10 Φεβ 2010

ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΑΤΡΑΜΗ 3

Nο Φ.092.22 / 7674 – 1 / 1 ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΑΤΡΑΜΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
(Προσφυγή υπ’ αριθ. 19331/05)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ 6 Δεκεμβρίου 2007

Επί του παραδεκτού

23. Το Δικαστήριο υπομιμνήσκει ότι, αν και το άρθρο 6 παρ. 1 θέτει τα δικαστήρια υπό την υποχρέωση να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους, η υποχρέωση αυτή δεν δύναται να εκλαμβάνεται ως απαίτηση λεπτομερούς απαντήσεως σε κάθε επιχείρημα (García Ruiz κατά της Ισπανίας [GC], αριθ. προσφυγής 30544/96, παρ. 26, ΕΔΑΔ 1999-Ι). Ομοίως, το Δικαστήριο δεν καλείται να διερευνήσει εάν τα επιχειρήματα έτυχαν ενδελεχούς ελέγχου. Έγκειται στα δικαστήρια να απαντούν στα βασικά υπερασπιστικά μέσα, γνωρίζοντας ότι η έκταση του καθήκοντος αυτού δύναται να διαφέρει, αναλόγως της φύσεως της αποφάσεως, και πρέπει, επομένως, να αναλύεται υπό το φως των ιδιαιτέρων περιστάσεων της υποθέσεως (Burg κ.λ.π. κατά της Γαλλίας (déc.), αριθ. προσφυγής 34763/02, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2003).

Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο δεν διακρίνει ένδειξη αυθαιρεσίας κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, κατά την οποία τηρήθηκε η αρχή της αντιμωλίας και η προσφεύγουσα ηδυνήθη να εκθέσει όλα τα επιχειρήματά της προς υπεράσπιση της υποθέσεώς της. Περαιτέρω, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η απόφαση 1843/2004 του Αρείου Πάγου ήταν ευρέως αιτιολογημένη όσον αφορά τόσο τα νομικά όσο και τα πραγματικά ζητήματα. Από τον φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το εν λόγω αδίκημα είχε παραγραφεί, ούτε ότι ο Άρειος Πάγος δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του να διαπιστώσει ex officio τυχόν παραγραφή. Τέλος, η υποχρέωση καταβολής των εξόδων της διαδικασίας και της αμοιβής του εκπροσώπου της είναι μία συνήθης συνέπεια της απορρίψεως αιτήσεως αναιρέσεως και των υποχρεώσεων
του διαδίκου προς τον δικηγόρο του.

Επομένως, η προσφυγή είναι κατά το μέρος αυτό προδήλως αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 35 παρ. 3 και 4 της Συμβάσεως.


ΙΙ. ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΡΟΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΑΙΤΙΑΣΕΩΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ

24. Η προσφεύγουσα καταγγέλλει παραβίαση του δικαιώματός της στην ελευθερία της εκφράσεως, επειδή καταδικάσθηκε για εξύβριση, στο πλαίσιο της επίδικης διαδικασίας. Η προσφεύγουσα επικαλείται το άρθρο 10 της Συμβάσεως, το οποίο έχει ως εξής :

«1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία της εκφράσεως. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης ως και την ελευθερία λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρο δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλλουν τις επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως σε κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας.

2. Η άσκηση των ελευθεριών αυτών, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνες δύναται να υπαχθεί σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντες αναγκαία μέτρα, σε μία δημοκρατική κοινωνία, για τη δημόσια ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα ή δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της δημοσίας τάξεως και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, την προστασία της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδιση της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή τη διασφάλιση του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής
εξουσίας».

Α. Επί του παραδεκτού

25. Η Κυβέρνηση αναφέρει ότι η προσφεύγουσα δεν εξήντλησε εγκύρως τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Ειδικότερα, η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η προσφεύγουσα ουδέποτε επικαλέσθηκε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων παραβίαση του δικαιώματός της στην ελευθερία της εκφράσεως.

26. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη θέση αυτή.

27. Το Δικαστήριο υπομιμνήσκει ότι το θεμέλιο του κανόνα της εξαντλήσεως των εσωτερικών ενδίκων μέσων, ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 35 παρ. 1 της Συμβάσεως, έγκειται στο ότι πριν από την προσφυγή ενώπιον διεθνούς δικαστηρίου, ο προσφεύγων οφείλει να έχει παράσχει στο διάδικο Κράτος τη δυνατότητα να εξαλείψει τις καταγγελλόμενες παραβιάσεις με εσωτερικά μέσα, κάνοντας χρήση των ενδίκων βοηθημάτων τα οποία προσφέρει η εθνική νομοθεσία, εφόσον αποδεικνύονται αποτελεσματικά και επαρκή (βλ., μεταξύ άλλων, Fressoz και Roire κατά της Γαλλίας [GC], αριθ. προσφυγής 29183/95, παρ. 37, ΕΔΑΔ 1999-I). Εξ
άλλου, πρέπει ο κανόνας της εξαντλήσεως των εσωτερικών ενδίκων μέσων να
εφαρμόζεται «με μεγαλύτερη ευελιξία και χωρίς υπερβολικό φορμαλισμό».

Παράλληλα, δεν απαιτείται μόνον η προσφυγή ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων και κατά αποφάσεως ήδη εκδοθείσας, αλλά και η προηγούμενη έκθεση ενώπιον των καταλλήλων εθνικών δικαστηρίων, τουλάχιστον κατ’ ουσία, νομοτύπως και εντός των προβλεπομένων από το εσωτερικό δίκαιο προθεσμιών, των αιτιάσεων οι οποίες στη συνέχεια προβάλλονται σε διεθνές επίπεδο (βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Sejdovic κατά της Ιταλίας [GC], αριθ. προσφυγής 56581/00, παρ. 44, ΕΔΑΔ 2006-…).

28. Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η επίδικη διαδικασία αφορούσε την ποινική ευθύνη της προσφευγούσης όσον αφορά τα αδικήματα της δυσφημίσεως και της εξυβρίσεως και, a fortiori, τον τρόπο με τον οποίο η προσφεύγουσα ήσκησε το δικαίωμα στην ελευθερία της εκφράσεως. Όπως προκύπτει από την ανάγνωση της δικογραφίας, η προσφεύγουσα ανέπτυξε ενώπιον του Αρείου Πάγου μία επιχειρηματολογία βασισμένη στη σχετική προς το άρθρο 10 της Συμβάσεως νομολογία του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ισχυρίσθηκε ότι οι επίμαχες εκφράσεις συνιστούσαν αξιολογικές κρίσεις, βασίζονταν σε πραγματικά γεγονότα, και ότι είχε την υποχρέωση, ως δημοσιογράφος, να
ενημερώσει το κοινό σχετικώς προς τις παραλείψεις δικαστικών λειτουργών.
Επιπροσθέτως, εμφανισθείσα ενώπιον του ανακριτού του Πλημμελειοδικείου Λίμνης Ευβοίας, η προσφεύγουσα επικαλέσθηκε ρητώς το άρθρο 10 της Συμβάσεως.

29. Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλέσθηκε, σιωπηρώς ή ρητώς, ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, το δικαίωμα στην ελευθερία της εκφράσεως. Αρμόζει, επομένως, να απορριφθεί η ένσταση της Κυβερνήσεως περί μη εξαντλήσεως των εσωτερικών ενδίκων μέσων.

30. Το Δικαστήριο διαπιστώνει, εξ άλλου, ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 παρ. 3 της Συμβάσεως.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η αιτίαση αυτή δεν προσκρούει σε κάποιον άλλο λόγο απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή ως παραδεκτή.