14 Σεπ 2008

Σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ


Πρόταση ποινικοποίησης της συµπεριφοράς στην Ελλάδα Επιστηµονικός υπεύθυνος: Θεόδωρος Παπαθεοδώρου, Επίκουρος Καθηγητής Ιονίου Πανεπιστηµίου
Επιστηµονική οµάδα: Βασίλης Καρύδης, Επίκουρος Καθηγητής ΠΘ
Σοφία Βιδάλη, Λέκτορας ΠΘ Ιούνιος 2001

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή

Ι. Το "σπάσιµο της σιωπής"
Α. Οι μαρτυρίες
Β. Οι επιπτώσεις
Γ. Η επίδραση του γυναικείου κινήµατος
ΙΙ. Η εγκληµατολογική διάσταση
Α. Το ζήτηµα του ορισµού
Β. Το ζήτηµα της ποινικοποίησης
Γ. Η άποψη της γυναικείας εγκληµατολογίας
ΙΙΙ. Η νοµική διάσταση
Α. Η οριοθέτηση της έννοιας της σεξουαλικής παρενόχλησης από τα
ευρωπαϊκά όργανα
Β. Η Ποινικοποίηση της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία σε χώρες της ΕΕ
Γ. Το ισχύον νοµικό καθεστώς στην Ελλάδα
IV. Πρόταση ποινικοποίησης της σεξουαλικής παρενόχλησης στην
Εργασία.
Βασική Βιβλιογραφία


ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Ένα κοινωνικό φαινόµενο που προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και παραβιάζει την αρχή της ίσης µεταχείρισης είναι η σεξουαλική παρενόχληση.
Αποτελεί δε, ιδιαίτερα στο χώρο της εργασίας, µία σχετικά συχνή, προσβολή εις βάρος των εργαζοµένων και κυρίως των γυναικών.
Η σεξουαλική παρενόχληση συνιστούσε για δεκαετίες - και εν µέρει συνεχίζει να συνιστά - µία υπαρκτή αλλά αθέατη κατάσταση, την οποία η κοινωνία τη θεωρούσε και την αντιµετώπιζε ως ένα ταµπού, όταν δε φρόντιζε να αποκρύπτει επιµελώς την ύπαρξή της. Στους χώρους της εργασίας το φαινόµενο αυτό είχε ως συνέπεια τη θυµατοποίηση των εργαζόµενων και κυρίως των γυναικών, οι οποίες
αφενός υφίσταντο µία άνιση µεταχείριση και αφετέρου αποσιωπούσαν το γεγονός, φοβούµενες κυρίως τον διασυρµό και την κοινωνική κατακραυγή, αλλά και την επιδείνωση των εργασιακών τους συνθηκών .
Το γυναικείο κίνηµα επέδρασε καταλυτικά στην ανατροπή αυτής της κατάστασης. Μέσα από τους αγώνες και τις πιέσεις που άσκησε, επέτυχε να δοθεί µεγαλύτερη προσοχή σε θέµατα όπως η ισότητα, η κακοποίηση, ο βιασµός και η σεξουαλική παρενόχληση. Το γυναικείο κίνηµα, ως κοινωνικό κίνηµα, συνέδεσε άµεσα την ισότητα της µεταχείρισης και των όρων εργασίας µε τα προβλήµατα της ανάπτυξης και της δοµής της κοινωνίας, 1 προσδίδοντας στον καταγγελτικό λόγο των γυναικών τα στοιχεία της διεκδίκησης συγκεκριµένων δικαιωµάτων, νοµοθετικά κατοχυρωµένων.
Οι εν λόγω αγώνες και πιέσεις στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη είχαν ως αποτέλεσµα τόσο την κοινωνική ευαισθητοποίηση για το εύρος του φαινοµένου και των συνεπειών του σε ψυχολογικό, κοινωνικό και οικονοµικό επίπεδο σε βάρος των θυµάτων, όσο και την κινητοποίηση των εθνικών και διεθνών νοµοθετικών οργάνων για την αντιµετώπισή του και την αποτελεσµατική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωµάτων.
Έτσι, από τις αρχές της δεκαετίας του 90 στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη ελήφθησαν µέτρα τα οποία συνέτειναν στην ποινικοποίηση της σεξουαλικής παρενόχλησης, ιδιαίτερα στον εργασιακό χώρο, καθιστώντας αντικείµενο του δηµόσιου διαλόγου ένα φαινόµενο, το οποίο µπορεί µεν να συνιστά µια προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τροφοδοτείται δε από µία ιδιότυπη κοινωνική ανοχή, συντηρούµενη από τις κυρίαρχες αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνική δοµή.
Στην Ελλάδα, µέχρι σήµερα, η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία δεν έχει προκαλέσει -αυτή καθ' αυτή- το ενδιαφέρον της ποινικής νοµοθεσίας δεν υπάρχει καµία ποινική τυποποίηση που αναφέρεται και να τιµωρεί την πράξη αυτή. Η κυρίαρχη νοµική θέση είναι ότι η εργατική, αστική και ποινική νοµοθεσία διασφαλίζει επαρκώς τα δικαιώµατα των θυµάτων, ώστε να µην υφίσταται νοµική
ή κοινωνική ανάγκη για την περαιτέρω ποινικοποίηση αυτής της συµπεριφοράς.
Στους αντίποδες αυτής της θέσης, θα µπορούσαµε να υποστηρίξουµε ότι η απουσία από την ορολογία του ελληνικού Ποινικού Κώδικα του όρου «σεξουαλική παρενόχληση» σηµατοδοτεί την άρνηση αναγνώρισης µιας κοινωνικής πραγµατικότητας, αποσιωπά την κοινωνική απαξία της πράξης και δυσχεραίνει την κατοχύρωση και τη διεκδίκηση του δικαιώµατος της σεξουαλικής αξιοπρέπειας από την πλευρά των θυµάτων.

