Εκδηλώσεις βίας απέναντι σε άτομα με ομοερωτικές επιλογές και η υπονόμευση της ιδιότητας του πολίτη
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στην Ερεσό Λέσβου αρκετά συχνά λεσβίες γίνονταν στόχος έντονης λεκτικής αλλά και σωματικής επίθεσης. «Ήταν δύσκολοι καιροί τότε»,θυμάται μια θαμώνας. «Ένα πρωί ήρθανε άνδρες του χωριού συνοδευόμενοι από αστυνομικούς οι οποίοι μας είπαν να φύγουμε από εκεί [εννοεί το camping στην βορειοδυτική πλευρά της παραλίας όπου σχηματίζονταν κάθε καλοκαίρι μια εποχιακή λεσβιακή κοινότητα]. Φυσικά εμείς δεν κουνηθήκαμε. Ήταν δύσκολο. Έδερναν τις γυναίκες στο δρόμο, τις απειλούσανε. Αν είχες μηχανή έπρεπε να κοιμηθείς μαζί της. Αλλιώς μπορεί και να την έβρισκες ριγμένη κάτω και σπασμένη την άλλη μέρα» (Καντσά 1995).
Πολύ πιο πρόσφατα, το 2003, τρεις transsexual καταγγέλλουν μέσω της ιστοσελίδας της Ελληνικής Ομοφυλοφιλικής Κοινότητας ότι, «Κατά τα μέσα Σεπτεμβρίου 2002, αποφασίσαμε να πάμε να συνεχίσουμε τις σπουδές μας σε νυχτερινό γυμνάσιο και λύκειο. Πήγαμε συγκεκριμένα στο νυχτερινό γυμνάσιο Περιστερίου και είδαμε τον διευθυντή γυμνασίου και του δηλώσαμε ότι επιθυμούμε να εγγραφούμε και εκείνος σαστισμένος και, από ότι ήταν προφανές, σοκαρισμένος, αρνήθηκε να μας γράψει προφασιζόμενος ότι το σχολείο είναι πλήρες. Μας παρέπεμψε να πάμε σε άλλο, που ίσως έχει κενές θέσεις. Εμείς ρωτήσαμε γνωστούς και φίλους που αλλού υπάρχει γυμνάσιο και λύκειο νυχτερινό και μας είπαν ότι υπάρχει ένα στα Κάτω Πατήσια, πήγαμε αλλά και εκεί οι θέσεις ήταν πλήρεις».
Την ίδια εποχή η Ελένη Χριστάκου (ψευδώνυμο) σε μια συζήτηση που είχαμε για τις σχέσεις με τη μητέρα της λέει: «Το απωθεί, το σβήνει από τη μνήμη της μάλλον. Δεν ξέρω πως λειτουργεί. Αφού της το είπα καθαρά. Σε κάποια φάση μου είπε «Πότε θα παντρευτείς εσύ»; Και της λέω, «Βρε, μητέρα», πότε ήταν; Όταν ήμουν τριάντα; «Είμαι τριάντα χρονών. Όλα αυτά τα χρόνια δεν με έχει πάρει ένας άνδρας τηλέφωνο. Ή και να έχει πάρει θα ήταν σποραδικά, ένας φίλος. Τι μου λες τώρα; Αφού έχω σχέσεις εδώ και χρόνια με γυναίκες. Τι να σου πω τώρα; Τι να παντρευτώ;». Με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και μου μίλησε για τον καιρό. Κάπως έτσι. Και ύστερα, ίσως σε κάποιο επόμενο γύρισμα, κάποια άλλη χρονιά, να με ξαναρώτησε, «πότε θα παντρευτείς εσύ παιδί μου;» (Kantsa 2001).
