«ΝΑΙ» ΣΤΙΣ ΠΟΣΟΣΤΩΣΕΙΣ
Οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών έχουν σφραγίδα κοινωνική και είναι ευθύνη της κοινωνίας να λάβει μέτρα για να τις άρει
Η επίθεση ήταν «άνανδρη», η στάση «αντρίκια», το κράτος «επανδρώνεται» ακόμη κι όταν πρόκειται μόνο για πρόσληψη γυναικών, στα κόμματα υπάρχει «λειψανδρία», τα παιδιά «ανδρώθηκαν».
Φράσεις που απαντούν σε αφθονία στον δημόσιο χώρο. Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών επί χρόνια, παρά τις διαμαρτυρίες, παρά τις διαβεβαιώσεις, παρά την απόφαση της Συγκλήτου που ενέκρινε αίτημα του Γραφείου Ισότητας, σε κάθε εξεταστική περίοδο, πρέπει να υπογράφω τα βαθμολόγια σβήνοντας τη λέξη «Ο Διδάσκων» και γράφοντας με το χέρι «Η Διδάσκουσα». Το ίδιο πρέπει να κάνω όταν υπογράφω αποδείξεις: σβήνω το «Ο εισπράξας» και γράφω «Η εισπράξασα». Το ίδιο με τις βεβαιώσεις, τις δηλώσεις, τις αιτήσεις, κτλ. Σβήνω το «Ο Βεβαιών», «Ο Δηλών», «Ο Αιτών» και γράφω μόνη μου «Η Βεβαιούσα», «Η Δηλούσα», «Η Αιτούσα». Ασκήσεις ματαιότητας… Πόσες, και για πόσο ακόμη, θα έχουν την αντοχή, την επιμονή και την ετοιμότητα να διορθώνουν τα κακώς κείμενα; Και γιατί πρέπει οι γυναίκες μόνες τις να φροντίζουν για την αποκατάσταση μιας καταφανώς άνισης με ταχείρισης όταν οι άνδρες, σε αντίστοιχες περιστάσεις, δεν έχουν τίποτε να σκεφθούν;
Πάνω από το μισό του πληθυσμού συστηματικά παραγκωνίζεται, αγνοείται, τοποθετείται στο περιθώριο για εκατονταετίες, και πρέπει μόνες τις οι γυναίκες να υπενθυμίζουν ότι κάτι πρέπει να γίνει γιαυτό. Και όχι μόνο δεν εισακούγονται όταν επισημαίνουν όσα πρέπει να αλλάξουν, αλλά συνήθως αντιμετωπίζονται με ειρωνεία, καχυποψία, δυσφορία και συγκατάβαση. Οι αιτιάσεις τις εκλαμβάνονται ως απειλή σε εγκατεστημένες πρακτικές και νοοτροπίες (σαν να προσπαθούν να εκπορθήσουν φρούρια που δικαιωματικά δεν είναι γι’αυτές), ενώ η όποια διευθέτηση θεωρείται καταχρηστική παραχώρηση σε παράλογες απαιτήσεις. Εχουν γίνει, ασφαλώς, πολλά και μεγάλα βήματα. Ομως οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, έκδηλες ή λανθάνουσες, κάθε άλλο παρά έχουν εκλείψει. Στον δημόσιο χώρο οι επιτυχημένες επαγγελματίες παρουσιάζονται ως κάτι αξιοπερίεργο, στους χώρους δουλειάς όπου βιώνουν την υποτίμηση, την έλλειψη σεβασμού και συχνά τις διάφορες μορφές σεξουαλικής παρενόχλησης, γνωρίζουν αργά ή γρήγορα τη λεγόμενη γυάλινη οροφή που με επώδυνο τρόπο συμπιέζει τις φιλοδοξίες και την ανέλιξή τις. Στις διαφημίσεις, εκτός των σεξιστικών στερεοτύπων, οι γυναίκες προβάλλονται ως ανίδεες που περιμένουν να μάθουν από τον σύζυγο πώς πρέπει να κάνουν τις συναλλαγές τις, ενώ ακόμη και σήμερα φυσικός χώρος των γυναικών θεωρείται η οικογένεια και το σπίτι. Είδατε κάποιον άνδρα να ερωτάται για το αν μπορεί να συνδυάζει καριέρα και οικογένεια; Ποτέ. Γιατί θεωρείται αυτονόητο πως αυτή είναι μέριμνα των γυναικών.