1. Β. Αρτινοπούλου, Νέα Κοινωνικά Κινήµατα, Εγκληµατολογική Προσέγγιση, Νοµική Βιβλιοθήκη, 2000, σελ. 15.

Παράλληλα η απουσία µιας τέτοιας ποινικοποίησης επιτείνει -όταν δε διευκολύνει- τις καταστάσεις εργασιακής εκµετάλλευσης και άνισης µεταχείρισης των θυµάτων, συντηρώντας τη σύγχυση µεταξύ του τι είναι επιτρεπτό και τι απαγορευµένο σε ένα χώρο εργασίας, δεδοµένων των σχέσεων ιεραρχίας και εξάρτησης, αλλά και των κυρίαρχων κοινωνικών και πολιτισµικών αντιλήψεων.
Θέση µας είναι ότι ο ορισµός της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία και η ποινικοποίησή της από την ελληνική νοµοθεσία θα µπορούσε να συµβάλλει στην αποτελεσµατικότερη προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στην εµπέδωση της ισότητας και στο σπάσιµο της σιωπής από πλευράς των θυµάτων. Θα σηµατοδοτούσε, παράλληλα, την ενσωµάτωση στο ελληνικό ποινικό δίκαιο µιας από τις πρόσφατες κατακτήσεις του σύγχρονου νοµικού πολιτισµού και θα λειτουργούσε θετικά ως προς τη διεύρυνση της προστασίας των δικαιωµάτων του ανθρώπου.
Στο πλαίσιο της παρούσας µελέτης θα αναλυθούν: (Ι),οι απαρχές της ανάδειξης της ανάγκης καταπολέµησης του φαινοµένου, (ΙΙ),η εγκληµατολογική του διάσταση, (ΙΙΙ) οι σύγχρονες νοµοθετικές και νοµολογιακές εξελίξεις σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο και τέλος θα διατυπωθεί (ΙV) µια πρόταση για την ενδεχόµενη ποινικοποίηση της πράξης από την ελληνική νοµοθεσία.

I. Το "
σπάσιµο της σιωπής"

Το "σπάσιµο της σιωπής" σχετικά µε το πρόβληµα της σεξουαλικής παρενόχλησης συνιστά µια κατάκτηση των τελευταίων δεκαετιών.
Η αναφορά στον όρο σεξουαλική παρενόχληση αρχίζει κυρίως από το 1975. Είναι η χρονιά που γίνεται και η πρώτη αναφορά από τα Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης, σε άρθρο των New York Times µε τίτλο «Οι γυναίκες αρχίζουν να μιλούν ανοιχτά ενάντια στην σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία» (Women begin to speak out against sexual harassment at Work) (Nemecy 1975)2.
Το 1976 πραγµατοποιήθηκε η πρώτη έρευνα στην Αµερική για την σεξουαλική παρενόχληση και δηµοσιεύθηκε στο Red Book magazine. Τα πορίσµατά της κατέδειξαν ότι το 88% από 9.000 ερωτηθείσες-εντες είχαν δεχθεί κάποια µορφή σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας. Τούτο ώθησε το Ινστιτούτο Εργαζοµένων Γυναικών (Working Women's Institute) να διεξαγάγει µία µελέτη για την εµβάθυνση της κατανόησης του προβλήµατος της σεξουαλικής παρενόχλησης3.

2. A. M. Thomas - C. Kitzinger, Sexual Harassment Contemporary Feminist, Perspective, Open University Press Buckingham - Philadelfia, 1997, σελ. 2.
3. idem, σελ. 4.