Σήμερα και με εξαίρεση την πρόσφατη ψήφιση του νόμου με τίτλο "Εφαρμογή της Αρχής της Ισης Μεταχείρισης Ανεξαρτήτως Φυλετικής ή Εθνοτικής Καταγωγής, Θρησκευτικών ή άλλων Πεποιθήσεων, Ειδικών Αναγκών, Ηλικίας ή Γενετήσιου Προσανατολισμού" ο οποίος προβλέπει προστασία είτε από άμεσες είτε από έμμεσες διακρίσεις άτομα με μη ετεροσεξουαλικές επιλογές τόσο στην Εργασία και την Απασχόληση όσο και στη Διάθεση Αγαθών και την Παροχή Υπηρεσιών, δεν υπάρχουν ανάλογες νομοθετικές ρυθμίσεις που να διασφαλίζουν τη δυνατότητα συμβίωσης, κληρονομιάς, υιοθεσίας και κοινής γονεϊκότητας.
Τέσσερις αφηγήσεις, τέσσερα διαφορετικά περιστατικά εκδήλωσης βίας σε σωματικό, κοινωνικό, συναισθηματικό, νομοθετικό επίπεδο, τέσσερις ιστορίες όπου άνθρωποι με ομοερωτικές επιλογές αντιμετωπίζονται ως «λιγότερο» πολίτες, ανάμεσα σε πολλές άλλες συχνά αγριότερες και βιαιότερες [επιθέσεις σε τρανσεξουαλικές, ξυλοδαρμοί gay ατόμων σε σημεία γνωριμιών, προσβολές από αστυνομικούς αποτελούν μέχρι σήμερα καθημερινά φαινόμενα]. «Βία», «ομοερωτικές επιλογές», «η ιδιότητα του πολίτη» τρεις όροι που χρήζουν επεξήγησης πριν επιχειρήσω τη σύνθεσή τους στα πλαίσια μιας σύντομης παρουσίασης που φέρει τον τίτλο: «Εκδηλώσεις βίας απέναντι σε άτομα με ομοερωτικές επιλογές και η υπονόμευση της ιδιότητας του πολίτη»
«Κατά την επικρατέστερη άποψη, βία είναι η «συμπεριφορά εναντίον άλλου προσώπου η οποία απειλεί, επιχειρεί ή προξενεί φυσική βλάβη με πρόθεση» ή απλούστερα «η πρόκληση φυσικής βλάβης σε φυσικό πρόσωπο παρά τη θέλησή του» (Riches 1991 :292, παρατίθεται στο Δημητρίου 2003). Ωστόσο, αν κανείς αναγνωρίσει ότι ο περιορισμός των κινήσεων στο χώρο, η φίμωση λόγου, η στέρηση της ελευθερίας, η περιφρόνηση και η απομόνωση είναι και αυτά βλάβη, η όποια προσπάθεια ορισμού της βίας φαίνεται ότι είναι καταδικασμένη στην αποτυχία. Και αυτό γιατί η βία αφορά σχέση δύναμης που παραβιάζει την αμοιβαιότητα που συνέχει την κοινωνική αλληλόδραση. Εκείνο που εκφέρεται με τη βία είναι η πρόθεση ελέγχου του άλλου. Από τη στιγμή που η βία είναι κοινωνική σχέση τότε για να μπορέσουμε να αναλύσουμε τις μορφές της βίας θα πρέπει να τις δούμε πέρα από το «δίπολο δράστης-θύμα» στο πλαίσιο της κοινωνικής οργάνωσης και ιεραρχίας (Δημητρίου 2003: 32). Κατά συνέπεια, αντί μιας αδιέξοδης προσπάθειας ορισμού, εκείνο που προέχει κάθε φορά είναι να αναλύονται οι μορφές της βίας έτσι όπως εκφράζονται σε συγκεκριμένα ιστορικά, κοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα, τα πλαίσια που «επιτρέπουν», «δικαιολογούν», αλλά και συχνά «νομιμοποιούν» εκδηλώσεις βίαιης συμπεριφοράς, και ο συσχετισμός της βίας με κυρίαρχες ιδέες και συμπεριφορές.
