22 Δεκ 2009

Συναίνεση και Αυτονομία A

Συναίνεση και Αυτονομία : με αφορμή τις υποθέσεις περί σαδομαζοχισμού στο ΕΔΑΔ[1].

Εισαγωγή.

Ακόμη και αν δεν τον περιλαμβάνουμε στο σεξουαλικό μας ρεπερτόριο ή δεν έχουμε εντρυφήσει στις φιλοσοφικές και ψυχαναλυτικές του διαστάσεις, διαβάζοντας Freud και Deleuze ή βλέποντας Pasolini, όλες-οι μας έχουμε λίγο η πολύ, ανάλογα με τις ηθικές μας τάσεις και αντιστάσεις, συναισθηματικά βιώσει το σαδομαζοχισμό στη ζωή μας, στις επαγγελματικές και τις προσωπικές μας σχέσεις. Τη νομική μας, όμως, ευαισθησία μόλις πρόσφατα την προκάλεσε, με αφορμή δυο σχετικές προσφυγές ενώπιον του ΕΔΑΔ. Στις αποφάσεις Laskey, Jaggard και Βrown εν. Ηνωμένου Βασιλείου και Κ.Α., Α.D. εν. Βελγίου[2] το ευρωπαϊκό δικαστήριο έκρινε ότι η καταδίκη των αυτουργών του αμφιλεγόμενου σεξουαλικού παιχνιδιού για το αδίκημα της πρόκλησης σωματικών βλαβών δεν αντιβαίνει στο άρθρο 8 της ΕΣΑΔ, το οποίο επικαλέστηκαν οι διάδικες-οι ως θεμέλιο προστασίας της ιδιωτικής τους ζωής και της σεξουαλικής τους αυτοδιάθεσης[3].

Τα κύρια πραγματολογικά δεδομένα των δυο αποφάσεων ελάχιστα διαφέρουν. Εκούσια συμμετοχή σε όργια, πρόβλεψη ενός λεκτικού κωδικού μονομερούς λύσης της σύμβασης και περιβολή των πράξεων με τον μανδύα της ιδιωτικότητας. Καμία βαριά σωματική βλάβη δεν προκλήθηκε από τις αναγκαίες, για τη σεξουαλική ηδονή, φυσικές προσβολές και ουδεμία-εις από τις παίκτριες-ες προσέτρεξε σε ιατρική βοήθεια. Τόσο στο Βέλγιο όσο και στην Βρετανία οι μαγνητοσκοπημένες από τις ίδιες τις πρωταγωνίστριες-ες τους επίμαχες πράξεις υπέπεσαν τυχαία στην αντίληψη των διωκτικών αρχών κατά τη διάρκεια άλλων ερευνών. Κατόπιν τούτου η ποινική δίωξη κινήθηκε αυτεπάγγελτα.

Η ανάγνωση βέβαια των πραγματικών περιστατικών δεν συνεπάγεται πάντα και το consensus των ερμηνευτριών-ων τους, αυθεντικών και μη. Ιδιαίτερα δε όταν σε ουσιαστικό στοίχημα της σήμανσής τους αναδεικνύεται η εσχάτως νομικά κατοχυρωμένη έννοια της προσωπικής αυτονομίας που διατρέχει ρυθμιστικά, σαν βασική ερμηνευτική αρχή, όπως έχει δεχθεί το ΕΔΑΔ, την ελευθερία αυτοδιάθεσης του υποκειμένου. Ο σαδομαζοχισμός δεν είναι παρά ένας ακόμη κρίκος στην αλυσίδα των hard cases, εκεί που το δίκαιο και η ηθική δύσκολα αποσυνδέονται (βλ. πορνεία, πορνογραφία, ευθανασία, κλωνοποίηση, παρένθετη μητρότητα, έκτρωση κλπ.) Σύμφωνα με το ίδιο το ΕΔΑΔ, η προσωπική αυτονομία διασφαλίζει «το δικαίωμα του ατόμου να αποφασίζει για την εαυτή-ο της και να κάνει τις δικές της επιλογές»[4], τη «δυνατότητα της κάθεμιας να διαμορφώνει τη ζωή της όπως η ίδια-ος το επιθυμεί» (Laskey). Το νεοπαγές δικαίωμα εκτείνεται πέραν του ιδιωτικού βίου και εγγυάται την ανάπτυξη και τη διαμόρφωση της ταυτότητας του υποκειμένου στη σχέση του με τον κόσμο και τις άλλες-ους, με άλλα λόγια αφορά, τελικά, στην ελευθερία του να εκπονεί το σχέδιο ζωής του. Γι’ αυτό και ο ελλειπτικός νομικός ορισμός της έννοιας χωρά τον πιο πλούσιο φιλοσοφικό προβληματισμό και μετατρέπεται σε πεδίο διαμάχης ανάμεσα σε δυο -έστω σχηματικά- αντίπαλα στρατόπεδα, το πατερναλιστικό και το ελευθεριακό, που διεκδικούν εντός της φιλελεύθερης παράδοσης την ορθότητα μιας συνεκτικής θεωρίας της αυτονομίας.