Την ίδια χρονιά διενεργήθηκε και η πρώτη εκστρατεία ενηµέρωσης για το θέµα αυτό στη Βοστόνη από την «Συμμαχία ενάντια στον σεξουαλικό εξαναγκασμό» (Alliance Against Sexual Coercion), µε πρωτοβουλία τριών εργαζόµενων γυναικών, θυµάτων σεξουαλικής παρενόχλησης, ακόµα και σεξουαλικής κακοποίησης, στο χώρο εργασίας. Ήταν όµως η έκδοση του βιβλίου της καθηγήτριας Νοµικής Catherine McKinnon, το 1979, «Σεξουαλική Παρενόχληση των Εργαζομένων Γυναικών» (Sexual Harassment of Working Women) καθώς και η έκδοση του βιβλίου της Lin Farley το 1978, «Σεξουαλική μείωση» (Sexual Shake-down) που ανέδειξαν το θέµα. Πέτυχαν να δηµοσιοποιήσουν αυτό που οι εργαζόµενες αποσιωπούσαν και αντιµετώπιζαν ως πρόβληµα ιδιωτικής υφής. Το µετέφεραν έξω από το χώρο εργασίας, στην κοινή γνώµη, µετατρέποντάς το σε αντικείµενο δηµόσιου διαλόγου 4.

Όπως υποστήριξε η Catherine McKinnon (1979) η έλλειψη των κατάλληλων όρων για να µπορέσει να δηµοσιοποιηθεί, έκαναν το θέµα της σεξουαλικής παρενόχλησης κυριολεκτικά ανοµολόγητο, στο βαθµό που δηµιουργούσε ένα γενικό κλίµα ντροπής και καθιστούσε δύσκολο ένα κοινωνικό ορισµό της σεξουαλικής παρενόχλησης 5.
Η ονοµατοδοσία και ο µετέπειτα ορισµός του, έδωσαν κοινωνική υπόσταση στο πρόβληµα και άλλαξαν τη µορφή του, το έκαναν ορατό στα µάτια και στη συνείδηση του κοινού. Έτσι η αναγνώριση του προβλήµατος έδωσε στα θύµατά της σεξουαλικής παρενόχλησης την ευκαιρία να καταγγείλουν, να κοινοποιήσουν αυτή τη δυσάρεστη εµπειρία, σπάζοντας τη σιωπή.
Στην Ευρώπη η πρώτη αναφορά για το θέµα γίνεται κατά την χρονική περίοδο 1981-82 και συγκεκριµένα στην Αγγλία. Οφείλεται κυρίως σε δύο κοινωνιολόγους τη Sue Wise και τη Liz Stanley, οι οποίες έθεσαν το θέµα ύπαρξης της σεξουαλικής παρενόχλησης στους χώρους εργασίας. Προσδιόρισαν δε ως σεξουαλική παρενόχληση κάθε µη επιθυµητή σεξουαλική πρόταση, η προσφορά για ανταλλαγή σεξουαλικής εύνοιας έναντι κάποιων πλεονεκτηµάτων στο χώρο εργασίας και έξω από αυτόν, καθώς και άλλες λεκτικές προκλήσεις ή σωµατικές επαφές 6.
Αυτά αποτέλεσαν τα πρώτα ερεθίσµατα στην κατεύθυνση της κοινωνικής ευαισθητοποίησης και του κοινωνικού ενδιαφέροντος για τη συγκέντρωση στοιχείων, εξέταση περιστατικών και διενέργειας ελέγχου για τη συχνότητα, τον τρόπο εµφάνισης του φαινοµένου και τις επιπτώσεις του.

4. idem, σελ. 3.
5. C. Mckinnon, Sexual Harassment of Working Women, New Haven and London, Yale University Press, 1979, σελ. 24
6. Α.Μ. Thomas C. Kitzinger, Sexual Harrasment Contemporary Feminist, Perspective, ο.π., σελ.7

Σύµφωνα µε µία έρευνα που έγινε το 1980 στο San Francisco µέσω ερωτηµατολογίου σε 23.000 γυναίκες και άντρες, διαπιστώθηκε ότι το 42% των γυναικών που απάντησαν είχε υπάρξει θύµα σεξουαλικής παρενόχλησης, όπως και το 15% των αντρών µέσα στους τελευταίους 24 µήνες. Τα δύο στοιχεία που προβληµάτισαν ιδιαίτερα τις ερευνήτριες-ες ήταν ότι: i) αν είχαν ερωτηθεί για όλη τη διάρκεια της εργασιακής τους ζωής, τα νούµερα θα ήταν κατά πολύ υψηλότερα και ii) το ποσοστό θυµατοποίησης στους άντρες. 7 Την ίδια περίοδο πραγµατοποιήθηκαν και στην Αγγλία δύο έρευνες µε θέµα την σεξουαλική παρενόχληση, σε τοπικό επίπεδο, στις πόλεις Camden και Liverpool, από τη National Association of Local Government Officers. Το αποτέλεσµα ήταν ότι το 52% των γυναικών και το 20% των ανδρών είχαν βιώσει την εµπειρία της σεξουαλικής παρενόχλησης 8.
Εξάλλου, το 1981 διεξήχθη έρευνα από τον οργανισµό «Καναδική Επιτροπή για τα Δικαιώματα των Γυναικών» (Canadian Woman Right's Commission) από την οποία προέκυψε ότι το 49% των γυναικών και το 33% των ανδρών υπήρξαν θύµατα σεξουαλικής παρενόχλησης 9.
Τέλος σύµφωνα µε στοιχεία της «Επιτροπής Ίσων Εργασιακών Ευκαιριών» (Equal Employment Opportunity Commission), το 1994, υποστηρίχθηκε ότι µία στις δύο γυναίκες πρόκειται να παρενοχληθεί σεξουαλικά στο χώρο εργασίας, στη διάρκεια της εργασιακής της ζωής10.
Στο πλαίσιο αυτών των ερευνών που πραγµατοποιήθηκαν στην Αγγλία, τον Καναδά και την Αµερική, άρχισε η αναφορά στο θέµα της σεξουαλικής παρενόχλησης, η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώµης και η προσπάθεια για τη δηµιουργία κωδίκων πρακτικής και τη λήψη µέτρων αντιµετώπισης.
Παράλληλα ορισµένες-οι συγγραφείς αναλύοντας την εν λόγω συµπεριφορά υποστήριξαν ότι η σεξουαλική πίεση στην εργασία είναι προϊόν της κοινωνικής ιστορίας στο βαθµό που το αντρικό φύλο, παραδοσιακά, απολαµβάνει το προνόµιο της σεξουαλικής πρωτοβουλίας. Αυτό το γεγονός µε τη σειρά του εκθέτει τη γυναίκα στο ενδεχόµενο της σεξουαλικής παρενόχλησης.