Εκείνο το οποίο θα προσπαθήσω να υποστηρίξω είναι ότι η βία απέναντι σε ανθρώπους με ομοερωτικές επιλογές ανεξάρτητα από τη μορφή που παίρνει (σωματική, ψυχολογική, συναισθηματική, λεκτική, νομοθετική) στηρίζεται στην ταύτιση του συνόλου της υποκειμενικότητας του ατόμου με τη σεξουαλικότητα και την αναγόρευση αυτής της σεξουαλικότητας σε «διαφορετική», «παρεκκλίνουσα», «αφύσικη» σε πλαίσια μιας κοινωνίας με κανόνες υποχρεωτικής ετεροφυλοφιλίας. Ταυτόχρονα, στο βαθμό που η έννοια της ιδιότητας του πολίτη εξισώνεται με την ετεροσεξουαλικότητα, η ταύτιση του υποκειμένου με μια «παρεκκλίνουσα» σεξουαλικότητα η οποία τον καθιστά αυτόματα «διαφορετικό», «αφύσικο», «μη αναπαραγωγικό» έχει σαν αποτέλεσμα τη θεώρησή του ως «λιγότερο πολίτης».
Αναφορικά με τις δυτικές κοινωνίες ο όρος ομοφυλόφιλος αποτελεί νεολογισμό που επινοήθηκε μόλις το 1869 –από γερμανό σεξολόγο ο οποίος αποτάθηκε στη λατινική και ελληνική γλώσσα όταν θέλησε να «περιγράψει» μια κατάσταση με έναν όρο περισσότερο επιστημονικό και ουδέτερο. Η ανάδυση του όρου «ομοφυλόφιλος» και η ταξινόμηση του ομοφυλόφιλου ως διακριτού υποκειμένου είναι συνδεδεμένη με τις αλλαγές που επιβλήθηκαν εκείνη την εποχή στην ίδια την έννοια της σεξουαλικότητας και στις προσπάθειες των «πρώτων σεξολόγων στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. και στα πρώτα χρόνια του 20ου να συλλάβουν την ουσία αυτής της μυστήριας, αλλά παντοδύναμης ορμής της σεξουαλικότητας, μέσα από την κατηγοριοποίηση των διαφορετικών εκδηλώσεών της» (1987: 32). Η ενασχόληση με τη «διαστροφή» και το «αφύσικο» έριξε νέο φως στο «φυσικό». Την περίοδο αυτή η ετεροφυλοφιλία επινοήθηκε για να περιγράψει το «ομαλό», το «φυσικό». Η «φυσικότητά» της ήταν το αποτέλεσμα της ακλόνητης πίστης στις εγγενείς διαφορές των φύλων και της πεποίθησης ότι η έμφυλη και η σεξουαλική ταυτότητα ήταν αναγκαστικά συνδεδεμένες μέσα από τη «φυσικότητα» της ετεροφυλόφιλης επιλογής. Το τέλος του 19ου και οι αρχές του 20ου αι. χαρακτηρίζονται από τη σύνδεση ανάμεσα σε ομοφυλόφιλες πρακτικές και την ανάδυση μιας συγκεκριμένης ομοφυλόφιλης ταυτότητας (Καντσά 1995 και Kantsa 2001)
Θα είναι πολλά χρόνια αργότερα, μόλις στις δεκαετίες του 1970 και ’80, μέσα από το έργο ιστορικών, κοινωνιολόγων και ανθρωπολόγων και τη δραστηριοποίηση του ομοφυλόφιλου κινήματος, που η αποσύνδεση της σεξουαλικότητας από το φύλο και της σεξουαλικότητας από την ταυτότητα θα έχει σαν αποτέλεσμα τη αμφισβήτηση της ομοφυλόφιλης ταυτότητας.
Καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, τόσο τα αυτοαναφορικά κείμενα που αφορούν στην ομοφυλόφιλη ταυτότητα όσο και οι θεωρητικές μελέτες γύρω από αυτή, αμφισβητούν την εικόνα μιας στατικής εκδοχής, και την εξετάζουν ως το πεδίο σύνθεσης ανάμεσα στις διαφορετικές μεταβλητές της φυλής, της κοινωνικής τάξης, του φύλου, της ηλικίας, της σεξουαλικής πρακτικής. Το τέλος της δεκαετίας του 1980 και οι αρχές του 1990 γνωρίζουν την έμφαση στη διαφορετικότητα. Σημασία τώρα είχε η αναγνώριση, κατανόηση και αποδοχή της διαφοράς, η γνώση ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για μία και μόνη ταυτότητα αλλά για πολλαπλές, αλληλοεπικαλυπτόμενες και συχνά αλληλοαντιτιθέμενες παραμέτρους που την καθορίζουν. Για ορισμένους θεωρητικούς «εκείνο που δεν μπορεί να παραλειφθεί είναι η κριτική σημασία της λέξης «επίσης» που ούτε προσθέτει, ούτε αποκλείει, αλλά, σηματοδοτεί το δίκτυο και τον τρόπο λειτουργίας των αλληλοσυνδεδεμένων συστημάτων του φύλου, της σεξουαλικότητας, της φυλής, της τάξης, και άλλων τοπικών κατηγοριών κοινωνικής διαστρωμάτωσης» (De Lautetis 1988: 148), ενώ για άλλες (Butler 1990) ο μόνος τρόπος πολιτικής αντίστασης είναι η αποδόμηση των κατηγοριών που ορίζουν το φύλο και τη σεξουαλική ταυτότητα, και η αναγνώριση ότι το φύλο, η έμφυλη διάκριση πάνω στην οποία δομείται η ετεροφυλοφιλία και η ομοφυλοφιλία, δεν είναι παρά μια κατασκευή, ένα είδος μίμησης που δεν ανταποκρίνεται σε κανένα «αληθινό» ή «υπαρκτό» πρότυπο. Στα πλαίσια αυτά αμφισβητείται η δυνατότητα ύπαρξης μιας ομοφυλόφιλης ταυτότητας, παρά μόνο στο βαθμό που εγγράφεται, και προκύπτει από την παρουσία της μέσα σε μια κοινωνία όπου ισχύουν υποχρεωτικοί ετεροσεξουαλικοί κανόνες. Ούτε το φύλο, ούτε η σεξουαλικότητα από μόνα τους, μπορούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη μιας διακριτής ταυτότητας, για την παρουσία της οποίας είναι υπεύθυνο το διχοτομικό σχήμα ανάμεσα σε ομοφυλοφιλία και ετεροφυλοφιλία (homo-hetero binary) που χρονολογείται από τα τέλη του 19ου αι. αιώνα. Πολιτικός στόχος και πολιτικό διακύβευμα των παραπάνω προσεγγίσεων τίθεται η εξάλειψη αυτής ακριβώς της διχοτομικής σχέσης και αυτό μας φέρνει στο τελευταίο από τα τρία ζητούμενο στην έννοια της ιδιότητας του πολίτη (Καντσά 1995 και Kantsa 2001).
Η ιδιότητα του πολίτη, η οποία έχει υπάρξει ένα από τα κύρια ενδιαφέροντα των δυτικού τύπου δημοκρατιών στη διάρκεια του 20ου αι., ορίζεται ως η θέση που καταλαμβάνουν τα άτομα εκείνα που είναι πλήρη μέλη μιας κοινότητας (Plummer 1996). Ωστόσο, η Diane Richardson (1998, παρατίθεται στο Bell και Binnie 2000), ανάμεσα σε άλλους, θεωρεί ότι «οι διεκδικήσεις της ιδιότητας του πολίτη, τουλάχιστον στην Δύση, συνδέονται στενά με την θεσμοθέτηση της ετεροφυλοφιλίας καθώς και με το ανδρικό προνόμιο». Ακολουθώντας τη διάκριση που κάνει ο T.H. Marshall σε σφαίρες της ιδιότητας του πολίτη, τη