Αριθμός υποθέσεων 51671/10 και 36516/10
από την Lillian Ladele και τον Gary McFarlane κατά της Αγγλίας
που κατέθηκε στις 27 Αυγούστου 2010 και 24 του Ιούνη 2010
Ο κ. Bennett εξέλαβε ως άρνηση από το δεύτερο προσφεύγοντα να επιβεβαιώσει πως θα επιτελέσει την εργασία PST με τα λεσβιακά, αμφισεξουαλικά, τρανς ζευγάρια και διατάχθηκε η αναστολή του και εκ ως τούτου εκκρεμούσε πειθαρχική έρευνα. Κατά τη διερεύνηση του στη συνεδρίαση στις 7 Ιανουαρίου 2008 ο δεύτερος προσφεύγων αναγνώρισε ότι υπάρχει σύγκρουση μεταξύ των θρησκευτικών πεποιθήσεων του και της εργασίας PST με λεσβιακά, αμφιεσξουαλικά ζευγάρια, αλλά είπε πως εάν του ζητηθεί να κάνει την εργασία αυτή, τότε θα το πράξει και αν υπάρχουν προβλήματα που θα προκύψουν στη συνέχεια, θα μιλήσει στον προϊστάμενό του. Ο κ. Bennett εξέλαβε την δήλωση αυτή ως συμμόρφωση στις πολιτικές της Relate, και ως εκ τούτου σταμάτησε την πειθαρχική έρευνα.
Μετά από μια μεταγενέστερη τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του δευτέρου προσφεύγοντος και του προϊσταμένου του, η επιβλέπουσα του επικοινώνησε με τον κ. Bennett για να εκφράσει τις βαθιές της ανησυχίες σχετικά με το δεύτερο προσφεύγοντα ως σύμβουλο - ένιωθε πως ήταν είτε σε σύγχυση πάνω στο θέμα της PST για λεσβιακά ζευγάρια ή ήταν ανέντιμος στο θέμα. Όταν αυτές οι ανησυχίες του υποβλήθηκαν, ο δεύτερος προσφεύγων δήλωσε ότι οι απόψεις του δεν είχαν αλλάξει από τις προηγούμενες συζητήσεις τους και ότι κάθε θέμα θα εξεταστεί, καθώς θα προκύπτει. Ο δεύτερος προσφεύγων κλήθηκε σε περαιτέρω πειθαρχική συνάντηση στις 17 Μαρτίου 2008, κατά την οποία ρωτήθηκε αν είχε αλλάξει άποψη, αλλά εκείνος απλά απάντησε πως δεν είχε τίποτε άλλο να προσθέσει στα όσα είχε πει στις 7 Ιανουαρίου 2008.
Στις 18 Μαρτίου 2008 ο κ. Bennett απέρριψε το δεύτερο προσφεύγοντα συνοπτικά για βαριά παραπτώματα, με βάση την ευρήματά του πως ο δεύτερος προσφεύγων είχε πει στις 7 Ιανουαρίου 2008 ότι θα συμμορφώνεται με τις πολιτικές της Relate και θα παρέχει σεξουαλικές συμβουλές σε λεσβιακά, τρανς, αμφισεξουαλικά ζευγάρια χωρίς οποιαδήποτε πρόθεση να το κάνει (ουσιατικά). Θα μπορούσαν επομένως να μην τον εμπιστευθούν για να εκτελεί την αποστολή του σύμφωνα με την Πολιτική Ίσων Ευκαιριών. Μια συνάντηση προσφυγής πραγματοποιήθηκε στις 28 Απριλίου. Η προσφυγή απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης του κ. Bennett στο δεύτερο προσφεύγοντα να συμμορφωθεί με τις σχετικές πολιτικές ήταν δικαιολογημένη με βάση τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν.
β. Οι εσωτερικές διαδικασίες
Ο δεύτερος προσφεύγων υπέβαλε προσφυγή ενώπιον του Εργατικού Δικαστηρίου της πόλης Bristol, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, άμεσες και έμμεσες διακρίσεις, άδικη και παράνομη απόλυση. Το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στις 5 Ιανουαρίου 2009.
Κατά τη διάρκεια των τελικών υποβολών, η Σύμβολος του εναγόμενου παραδέχθηκε ότι υπήρξε αδικαιολόγητη απόλυση και πως κάθε μεταγενέστερη αίτηση να την ανακαλέσει απορρίφθηκε.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό των άμεσων δυσμενών διακρίσεων στο πλαίσιο του κανονισμού 3 (1) (α) των κανονισμών 2003 (βλ. παρακάτω), το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν θεωρεί ότι ο δεύτερος προσφεύγων δέχτηκε αυτή την συμπεριφορά λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεων του, αλλά επειδή θεωρήθηκε πως δεν θα συμμορφωνόταν με τις πολιτικές που αντανακλούσαν το ήθος της οργάνωσης.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό της έμμεσης διάκρισης στο πλαίσιο του κανονισμού 3 (1) (β), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι διατάξεις, τα κριτήρια ή η πρακτική της Relate ισχύουν εξίσου σε πρόσωπα διαφορετικών θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, ήταν απαίτηση οι σύμβουλοι να συμμορφώνονται με τις πολιτικές της οργάνωσης “Πολιτική Ίσων Ευκαιριών” όπως αυτές ισχύουν συγκεκριμένα τόσο για λεσβίες όσο και για ετερό πελάτισες. Μια τέτοια απαίτηση θα έθετε πράγματι τα άτομα της ίδιας θρησκευτικής πεποίθησης, όπως ο δεύτερος προσφεύγων σε δυσμενέστερη θέση σε σύγκριση με άλλα πρόσωπα που δεν έχουν τέτοιες πεποιθήσεις, ως μέρος της θρησκευτικής πεποίθησής τις-τους. Το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο σκοπός της απαίτησης ήταν η παροχή ενός πλήρους φάσματος συμβουλευτικών υπηρεσιών για όλα τα μέρη της κοινότητας, ανεξάρτητα από τον σεξουαλικό προσανατολισμό, ο οποίος συμπέρανε πως ήταν νόμιμος-εύλογος σκοπός.
