10 Φεβ 2010

ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΑΤΡΑΜΗ 4

Nο Φ.092.22 / 7674 – 1 / 1 ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΑΤΡΑΜΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
(Προσφυγή υπ’ αριθ. 19331/05)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ 6 Δεκεμβρίου 2007


Β. Επί της ουσίας

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

31. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι ουδέποτε επεδίωξε να προσβάλει τον Λ.Π. ως άτομο, αλλά ότι απλώς εξεφράσθη αρνητικώς για την ποιότητα της εργασίας του. Η προσφεύγουσα αναφέρει ότι, σε κάθε περίπτωση, το αληθές των ισχυρισμών της απεδείχθη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Κατά την προσφεύγουσα, η καταδίκη της δεν ήταν αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία, αφού δεν εξυπηρετούσε μία «επιτακτική κοινωνική ανάγκη» και δεν ήταν ανάλογη του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού.

32. Η Κυβέρνηση εκτιμά ότι δεν θα πρέπει το άρθρο 10 να καλύπτει προσβλητικές εκφράσεις οι οποίες δεν εξυπηρετούν τον σκοπό της ενημερώσεως του κοινού επί ζητήματος γενικού συμφέροντος. Επισημαίνει δε ότι οι δύο εκφράσεις, τις οποίες χρησιμοποίησε η προσφεύγουσα σε βάρος του Λ.Π., ήταν ιδιαιτέρως βαριές και προσέβαλαν την επαγγελματική και ηθική ακεραιότητά του. Κατά την Κυβέρνηση, θα αρκούσε για την πλήρη ενημέρωση του κοινού μία απλή αναφορά στα γεγονότα τα οποία αφορούσαν τον Λ.Π. όσον αφορά τον χειρισμό της υποθέσεως στην οποία ενεπλέκετο η αδελφή της προσφευγούσης. Εξ άλλου, η Κυβέρνηση
υποστηρίζει ότι η ποινή η οποία επεβλήθη στην προσφεύγουσα, δεν ήταν αυστηρή, αφού επρόκειτο για ποινή με ανασταλτικό χαρακτήρα, ούτε δυσανάλογη του επιδιωκομένου νομίμου σκοπού.

2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

α) Γενικές Αρχές

33. Το Δικαστήριο υπομιμνήσκει ότι ο ρόλος του συνίσταται να αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό επί του ζητήματος εάν ένας «περιορισμός» της ελευθερίας εκφράσεως συμβιβάζεται με το άρθρο 10 της Συμβάσεως. Προς τον σκοπό αυτό, το Δικαστήριο εξετάζει την επίδικη επέμβαση υπό το φως του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως προκειμένου να καθορίσει εάν η επέμβαση ήταν «ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό» και εάν οι λόγοι που επικαλέσθηκαν οι εθνικές αρχές για να την δικαιολογήσουν, είναι «προσήκοντες και επαρκείς».
Τούτο πράττοντας, το Δικαστήριο, πρέπει να πεισθεί ότι οι εθνικές αρχές εφήρμοσαν κανόνες σύμφωνους προς τις καθιερωθείσες από το άρθρο 10 αρχές, και τούτο, επιπλέον, βάσει μιας αποδεκτής εκτιμήσεως των σχετικών πραγματικών περιστατικών (βλ., μεταξύ άλλων, Steel και Morris κατά του Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. προσφυγής 68416/01, παρ. 87, ΕΔΑΔ 2005-II).

34. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει, πρωτίστως, τον εξέχοντα ρόλο του Τύπου ως θεματοφύλακα μιας δημοκρατικής κοινωνίας (βλ. Bladet Tromsø και Stensaas κατά της Νορβηγίας [GC], αριθ. προσφυγής 21980/93, παρ. 62, ΕΔΑΔ 1999-

III). Λόγω αυτής της λειτουργίας του Τύπου, η δημοσιογραφική ελευθερία συνεπάγεται και τη δυνατότητα κάποιας δόσεως υπερβολής, ακόμα και προκλήσεως (Gawęda κατά της Πολωνίας, αριθ. προσφυγής 26229/95, παρ. 34, ΕΔΑΔ 2002-II).

35. Προκειμένου περί της φύσεως εκφράσεων ικανών να βλάψουν την υπόληψη ενός ατόμου, το Δικαστήριο προβαίνει, κατά παράδοση, στον διαχωρισμό μεταξύ γεγονότων και αξιολογικών κρίσεων. Εάν η υπόσταση των πρώτων δύναται να αποδειχθεί, οι δεύτερες δεν προσφέρονται για επίδειξη της ακριβείας τους. Όταν μία δήλωση ερμηνεύεται ως αξιολογική κρίση, η αναλογικότητα της επεμβάσεως δύναται να είναι συνάρτηση της υπάρξεως μιας επαρκούς πραγματικής βάσεως, διότι, ελλείψει τέτοιας βάσεως, μία αξιολογική κρίση δύναται, και αυτή, να αποδειχθεί υπερβολική (βλ., π.χ., Feldek κατά της Σλοβακίας, αριθ. προσφυγής 29032/95, παρ. 75-76, ΕΔΑΔ 2001-VIII).