νομοθετική, την πολιτική, την κοινωνική- χαρτογραφεί τις ανισότητες που αντιμετωπίζουν δύο κατηγορίες σεξουαλικών πολιτών, οι λεσβίες και οι gay: δεν έχουν πλήρη και ίσα δικαιώματα, δεν έχουν πλήρη πολιτική συμμετοχή και αντιπροσώπευση, δεν έχουν πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές. Την ίδια στιγμή τα όποια δικαιώματα εγγράφονται σε πλαίσια ανοχής: «στις λεσβίες και τους gay», γράφει, «παραχωρείται το δικαίωμα να τους ανέχονται στο βαθμό που παραμένουν μέσα στα όρια αυτής της ανοχής, τα οποία και διατηρούνται μέσα από μια ετεροσεξιστική διάκριση σε δημόσιο/ιδιωτικό», και αυτό σημαίνει ότι οι λεσβίες και οι gay μπορούν να είναι πολίτες μόνο αν είναι «καλοί» πολίτες. Το επιχείρημα της Richardson είναι ότι η ιδιότητα του πολίτη είναι πάντοτε σεξουαλικοποιημένη, και είμαστε όλοι ήδη σεξουαλικοί πολίτες, αλλά σημαδευόμαστε διαφορετικά με όρους της θέσης που κατέχουμε ως σεξουαλικοί πολίτες, ανάλογα με το πώς η σεξουαλική μας επιλογή ταιριάζει (ή δεν ταιριάζει) στην προκαθορισμένη, φυσικοποιημένη ετεροσεξουαλική υπόθεση για την ίδια την έννοια της ιδιότητας του πολίτη. Κατά συνέπεια, οι λόγοι (ως discourse) για την έννοια της ιδιότητας του πολίτη πρέπει να αναγνωριστούν ως ετεροσεξουαλικοί ενώ μέρος της υποχρέωσης του σεξουαλικού πολίτη είναι να αμφισβητήσει ότι υαπάρχουν διαφορετικοί είδη σεξουαλικών πολιτών σε μια προσπάθεια αποφυσικοποίησης της ετεροσεξουαλικότητας και κατάδειξης του ρόλου του κράτους στην εγκαθίδρυσή της..
Αναλύοντας τη σχέση φύλου και ιδιότητας του πολίτη η Μάρω Παντελίδου Μαλούτα ισχυρίζεται ότι, «Αν εξ ορισμού όλοι οι πολίτες της δημοκρατίας είναι ίσοι στο επίπεδο της δεοντολογίας και της θεωρίας που βέβαια επιδρά στις διάχυτες αντιλήψεις, [ωστόσο] «η «φυσική» ισότητα των πολιτών αντιφάσκει προς τη «φυσική» ανισότητα των φύλων». Έτσι, η τελευταία θα πρέπει να ακυρωθεί και ιδεολογικά, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ουσιαστικής δημοκρατίας όσον αφορά την έμφυλη υπόσταση των πολιτών» (2002 :161). Με τρόπο παρόμοιο, η «φυσική» ισότητα των πολιτών αντιφάσκει στη «φυσική» ανισότητα της ετερόφυλης ερωτικής επιλογής έναντι της ομόφυλης σε κοινωνίες όπου ισχύουν κανόνες υποχρεωτικής ετεροσεξουαλικότητας. Κατά συνέπεια, είτε με αναφορά στο φύλο, είτε με αναφορά στη σεξουαλικότητα, «Η φιλελεύθερη ανοχή της διαφοράς δεν είναι ποτέ αρκετή. Αντίθετα η απόλυτη αποδοχή της διαφορετικότητας με την έννοια της ποικιλίας, [ως ηθική αρχή], είναι απολύτως απαραίτητη. Η αποδοχή αυτή, βέβαια, θα πρέπει να εκδηλώνεται στο πλαίσιο μιας αντίληψης περί εξίσου απόλυτου σεβασμού της ανθρώπινης υπόστασης και των αρχών της δημοκρατίας. Σε αντίθεση με την αποδοχή του διαφορετικού, στην έννοια της ανοχής ενυπάρχει ως χροιά το μη αρεστό ή η κατά παραχώρηση αποδοχή, στοιχεία που δεν μπορεί να στηρίζουν βασικές δομές του οικοδομήματος της κοινωνικής συμβίωσης» (ibid:169).
