15 Δεκ 2010

Έμφυλες διαστάσεις της μετανάστευσης

Έμφυλες διαστάσεις της μετανάστευσης στη Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη

Είναι το οικονομικό το μοναδικό κίνητρο που οδηγεί μετανάστριες από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη να επιλέγουν το δρόμο της ξενιτιάς από τις πατρίδες τις; Όχι, απαντά έρευνα για τις "έμφυλες διαστάσεις της μετανάστευσης στη Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη", με επιστημονικά υπεύθυνη τη Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Η έρευνα έδειξε, σύμφωνα με την καθηγήτρια, ότι πέρα από τους οικονομικούς λόγους, οι μετανάστριες-ες μπορούν να οδηγούνται στην απόφαση να ξενιτευτούν βάσει πολλών άλλων κινήτρων, που διαφοροποιούνται, μάλιστα, συχνά, ανάλογα με το φύλο αυτών.

Για παράδειγμα, για τις Αλβανίδες, η αποφυγή των καταναγκασμών της πατριαρχικής οικογένειας και του κοινωνικού ελέγχου, που ασκείται στις γυναίκες αγροτικών περιοχών, ενώ,
η περιπέτεια, η περιέργεια και η μύηση στην αρρενωπότητα αποδείχθηκαν σημαντικά κίνητρα για τους νεαρούς Αλβανούς και για τις Βουλγάρες η επίλυση προβλημάτων, σε επίπεδο ζευγαριού, αποτέλεσαν εξίσου σημαντικούς παράγοντες στην απόφασή τις να μεταναστεύσουν. "Τα δεδομένα μας, δεν επιβεβαίωσαν το επιχείρημα που διατυπώνεται συχνά στη πρώιμη φεμινιστική βιβλιογραφία της δεκαετίας του 1970, σύμφωνα με το οποίο η μετανάστευση συμβάλλει στη χειραφέτηση των γυναικών", τονίζει η καθηγήτρια.

Και προσθέτει: "Αντί γι' αυτό η έρευνα κατέγραψε δύο αντιφατικές τάσεις. Από τη μια πλευρά διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες που μεταναστεύουν, είτε μόνες τις είτε ακολουθώντας τους άντρες τις, είναι, σε μεγάλο βαθμό, γυναίκες που είχαν ήδη αναπτύξει ένα δυναμικό προφίλ πριν από τη μετανάστευση, ή 'κληρονόμησαν' ένα τέτοιο προφίλ από τις μητέρες τις. Αυτή η τάση ήταν ισχυρότερη στην περίπτωση των Βουλγάρων γυναικών. Από την άλλη πλευρά, ανάμεσα στους ενήλικες άντρες μετανάστες, βρέθηκε αντίθετη τάση: μια επιστροφή σε πατριαρχικές αξίες και στάσεις του παρελθόντος". Εντάσσοντας τις πρακτικές αυτές σε ολόκληρη την αφήγηση ζωής των μεταναστριών που συμμετείχαν στην έρευνα, αλλά και στις εμπειρίες των γονιών τις, εξήχθη το συμπέρασμα ότι, αυτό το φαινόμενο είναι κυρίως αποτέλεσμα της ίδιας της μεταναστευτικής διαδικασίας και όχι μια συνέχεια με το παρελθόν.

Αυτή η "επινόηση της παράδοσης" ήταν ιδιαίτερα ισχυρή σε νεαρούς άντρες από την Αλβανία, αλλά και σε μερικές ενήλικες Αλβανίδες, όχι όμως σε Βουλγάρες, οι οποίες στην περίπτωση πατριαρχικών πιέσεων προτιμούν να εγκαταλείψουν τους άντρες τις, επισημαίνει η κα Βαν Μπούσχοτεν. Μια τρίτη παρατήρηση αφορά την αλληλεπίδραση φύλου, κοινωνικής τάξης και εθνοτικής καταγωγής στην κατασκευή μεταναστευτικών ταυτοτήτων στους χώρους εργασίας. Οι ρητορικές που αναπτύχθηκαν σχετικά με το θέμα αυτό, στο πλαίσιο της έρευνας, αφορούν τις σχέσεις των υπό μελέτη μεταναστριών με τις εργοδότριες-ες στο χώρο εργασίας, αλλά έχουν μια σαφή έμφυλη διάσταση. Ένα παράδειγμα είναι ο χαρακτηρισμός των Ελληνίδων εργοδοτριών ως "τεμπέλες-ηδες", ο οποίος, όμως, εμφανίζεται διαφορετικά στο λόγο γυναικών και αντρών. Μια γενική διαπίστωση είναι ότι "το φύλο δεν ενώνει".