Το πιο κρίσιμο και έντονο σημείο της αντιπαράθεσής τους, στο οποίο αποκρυσταλλώνονται οι βαθιές φιλοσοφικές τους διαφορές, έγκειται στην αξιολόγηση του status της συναίνεσης του υποκειμένου[5], της νομιμοποιητικής δύναμης του λόγου του στα συμβόλαια διάθεσης της εαυτής-ου του, όπως στο χαρακτηριστικό παράδειγμα του σαδομαζοχισμού. Διόλου τυχαία, εκεί ακριβώς διαφοροποιούνται καθοριστικά οι δυο αποφάσεις του ΕΔΑΔ.

1. Η υποχρεωτική δουλεία της αυτονομίας (απόφαση Laskey, Jaggard και Brown εν. Ενωμένου Βασιλείου).

Στην υπόθεση Laskey οι διάδικες-οι ματαίως προέβαλαν την ελεύθερη συμμετοχή τους στη σαδομαζοχιστική κοινότητα. Με πρόσχημα το επιχείρημα της προστασίας της υγείας, αφού μόνον επιδερμικές σωματικές βλάβες έλαβαν χώρα, οι δικαστίνες-ες έκριναν ανυπόστατη τη συναίνεσή τους διότι καμία-νεις δε μπορεί να επιθυμεί την προσβολή ή ακόμη και τη διακινδύνευση της φυσικής της ακεραιότητας. Ο συναινετικός λόγος των παικτριών-ων, η ρητή αποδοχή της σωματικής τους προσβολής, εξομοιώνεται λοιπόν με την απόλυτη σιωπή γιατί εξωραΐζει τη διάπραξη του πιο ειδεχθούς λογικού και ηθικού εγκλήματος, την έκπτωση δηλαδή του υποκειμένου σε ένα αναλώσιμο αντικείμενο. Επιπλέον, η έντονη αποδοκιμασία και η απαγόρευση της σαδιστικής προσφοράς του πόνου συνοδεύεται αναπόφευκτα από την απαξίωση και της μαζοχιστικής επιθυμίας. Είναι προφανές, η μαζοχίστρια-ης αναγορεύεται στην ουσία η ίδια-ος σε αδίστακτη τύραννο και σαδίστρια-η της εαυτής-ου της, σε συναυτουργό του ηθικο-σωματικού εξευτελισμού της[6]. Έτσι, ο σαδομαζοχισμός έρχεται σε ευθεία αντίθεση, όπως σημειώνει στη σύμφωνη με την πλειοψηφία γνώμη του ο δικαστής Pettiti, κατακρίνοντας παράλληλα την παράλειψη του σώματος να το εντάξει στο αιτιολογικό του, με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, λόγω της παραβίασης της ιερής ενότητας νου και σώματος. Το άτομο εργαλειοποιείται βάρβαρα για χάρη της ερωτικής απόλαυσης και η σαδίστρια-ης αντικειμενοποιεί την βουλητικά αδύναμη μαζοχίστρια-η στο πλαίσιο μιας απάνθρωπης σύμβασης που φωτογραφίζει τελικά, σαν πρότυπο συμπεριφοράς, τη σύγχρονη παρακμή της ανθρώπινης κατάστασης. Πως είναι δυνατόν λοιπόν να ανεχτούμε την κανονιστική υπαγωγή των σαδομαζοχιστικών πρακτικών στην προστατευτική ομπρέλα της προσωπικής αυτονομίας όταν αυτές επιτελούν, συμβολικά και πραγματικά, την πλήρη κατάργησή της;[7]