7. D. E. H. Russel, Sexual Exploitation, Sexual Harassment in the Workplace, Volume 155 Library of Social Research, 1984, σελ. 270.

8. Α.Μ. Thomas -C. Kitzinger, Sexual Harrasment Contemporary Feminist, Perspective, ο.π. σελ. 4.
9. idem
10. Β. A. Guttek, Sexual Harassment at Work - When an Organization Fails to Respond, New York, 1996, σελ. 19.

Τα στερεότυπα της κοινωνίας που ακόµα σηµατοδοτούν «κατάλληλους ρόλους» για το γυναικείο και το αντρικό φύλο, µαζί µε τη φυσική αλληλεπίδραση µεταξύ των δύο φύλων, ενθαρρύνει τους άντρες, κυρίως, να φέρονται στις εργαζόµενες γυναίκες ως σεξουαλικά αντικείµενα πρώτα και έπειτα ως ισότιµα µε αυτούς εργαζόµενα άτοµα µε την ίδια αξία και τις ίδιες ανάγκες 11.
Το σπάσιµο της σιωπής και η κοινωνική κατανόηση του προβλήµατος
συντελέστηκε κυρίως µέσα από την κατάθεση και δηµοσιοποίηση των µαρτυριών γυναικών-θυµάτων σεξουαλικής παρενόχλησης, οι οποίες συνέβαλαν στη συνειδητοποίηση από την κοινή γνώµη του εύρους του προβλήµατος και της προσβολής που υφίσταται το άτοµο στην αξιοπρέπειά του.

Α. Οι
µαρτυρίες

- Η Βρετανίδα Sandra McNeil περιέγραψε το 1980 τη σεξουαλική παρενόχληση που έζησε µαζί µε άλλες γυναίκες στο χώρο εργασίας: «Ανακαλύψαµε ότι υποφέραµε όλες από τον ίδιο άνθρωπο. ΄Οταν η µία µετά την άλλη εξοµολογηθήκαµε το περιστατικό, πήραµε µια ανάσα ανακούφισης. Σε όλη τη διάρκεια που ζούσαµε αυτή την κατάσταση αισθανόµασταν, σχεδόν όλες, αποκοµµένες από τον κόσµο, αποµονωµένες σε µοναξιά. Κατηγορούσαµε τους εαυτούς µας, µήπως είχαµε προκαλέσει αυτή την συµπεριφορά και υποφέραµε µέσα στη σιωπή. Αγγίζαµε τα όρια της τρέλας. Τώρα µάθαµε ότι ήταν και είναι ένα κοινό πρόβληµα. Πρέπει να συγκεντρώσουµε δυνάµεις και όπλα για να αντέξουµε σ' αυτή τη µάχη» (McNeill, 1985)"12.
- «Από την αρχή της συνεργασίας µας, µου επαναλάµβανε ότι η δουλειά µου ήταν καλή και ήταν πολύ ευχαριστηµένος από αυτή και από εµένα. Μετά από ένα διάστηµα σύγκρουσης, έπειτα από κάποια υπονοούµενα που δεν δεχόµουν, ξαφνικά άρχισα να ακούω τα αντίθετα. Η δουλειά µου ήταν χάλια, και εγώ ανίκανη και τεµπέλα. Προσπάθησε να µε κάνει να νιώσω ανόητη και άχρηστη. Όταν άρχισα να αντιδρώ σ' αυτή τη συµπεριφορά του, η θέση µου ξαφνικά καταργήθηκε και δεν µου δόθηκε καµία εξήγηση γι' αυτό. Μετά από αυτό προβληµατιζόµουν ακόµα και για την ποιότητα της δουλειάς µου και ας ήξερα ότι ήταν καλή»13.