Στη συνέχεια, εξέτασε εάν η απομάκρυνση του δεύτερου υποψηφίου ήταν ένα ανάλογο μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Διαπίστωσε πως η δέσμευση της Relate να προσφέρει υπηρεσίες μη διάκρισης ήταν θεμελιώδης στην εργασία της. Η Relate είχε το δικαίωμα να απαιτήσει από το δεύτερο προσφεύγοντα την σαφή διαβεβαίωση ότι θα παρέχει το πλήρες φάσμα των συμβουλευτικών υπηρεσιών σε όλο το φάσμα των πελατισών-ων χωρίς επιφυλάξεις, και ο οποίος απέτυχε να δώσει μια τέτοια διαβεβαίωση. Το φιλτράρισμα των πελατισών, αν και θα μπορούσε να λειτουργεί σε περιορισμένο βαθμό, δεν θα προστατεύσει τις πελάτισες-ες από την ενδεχόμενη απόρριψη από το δεύτερο προσφεύγοντα, εντούτοις διακριτικά ο ίδιος θα μπορούσε να ασχοληθεί με το θέμα. Η απόλυση του δεύτερου προσφεύγοντα ήταν επομένως ανάλογο μέσο προς επίτευξη θεμιτού σκοπού και η αξιώση διακρίσεων απέτυχε.
Όσον αφορά την αξίωση άδικης απόλυσης, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Relate πραγματικά και λογικά έχασε την εμπιστοσύνη της στον δεύτερο προσφεύγοντα, στο βαθμό που δεν μπορούσε να είναι σίγουρη ότι, αν παρουσιαστούν στον ίδιο σεξουαλικά θέματα με λεσβιακά, αμφισεξουαλικά ζευγάρια, στο πλαίσιο της συμβουλευτικής λεσβιακών, αμφισεξουαλικών, τρανς ζευγαριών, ο δεύτερος προσφεύγων θα παράσχει χωρίς περιορισμούς ή επιφυλάξεις τις συμβουλές που απαιτούνται στο ζευγάρι λόγω των περιορισμών που του επιβάλλονται από τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Δεδομένου πως ήταν κάτι που η οργάνωση νομίμως δεν θα μπορούσε να ανεχθεί, αποτελούσε μια "σημαντική αιτία που δικαιολογεί την απόλυση" (σύμφωνα με την παράγραφο 98 (1) (β) του Νόμου Εργατικών Δικαιωμάτων 1996: βλ. κατωτέρω ). Προκύπτει λοιπόν ότι η απόλυση για τον λόγο αυτό ήταν δίκαιη και η αξίωση απέτυχε.
Ο δεύτερος προσφεύγων άσκησε έφεση ενώπιον του Εργατικού Εφετείου κατά των διαπιστώσεων του Εργατικού Δικαστηρίου όσον αφορά την άμεση και την έμμεση διακρίση και την άδικη απόλυση. Στις 30 Νοεμβρίου 2009, το Εργατικό Εφετείο διαπίστωσε ότι το δικαστήριο είχε δίκιο να απορρίψει τις αξιώσεις αυτές. Απέρριψε το επιχείρημα του δεύτερου προσφεύγοντος πως δεν ήταν νόμιμο να διαχωρίσει μεταξύ εναντίωσης μιας θρησκευτικής πεποιθήσης και πως αντιτίθεται σε μια συγκεκριμένη πράξη που φανερώνει αυτή την πεποίθηση, και έκρινε ότι μια τέτοια προσέγγιση είναι συμβατή με το άρθρο 9 της Σύμβασης. Τόνισε τα επιχειρήματα της Relate πως ο συμβιβασμός που προτείνει ο δεύτερος προσφεύγων θα ήταν απαράδεκτος, ως θέμα αρχής, επειδή είναι “σε πλήρη αντίθεση με το ήθος της οργάνωσης να δεχτεί μια κατάσταση στην οποία μια-ένας σύμβουλος μπορεί να αρνηθεί να ασχοληθεί με τις συγκεκριμένες πελάτισες-ες επειδή αποδοκιμάζει τη συμπεριφορά τις-τους” και πως δεν ήταν εφικτό να λειτουργήσει ένα σύστημα στο πλαίσιο του οποίου μία-ένας σύμβουλος μπορούσε να αποσυρθεί από την παροχή συμβουλών σε λεσβιακά, αμφισεξουαλικά, τρανς ζευγάρια εάν από τις συνθήκες που προέκυψαν θεώρησε πως θα επικύρωνε τη σεξουαλική δραστηριότητα από μέρους τους.
Την είδηση την βρήκαμε στις 2.4.11 και την μεταφράσαμε από την ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην http://cmiskp.echr.coe.int/tkp197/view.asp?action=html&documentId=884740&portal=hbkm&source=externalbydocnumber&table=F69A27FD8FB86142BF01C1166DEA398649
Η φωτογραφία είναι το έργο Diana and Callisto