιδίου φύλου. Επιπλέον, το άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, διατήρησε το δικαίωμα του γάμου σε πρόσωπα διαφορετικού φύλου.
Στη συνταγματική καταγγελία τους, οι αιτούντες ισχυρίστηκαν ότι η νομική αδυναμία τους να τελέσουν γάμο συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και της αρχής της μη διάκρισης. Ισχυρίστηκαν ότι η έννοια του γάμου έχει εξελιχθεί από την έναρξη ισχύος του Αστικού Κώδικα το 1812. Ειδικότερα, η αναπαραγωγή και η εκπαίδευση των παιδιών δεν αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του γάμου. Με τη σημερινή αντίληψη, ο γάμος είναι περισσότερο μια μόνιμη ένωση που περιλαμβάνει όλες τις πτυχές της ζωής. Δεν υπάρχει καμία αντικειμενική δικαιολογία για τον αποκλεισμό ζευγαριών του ιδίου φύλου από τη σύναψη γάμου, πολύ περισσότερο δεδομένου ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει αναγνωρίσει ότι οι διαφοροποιήσεις-διαχωρισμοί με βάση το σεξουαλικό προσανατολισμό απαιτούν ιδιαιτέρως σοβαρές αιτίες-λόγους. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είτε επιτρέπουν τον ΛεΠΑΤQ γάμο ή άλλως έχουν τροποποιήσει τη νομοθεσία τες προκειμένου ώστε να δοθεί το ίδιο καθεστώς (με αυτό του γάμου) στο Σύμφωνο Συμβίωσης.
Τέλος, οι προσφεύγοντες προέβαλλαν την προσβολή του δικαιώματός τους για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας τους. Ισχυρίστηκαν ότι στην περίπτωση που η μια-ένας συντρόφισα-ος του ΛεΠΑΤ ζευγαριού πεθάνει, η άλλη συντρόφισα-ος θα βρεθεί σε δυσμενή διάκριση δεδομένου ότι θα είναι σε πολύ δυσμενέστερη θέση βάσει της φορολογικής νομοθεσίας από την επιζώσα-ντα συντρόφισα-ο ενός ετερό ζευγαριού που έχει τελέσει γάμο.
Στις 12 Δεκεμβρίου 2003, το Συνταγματικό Δικαστήριο (Verfassungsgerichtshof) απέρριψε την καταγγελία των προσφευγόντων. Τα σχετικά μέρη της είναι αποφάσεως έχουν ως εξής:
"Η διοικητική διαδικασία που κατέληξε στην επίδικη απόφαση αφορούσε αποκλειστικά με το θέμα της νομιμότητας του γάμου. Ως εκ τούτου, εφαρμόζεται η μόνη καταγγελία- παράπονο των καταγγελλόντων είναι ότι το άρθρο 44 του Αστικού Κώδικα αναγνωρίζει και προβλέπει γάμο μόνο μεταξύ «προσώπων του αντίθετου φύλου». Ο ισχυρισμός της παραβίασης του δικαιώματος της ιδιοκτησίας είναι απλώς ένα ακόμη μέσο που επιδιώκουν για να αποδείξουν ότι αυτή η κατάσταση είναι άδικη.
Όσον αφορά το γάμο, το άρθρο 12 της ΕΣΑΔ, το οποίο κατατάσσεται ως συνταγματικό δίκαιο, ορίζει τα εξής:
«Γυναίκες και άνδρες σε ηλικία γάμου έχουν το δικαίωμα να τελούν γάμο και να ιδρύουν οικογένεια, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού».
Ούτε η αρχή της ισότητας που διατυπώνεται στο Ομοσπονδιακό Σύνταγμα της Αυστρίας ούτε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (όπως αποδεικνύεται από "γυναικών και ανδρών" στο άρθρο 12) προβλέπουν ότι η έννοια του γάμου ρυθμίζει-εξαρτά τη θεμελιώδη δυνατότητα της γονεϊκότητας, θα πρέπει να επεκταθεί σε διαφορετικού είδους σχέσεις. Η ουσία του γάμου είναι, εξάλλου, δεν επηρεάζεται καθόλου από το γεγονός ότι το διαζύγιο (ή ο χωρισμός) είναι πιθανό και αυτό είναι το ζήτημα-θέμα ότι στην πραγματικότητα οι συζύγοι είναι σε θέση ή επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά. *Α
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε στην απόφασή Cossey στις 27. Σεπτεμβρίου 1990 (αρ. 10843/84, σχετικά με την συγκεκριμένη κατάσταση των τρανς) ότι ο περιορισμός του γάμου με την "παραδοσιακή" έννοια δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, παρατηρώντας *Β
... ότι η προσάρτηση-σύνδεση στην παραδοσιακή αντίληψη του γάμου αποτελεί επαρκή αιτία-λόγο για τη συνέχιση υιοθέτησης των βιολογικών κριτηρίων για τον καθορισμό του φύλου ενός προσώπου για τις επιδιώξεις-σκοπούς του γάμου».
