22 Δεκ 2009

Συναίνεση και Αυτονομία Β

Συναίνεση και Αυτονομία: με αφορμή τις υποθέσεις περί σαδομαζοχισμού στο ΕΔΑΔ.

2. Η αυτονομία των μοντέρνων ή το ελεύθερο παιχνίδι της δουλείας (απόφαση K.A. και A.D. εν. Βελγίου).

Οκτώ χρόνια αργότερα, στην υπόθεση K.A και A.D. εν. Βελγίου η σιωπή των σαδομαζοχιστριών-ων μετατρέπεται αίφνης σε έγκυρο λόγο, λόγω της σημασίας που οι δικαστίνες-ες απέδωσαν στον σεβασμό των όρων του παιχνιδιού και πρωτίστως στην ελευθερία της μαζοχίστριας-η να διακόψει αυτοβούλως την ερωτική επικοινωνία προφέροντας τη συμφωνημένη λέξη κλειδί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η γυναίκα-μαζοχίστρια πολλές φορές αναφώνησε pitié (έλεος!), αλλά ο κωδικός ουδέποτε ενεργοποιήθηκε αφού ο –δικαστής σημειωτέον- σύζυγος της συνέχισε απτόητος μαζί με τον τρίτο της παρέας, ένα γιατρό, να την υποβάλουν σε δοκιμασίες ακόμη μεγαλύτερης έντασης.

Έτσι, σε αντίθεση με την Laskey, το ΕΔΔΑ αφού διευκρινίζει ότι «το ποινικό δίκαιο δεν μπορεί, καταρχήν, να επεμβαίνει στο πεδίο των εκούσιων σεξουαλικών πρακτικών που αφορούν την ελεύθερη κρίση των ατόμων», παρά μόνο όταν υπάρχουν «ιδιαίτερα σοβαροί λόγοι», ξεκαθαρίζει ότι «εάν κάποια-ος αξιώνει το δικαίωμα στην ελεύθερη απόλαυση σεξουαλικών πρακτικών, ένα όριο το οποίο πρέπει να εφαρμοσθεί είναι ο σεβασμός της βούλησης του θύματος», του οποίου «το δικαίωμα στις συνθήκες άσκησης της σεξουαλικής του διάθεσης πρέπει επίσης να προστατευθεί. Με αυτό εννοείται ότι οι πρακτικές διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν ένα τέτοιο σεβασμό, κάτι το οποίο δεν συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση». Άλλωστε, οι διάδικοι ομολόγησαν αβίαστα ότι είχαν καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και ότι δεν γνώριζαν που θα κατέληγαν οι σεξουαλικές τους ακροβασίες.

Αναγνωρίζοντας το μονολογικό δικαίωμα της παίκτριας-η να αποχωρήσει από τη σύμβαση το Δικαστήριο καταξιώνει a contrario την ελευθερία της συμμετοχής της. Η κατοχύρωση του σεβασμού της άρνησής της νομιμοποιεί την προηγούμενη κατάφαση στην εξουσία του ερωτικού του κυρίαρχου. Για την ακρίβεια είναι η δύναμη της σαδίστριας-η που εξαρτάται καταστατικά από την ερμηνευτική επικύρωση της μαζοχίστριας-η. Ο σαδομαζοχισμός λοιπόν κάθε άλλο παρά εξωτική μορφή σύμβασης ή αποτρόπαια υποδούλωση αποτελεί. Αντιθέτως, ίσως διεξάγεται πιο ελεύθερα απο την πλειοψηφία των νόμιμων συμβάσεων. Όσο για το τόσο συχνά καταγγελλόμενο στοιχείο της εθελούσιας δουλείας[8] που τον χαρακτηρίζει, αυτό θα υποστηρίξουμε ότι εγγράφεται στη μήτρα όχι μόνο της σεξουαλικής αλλά και κάθε κοινωνικής σχέσης, αρχής γενομένης από το ίδιο το κοινωνικό συμβόλαιο.

Αν συμβουλευτούμε τον Hobbes ή τον Rousseau θα διαπιστώσουμε ότι η μετάβαση από την αυτό-καταστροφική ή μάταια φυσική αυτονομία του ατόμου στην αποψιλωμένη ελευθερία του κοινωνικού συμβολαίου προϋποθέτει λογικά την εκποίηση της εαυτής-ου, την διάθεση του προσώπου ως αντικειμένου, την εκχώρηση του ατομικού και εγωιστικού εαυτού στη συλλογικότητα του Λεβιάθαν. To Κράτος, ο εγγυητής της φυσικής ελευθερίας των ατόμων, εγκαθίσταται ως το de facto ισχυρό μέρος της σύμβασης,η κατ’αναλογία ή και καθ’υπερβολή «σαδίστρια-ης», ενώ οι πολίτισες-ες μόνο ως θέσει «μαζοχίστριες-ες» μπορούν να θεωρηθούν, αφού έχουν συν-ομολογήσει την εκχώρηση της βούλησής τους στη διάθεση της θεσπισμένης, μέσω της πολιτικής συναίνεσης, κυρίας-ου τους. Η ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους απαιτεί την έξοδο από τη μοναχική -αν και απόλυτα αυτόνομη- φυσική κατάσταση και τη συμμετοχή στη διαμεσολαβημένη και κίβδηλη, λόγω των επαχθών ορίων των άλλων, κοινωνική και πολιτική ελευθερία.