11. D. E. H. Russel, Sexual Exploitation, Sexual Harassment in the Workplace, ο.π., σελ. 274.)
12. Α.Μ. Thomas - - C. Kitzinger, Sexual Harrasment Contemporary Feminist, Perspective, ο.π., σελ.3.
13. E. A. Stanko, Intimate Intrusions Women's Experience of Male Violence, London Unwin Hyman, 1989, σελ. 59.

- «Aισθανόµουν άρρωστη, αβοήθητη, αναστατωµένη αλλά κυρίως θυµωµένη. Έχανα τον αυτοέλεγχό µου, πλησίαζα την καταστροφή. Με έπνιγε τόσο αυτό που µου συνέβαινε, ακόµα και στο σπίτι. Ο άντρας µου πίστευε ότι υπάρχει άλλος άντρας στη ζωή µου. Ανατράπηκε η ζωή µου. Έπινα πολύ, έκλαιγα συνέχεια, δεν έτρωγα και στο χώρο της δουλειάς όλα πήγαιναν στο χειρότερο»14.
Οι µαρτυρίες αυτές καταδεικνύουν ότι η σεξουαλική παρενόχληση, είναι σε µεγάλο βαθµό, ένα πρόβληµα που οφείλεται κυρίως στην εκµετάλλευση της ισχύος που θεωρούν ότι διαθέτουν στο χώρο εργασίας ιδιαίτερα οι ιεραρχικά ανώτεροι (εργοδότρες, προϊστάµενοι) σε σχέση υφισταµένες τους. Η χρήση της ιεραρχικής σχέσης για την εκµαίευση κάποιας σεξουαλικής εύνοιας δεν έχει να κάνει τόσο µε την έλξη ή την άσκηση γοητείας, αλλά αντίθετα µε την άσκηση δύναµης κυριαρχίας και επιβολής. Η ανταπόκριση-υπαγωγή του θύµατος στις σεξουαλικές οχλήσεις του δράστρη «προτείνεται» ως αντάλλαγµα της διατήρησης ή της βελτίωσης των εργασιακών συνθηκών για το θύµα. Η ανταλλακτική αυτή σχέση όσο και αν διατυπώνεται ως «πρόταση» δεν παύει να είναι εκβιαστική, στο βαθµό που η µη ανταπόκριση από την πλευρά του θύµατος θα έχει ως συνέπεια την επιδείνωση γι' αυτό των συνθηκών εργασίας. Και τούτο γιατί οι δράστες σεξουαλικής παρενόχλησης που κατέχουν θέσεις ισχύος είναι αυτοί που µπορούν να επηρεάσουν τις συνθήκες εργασίας των υφισταµένων τους, µετερχόµενοι εκφοβισµούς, εκβιασµούς, απειλές και πιέσεις, εκδηλώνοντας, σε περίπτωση άρνησης εκ µέρους των θυµάτων, επιθετική και προσβλητική συµπεριφορά.
Η Line Farley, που όπως αναφέραµε ήταν από τις πρώτες που δηµοσιοποίησε το πρόβληµα της σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο, µε την έκδοση του βιβλίου της «Sexual Shake-down», θεωρεί τη σεξουαλική παρενόχληση «εκούσια, κυρίως αντρική συµπεριφορά, που προσδίδει στη γυναίκα σεξουαλικό ρόλο πάνω από την ιδιότητά της ως εργαζόµενο άτοµο και περιλαµβάνει σεξουαλικά σχόλια, υπονοούµενα, αγγίγµατα, στο σώµα της γυναίκας, απαίτηση σεξουαλικής εύνοιας, ανεπιθύµητες προτάσεις για ραντεβού, πιέσεις για σεξουαλική συνεύρεση, ακόµα και βιασµό». Δεν δέχεται ότι η σεξουαλική παρενόχληση είναι ένας µηχανισµός που χρησιµοποιείται από τους άντρες για να κρατάνε τη γυναίκα σε υποδεέστερη θέση, όπως υποστήριξαν πολλές-οι, αλλά µία µέθοδος για να τονίζουν και να διαιωνίζουν το διαχωρισµό γυναίκα -άντρα στην εργασία 15.

14.idem.
15. D. Russel, Sexual Exploitation Sexual Harassment in the Workplace, ο.π.σελ. 274-275.

