13 Φεβ 2010

Ο νόμος περί Τύπου δεν εφαρμόζεται στα blogs 3

Ο νόμος περί Τύπου δεν εφαρμόζεται στα blogs

Στην περίπτωση του επιγενόμενου κενού υπάγονται οι περιπτώσεις εκείνες όπου η εμφάνιση της νομοθετικής ατέλειας οφείλεται στο γεγονός ότι, συνεπεία της τεχνικής εξελίξεως και της μεταβολής των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών που είχαν αποτελέσει τη βάση ορισμένης νομοθετικής ρύθμισης, ανεφάνησαν νέα ζητήματα που κατά την εγγενή στο νόμο τελολογία πρέπει τώρα να βρουν κι αυτά την αντίστοιχη ρύθμισή τους. Έτσι, υπάρχει εμφανές κενό όταν ο νόμος δεν περιέχει καμία ρύθμιση για μια κατηγορία σχέσεων, μολονότι αυτή θα έπρεπε, βάσει της εγγενούς στο νόμο τελολογίας, να ρυθμίζεται ως αξιολογικά ουσιωδώς όμοια με ήδη ρυθμιζόμενες στο νόμο κατηγορίες σχέσεων.

Στη νομοθετική ατέλεια αυτής της μορφής την κανονιστική της ποιότητα ως κενού του νόμου είναι προφανές ότι την προσδίδει η αρχή της ίσης μεταχείρισης αξιολογικά ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων οπότε και η μέθοδος πληρώσεως των εμφανών κενών είναι η αναλογία. Στην αναζήτηση της βάσεως αναλογίας πρέπει να διαγνωστεί η ουσιώδης ομοιότητα των συγκεκριμένων δύο περιπτώσεων. Και είναι φυσικά βέβαιο ότι η αρρύθμιστη περίπτωση που παριστά τη νομοθετική ατέλεια, αναφορικά με την οποία ερωτάται αν ορισμένη υφιστάμενη ρύθμιση εμφανίζει κενό, δεν είναι βέβαια ποτέ ακριβώς όμοια με την ήδη ρυθμιζόμενη στο νόμο περίπτωση. Σε ορισμένα σημεία θα εμφανίζει ομοιότητα προς αυτήν, ως προς κάποια άλλα όμως είναι φυσικό να παραλλάσσει.

Για να αναζητηθεί η ύπαρξη μιας βάσεως αναλογίας μεταξύ της ρυθμιζόμενης και της αρρύθμιστης περίπτωσης θα πρέπει να καταδειχθεί η ύπαρξη ενός εμφανούς κενού, το οποίο συντρέχει όταν η ομοιότητα μεταξύ των συγκρινόμενων πραγματικών που αποτελεί τη βάση της αναλογίας είναι αξιολογικά ουσιώδης. Τούτο σημαίνει ότι η κατάσταση των συμφερόντων και στις δύο περιπτώσεις θα πρέπει να είναι τέτοια που να μπορεί, από σκοπιά της αρχής της ίσης μεταχείρισης, να δικαιολογεί την κρίση ότι η νομοθετική αξιολόγηση, την οποία εκφράζει η υφιστάμενη ρύθμιση, όσον αφορά στην πρόσδοση ορισμένων έννομων συνεπειών στο ρυθμιζόμενο συγκεκριμένο περιστατικό, ήτοι η ratio legis, ευσταθεί και αναφορικά με την αρρύθμιστη περίπτωση, διάγνωση που θα χωρήσει με τη χρήση των ερμηνευτικών κριτηρίων, ιδίως δε της ρυθμιστικής προθέσεως του ιστορικού νομοθέτη και των αντικειμενικών τελολογικών κριτηρίων, δηλαδή την αναγωγή στο σκοπό της διάταξης που ρυθμίζει το ένα πραγματικό και την προσεκτική, υπό το φως του σκοπού αυτού, στάθμιση των συμφερόντων στις δύο περιπτώσεις.

