1. Χαμένα κορμιά, σελίδες 252, 15,50 ευρώ
2. Σα θα γίνουμε άνθρωποι, εισαγωγή-επίμετρο-φιλολογική επιμέλεια: Χριστίνα Ντουνιά εκδόσεις Αγρα, σελίδες 298, 17 ευρώ
Καιρός ήταν να επανεκδοθούν κάποτε τα διηγήματα του Πέτρου Πικρού. Ενας λόγος παραπάνω τώρα, που όλο και περισσότερες-οι συγγραφείς, ιδίως πρωτοεμφανιζόμενες-οι, αναζητούν θέματα από το λεγόμενο κοινωνικό περιθώριο, όπως έκανε ο Πικρός πριν από περίπου ενενήντα χρόνια. Μόνο που εκείνος εκινείτο σε πρωτοφανούς τολμηρότητας, για την εποχή του, θέματα. Και ίσως, όχι μόνο για την εποχή του, αλλά, από μια άποψη, τολμηρά και για σήμερα. Μπορεί οι συγγραφείς των τελευταίων χρόνων να θέλουν να αποδώσουν ό,τι αποκαλούν «βυθό» ή, σύμφωνα με τη μαρξίζουσα ορολογία, λούμπεν, κατά κανόνα, όμως, παραμένουν μέσα στα άρρητα πλαίσια ενός πολιτικώς ορθού καθωσπρεπισμού. Ο Πικρός τούς τύπους που έπλασε, τους είχε «μελετήσει» από κοντά να παραδέρνουνε μέσα στη βιοπάλη και τον βόρβορο, όπως ο ίδιος γράφει στον πρόλογο του δεύτερου βιβλίου του. Γι' αυτό, εκτός των άλλων, διεκδικεί στα διηγήματά του και χαρακτήρα ισχυρής μαρτυρίας. Οπως φαίνεται, είχε ήδη αρχίσει δημοσιογραφικά τη δουλειά του κοινωνικού ρεπορτάζ, στο οποίο διέπρεψε στη συνέχεια ως συνεργάτης ή στέλεχος σε εφημερίδες και περιοδικά.
Φθινόπωρο του 1922, «άδειαζε αλάκερη η Ανατολή» και έφτανε «πράμα με ουρά» στην Ελλάδα. Τότε, τα αφεντικά των «καλών σπιτιών», κοινώς οι νταβατζήδες, αν είχαν «καπιτάλια», «ψώνιζαν» όσα περισσότερα «κομμάτια» μπορούσαν. Εκείνη την πολιτικά και κοινωνικά ταραγμένη εποχή εισέρχεται ο Πικρός στη λογοτεχνική σκηνή. Αν και Κωνσταντινουπολίτης, εμφανίζεται απαλλαγμένος από κάθε είδους προκατάληψη. Σ' ένα από τα εκτενέστερα διηγήματα του πρώτου βιβλίου του, «Το πράμα», τόλμησε να κάνει ηρωίδες τη Μαρίτσα και τη Φροσύνη, δυο Σμυρνιές από σπίτι, που βρέθηκαν σε «καλό σπίτι» της Αθήνας. Ηταν η εποχή που, «με την έλευση των προσφύγων του 1922», γεννιόταν η «προβληματική μεγαλούπολη», όπως παρατηρεί η Χριστίνα Ντουνιά.
[...]
Ομως ο Πικρός δεν ήταν μόνο μια ενεργή συνείδηση αριστερού, που ήθελε να δείξει «τα χαμένα κορμιά» και την εναγώνια προσπάθειά τους να γίνουν πάλι άνθρωποι. Ηταν και ένας κοσμοπολίτης, που είχε μεγαλώσει στην Ευρώπη. Μόλις είχε έρθει στην Ελλάδα, κουβαλώντας νέες ιδέες. Εκτός από τον κοινωνικό «βυθό» ως γενικό θέμα, τον απασχολούσε ιδιαίτερα και ο ψυχογενής παράγοντας. Το 1922, μόλις είχε προκύψει στο Παρίσι ο όρος ψυχανάλυση. Οταν ο Πικρός καταπιάστηκε με τις αποκλίνουσες σεξουαλικές συμπεριφορές, οι φροϋδικές θεωρίες δεν είχαν ακόμη μεταφυτευτεί στην Ελλάδα. Μάλιστα, προτίμησε τις γυναικείες έξεις, τις οποίες, μέχρι και σήμερα, οι άνδρες συγγραφείς τις αποφεύγουν, εκτός κι αν αναζητούν γαργαλιστικά θέματα, κινούμενοι στον χώρο της παραλογοτεχνίας.