Ένταξη

Η "κοινωνική ένταξη"- επισημαίνεται στην ίδια έρευνα- είναι, ή ήταν μέχρι πρόσφατα, μια κεντρική αξία στις ευρωπαϊκές μεταναστευτικές πολιτικές, αλλά υπόκειται σε πολλαπλές ερμηνείες και μπορεί επομένως να χρησιμοποιηθεί τόσο για την ένταξη των μεταναστριών στη χώρα υποδοχής τις όσο και για τον αποκλεισμό τις απ' αυτήν. Όταν οι Ευρωπαίες-οι πολιτικοί διακηρύσσουν ότι οι μετανάστριες δεν είναι επαρκώς "ενσωματωμένες" και ότι η κατάσταση αυτή πρέπει να διορθωθεί, αυτή η ελλιπής "ένταξη" είναι συχνά το αποτέλεσμα δημόσιων ή ιδιωτικών πολιτικών διακρίσεων εις βάρος των μεταναστριών, παρά των στάσεων και συμπεριφορών των ίδιων των μεταναστριών. "Γι' αυτό φαίνεται σημαντικό να διακρίνουμε δύο επίπεδα 'ένταξης', το κοινωνικό και το θεσμικό, αλλά και να δούμε τη δυναμική αλληλεπίδραση αυτών των δύο επιπέδων", επισημαίνει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα δύο κεντρικά συμπεράσματα, στα οποία κατέληξε η έρευνα. Πρώτον, βρέθηκε ότι οι στάσεις των Αλβανών και Βουλγάρων μεταναστριών-ων απέναντι στη χώρα καταγωγής είναι αντεστραμμένες: για τις μετανάστριες από την Αλβανία, το αίσθημα του ανήκειν εντοπίζεται κυρίως στο "εδώ", ενώ για τις Βουλγάρες επικεντρώνεται στο "εκεί".

Στην περίπτωση των Αλβανίδων-ων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο κοινωνικό επίπεδο έχουν προχωρήσει με ραγδαίους ρυθμούς σε ουσιαστικές διασυνδέσεις με την ελληνική κοινωνία, όσον αφορά την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, την ανεύρεση "θώκων" στην ελληνική αγορά εργασίας, και στη διαδικασία πολιτισμικών ανταλλαγών. Η διαδικασία νομιμοποιήσεων που ξεκίνησε το 1997, διευκόλυνε την εξέλιξη αυτή και βιώνεται από τις μετανάστριες-ες σαν σημείο καμπής στη βιογραφία τις.

Από την άλλη πλευρά, στο θεσμικό επίπεδο, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ πίσω σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όσον αφορά τη χορήγηση κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων στις μετανάστριες. Οι καθημερινές ζωές των μεταναστριών επικαθορίζονται από την ανάγκη να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα ένσημα, βασική προϋπόθεση να αποκτήσουν την πολυπόθητη άδεια διαμονής. Ο διαφορετικός προσανατολισμός των Βουλγάρων - πρόκειται κυρίως για γυναίκες εσωτερικές οικιακές βοηθούς - δεν οφείλεται μόνο σε μια διαφοροποίηση πολιτισμικών στάσεων. Συνδέεται, επίσης, με το μεταναστευτικό καθεστώς μέσα από το οποίο έρχονται στην Ελλάδα - κυρίως παράνομες εταιρείες - πρακτορεία απασχόλησης με παραρτήματα στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία, καθώς και με το φύλο των μεταναστριών.

