«Ο Θεός είναι μεγάλος»
Ακούστηκε λοιπόν και το «Αλλάχ ου ακμπάρ» στους δρόμους της Αθήνας. Ο Θεός είναι μεγάλος, αλλά είναι αλλιώς να το ακούμε από χιλιάδες μουσουλμάνους δίπλα μας. Φοβίζει πολλούς το θρησκευτικό συναίσθημα που εκφράζεται με τρόπο ξένο προς δικούς μας πολιτισμικούς και γλωσσικούς κώδικες. Ήρθαν νωρίτερα από όσο περιμέναμε όσα φοβόμασταν. Πολλοί επιχειρούν φυγή στο παρελθόν: «Δεν είμαι ρατσίστρια, θέλω απλώς να ζω όπως ζούσα πριν από 20 χρόνια» έλεγε Αθηναία στις κάμερες, χρεώνοντας στους μετανάστες με τρόπο σχεδόν μεταφυσικά νοσταλγικό όλα όσα άλλαξαν.
Το θέμα είναι τι λέμε τώρα. Προηγείται η επίσημη συγγνώμη για την καταστροφή του Κορανίου ή φωτοτυπίας του (συγγνώμη αυτονόητη για όλους πλην ηγεσίας υπουργείου Δημόσιας Τάξης). Ακολουθούν μέτρα υπερεπείγοντος χαρακτήρα: νομική ρύθμιση των δεκάδων χώρων λατρείας που λειτουργούν άτυπα και ανέλεγκτα, εφαρμογή του νόμου για την ανέγερση τζαμιού, μέριμνα για την κατασκευή μουσουλμανικού νεκροταφείου στο Σχιστό ή για την παραχώρηση τμημάτων στα υπάρχοντα κοιμητήρια για την ταφή μουσουλμάνων. Και ας πάψει επιτέλους η πρωτοφανής σιωπή και ακινησία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με προεξάρχοντα τον Δήμο Αθηναίων σε ένα θέμα κατ΄ εξοχήν αρμοδιότητας και ευθύνης του. Χρειάζεται επίσης συνεχής συνεργασία με τις οργανώσεις των μουσουλμάνων. Δήλωσε ο πρόεδρος της Μουσουλμανικής Ένωσης Ελλάδος κ. Ελγαντούρ: «Κάνω έκκληση σε όλους να σταματήσουν τα παιχνίδια με το θρησκευτικό αίσθημα αυτών των νέων που είναι ήδη εξαιρετικά επιβαρημένοι, έχουν άγνοια των πολιτικών παιχνιδιών και βιώνουν την πίστη ως έσχατο καταφύγιο στις τρομακτικές δυσκολίες τους». Θέλουμε ή δεν θέλουμε να συνομιλούμε με τέτοιες φωνές;
Η ελληνική πολιτεία καλείται να αντιληφθεί ότι το πολιτικό κόστος από τα απαραίτητα μέτρα είναι πολύ μικρότερο από το κόστος μιας ρήξης με τους μουσουλμάνους μετανάστες. Η καταγγελία του θρησκευτικού φανατισμού χωρίς αντιμετώπιση των αιτίων που τον τροφοδοτούν μοιάζει με ξόρκι. Όταν το θρησκευτικό συναίσθημα εξωθείται στα υπόγεια «τζαμιά» των πολυκατοικιών, δηλαδή κάτω από το χαλί, ενδέχεται να πάρει άλλους δρόμους, επικίνδυνους για την κοινωνική συνοχή. Να γιατί πρέπει να νιώθουμε ευτυχείς για την αντίδραση των μεταναστών που ευθέως μας λένε πως η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο.
Παράλληλα η πολιτεία πρέπει εμπράκτως να δείξει πως κατανοεί την αγωνία των κατοίκων του κέντρου, τους οποίους είναι λάθος να χρεώνουμε και να χαρίζουμε συλλήβδην στο «ρατσιστικό μπλοκ». Χρειάζεται λοιπόν αποτελεσματική αστυνόμευση. Προσοχή όμως! Αστυνόμευση δεν είναι μόνο, ή κυρίως, καταστολή. Είναι ταυτόχρονα πρόληψη, κοινωνική ειρήνευση, μηχανισμοί διαμεσολάβησης, κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων του κάθε πληθυσμού, της κάθε γειτονιάς και κοινότητας, συνεργασία με δομές πρόνοιας. Αυτή η αστυνόμευση θα αφαιρούσε ζωτικό χώρο από τις συμμορίες αυτόκλητων υπερπατριωτών που έχουν αναλάβει δράση στους δρόμους της πόλης και στο πεδίο του κοινού ποινικού δικαίου.
Με λίγα λόγια αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση δυναμική η οποία τροφοδοτείται από την αύξηση του αριθμού των μεταναστών που ζουν σε καθεστώς εικονικής ανυπαρξίας, από τη διογκούμενη ανασφάλεια και από τον διαγκωνισμό φορέων που σπεύδουν να επενδύσουν στο πολιτικό κενό της ανασφάλειας. Το τι θα γίνει αύριο δεν μπορούμε λοιπόν να το αφήσουμε στα χέρια του Θεού, όσο μεγάλος κι αν είναι. Και κάτι τελευταίο: ο φιλελεύθερος λόγος παγίως υποστηρίζει τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους και τον περιορισμό της θρησκείας στο πεδίο που της αναλογεί. Οι αντοχές του λόγου αυτού θα δοκιμαστούν, καθώς απευθυνόμενος στους μουσουλμάνους κινδυνεύει να χρεωθεί ξενοφοβικά κίνητρα. Πρέπει να επιμείνει στις ίδιες αρχές, διεκδικώντας ταυτόχρονα πλήρη σεβασμό των θρησκευτικών δικαιωμάτων. Η περίπτωση των σκίτσων του Μωάμεθ αποτελεί πολύτιμο μάθημα αμφισβήτησης θεμελιωδών αρχών της ανοιχτής κοινωνίας και ως τέτοιο πρέπει να το έχουμε διαρκώς κατά νου.
Το άρθρο το βρήκαμε την 1.6.09 γραμμένο από τον Κωστή Παπαϊωάννου, πρόεδρου της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στην εφημερίδα τα Νέα στο http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artid=4519624