[Η επακόλουθη αλλαγή της νομολογίας σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα των τρανς (ΕΣΑΔ, Goodwin, αρ. 28957/95, 11 Ιουλίου 2002) δεν επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι πρέπει να υπάρξει οποιαδήποτε αλλαγή στην αξιολόγηση της γενικής ερώτησης του ζητήματος εδώ.]
Το γεγονός ότι οι σχέσεις του ίδιου φύλου εμπίπτουν στην έννοια της ιδιωτικής ζωής και ως εκ τούτου απολαύουν της προστασίας του άρθρου 8 της ΕΣΑΔ - το οποίο απαγορεύει τις διακρίσεις σε μη αντικειμενικές αιτίες-λόγους (άρθρο 14 της ΕΣΑΔ) - δεν οδηγούν σε υποχρέωση να αλλάξει ο νόμος του γάμου.
Είναι αναγκαίο εν προκειμένω να εξεταστεί αν, και σε ποιους τομείς, ο νόμος εισάγει αδικαιολογήτως διακρίσεις κατά των σχέσεων του ιδίου φύλου, προβλέποντας ειδικούς κανόνες για τα ετερό ζευγάρια που έχουν τελέσει γάμο. Εξάλλου, δεν είναι έργο αυτού του δικαστηρίου να συμβουλεύει το νομοθετικό σώμα για συνταγματικά ζητήματα ή ακόμη και θέματα της νομικής πολιτικής.
Αντ 'αυτού, η καταγγελία-αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη".
Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου επιδόθηκε στη δικηγόρο των προσφευγόντων στις 25 Φεβρουαρίου 2004.
ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ-ΑΙΤΙΑΣΕΙΣ
Οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν κατά το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της σύμβασης πως δέχτηκαν δυσμενή διάκριση λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού, δεδομένου ότι στερήθηκαν το δικαίωμα να τελέσουν γάμο και δεν έχουν καμία άλλη δυνατότητα η σχέση τους να αναγνωριστεί νομικά.
Επίσης, ισχυρίστηκαν ότι η άρνηση των αρχών να τους επιτρέψουν να τελέσουν γάμο παραβιάζει το άρθρο 12.
Τέλος, κατήγγειλαν δυνάμει του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1 ότι, σε σύγκριση με τα ετερό ζευγάρια που έχουν τελέσει γάμο, αντιμετωπίζουν μειονεκτήματα στην οικονομική σφαίρα και ιδίως από το φορολογικό δίκαιο.
Βρίσκεστε στο Α' μέρος για βρεθείτε στο Β' μέρος πατήστε εδώ
Την υπόθεση την βρήκαμε και την μεταφράσαμε από την www.echr.coe, στην http://cmiskp.echr.coe.int/tkp197/view.asp?action=html&documentId=863118&portal=hbkm&source=externalbydocnumber&table=F69A27FD8FB86142BF01C1166DEA398649
Τα γράμματα με τους αστερίσκους είναι δικά μας.
*Α Αν γάμος ίσον παιδιά. Τότε είναι άκυροι όλοι οι γάμοι που δεν έχουν αποφέρει με τον παραδοσιακό τρόπο παιδιά ή δεν έχουν αποφέρει παιδιά. Η παιδοθεσία από Lbtiq έχει ήδη απαντηθεί θετικά από το Ευρ. Δικαστήριο.
*Β Η αναγνώριση του κοινωνικού φύλου έχει ήδη συμβεί σε πολλές χώρες και μετά και την νομική διαδικάσια της διόρθωσης του φύλου στην Ελλάδα έχουν ήδη τελέσει γάμο (και μάλιστα θρησκευτικό) πολλές τρανς.
Το σκεπτικό του δικαστηρίου της Αυστρίας μοιάζει πολύ με αυτό του δικαστηρίου της Ρόδου.