Αν μεταξύ των συγκρινόμενων δύο πραγματικών δεν υφίσταται ουσιώδης ομοιότητα με την ως άνω αξιολογική έννοια, κενό τότε στο νόμο δεν υπάρχει και η απάντηση που προσήκει στο αρρύθμιστο ζήτημα θα πρέπει να στηριχθεί στο επιχείρημα εξ αντιδιαστολής που υπαγορεύει τη μη μεταφορά των προβλεπομένων για το ρυθμιζόμενο πραγματικό έννομων συνεπειών στο αρρύθμιστο (Για όλα τα ανωτέρω βλ. Παναγιώτη Παπανικολάου, Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου και Ερμηνεία των Δικαιοπραξιών εκδ. 2000, σελ. 240 αρ. 343 αρ 348., σελ. 246.247 αρ. 254,355 και σελ. 250 αρ. 361,362, σελ. 252 αρ. 364).

Ενόψει των ανωτέρω λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Τα ιστολόγια (blogs) είναι επιγραμμικά διαδικτυακά ημερολόγια που περιλαμβάνουν υπερζεύξεις και καταχωρήσεις απόψεων. Οι καταχωρήσεις σε ένα διαδικτυακό ημερολόγιο εμφανίζονται κατά χρονολογική σειρά, με τις πιο πρόσφατες προσθήκες να παρουσιάζονται πρώτες. Τα διαδικτυακά ημερολόγια είναι “καταχωρησεο-κεντρικά”, δηλαδή η καταχώρηση είναι η βασική μονάδα τους και όχι “σελιδο-κεντρικά”, όπως συμβαίνει με τους πιο παραδοσιακούς ιστοτόπους.

H κάτοχος – διαχειριστρια -ης του διαδικτυακού ημερολογίου (blogger), η οποία λόγω του εξειδικευμένου λογισμικού τους δεν είναι ανάγκη να διαθέτει ιδιαίτερο τεχνικό υπόβαθρο για να το ενημερώνει ή να το διατηρεί, καταγράφει, ανακοινώνει και καταθέτει τις απόψεις της για διάφορα ζητήματα που την απασχολούν και που αυτή επιλέγει, ενώ τα ιστολόγια είναι δυνατό να συνδέονται με άλλους ιστότοπους και άλλα blogs και πολλά επιτρέπουν στις αναγνώστριες-ες τους, ανταποκρινόμενες στα ερεθίσματα που λαμβάνουν από την ανάγνωση των απόψεων της κατόχου – διαχειρίστριας του ιστολογίου, να απαντήσουν στις απόψεις της γράφουσας, ανακοινώνοντας, στο ίδιο ιστολόγιο, τα δικά τους σχόλια, τα οποία είναι επίσης αναγνώσιμα καθώς και να σχολιάσουν την αρχική θέση της κατόχου – διαχειρίστριας-η.

Έτσι, με αυτόν τον τρόπο ενισχύονται οι συζητήσεις και οι ανταλλαγές απόψεων μεταξύ της κατόχου και των αναγνωστριών. Τα ιστολόγια τα συντηρούν οι χρήστριες τους, οι οποίες αποκαλούνται bloggers και σε αυτά μπορεί να παρουσιάζουν την προσωπική τους εμπειρία και άποψη για γεγονότα που τις απασχολούν, ως μέρη ενός κοινωνικού συνόλου, να μοιράζονται τεχνογνωσία σχετικά με διάφορα θέματα και να συμμετέχουν ή να εκκινούν συζητησεις για πολυποίκιλα θέματα που μπορεί να φανταστεί καμιά. Τα διαδικτυακά ημερολόγια συνδέονται μεταξύ τους στενά και έτσι έχουν αναπτύξει το δικό τους πολιτισμό, ενώ για το χαρακτηρισμό όλων των ημερολογίων του ιστού, ως κοινότητας και ως κοινωνικού δικτύου χρησιμοποιείται ο όρος “blogosphere”. Στη συνείδηση των χρηστριών του διαδικτύου, τα ιστολόγια έχουν τη θέση του μέσου όπου η ελευθερία της έκφρασης εφαρμόζεται στην απόλυτη μορφή της. Οι χρήστριες του blog γράφουν στο χώρο που θεωρούν δικό τους και απευθύνονται, συνήθως προς τις ομοϊδεάτισσες τους, αποκαλύπτοντας συχνά τις ενδόμυχες σκέψεις τους για ζητήματα που τις απασχολούν (βλ. σχετικά Σπύρο Τάσση “Διαδίκτυο και ελευθερία έκφρασης – το πρόβλημα των Blogs, ΔιΜΕΕ 2006, σελ. 518).