Επιστρέφοντας στα περιστατικά στα οποία είχα αναφερθεί στην αρχή, είναι σχετικά εύκολο να χαρακτηρίσει κανείς «ομοφοβικούς» ορισμένους κατοίκους της Ερεσού, «ρατσιστή» τον διευθυντή γυμνασίου, «οπισθροδρομική» την μητέρα της Ελένης Χριστάκου, «μη προοδευτικό» το νομοθετικό σύστημα προσπαθώντας να εξηγήσει και να ερμηνεύσει το συγκεκριμένο, και έτσι γρήγορα να το ξεχάσει, σαν να μην την/τον αφορά, αποκρύπτοντας με τον τρόπο αυτό ότι είναι οι ίδιες οι πολιτισμικές εννοιολογήσεις της ομοερωτικής επιλογής ως «διαφορετικής», που επιτρέπουν (και ενίοτε υπαγορεύουν) τη χρήση βίας. Με την έννοια αυτή, η βία απέναντι σε άτομα με ομοερωτικές επιλογές -όποια μορφή και να έχει σωματική, λεκτική, συναισθηματική νομοθετική- μας αφορά όλες/ους στο βαθμό που συνεχίζουμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε ομο και ετερο, στο βαθμό που συνεχίζουμε «να ανεχόμαστε τη διαφορά αντί να αναγνωρίζουμε και να αποδεχόμαστε την ποικιλία». Πέρα από την αναγκαία αφήγηση και καταδίκη μεμονωμένων περιστατικών προέχει να αναγνωριστεί η/ο πολίτης ως έμφυλο και σεξουαλικό όν, να αναγνωριστούν οι ανδροκεντρικές και ετερόφιλες παραδοχές που βρίσκονται πίσω από τις ίδιες τις εννοιολογήσεις της ιδιότητας του πολίτη, ενώ οι όποιες αλλαγές να στοχεύουν στην επανασήμανση και επανασημασιοδότηση της σεξουαλικότητας. Εκτιμώ ότι συναντήσεις όπως η σημερινή συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
David Bell and Jon Binnie. 2000. The Sexual Citizen. Queer Politics and Beyond. Polity Press: Cambridge.
Kantsa, Venetia. 2001. Daughters Who Do Not Speak, Mothers Who Do Not Listen. Erotic Relationships Among Women in Contemporary Greece. Unpublished Ph.D. Thesis, London School of Economics and Political Science, University of London.
Ken Plummer. 1996. “Intimate Citizenship and the Culture of Sexual Story Telling”. In Sexual Cultures. Communities, Values and Intimacy, eds. Jeffrey Weeks and Janet Holland. St. Martin’s Press, New York, p.p. 34-52.
Δημητρίου, Σωτήρης. 2003. Μορφές Βίας. Εκδ. Σαββάλας: Αθήνα.
Καντσά, Βενετία. 1995. Δυνάμει Φίλες, Δυνάμει Ερωμένες. Συναντήσεις Γυναικών στην Ερεσσό Λέσβου. Αδημοσίευτη διπλωματική εργασία στα πλαίσια του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Κοινωνική και Ιστορική Ανθρωπολογία του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Μάρω Παντελίδου Μαλούτα. 2002. Το Φύλο της Δημοκρατίας. Ιδιότητα του Πολίτη και Έμφυλα Υποκειμένα. Εκδ. Σαββάλας: Αθήνα.
Το κείμενο γράφτηκε και διαβάστηκε από την Βενετία Καντσά Κοινωνική Ανθρωπολόγο, Πανεπιστήμιο Αιγαίου στο: Kέντρο Πληροφόρησης & Τεκμηρίωσης για το ρατσισμό, την οικολογία, την ειρήνη, τη μη βία Αντιγόνη Εθνικός Φορέας Συνεργασίας Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Ρατσισμού & Ξενοφοβίας4η Εθνική Στρογγυλή Τράπεζα Κοινωνική Ένταξη και Κοινωνικός Αποκλεισμός του «Άλλου». Ένα υπαρκτό δίπολο αντίθεσης μέσα στο σύγχρονο ελληνικό γίγνεσθαι;
7 Δεκεμβρίου 2005 - Αμφιθέατρο ΓΣΕΕ, Αθήνα