Αφού ουδόλως προσβλήθηκε η υγεία των σαδομαζοχιστριών-ων, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπίσουμε το πραγματικό ελατήριο της απόφασης Laskey, με άλλα λόγια την -άρρητη έστω- επίκληση της ηθικής κατηγορικής προσταγής της αξιοπρέπειας που αφαιρείται από την προσωπική εκτίμηση της παίκτριας-η για να ενσαρκωθεί στην αντικειμενική κρίση της-του δικαστή, του φορέα του ορθού λόγου στην οποία-ο εμπίπτει η θεραπεία της παράλογης συναίνεσης των διεστραμμένων διαδίκων. Ιδού το φιλοσοφικό-λογικό παράδοξο της Laskey : η μετωπική αμφισβήτηση της συναίνεσης καταλήγει στην αποθέωση της πλέον μεταφυσικής εκδοχής της βούλησης. Οι δικαστίνες-ες είναι οι κατεξοχήν αυτόνομες-οι ενώ οι σαδομαζοχίστριες-ες οι πιο ανόητες-οι και αφελείς δούλες-οι. Παρότι αρκεί μια πρόχειρη φιλοσοφική παιδεία ή έστω η στοιχειώδης μελέτη ενός εγχειρίδιου βιολογίας για να διαπιστώσουμε ότι όλες ανεξαιρέτως οι βουλήσεις υφίστανται το βιολογικό και τον κοινωνικό ντετερμινισμό και καθίστανται εξαιτίας αυτής της καταστατικής αδυναμίας τους δημοκρατικά ίσες, οι σύγχρονες-οι πατερναλίστριες-ες επιμένουν να πιστεύουν ότι κάποιες-οι ελεύθερα θέλουν – οι ίδιες-οι που στην αρχαιότητα θα αποκαλούνταν φρόνιμες-οι ή σοφές-οι - ενώ οι υπόλοιπες-οι, διανοητικά κατώτερες-οι, αναγκαστικά συναινούν.

Μολονότι η παραπάνω θέση διεκδικεί δάφνες κοινωνικοπολιτικής ευαισθησίας, χάρη στη διάγνωση της de facto άνισης διεξαγωγής του παιχνιδιού της ελευθερίας των συμβάσεων, η άκριτη ερμηνευτική της διαστολή αποδεικνύεται εξαιρετικά επικίνδυνη για την ατομική ελευθερία επειδή αποσυνδέει οντολογικά τη συναίνεση από την αυτονομία, με αποτέλεσμα η τελευταία να ανακηρύσσεται σε δεσμευτική υποχρέωση του υποκειμένου και όχι σε κυριαρχική του επιλογή. Η φυσική και ανθρωπολογική αλήθεια της ενότητας πνεύματος και σώματος δεν μπορεί να τεθεί στη βουλιμία της υποκειμενικής βούλησης. Ο λόγος, λοιπόν, που υλοποιεί (speech act) την δυνατότητα του ατόμου να εκχωρήσει την εαυτή-ο του και να θρυμματίσει την προσωπική του υπόσταση δεν ταιριάζει σε έλλογο ανθρώπινο όν. Υποβιβάζεται απλά σε ζωώδη κραυγή, σε έναν ακατάληπτο και ανόητο θόρυβο που δεν μπορεί να διεκδικήσει την παραμικρή βαρύτητα στη ζυγαριά της νομικής επαλήθευσης των πραγματικών περιστατικών. Με ή χωρίς τη συναίνεση, η σαδομαζοχιστική σύμβαση είναι ποινικά κολάσιμη διότι χαρακτηρίζεται ως πραγματικό συμβόλαιο δουλείας και όχι ως ένα σεξουαλικό παιχνίδι, ως μια ρεαλιστική και απάνθρωπη υποταγή που σε τίποτα δεν έχει να κάνει με τη διαπραγμάτευση και την ικανοποίηση των σεξουαλικών φαντασιώσεων. Γι΄αυτό και στο δικαστικό σκεπτικό οι πράξεις των παικτριών-ων από-ερωτικοποιούνται πλήρως και μειώνονται αυθαίρετα σε βάναυσες σωματικές προσβολές, σε «εκούσια χτυπήματα» και «τραυματισμούς», οργανωμένους σε ειδικά «δωμάτια βασανιστηρίων», που μοναδικό στόχο έχουν να προκαλέσουν κακό και επ’ουδενί ηδονή στην άλλη-ο.