Επομένως, το ιστολόγιο είναι αμφίδρομο μέσο και στο σημείο αυτό διαφέρει από τις ιστοσελίδες που διατηρούν τα μέσα ενημέρωσης στο διαδίκτυο, διότι η διαμόρφωση του περιεχομένου του δεν αποφασίζεται μόνο από την κυρία και τις δημοσιογράφισσες-ους του μέσου ενημέρωσης, αλλά από όλες τις χρήστριες-ες του διαδικτύου οι οποίες είναι αναγνώστριες του ιστολογίου. Η κάτοχος – διαχειρίστρια κατά κανόνα δεν έχει τη δυνατότητα να επιλέγει τις αναγνώστριες του ιστολογίου της ούτε και να αποφασίζει, εάν και ποιες-οι από αυτές επιτρέπεται να ανακοινώσουν τα δικά τους σχόλια σε αυτό και, έτσι, η επέμβασή της είναι συνήθως κατασταλτική, δεδομένου ότι η δυνατότητα αυτή εξαρτάται από το εκάστοτε λογισμικό που χρησιμοποιείται για το κάθε ιστολόγιο. Ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση που με τη χρήση στοιχείων πρόσβασης η κάτοχος – διαχειρίστρια δύναται να επιλέξει ποιες-οι από τις αναγνώστριες επιτρέπεται να ανακοινώσουν τα δικά τους σχόλια στο ιστολόγιό της, δεν είναι πάντα σε θέση να ελέγξει το αληθές ή όχι των χορηγούμενων από την εκάστοτε αναγνώστρια-η προσωπικών της δεδομένων, αφού είναι πολύ πιθανό ότι η αναγνώστρια-ης, ασκώντας ουσιαστικά το δικαίωμα της ανωνυμίας της, είναι πιθανό να μη χρησιμοποιεί το πραγματικό της όνομα, αλλά ένα ψευδώνυμο, με αποτέλεσμα η αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας αυτής να καθίσταται δυσχερέστατη και δυνατή μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, ο σκοπός της δημιουργίας και ο προορισμός της λειτουργίας των blogs και ιδίως μάλιστα όσων δεν έχουν ειδησεογραφικό περιεχόμενο, δεν είναι η διάδοση πληροφοριών με σκοπό τη μαζική ενημέρωση, στοιχείο, κατά τα προαναφερόμενα, απαραίτητο για το χαρακτηρισμό ενός εντύπου (γραπτού ή ηλεκτρονικού) ως τύπου αλλά η ανταλλαγή απόψεων, ιδεών, σκέψεων και αναλύσεων, μέσω ενός μηχανισμού δυναμικής επικοινωνίας και με τη χρήση ενός μέσου που λόγω της φύσεώς του έχει μεν πράγματι ως άμεσο και αναγκαίο επακόλουθο να καθίσταται το περιεχόμενο των κειμένων τους προσβάσιμο σε απεριόριστο αριθμό ατόμων, δίχως όμως αυτό να αποτελεί τον αυτοσκοπό του διαχειριστή και κατόχου τους ως και των αναγνωστών τους.
Επομένως, σύμφωνα με το γράμμα των προαναφερόμενων πείρ τύπου διατάξεων και τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη, κριτήριο για την εφαρμογή των πείρ τύπου διατάξεων και στα κείμενα που δημοσιεύονται στα διαδικτυακά ημερολόγια, δεν είναι μόνο το αντικειμενικό γεγονός ότι το κείμενο αυτό έχει παραχθεί με μηχανική ή φυσικοχημική ή ηλεκτρονική διαδικασία κατάλληλη για την παραγωγή σημαντικού αριθμού αντιτύπων αλλά θα πρέπει παράλληλα και η κατά προορισμό χρήση του να είναι η διάδοση, γεγονός που, κατά κανόνα δεν συντρέχει στα διαδικτυακα ημερολόγια.