Στα διηγήματα του Πικρού, ο αφηγητής σχεδόν αποσύρεται και η παρέκκλιση από το φυσιολογικό προβάλλει, όχι σαν κάτι το νοσηρό, αλλά ως ύστατη καταφυγή του στερημένου. Σε ένα από τα πρώτα διηγήματά του, «Οταν οργά η φύση», μια μεγαλοκοπέλα, «αφίλητη», επιστρέφει από γάμο και κοιτάζει στον καθρέφτη το γερασμένο κορμί της. Το παράπονο πνίγεται στα σεντόνια, όπου αναζητά λίγη γλύκα. Αυτή τη φορά είναι μόνη, αφού ακόμη και ο γάτος της, που συνήθως τη συντροφεύει, ξεπόρτισε. Ενα άλλο τρυφερό διήγημα, «Οι γάμοι της Ιρμας», τοποθετείται στον στρατό, λίγο μετά τη μικρασιατική υποχώρηση, όπου ένας φαντάρος γνωρίζει τα πρώτα θηλυκά χάδια με τη φοράδα του λοχαγού του. Υπάρχουν και δυο «γιορτερά διηγήματα», του ενός, μάλιστα, ο τίτλος θυμίζει Παπαδιαμάντη. Μόνο που στη «Λαμπρή στο χαμόσπιτο», του Πικρού, παραλίγο δύο αδέλφια, ένας στρατιώτης και η πόρνη αδελφή του, να αμαρτήσουν. Ενα τελευταίο από τα θέματα ταμπού είναι ο λεσβιασμός, τον οποίο ο Πικρός παρουσιάζει σε ένα εκτενές διήγημα της πρώτης συλλογής και σε ένα της δεύτερης, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί νουβέλα. Σε κανένα, όμως, από τα δύο δεν αποτελεί το κυρίως θέμα. Στο «Παριζιάνικα γλέντια» είναι το τελευταίο γλέντι της ημέρας, πριν από τη νυχτερινή κατάκλιση, για μια κυρία της καλής κοινωνίας, που διασκεδάζει με τη νεαρή υπηρέτριά της, ενώ στο «Σα θα γίνουμε άνθρωποι» παρουσιάζεται σαν αποκούμπι τρυφερότητας για δύο πόρνες ενός «καλού σπιτιού».
Ομως τον λογοτέχνη δεν τον κάνει μόνο η θεματική πρωτοτυπία, αλλά και ο τρόπος γραφής. Ο Πικρός, μαζί με μερικούς άλλους, δυστυχώς ελάχιστους, που επιδόθηκαν στο αποκαλούμενο «μαύρο» αστικό αφήγημα, είχε την ετικέτα του νατουραλιστή. Εξαιτίας της έμεινε εκτός λογοτεχνικού νυμφώνος. Στις υπάρχουσες ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας, αλλού παραλείπεται τελείως και αλλού αναφέρεται ακροθιγώς ως αποπαίδι του νατουραλισμού. Τα δε βιβλία του έμειναν στις πρώτες τους εκδόσεις, με εξαίρεση μια «απαρατήρητη» επανέκδοση, που έγινε είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1976. Ηταν, άλλωστε, απλή ανατύπωση. Το πρόσωπο του συγγραφέα εξακολουθούσε να παραμένει φιλολογικά θολό. Ο λεγόμενος, όμως, λογοτεχνικός κανόνας, όπως ορίστηκε με τη γραμματολογία Σοκόλη την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα, ευτυχώς τον συμπεριέλαβε. [...] Ο ίδιος ανέλαβε και την παρουσίαση-ανθολόγηση του Πικρού στην εν λόγω γραμματολογία. Τελικά, μπορεί οι «Πρωτοπόροι», το περιοδικό που εξέδωσε ο Πικρός από τον Μάρτιο του 1930 μέχρι τα τέλη του 1931, να του κόστισαν την αποπομπή του από το Κόμμα, του εξασφάλισαν, όμως, στον επόμενο αιώνα, περιποιημένα Άπαντα. Χάρη στο περιοδικό τον γνώρισε η Ντουνιά, όταν έκανε το διδακτορικό της, και δέκα χρόνια αργότερα, το 2006, τον ανύψωσε υπεράνω του νατουραλισμού, κατ' αρχάς, με μια μελέτη συνοδευόμενη με ανθολόγημα πεζών του, κι εφέτος, συμβάλλοντας ως επιμελήτρια στα Άπαντά του.