Η ψυχολόγος Lilian Grayson υποστηρίζει ότι ο άντρας που επιµένει σε ξεκάθαρα ανεπιθύµητες σεξουαλικές προτάσεις, αισθάνεται ότι διακυβεύεται ο ανδρισµός του και δεν µπορεί να αποδεχτεί µε οµαλό τρόπο το γεγονός αυτό της απόρριψης. Στη συνέχεια, προσπαθεί να µεταβιβάσει το πρόβληµα στη γυναίκα, µε την αιτιολογία ότι είναι ψυχρή ή σεξουαλικά ανίκανη και γι' αυτό της αξίζουν αντίποινα. Έτσι, εκδηλώνει απέναντί της εχθρική συµπεριφορά και έντονα τιµωρητική διάθεση.16


Β. Οι
επιπτώσεις

-Αυτή η τακτική και ο τρόπος αντιµετώπισής της µπορεί να είναι κοινή και σε άλλες κοινωνικές καταστάσεις όπως µία ερωτική σχέση. Όταν όµως αφορά το χώρο εργασίας τότε αναπόφευκτα έχει µεγαλύτερο κόστος και συνέπειες. Η υποταγή ή η αντίσταση στη συµπεριφορά αυτή µπορεί να σηµαίνει αντίστοιχα τη συνέχεια της εργασίας ή την απόλυση. Η ανταπόκριση της εργαζόµενης που υφίσταται την σεξουαλική παρενόχληση µπορεί να αποτελέσει κατευθυντήρια γραµµή για τις αποφάσεις του δράστρη της σεξουαλικής παρενόχλησης σχετικά µε το µέλλον της επαγγελµατικής σταδιοδροµίας του θύµατος. Δηλαδή επαγγελµατική εξέλιξη, στασιµότητα ή και απόλυση. Η εργαζόµενη έχει την επιλογή να αντισταθεί για να ξεφύγει από την σεξουαλική αυτή «επίθεση» εις βάρος συνήθως της εργασίας της ή να υποκύψει και να κρατήσει την εργασία σε βάρος πρώτα απ' όλα του αυτοσεβασµού και της αξιοπρέπειας της.
Η καταπάτηση των δικαιωµάτων του ατόµου στην εργασία είναι ευδιάκριτη. Πρόκειται για µία ανεπιθύµητη εισβολή στον προσωπικό ζωτικό χώρο του ατόµου, που θίγει την ανθρώπινη και σεξουαλική αξιοπρέπεια. Η µετατροπή αυτή της εργαζόµενης σε σεξουαλικό αντικείµενο αποτελεί πλήγµα στην αξιοπρέπειά της, καθώς παγιώνεται στη συνείδησή της ότι η αξία της δεν έγκειται στην εργασία που προσφέρει, αλλά στο βαθµό ανταπόκρισής της σε προτάσεις ή πιέσεις σεξουαλικής υφής. Το άτοµο που έχει παρενοχληθεί σεξουαλικά στον εργασιακό χώρο, έρχεται σε µειονεκτική θέση έναντι των συναδέλφων του. Ο χώρος εργασίας µετατρέπεται για το θύµα από χώρος παραγωγής και δηµιουργίας σε εχθρικό έδαφος µε απώλειες για το ίδιο το θύµα αλλά και για το αντικείµενο της εργασίας του. Το εργασιακό περιβάλλον παύει να είναι αµερόληπτο και να προσφέρει ίσα δικαιώµατα και ευκαιρίες 17.

16. idem

17. Bλ. Σύσταση 9/131/ΕΟΚ.

Τα θύµατα αισθάνονται ότι διαφοροποιείται η θέση τους έναντι των συναδέλφων τους και η απόδοση στην εργασία τους µειώνεται, κυρίως στην οµαδική εργασία. Απουσιάζουν αδικαιολόγητα για µεγάλα χρονικά διαστήµατα και φτάνουν ακόµα και στην παραίτηση. Εκτός από τις εργασιακές και οικονοµικές επιπτώσεις υπάρχουν και οι
ψυχολογικές. Το άτοµο βρίσκεται σε µία κατάσταση συναισθηµατικής αστάθειας και ενεργεί σπασµωδικά. Αυτολογοκρίνεται, αυτο-ενοχοποιείται για αυτό που συνέβη, πιστεύοντας ότι µε κάποιο τρόπο ίσως το ίδιο προκάλεσε τη σεξουαλική παρενόχληση 18.
Μέσα στις ψυχολογικές συνέπειες η καθηγήτρια Κλινικής Ψυχολογίας Tata-Arcel Liby αναφέρει ότι η γυναίκα-θύµα σεξουαλικής παρενόχλησης κλαίει συχνά, σιχαίνεται το σώµα της, φοβάται την παρουσία του εργοδότη ή του συναδέλφου, παρουσιάζει µία αφύσικη κούραση, συµπτώµατα άγχους, απώλεια επιθυµίας για σεξ, δυσκολίες συγκέντρωσης, κοινωνική αποµόνωση 19.
Από τηλεφωνήµατα που δέχονται τα ειδικά κέντρα για θύµατα βιασµού έχουν καταλήξει ότι και τα θύµατα σεξουαλικής παρενόχλησης παρουσιάζουν παρόµοια συµπεριφορά µε τα θύµατα βιασµού. Γίνονται ευέξαπτες και νευρικές, αισθάνονται µειωµένες και ταπεινωµένες. Δεν µπορούν να ελέγξουν τη σύγκρουση µε τον δράστη, γιατί νοιώθουν φοβισµένες και αβοήθητες. Χρησιµοποιούν τεχνικές για αυτοπροστασία όπως η αδιάφορη συµπεριφορά ή η αλλαγή ντυσίµατος, αλλά πρόκειται απλά για σπασµωδικές ενέργειες. Τα άτοµα αυτά περιγράφουν και ονοµάζουν αυτό που βιώνουν ως «ψυχολογικό βιασµό» 20.
Mε αυτές τις τεχνικές το µόνο που πετυχαίνουν είναι να περιορίζουν τη δική τους συµπεριφορά και να δυσχεραίνουν ακόµα περισσότερο τις συνθήκες εργασίας τους. Η εµφάνιση του φαινοµένου της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας δηµιουργεί αναµφίβολα προβλήµατα σε κάθε προσωπικότητα, αλλά ο αριθµός καταγγελιών για περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης παραµένει πολύ µικρός αναλογικά µε τις διαστάσεις του φαινοµένου. Υπάρχουν γυναίκες που δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό που υφίστανται είναι σεξουαλική παρενόχληση και κυρίως γυναίκες νεαρής ηλικίας. Το σύνηθες όµως είναι τα περισσότερα θύµατα να µην αναλαµβάνουν δράση εναντίον του εργοδότη ή προϊσταµένου, που συµβαίνει στα περισσότερα περιστατικά να είναι οι δράστες, κυρίως λόγο της θέσης ισχύος που κατέχουν.