Στο σαδομαζοχισμό ο φυσικός πόνος κατασκευάζει την ταυτότητα του υποκειμένου και τα αποτυπωμένα στο δέρμα της σαδομαζοχίστριας-η σημάδια επιτρέπουν την αναγνώρισή του και τη συμβολική, δια της σαρκικής υπόμνησης, επιβεβαίωσή του. Η επιβολή της νομιμοποιημένης, λόγω της συναίνεσης, βίας μετατρέπει το μοναχικό άτομο σε κοινωνικό υποκείμενο. Αν στο κοινωνικό συμβόλαιο η ζωή και η πρόσβαση στην προσωπική ταυτότητα περνούν υποχρεωτικά από τη συλλογική συμβίωση και την υπακοή στο Κράτος, στο σαδομαζοχισμό η ηδονή απολαμβάνεται με την αποδοχή του ψυχo-σωματικού πόνου από την σεξουαλική-ο maître.

Κοντολογίς, η ελευθερία εντός της κοινωνίας προϋποθέτει λογικά την αντικειμενοποίηση του υποκειμένου. Από τη στιγμή, όμως, που η προφανώς δουλοπρεπής αυτή ενέργεια επιτελείται με τη συναίνεση του ατόμου διεκδικεί την δικαίωση της ελεύθερης –παρότι αναγκαίας- πράξης και καταξιώνει το άτομο ως πρόσωπο, ως φορέα της επιλογής ανάμεσα στην ελευθερία του Λεβιάθαν και την ακοινώνητη αυτοκαταστροφή. Είναι ακριβώς αυτή η δυνατότητα επιλογής της ετερο-προσδιοριζόμενης αυτονομίας που προσδίδει στην κάθεμια-α όχι μόνο την αξιοπρέπειά της αλλά και την ανθρώπινή της υπόσταση δια της πολιτικής και κοινωνικής της συμμετοχής. Το εθελουσίως υποταγμένο άτομο είναι η ελεύθερη-ος άνθρωπος της νεωτερικότητας που διατηρεί, όπως ακριβώς η μαζοχίστρια-ης, το αναφαίρετο δικαίωμα (αντίστασής) της να ανακαλέσει τη σύμβασή την με την Κυρίαρχη-ο, όταν κρίνει ανυπόφορη την εξουσία της. Η πραγματολογικά διαλογική επικοινωνία, η οποία χαρακτηρίζει και τη σαδομαζοχιστική σχέση, βρίσκει το όριο του νομικού πολιτισμού της στο δικαίωμα της πολίτισας-η μαζοχίστριας-η να ερμηνεύει τα ενεργήματα της κυρίαρχης-σαδίστριας-η και να προχωρεί στην αμφισβήτηση του ίδιου του συμβολαίου όταν παραβιάζονται οι όροι του και η υπόσχεση της Κυρίαρχης-ου, η παροχή δηλαδή της ηδονής ή της επιβίωσης, αποδεικνύεται ανεκπλήρωτη ή ανεπιθύμητη. Πολύ περισσότερο, όμως, η έμφαση στη συναίνεση καθιστά δυνατή τη συμφιλίωση ανάμεσα στον αντικειμενικό ντετερμινισμό και την υποκειμενική ελευθερία[9].

Η νομολογιακή στροφή της K.Α και A.D. εν. Βελγίου επαναφέρει το Δικαστήριο στη νεωτερική πρόσληψη της αυτονομίας σαν μια ελευθερία πάνω απ’όλα του παιχνιδιού της δουλείας, της απελευθερωτικής και ταυτόχρονα δουλικής σχέσης με την-τον πλησίον. Αυτή είναι η μοντέρνα μετωνυμία της αυτονομίας, με εγγύηση το δικαίωμα του υποκειμένου να αναφωνήσει, όπως σε παιδικό παιχνίδι, στοπ! δεν θέλω άλλο να παίξω μαζί σας[10]. Μόνο το όχι μπορεί να καταξιώσει το ναι[11]. Αντιθέτως, η εξορία του υποκειμένου στη σιωπή, όπως στη Laskey, η σύγχυση του γλωσσικού του ενεργήματος του με την κίνηση ενός φυτού, μας επαναφέρει στον κόσμο της φυσικής δουλείας, εκεί που πραγματικές σαδίστριες-ες αποδεικνύονται, ενίοτε, και οι ίδιες-οι οι δικαστές. Έτσι, η K.A και A.D εν. Βελγίου υπερασπίζεται το νεωτερικό κεκτημένο του δικαίου, τη δυνατότητα δηλαδή της συμβατικής διάπλασης και νοηματοδότησης της πραγματικότητας. Διότι αν καμιά-εις μας δεν μπορεί να υποδυθεί τη δούλα-ο, τότε δεν μας απομένει παρά να ομολογήσουμε ότι είμαστε πραγματικά και αμετάκλητα δούλες-οι.

-----------------------------------------------------------------------------------------------

[8] . Βλ Εtienne de la Boétie, « Le Discours de la servitude volontaire », Paris, Payot, 1976 και Yves – Charles Zarka et les Intempestifs, « Critique des nouvelles servitudes », P.U.F., Paris, 2007

[9] βλ. Paul Ricoeur, «Philosophie de la volonté», I, «Le volontaire et l’involontaire», Aubier, Philosophie, Paris, 1988, σελ. 439 κ.επ.

[10] Το δικαίωμα, σύμφωνα με την Florence Bellivier, «de dire pouce». Με τη λέξη «pouce» που συνοδεύεται από την ανάταση του αντίχειρα, ο παίκτης επιτελεί τη διακοπή του παιχνιδιού και δηλώνει την αποχώρησή του. Βλ. idem, « Droit de retrait », in «La liberté du consentement», Droits, op.cit., vol.1, PUF, Paris, 2009, σελ. 132.

[11] Geneviève Fraisse, « Du consentement », Seuil, Paris, 2007, σελ.7


Το άρθρο είναι του Γιώργου Καραβοκύρη Δικηγόρου, Δ.Ν. και το βρήκαμε στην http://docs.google.com/View?id=dfk9kgdx_53cmk99cc7#_ftn2