Και το χειρότερο : ο δικαστής της Laskey, σαν ένα ανώτερο κανονιστικό υπερεγώ που υπαγορεύει τη συμβολική τάξη, αποφαίνεται ότι όχι μόνο δεν μπορεί κάποια-ος να είναι δούλα-ος αλλά ούτε καν να το προσποιείται, για την απλή ευχαρίστησή της. Και όμως, όπως θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε παρακάτω, η αυτονομία, τουλάχιστον στη μοντέρνα version της, έγκειται σε ακριβώς αυτό το ελεύθερο και συμβατικό παιχνίδι της δουλείας.

-------------------------------------------------------------------------------------------------

[1] Εισήγηση στο ΙΑ΄ Συμπόσιο του Επιστημονικού Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» (Σύρος, 18-19 Σεπτεμβρίου). Το παρόν αποτελεί σύντομη εκδοχή σχετικού άρθρου (υπό δημοσίευση).


[2] Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (EΔΑΔ), 19 Φεβρουαρίου 1997, υπόθεση Laskey, Jaggard και Brown εν. Εν.Βασιλείου και 17 Φεβρουαρίου 2005, υπόθεση K.A και A.D εν. Βελγίου. Οι αποφάσεις είναι προσβάσιμες στην ηλεκτρονική διεύθυνση του ΕΔΑΔ : www.echr.coe.int/

[3] Σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ « 1. Παv πρόσωπov δικαιoύται εις τov σεβασµόv της ιδιωτικής και oικoγεvειακής ζωής τoυ, της κατoικίας τoυ και της αλληλoγραφίας τoυ. 2. Δεv επιτρέπεται vα υπάρξη επέµβασις δηµoσίας αρχής εv τη ασκήσει τoυ δικαιώµατoς τoύτoυ, εκτός εάv η επέµβασις αύτη πρoβλέπεται υπό τoυ vόµoυ και απoτελεί µέτρov τo oπoίov, εις µίαv δηµoκρατικήv κoιvωvίαv, είvαι αvαγκαίov δια τηv εθvικήv ασφάλειαv, τηv δηµoσίαv ασφάλειαv, τηv oικovoµικήv ευηµερίαv της χώρας, τηv πρoάσπισιv της τάξεως και τηv πρόληψιv πoιvικώv παραβάσεωv, τηv πρoστασίαv της υγείας ή της ηθικής, ή τηv πρoστασίαv τωv δικαιωµάτωv και ελευθεριώv άλλωv».

[4] Απόφαση Pretty εν. Ενωμένου Βασιλείου, 29 Απριλίου 2002, Receuil 2002 – III, παρ. 61, 66. Η προσωπική αυτονομία στην ουσία ταυτίζεται με το δικαίωμα του ατόμου στον αυτοκαθορισμό του. Στην προκείμενη απόφαση με αντικείμενο την αναγνώριση ενός δικαιώματος στον θάνατο, διαμετρικά αντίθετου με το δικαίωμα στη ζωή αλλά και παραγόμενου απ’αυτό, η προσωπική αυτονομία δεν θεωρήθηκε ικανός λόγος νομιμοποίησης της ευθανασίας.

[5] Για το εξαιρετικά επίκαιρο θέμα της ελευθερίας της συναίνεσης και τις φιλοσοφικο-νομικές του προεκτάσεις βλ. «La liberté du consentement», Droits, Revue française de théorie, de philosophie et de culture juridiques, 2 vol., n.48, PUF, Paris, 2009.

[6] Βλ. Olivier Cayla, « Le plaisir de la peine et l’arbitraire pénalisation du plaisir », σε Daniel Borillo – Danièle Lochak (dir.), « La liberté sexuelle », PUF, Paris, 2005, σελ. 93.

[7] βλ. Michela Marzano, « Je consens, donc je suis...», PUF, Paris, 2006, σελ.167.


Το άρθρο είναι του Γιώργου.Καραβοκύρη Δικηγόρου, Δ.Ν. και το βρήκαμε στην http://docs.google.com View?id=dfk9kgdx_53cmk99cc7#_ftn2