9 Φεβ 2012

Καταδίκη στον λόγο μίσους από το ΕΔΑΔ στην υπόθεση Vejdeland και λοιποί κατά της Σουηδίας 1813-1807Α'


Καταδίκη στον λόγο μίσους από το ΕΔΑΔ στην υπόθεση Vejdeland  και λοιποί κατά της Σουηδίας Α'

Η ποινική καταδίκη για τη διανομή φυλλαδίων που επιτίθενται στις Lbtiq δεν είναι αντίθετη προς την ελευθερία της έκφρασης

Με την απόφαση του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ΕΔΑΔ σήμερα στην υπόθεση Vejdeland και λοιποί κατά της Σουηδίας (αριθ. προσφυγής 1813-1807), η οποία δεν είναι τελική 1, το ΕΔΑΔ έκρινε, ομόφωνα, ότι υπήρξε:
Μη παραβίαση του άρθρου 10 (ελευθερία έκφρασης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η υπόθεση αφορούσε καταδίκη των προσφευγόντων κατά το 2005 για τη διανομή σε ένα σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης περίπου 100 εντύπων που θεωρήθηκαν από τα δικαστήριο ως προσβλητικά για τις Lbtiq.

Κύρια γεγονότα
Προσφεύγοντες είναι, ο Tor Fredrik Vejdeland, ο Mattias Harlin, ο Björn Tang και ο Niklas Lundström, Σουηδοί υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1978, 1981, 1987 και 1986 αντίστοιχα. Ο κ. Vejdeland ζει στη Gothenburg και οι άλλοι προσφεύγοντες ζουν στη Sundsvall (Σουηδίας).
Τον Δεκέμβριο του 2004, οι προσφεύγοντες, μαζί με τρία άλλα άτομα, πήγαν σε ένα σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και διένειμαν περίπου εκατό φυλλάδια από μια οργάνωση που ονομάζεται Εθνική Νεολαία, αφήνοντας τα μέσα ή πάνω στα ντουλάπια των μαθητριών. Η διεύθυνση του σχολείου παρενέβη ώστε να εγκαταλείψουν τις σχολικές εγκαταστάσεις. Οι δηλώσεις στα φυλλάδια ήταν, συγκεκριμένα, ισχυρισμοί ότι η λεσβιοσύνη, ομοερωτικότητα είναι μια "αποκλίνουσα σεξουαλική ροπή", είχε "ηθικά καταστροφικές επιπτώσεις επί της ουσίας της κοινωνίας” και ήταν υπεύθυνη για την ανάπτυξη του ιού HIV και του AIDS.

Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν σκοπό να εκφράσουν περιφρόνηση για τις Lbtiq ως ομάδα και δήλωσαν ότι ο σκοπός της δραστηριότητάς τους ήταν να ξεκινήσει μια συζήτηση σχετικά με την έλλειψη αντικειμενικότητας στην εκπαίδευση στα σουηδικά σχολεία. Το Επαρχιακό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η πρόθεση των εναγόντων ήταν να εκφράσoυν περιφρόνηση για τις Lbtiq και τους καταδικάστηκε για πράξη προσπάθειας υποκίνησης της κοινής γνώμης κατά μιας εθνικής ή εθνοτικής ομάδας. Οι κατηγορίες σε βάρος των προσφευγόντων απορρίφθηκαν κατ' έφεση, με την αιτιολογία ότι μια καταδικαστική απόφαση θα ισοδυναμούσε με παράβαση του δικαιώματος τους στην ελευθερία της έκφρασης, όπως κατοχυρώνεται στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Στις 6 Ιουλίου 2006, το Ανώτατο Δικαστήριο καταδίκασε τους προσφεύγοντες για την πράξη προσπάθειας υποκίνησης της κοινής γνώμης κατά μιας εθνικής ή εθνοτικής ομάδας. Η πλειοψηφία του δικαστηρίου έκρινε ιδίως ότι οι μαθήτριες δεν είχαν τη δυνατότητα να αρνηθούν τα φυλλάδια και ότι ο σκοπός της παροχής επιχειρημάτων προς τις μαθήτριες για μια συζήτηση θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί χωρίς τις προσβλητικές δηλώσεις προς τις Lbtiq ως ομάδα. Στους πρώτους τρεις προσφεύγοντες δόθηκε αναστολή των ποινών σε συνδυασμό με πρόστιμα που κυμαίνονται από περίπου 200 έως 2.000 ευρώ και ο τέταρτος αιτών καταδικάστηκε σε αστυνομική επιτήρηση.

Παράπονα, διαδικασία και σύνθεση του Δικαστηρίου
Οι προσφεύγοντες ισχυρίσθηκαν ότι το Ανώτατο Δικαστήριο με την καταδίκη τους για την πράξη προσπάθειας υποκίνησης της κοινής γνώμης κατά μίας εθνικής ή εθνοτικής ομάδας συνιστούσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης, σύμφωνα το άρθρο 10 της σύμβασης.
Υποστήριξαν επίσης ότι είχαν τιμωρηθεί πάρανομα κατά παράβαση του άρθρου 7.
Η αίτηση υποβλήθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 4 Ιανουαρίου 2007.

Η απόφαση εκδόθηκε από επταμελές τμήμα, που αποτελείται ως εξής:
ο Dean Spielmann (Λουξεμβούργο), Πρόεδρος,
η Elisabet Fura (Σουηδία),
η Ganna Yudkivska (Ουκρανία),
η Angelika Nußberger (Γερμανία),
ο Karel Jungwiert (Τσεχία),
ο Boštjan Μ. Zupancic (Σλοβενία​​),
ο Mark Villiger (Λιχτενστάιν), δικαστίνες-ες,
και επίσης η Claudia Westerdiek, Γραμματέας του Τμήματος.

Η Διεθνής Επιτροπή Νομικών και το Διεθνές Κέντρο Νομικής Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέθεσαν παρατηρήσεις υπό την ιδιότητά τις ως τρίτα μέρη παρεμβαίνοντα στη δίκη (άρθρο 36 § 2 της Συνθήκης). Οι παρατηρήσεις καθορίζονται στην απόφαση (§ § 41-46).


Την είδηση την βρήκαμε στις 9.2.12 και την μεταφράσαμε από την www.coe.int στην http://cmiskp.echr.coe.int/tkp197/view.asp?action=open&documentId=900342&portal=hbkm&source=externalbydocnumber&table=F69A27FD8FB86142BF01C1166DEA398649

1 Σύμφωνα με τα άρθρα 43 και 44 της Σύμβασης, η απόφαση αυτή του ΕΔΑΔ δεν είναι οριστική. Κατά τη διάρκεια των τριών μηνών περίοδο μετά την παράδοσή της, κάθε ενδιαφερόμενη μπορεί να ζητήσει να παραπεμφθεί η υπόθεση στο τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστήριο. Αν υπάρξει μια τέτοια αίτηση, μια ομάδα πέντε δικαστίνων θα θεωρήσει κατά πόσον η υπόθεση χρήζει περαιτέρω εξετάσεως. Στην περίπτωση αυτή, το τμήμα μείζονος συνθέσεως θα εκδικάσει την υπόθεση και θα παραδώσει μια τελική κρίση. Εάν η παραπομπή αίτηση απορριφθεί, η απόφαση του ΕΔΑΔ θα καταστεί οριστική εκείνη την ημέρα.
Όταν μια απόφαση καταστεί τελεσίδικη, αυτή διαβιβάζεται στην Υπουργική Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για επίβλεψη της εκτέλεσής του.