36. Στο πλαίσιο μιας διαδικασίας για δυσφήμηση ή εξύβριση, το Δικαστήριο οφείλει εξ άλλου να ελέγξει εάν οι εθνικές αρχές τήρησαν μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, της προστασίας της ελευθερίας της εκφράσεως, η οποία καθιερώνεται από το άρθρο 10, και, αφετέρου, εκείνης του δικαιώματος της υπολήψεως των θιγέντων ατόμων, η οποία, ως στοιχείο της ιδιωτικής ζωής, προστατεύεται από το άρθρο 8 της Συμβάσεως (Chauvy κ.λ.π. κατά της Γαλλίας, αριθ.
προσφυγής 64915/01, παρ. 70 in fine, ΕΔΑΔ 2004-VI). Αυτή η τελευταία διάταξη δύναται να απαιτήσει τη θέσπιση θετικών μέτρων ικανών να εγγυηθούν τον πραγματικό σεβασμό της ιδιωτικής ζωής μέχρι και τις σχέσεις των ατόμων μεταξύ τους (Von Hannover κατά της Γερμανίας, αριθ. προσφυγής 59320/00, παρ. 57, ΕΔΑΔ 2004-VI, Stubbings κ.λ.π. κατά του Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1996, Συλλογή 1996-IV, σελ. 1505, παρ. 61-62).

37. Ειδικότερα, προκειμένου περί εκφράσεων οι οποίες αφορούν τις δικαστικές-ους λειτουργούς, το Δικαστήριο σημειώνει ότι στα ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, περί των οποίων ο Τύπος δικαιούται, ως εκ των καθηκόντων και ευθυνών του, να δημοσιοποιεί στοιχεία και ιδέες, περιλαμβάνονται και εκείνα τα οποία αφορούν τη λειτουργία της δικαστικής εξουσίας. Ωστόσο, η δράση των δικαστηρίων, τα οποία είναι εγγυητές της δικαιοσύνης και των οποίων η αποστολή είναι θεμελιώδους αξίας σε ένα κράτος δικαίου, έχει ανάγκη της εμπιστοσύνης των πολιτισών-ων. Έτσι, πρέπει να τυγχάνει προστασίας από αβάσιμες επιθέσεις, όταν μάλιστα το καθήκον για συγκράτηση απαγορεύει στις δικαστικές-ους λειτουργούς, οι οποίες αποτελούν στόχο των επιθέσεων αυτών, να αντιδράσουν (Perna κατά της Ιταλίας [GC], αριθ. προσφυγής 48898/99, παρ. 38, ΕΔΑΔ 2003-V και Ρίζος και ντάσκας κατά της Ελλάδος, αριθ. προσφυγής 65545/01, παρ. 43, απόφαση της 27ης Μαΐου 2004).

38. Τέλος, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η φύση και η βαρύτητα των επιβληθεισών ποινών είναι στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν πρόκειται να αξιολογηθεί η αναλογικότητα μιας προσβολής του δικαιώματος στην ελευθερία της εκφράσεως (Cumpǎnǎ και Mazǎre κατά της Ρουμανίας [GC], αριθ. προσφυγής 33348/96, παρ. 111, ΕΔΑΔ 2004-ΧΙ). Το Δικαστήριο πρέπει επίσης να επιδεικνύει την μεγαλύτερη προσοχή, όταν τα μέτρα ή οι κυρώσεις που ελήφθησαν από τις εθνικές αρχές είναι ικανά να αποθαρρύνουν τον Τύπο από το να συμμετέχει στη συζήτηση ζητημάτων τα οποία παρουσιάζουν θεμιτό γενικό ενδιαφέρον (Jersild κατά της Δανίας, απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1994, série A no. 298, σελ. 25-26,
παρ. 35).

β) Εφαρμογή των ως άνω αρχών στην παρούσα υπόθεση

39. Το Δικαστήριο επισημαίνει, πρωτίστως, ότι, στην παρούσα υπόθεση, επεβλήθη στην προσφεύγουσα ποινή φυλακίσεως ενός έτους με αναστολή, ποινή η οποία συνιστά ποινική κύρωση. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι μία ποινή φυλακίσεως η οποία επιβάλλεται για αδίκημα το οποίο ετελέσθη στον τομέα του Τύπου, είναι συμβατή με την ελευθερία της δημοσιογραφικής εκφράσεως, την οποία εγγυάται το άρθρο 10 της Συμβάσεως, μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις, και ειδικότερα όταν έχουν βάναυσα θιγεί άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως, π.χ., στην περίπτωση λόγου ο οποίος προωθεί το μίσος ή τη βία (βλ., mutatis mutandis, Sürek και Özdemir κατά της Τουρκίας [GC], αριθ. προσφυγών 23927/94 και 24277/94, παρ. 63, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999). Στην παρούσα υπόθεση, το επίδικο δημοσίευμα περιείχε
προκλητικές εκφράσεις οι οποίες εμπεριείχαν μία δόση υπερβολής, κυρίως εάν ληφθεί υπόψη ότι στόχο είχαν έναν δικαστικό λειτουργό, δυνάμενες, έτσι, να έχουν αρνητικές συνέπειες όσον αφορά την επαγγελματική εικόνα του αλλά και την εμπιστοσύνη των πολιτών στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν δύναται να δεχθεί ότι το προφανές συμφέρον να προστατευθεί η υπόληψη του Λ.Π. και να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη λειτουργία της δικαιοσύνης, συμφέρον που αφορά η υπόθεση αυτή, αρκούσε για να δικαιολογηθεί η ποινική καταδίκη της προσφευγούσης. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι, όσο άδικο και αν είχε η προσφεύγουσα, η προστασία της υπολήψεως του εν λόγω δικαστικού λειτουργού
ηδύνατο να εξασφαλισθεί με τα μέσα τα οποία προσφέρει το αστικό δίκαιο, πολλώ μάλλον όταν, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ήδη εκκρεμεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αστική διαδικασία αποζημιώσεως.