18. D. Russel, Sexual Exploitation Sexual Harassment in the Workplace, o.p.σελ. 271.
19. Κίνηση Δηµοκρατικών Γυναικών, «Η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο της εργασίας», Πρακτικό Συνεδρίου, ΑΘΗΝΑ 21 και 22 Ιανουαρίου 1994, σελ. 68
20. E. A. Stanko, Intimate Intrusions Women's Experience of Male Violence, ο.π., σελ. 61.

Η ενδεχόµενη γνωστοποίηση της σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον επιδρά ανασταλτικά σε κάποια δυναµική αντίδραση του θύµατος. Υπάρχουν θύµατα που θα ήθελαν να καταγγείλουν αυτό που τους συνέβη, αλλά η αβεβαιότητα για τον τρόπο αντιµετώπισής τους από το κοινωνικό περιβάλλον (συναδέλφισες-οι, φίλες-οι οικογένεια) όπως και η αντιµετώπισή τους από τις αστυνοµικές και δικαστικές αρχές, στέκεται εµπόδιο στην απόφασή τους αυτή. Η αντιµετώπιση της γυναίκας-θύµα είναι δυσµενέστερη από τον άντρα. Είναι πολύ εύκολο να κατηγορηθεί ότι έκανε την καταγγελία για προσωπικούς ή εκδικητικούς λόγους απέναντι στον εργοδότη, τον προϊστάµενο, τον συνάδελφο. ΄Οπως είναι το ίδιο εύκολο να ειπωθεί ότι «προκάλεσε» η ίδια, µε κάποιους τρόπους, τη σεξουαλική παρενόχληση. Αντιµετωπίζεται µε δυσπιστία τόσο από το οικογενειακό της περιβάλλον όσο και από το σύστηµα απονοµής ποινικής δικαιοσύνης, κάτι που ίσως έχει σχέση µε την έλλειψη εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης σε θέµατα κακοποίησης γυναικών21.
Κατά την άποψη του καθηγητή Ιακ. Φαρσεδάκη «εκείνο που χαρακτηρίζει τη γυναίκα-θύµα είναι η σιωπή της εξαιτίας του φόβου της για τις ουσιαστικά σε βάρος της συνέπειες της όλης ποινικής διαδικασίας αλλά και η δυσχέρεια της να ακουστεί όταν αποφασίσει να µιλήσει» 22.

Γ. Η
επίδραση του Γυναικείου κινήµατος

Η ενεργή συµµετοχή του Γυναικείου κινήµατος στο συγκεκριµένο πλαίσιο αναφοράς συνέβαλλε στην αναθεώρηση των αντιλήψεων και των στάσεων και τόνισε την ανάγκη ποινικής τυποποίησης της πράξης της σεξουαλικής παρενόχλησης. Ειδικότερα από τις έρευνες των Γυναικείων οργανώσεων διαπιστώθηκε ότι:
1. Η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί µορφή διάκρισης που βασίζεται στο φύλο. Θύµατα σεξουαλικής παρενόχλησης είναι συχνότερα οι γυναίκες, στις οποίες, κατά κανόνα και ιδιαίτερα στα κατώτερα κοινωνικά στρώµατα, επιβάλλονται συνθήκες εργασίας δυσµενέστερες από εκείνες των ανδρών.

21. Β. Αρτινοπούλου, Νέα Κοινωνικά Κινήµατα, Εγκληµατολογική Προσέγγιση, ο.π., σελ. 149.
22. idem, σελ. 150.