Κατά δεύτερο λόγο, βρέθηκε ότι η "ένταξη" λειτουργεί διαφορετικά για γυναίκες και άντρες. Στο κοινωνικό επίπεδο, φαίνεται πιο εύκολα για τους άντρες παρά για τις γυναίκες να βρουν κοινωνική αναγνώριση - και αυτή η αναγνώριση ή η έλλειψή της αποτελεί σημαντικό στοιχείο της μεταναστευτικής τις ταυτότητας. Στην έρευνα εντοπίστηκαν ποικίλες στρατηγικές που αναπτύσσονται από τις μετανάστριες-ες για την απόκτηση αυτής της αναγνώρισης. Παρόλο που οι μετανάστριες μπορούν να αναπτύξουν στενές σχέσεις με τα ελληνικά νοικοκυριά που τις απασχολούν, ο εγκλωβισμός τις σε αυτά σπάνια τις προσφέρει τη δυνατότητα να αναπτύξουν κοινωνικές σχέσεις με μέλη της ευρύτερης ελληνικής κοινωνίας.

Στο θεσμικό επίπεδο, επίσης, η θέση των μεταναστριών είναι πολύ χειρότερη απ' αυτή των ανδρών και είναι συχνά καταδικασμένες να ζουν είτε σε μια κατάσταση μόνιμης παρανομίας (όπως στην περίπτωση των περισσότερων Βουλγάρων μεταναστριών) είτε να παραμείνουν εξαρτημένες από κάποιο αντρικό μέλος της οικογένειάς τις (η περίπτωση των περισσότερων Αλβανίδων μεταναστριών).

Το δείγμα της έρευνας

Η έρευνα εστίασε σε δύο ομάδες μεταναστριών-ων, από την Αλβανία και τη Βουλγαρία, αντίστοιχα. Οι ομάδες αυτές επιλέχθηκαν τόσο γιατί αποτελούν, σήμερα, τις πολυπληθέστερες ομάδες μεταναστριών στην Ελλάδα (65% και 6%, αντίστοιχα το 2004), όσο και γιατί το μεταναστευτικό προφίλ τις είναι πολύ διαφορετικό και επομένως προσφέρονται για μια συγκριτική ανάλυση. Ενώ οι μεταναστευτικές ροές από τις δύο χώρες αυτές συνδέονται άμεσα με την κατάρρευση του κομμουνισμού το 1990, η χρονολογία της μετανάστευσης, η αναλογία γυναικών και ανδρών και τα μεταναστευτικά συστήματα ήταν πολύ διαφορετικά.

Όπως φαίνεται από τις αφηγήσεις ζωής που συγκεντρώσαμε- τονίζει η κ. Βαν Μπούσχοτεν- πολλές Βουλγάρες-οι προσπάθησαν αρχικά να αναζητήσουν εντός Βουλγαρίας νέες λύσεις για τα προβλήματα που δημιούργησε η μεταβατική περίοδος και αρκετές δοκίμασαν την τύχη τις σε μια νέα επιχειρηματική δραστηριότητα.

Οι περισσότερες-οι από όσες συμμετείχαν στην έρευνα έφθασαν στην Ελλάδα μετά το 2000. Η διαφορά αυτή έχει σημαντικές πολιτισμικές επιπτώσεις για τον τρόπο, με τον οποίο μετανάστριες-ες από τις δύο χώρες αυτές ερμηνεύουν τη μεταναστευτική τις εμπειρία: για τις περισσότερες μετανάστριες από την Αλβανία, η μετανάστευση ήταν ταυτόχρονα μια μετακίνηση από μια χώρα σε μια άλλη και από ένα οικονομικό σύστημα σε ένα άλλο.

"Για τις περισσότερες μετανάστριες από τη Βουλγαρία η απόφαση να μεταναστεύσουν συνδέεται άμεσα με τη διάψευση των ελπίδων που γέννησε η μετάβαση σε μια οικονομία της αγοράς. Πέρα από το στοιχείο αυτό όμως, η πιο σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων εντοπίζεται στην αναλογία γυναικών και ανδρών και στη σύνθεση του μεταναστευτικού νοικοκυριού. Η μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστριών από τη Βουλγαρία (65-70%) είναι γυναίκες, κυρίως ενήλικες γυναίκες ώριμης ηλικίας που εργάζονται ως εσωτερικές οικιακές βοηθοί σε ελληνικά νοικοκυριά και έχουν αφήσει πίσω τις οικογένειές τις. Σε πολλές περιπτώσεις, οι γυναίκες αυτές είναι χωρισμένες ή χήρες και έχουν γίνει ηγέτιδες μιας διεθνούς οικογένειας", εξηγεί η κ. Βαν Μπούσχοτεν.



*Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων γραμμένο από τον Αποστόλη Ζώη