[...] Παραλείπεται η πολεμική του Αδαμάντιου Παπαδήμα, ο οποίος, ωστόσο, εκών άκων, είχε συμπεριλάβει τον Πικρό στην ανθολογία του «Οι νέοι διηγηματογράφοι», το 1924.
[...] Το 2006, με τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τον θάνατο του Πικρού, είχε εκδοθεί η μελέτη του Γιάννη Μπάρτζη «Πέτρος Πικρός, Στράτευση, αντιπαραθέσεις, πικρίες στη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου», που στηριζόταν σε ερευνητική εργασία και ξεκαθάριζε τα βιογραφικά στοιχεία του Πικρού.
[...] Ιωάννης Γεναρόπουλος του Πέτρου και της Αικατερίνης ονομαζόταν ο Πικρός, πριν συνδυάσει το πατρώνυμό του με το ψευδώνυμο του αγαπητού του Γκόρκυ, ελληνιστί, και γίνει Πέτρος Πικρός. Ενώ, πριν από το Πικρός, είχε χρησιμοποιήσει το ψευδώνυμο Γιάννης Γενάρ. Αντ' αυτών, η Ντουνιά, στο πρώτο της βιβλίο, τον αναφέρει ως Γουναρόπουλο, και στα Άπαντα, ως Γιανναρόπουλο. Κατά τον Μπάρτζη, ως Γιανναρόπουλος είχε γραφτεί το όνομά του από τυπογραφικό λάθος στην ανακοίνωση της κηδείας του στην εφημερίδα «Καθημερινή». Το κακό είναι πως παρόμοια λάθη επαναλαμβάνονται στα δημοσιεύματα που ακολουθούν μια έκδοση.
Οπως και να έχει, τα συνολικά 15 διηγήματα και μια νουβέλα των δύο πρώτων βιβλίων του Πικρού, παρότι άνισα μεταξύ τους, συστήνουν έναν κορυφαίο διηγηματογράφο. Και επειδή γυρίσματα δεν έχει μόνον ο καιρός, αλλά και το λογοτεχνικό γούστο, όλα εκείνα, που το '20 κρίνονταν ως μειονεκτήματα, σήμερα, αναγνωρίζονται ως προτερήματα: τολμηρά θέματα, σκληρός ρεαλισμός σπρωγμένος στα όρια του απωθητικού, έλλειψη πλοκής, προφορικός λόγος, αργκό. Επιπλέον, «ακανόνιστη γλώσσα», όπως του καταλογίζει κριτική του Κώστα Παρορίτη, μέχρι και «το μη στρογγύλεμα των διηγημάτων», το μόνο, κατά τον Ξενόπουλο, που πάσχει ο Πικρός για να γίνει «καλός διηγηματογράφος». Μόνο που ο Ξενόπουλος δεν έγραψε ποτέ ένα διήγημα όπως τον «Αφορεσμένο που παραμιλούσε», με εκείνον τον εντυπωσιακό, θρυμματισμένο μονόλογο. [...]