Συνεπώς, οι συγκρινόμενες περιπτώσεις, εν προκειμένω ομοιάζουν καθόσον πράγματι και στο διαδικτυακό ημερολόγιο τα κείμενα που καταχωρούνται είναι, υπό συνθήκες, προσιτά σε απεριόριστο αριθμό ατόμων, πλην όμως αξιολογικά σπουδαιότερη και νομικά κρισιμότερη στην προκειμένη περίπτωση είναι η υφιστάμενη μεταξύ αυτών διαφορά, ως προς το γεγονός ότι στις μεν περί του Τύπου διατάξεις απαιτείται σκοπός και προορισμός του κειμένου προς διάδοση και μαζική ενημέρωση προϋπόθεση που, ως προαναφέρθηκε, απουσιάζει από τη δημιουργία και τη λειτουργία των ιστολογίων. Στην κρίση άλλωστε ότι μεταξύ των ως άνω περιπτώσεων υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές άγεται το παρόν Δικαστήριο και από το γράμμα, το πνεύμα και το σκοπό του μοναδικού άρθρου του Ν.1178/1981, ως αυτό προεκτέθηκε, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται αντικειμενική ευθύνη αποζημιώσεως στον ιδιοκτήτη κάθε εντύπου, σε περίπτωση που η υπαιτιότητα συντέρχει στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος (ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς του παραγωγού, του δημοσιογραφικού υπεύθυνου ή του δημοσιογράφου συντονιστή), εφόσον αυτός είναι γνωστός, ή, αν ο συντάκτης είναι άγνωστος, στον εκδότη ή τον διευθυντή συντάξεως του εντύπου (ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς στον εκπρόσωπο της αδειούχου εταιρίας ή στον υπεύθυνο προγράμματος ή ειδήσεων).

Υπό ανάλογες δε προϋποθέσεις όμοια αντικειμενική ευθύνη φέρει ο εκδότης ή ο διευθυντής συντάξεως του εντύπου (ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς ο εκπρόσωπος της αδειούχου εταιρίας ή ο υπεύθυνος προγράμματος ή ειδήσεων), μόνο όμως εφόσον ο ιδιοκτήτης είναι άγνωστος. Η προαναφερόμενη αστική αντικειμενική ευθύνη αφορά αρχικά τον ιδιοκτήτη του εντύπου, εφόσον αυτός είναι γνωστός, πάντα όμως υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει πταίσμα του συντάκτης ( ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς του παραγωγού, του δημοσιογραφικού υπευθύνου ή του δημοσιογράφου συντονιστή) ή , αν είναι άγνωστος, του εκδότη ή του διευθυντή συντάξεως και δεν αφορά στο συντάκτη του επιλήψιμου δημοσιεύματος ή τον εκδότη ή διευθυντή συντάξεως.

Εξάλλου, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπονται, ως προαναφέρθηκε, τα ως άνω αναφερόμενα κατά περίπτωση ποσά ως η ελάχιστη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από κάποια από τις προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο πράξεις, ποσά που επιδικάζονται σε βάρος τόσο του ιδιοκτήτη του εντύπου, του εκδότη, του διευθυντή όσο και του συντάκτη του δημοσιεύματος, ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς σε βάρος τόσο του εκπροσώπου της αδειούχου εταιρίας ή του υπεύθυνου προγράμματος ή ειδήσεων όσο και του παραγωγού, του δημοσιογραφικού υπεύθυνου ή του δημοσιογράφου συντονιστή, ενώ σύμφωνα με την παρ. 3 προβλέπεται η υποχρέωση του ιδιοκτήτη κάθε εφημερίδας ή περιοδικού προς ορισμό εκδότη και διευθυντή ως φυσικά πρόσωπα που έχουν τη μόνιμη κατοικία και διαμνονή τους στην Ελλάδα με τις προβλεπόμενες, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, στο ίδιο άρθρο συνέπειες.