Το ανησυχητικό, και δυσάρεστο, δεν είναι μόνο ότι το φαινόμενο επιμένει, αλλά ότι προσπάθειες προς την κατεύθυνση της εξάλειψής του συναντούν μια ευρύτερη αντίσταση ακόμη και από γυναίκες. Μια τέτοια περίπτωση είναι οι λεγόμενες πολιτικές θετικής διάκρισης.
Οι γυναίκες θεωρούν ότι η λήψη τέ τοιων μέτρων, π.χ. οι ποσοστώσεις, όπως η υποχρέωση του 30% στις υπο ψηφιότητες για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, είναι σαν να αντιμετωπίζονται ως υποδεέστερες, σαν να χρειάζονται ειδική προστασία, σαν να μην μπορούν να τα καταφέρουν μόνες τις.
Η αλήθεια είναι ότι η εμπειρία δείχνει ότι δεν μπορούν να τα καταφέρουν μόνες τις, τουλάχιστον σε μεγάλους αριθμούς. Όχι γιατί υστερούν, όχι γιατί δεν έχουν τις γνώσεις ή τις ικανότητες, αλλά γιατί είναι έτσι συγκροτημένα τα πράγματα που οι συνθήκες δεν τις ευνοούν για να προχωρήσουν. Φταίνε οι γυναίκες που ενώ είναι πάνω από το 50% του φοιτητικού πληθυσμού, συχνά αριστεύοντας, στη συνέχεια αποτελούν ένα ελάχιστο μέρος του διδακτικού προσωπικού (άνισα κατανεμημένου σε ειδικότητες), ειδικά στις υψηλές βαθμίδες, ενώ πρακτικά αποκλείονται απ’ όλες τις θέσεις εξουσίας και διοίκησης;
Είναι ήττα για τις γυναίκες, και νίκη της κυρίαρχης άποψης, να υποστηρίζεται ότι είναι δικό τις πρόβλημα, των γυναικών δηλαδή, που δεν διακρίνονται στον δημόσιο βίο ή δεν προχωρούν στην επαγγελματική τους ζωή. Αυτό υπονοείται όταν λέγεται ότι μόνες τις μπορούν να τα καταφέρουν, ότι αν προσπαθήσουν αρκετά, οι πόρτες γι’α αυτές θα’ ανοίξουν. Λες και το πρόβλημα είναι ότι οι γυναίκες δεν προσπαθούν αρκετά. Οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών έχουν σφραγίδα κοινωνική και είναι ευθύνη της κοινωνίας συνολικά να πάρει μέτρα για να τις άρει. Οι γυναίκες που είναι αντίθετες σε τέτοια θετικά μέτρα υποστήριξης των γυναικών, όχι μόνο δεν εναντιώνονται στην κυρίαρχη άποψη που βάζει πολλαπλά εμπόδια στην εξέλιξή τις, αλλά αποδέχονται και στηρίζουν την άποψη αυτή στιγματίζοντας τις υπόλοιπες γυναίκες ως μη ικανές. Είναι σαν να δέχονται ότι οι άνδρες συνάδελφοί τις προχωρούν μόνο με την αξία τους, ότι δεν υπάρχουν εγκατεστημένες δομές και πρακτικές, θεσμικά και άτυπα δίκτυα, που τους δίνουν εκ προοιμίου πλεονέκτημα, το οποίο μάλιστα μοιάζει τόσο φυσικό που είναι πλέον αόρατο. Και μόνο οι μεγάλοι αριθμοί των ανδρών σε οποιονδήποτε χώρο δείχνει πόσο πιο φιλόξενοι είναι οι χώροι αυτοί γι’ αυτούς και πόσο λιγότερο φιλικοί για τις γυναίκες. Τα θετικά μέτρα υπέρ των γυναικών δεν αποκαθιστούν μόνο τις αδικίες που εξακολουθούν να διαπράττονται εις βάρος τις, αλλά μπορούν να φέρουν μεγαλύτερους αριθμούς γυναικών στο προσκήνιο αποκαθιστώντας όχι μόνο τη δημοκρατική αντιπροσώπευση του πληθυσμού, αλλά προβάλλοντας ένα πιο ισορροπημένο και δίκαιο μοντέλο της κοινωνίας.
Την είδηση την βρήκαμε στις 6.11.10 στην εφημερίδα το Βήμα γραμμένη από την Βάσω Κιντή Διδακτώρισα Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών στην http://www.vimaideon.gr//Article.aspx?d=20101106&nid=17744532&sn=%CE%9A%CE%A5%CE%A1%CE%99%CE%9F+%CE%A4%CE%95%CE%A5%CE%A7%CE%9F%CE%A3&spid=1478