Μπαχάλικο λεσβιτρινέ...
ΣΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ '80-'90 ο Κίτσος είχε δώσει εντολή στην υπεύθυνη ανανέωσης του λεξικού «Τεγόπουλος - Φυτράκης» να διαβάζει το Ράδιο «Ε», να εντοπίζει τις νέες λέξεις που έπλαθα ή ψάρευα απ' τη νεανική ή κάθε άλλη αργκό και, αφού με συμβουλευτεί για την ετυμολογία τους, να τις καταχωρίζει στο λεξικό.
ΤΡΕΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ που υπογράφω αυτή τη στήλη χρησιμοποίησα εκατοντάδες ή μάλλον χιλιάδες καινούργιες λέξεις και (εκ)φράσεις. Σήμερα δημοσιεύω μερικές φρέσκες απ' τη νεανική αργκό.
1 Γκόμενα-ος-γαρίδα: Κοινώς μια γκόμενα-ος που έχει φοβερό σώμα και χάλια μάπα. Κόβεις το κεφάλι και τρως το υπόλοιπο. Ή της-του βάζεις πετσέτα...
2 Τζίζας: Ο Ιησούς Χριστός. Ή κάποια-ος που η εμφάνισή της-του θυμίζει Ιησού. Αξύριστος, αδύνατη-ος, με μακριά μαλλιά μέχρι τον ώμο και πιθανότατα παρθένα-ος. «Φασώθηκε (σ.σ. έγινε φάση) με τη Μαρία;». «Μπααα! Αυτή-ος είναι Τζίζας».
3 Φακράνα-ας: Από τις αγγλικές λέξεις: fuck + run. Αυτή-ος που πηδάει από δω κι από κει ό,τι βρει και μετά την κάνει με ελαφριά πηδηματάκια. Γίνεται Λούης.
4 Ενα κι ένα milko: Ο κοντοστούπης. [...] Δηλαδή είναι 1 μέτρο άντε και ένα μπουκάλι milko μπόι.
5 ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής: ΤΕΙ που δεν το ξέρει ούτε η μάνα του, συνήθως κάπου στην επαρχία. Σ' αυτά που μπαίνεις γράφοντας κάτω απ' τη βάση. [...]
6 Λεσβιτρίνα: Γκέι φίλος λεσβίας, που ποζάρει για σχέση της. Έχουν κοινό στόχο την αλληλοκάλυψη και αλληλοπροώθηση.
7 Σάπινγκ όπως ζάπινγκ: Κατάσταση σαπίλας, σήψης και πλήρους αποσύνθεσης. Προκύπτει απ' το σαπίζω και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου. Το σάπινγκ λαμβάνει χώραν σε αναπαυτικούς καναπέδες και πολυθρόνες, με τη βοήθεια παιχνιδομηχανών. Κατά τα προχωρημένα στάδια του σάπινγκ, ο εγκέφαλος υπολειτουργεί, όλα είναι αστεία και προκαλούν νευρικό γέλωτα.
8 Μπαχάλικο, όπως παντοπωλείο: Το μαγαζί στο οποίο θα βρει καμιά-εις από βίδες, μπουλόνια, βενζίνη, υλικά οικοδομών, φωτοβολίδες μέχρι τρόφιμα κ.ά. [...]
9 Νιώθω: Ξυπνάω. «Αν κάποιο πρωί δεν νιώθεις τίποτα απολύτως, σόρι, αλλά θα 'σαι ντεντ».
10 Πιθήκι: Οι γκόμενες-οι που πριν τελειώσουν μια σχέση έχουν ήδη βρει το επόμενο θύμα. Ακριβώς ό,τι κάνουν τα πιθήκια... Πριν αφήσουν το ένα κλαδί έχουν ήδη γαντζωθεί από το επόμενο. Οι γκόμενες-οι δηλαδή που δεν έχουν μείνει ποτέ χωρίς σχέση.
11 Τατιανοχώρι: Παραλλαγή του ονόματος γνωστού χωριού της Κρήτης. Παραπέμπει στη διαρκή ασχολία των κατοίκων του με το κουτσομπολιό. Γι' αυτές-ους που θέλουν να γνωρίζουν τα πάντα, όπως και η παρουσιάστρια. «Μην κάτσεις μαζί τες-τους, θα σε ζαλίσουν. Είναι Τατιανοχώρι».
12 Μπαζόλι: Αναφέρεται σε γυναίκες κατά κύριο λόγο, αλλά και σε άντρες, οι οποίες-οι δεν είναι ιδιαίτερα θελκτικές-οι. Ορος που χρησιμοποιείται για πολύ άσχημα άτομα που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον. Που 'ναι για τα μπάζα.
Το άρθρο το βρήκαμε στις 3.6.09 στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, γραμμένο http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=50613