Είναι δε προφανές ότι ο δικαιολογητικός λόγος της θέσπισης της αντικειμενικής ευθύνης του ιδιοκτήτη του εντύπου έχει προβλεφθεί λόγω του γεγονότος ότι τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν επιχειρηματική διάρθρωση. Ο ιδιοκτήτης του εντύπου, εξ ορισμού οικονομικά ισχυρότερος και ως εκ τούτου σε θέση να καταβάλει τα ως άνω προβλεπόμενα ποσά ηθικής βλάβης, εν αντιθέσει με τον συντάξαντα, ο οποίος συνήθως έχει περιορισμένη οικονομική επάιφνεια προς αποκατάσταση της ενδεχόμενης ζημίας ή ηθικής βλάβης που θα προκληθεί κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του, ευθύνεται ανεξάρτητα από δήικ του υπαιτιότητα, αρκεί η γνώση η υπαίτια άγνοια ή η υπαιτόιτητα να συντρέχει στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος στο πρόσωπο του εκδότη ή διευθυντή της εφημερίδας, ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς στα ως άνω αναφεόρμενα, σε κάθε περίπτωση, αντίστοιχα πρόσωπα.

Ο ιδιοκτήτης υπέχει ευθύνη για τα δημοσιεύματα και τις δραστηριότητες των προσώπων που απασχολεί εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προστήσεως και, κυρίως, το στοιχείο “εξαρτήσεως” που απαιτεί την ένταξη του προστιθέντος στο πεδίο δράσεως του προστήσαντος, δεδομένου ότι ο ιδιοκτήτης ως προστήσας, αποκομίζει τα οφέλη από την δραστηριότητα του προστηθέντος και από αυτή καθίσταται εφικτή η επέκταση του κύκλου δραστηριότητας του και επιρροής του, η διεύρυνση των εργασιών του και η συνακόλουθη αποκομιδή κερδών με αποτέλεσμα η ευθύνη του για τους κινδύνους από το πλέγμα αυτών των δραστηριοτήτων να εμφανίζεται αυτονόητη.
Η ιδιαιτερότητα του νόμου περί αστικής ευθύνης του τύπου συνίσταται όχι απλώς στην διασαφήνιση της αστικής ευθύνης του ιδιοκτήτη, αλλά στο ότι το πρόσωπο του προστηθέντος ορίζεται κατά τρόπο εναλλακτικό. Εάν ο συντάκτης είναι γνωστός (διότι το δημοσίευμα φέρει την υπογραφή του) θεωρείται και προστηθείς του φέροντος την ευθύνη ιδιοκτήτη. Σε περίπτωση όμως που είναι άγνωστος, ορίζοντας ο νόμος ότι κατά τα άρθρο 914 κλπ ΑΚ υπαιτιότητα πρέπει να υπάρχει στο πρόσωπο του εκδότη ή του διευθυντή θεωρεί αυτούς προστηθέντες του ιδιοκτήτη του εντύπου. Η ευθύνη του ιδιοκτήτη και φορέα της επιχειρήσεως, ανεξάρτητα απο τη συμμετοχή του ή όχι στις δραστηριότητές της, είναι σύμφωνη προς την αρχή της “επιχειρηματικής ευθύνης”.

Η σύγχρονη τάση δημιουργίας δημοσιογραφικών οργανισμών και η συγκέντρωση του κάθε είδους δραστηριοτήτων του τύπου στα χέρια περιορισμένου αριθμού προσώπων δικαιολογεί την αντιμετώπιση των δημοσιογραφικών επιχειρήσεων κατά τρόπο ανάλογο προς τις μεγάλες οικονομικές μονάδες. Ο εκδότης νομιμοποιείται παθητικά για τις πράξεις τρίτων προσώπων εφ' όσον υπάρχει σχέση “εξαρτήσεως” (υπό την έννοια της ΑΚ 922), συνεπεία της οποίας ευθύνεται για την επιλογή, τον έλεγχο και την καθοδήγησή τους κατά την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.


Την απόφαση του δικαστηρίου την βρήκαμε στις 9.1.10 στο http://elawyer.blogspot.com/