2. Η εξάρτηση των γυναικών από τους εργοδότες τους είναι συχνά συνώνυµη µε πιέσεις ποικίλων µορφών. Οι πιέσεις αυτές στο πλαίσιο της σεξουαλικής παρενόχλησης µπορούν να λάβουν τη µορφή προκλήσεων, απειλών, αλλά και ψυχολογικής βίας. Αυτού του είδους η βία πλήττει καίρια τις γυναίκες στην επαγγελµατική τους εξέλιξη, και τις προσβάλλει στην αξιοπρέπειά τους, σε ορισµένες περιπτώσεις και στη σωµατική τους ακεραιότητα αλλά και στην ψυχοπνευµατική τους υγεία. Αυτή η βία υποκρύπτει απόρριψη της γυναίκας, ενέχει εκµετάλλευση και άνιση µεταχείριση, ενώ συγχρόνως ισοδυναµεί µε άρνηση των δικαιωµάτων της στην εργασία.
3. Το πρόβληµα γίνεται µεγαλύτερο λόγω του ποσοστού της γυναικείας ανεργίας σε σχέση µε αυτή των ανδρών. Οι γυναίκες θύµατα σεξουαλικής παρενόχλησης είναι κατά κανόνα οι περισσότερο ευάλωτες εργασιακά.
4. Σχετικά µε το περιεχόµενο των παρενοχλήσεων διαπιστώθηκε ότι περιλαµβάνονται όλες οι µορφές «προτάσεων» µη επιθυµητών, συγκαλυµµένων ή µη πιέσεων για απόσπαση κάποιας σεξουαλικής εύνοιας που προκαλούν αδιέξοδο ή φόβο και που είναι ικανές να προσβάλλουν την αξιοπρέπεια ή να απειλήσουν την ηρεµία της εργαζοµένης. Μπορεί να εκδηλώνεται µε λόγια ή µε χειρονοµίες, µε ανεπίτρεπτες επαφές, µε επίµονες προτάσεις, µε απειλές, πιέσεις, καθώς και µε σεξουαλικές επιθέσεις.
5. Οποιαδήποτε µορφή και αν έχει η σεξουαλική παρενόχληση, εφόσον γίνεται χωρίς τη συναίνεση του θύµατος είναι µονοµερής, καταναγκαστική και επηρεάζει αρνητικά τις συνθήκες εργασίας του θύµατος την απόδοσή του καθώς και τις ευκαιρίες επαγγελµατικής ανέλιξής του.
6. Δράστης της παρενόχλησης είναι ανάλογα µε τις περιστάσεις ο εργοδότης, ο προϊστάµενος, ο επόπτης, ένας πελάτης αλλά και ο συνάδελφος.
7. Διαπιστώθηκε επίσης, οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις οδηγούν στην πτώση της παραγωγικότητας, σε διακοπές εργασίας λόγω προσχηµατικής ασθένειας και σε καταστροφή των ανθρωπίνων σχέσεων 23.
Κατά την άποψη των γυνακείων οργανώσεων είναι αναγκαία η ποινική τυποποίηση της σεξουαλικής παρενόχλησης ώστε να τεθεί ένας φραγµός στον εξευτελισµό της αξιοπρέπειας της εργαζόµενης και να διαµορφωθεί σταδιακά µια νέα κοινωνική συνείδηση σχετικά µε το θέµα αυτό.

23. Κίνηση Δηµοκρατικών Γυναικών, «Η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας», Πρακτικά Συνεδρίου Αθήνα 21 και 22 Ιανουαρίου 1994, σελ. 28-29.

Υποστηρίζουν, τέλος, πως η επικρατούσα αντίληψη ότι η εν λόγω συµπεριφορά δεν είναι αδίκηµα, και άρα δεν µπορεί να τιµωρηθεί, συµβάλλει αφενός µεν στην αποθράσυνση των δραστών και αφετέρου στο να συντηρούνται µοντέλα κοινωνικών σχέσεων παθητικής και αδιάφορης αντιµετώπισης ενός υπαρκτού κοινωνικού προβλήµατος, αναπαράγοντας τις δοµές και τούς µηχανισµούς άνισης µεταχείρισης, εργασιακής εκµετάλλευσης και προσβολής της αξιοπρέπειας της γυναίκας 24.


II. Η
εγκληµατολογική διάσταση

Α.
Το ζήτηµα του ορισµού

Η προσπάθεια να αποδώσουµε την έννοια της σεξουαλικής παρενόχλησης µέσα από ένα συγκεκριµένο ορισµό θα προσέκρουε στην εγγενή αδυναµία µίας περιοριστικής ή και διαστρεβλωτικής ακόµη περιγραφής, καθώς πρόκειται για µια έννοια µεταβλητή στο χώρο και στο χρόνο, συναρτούµενη άµεσα µε πολιτικές, ιστορικές, κοινωνιολογικές και νοµικές παραµέτρους.
Η σεξουαλική παρενόχληση δεν συνιστά µια κατάσταση ή ένα µέγεθος απόλυτο ή µετρήσιµο. Αντίθετα οι παράγοντες που καθορίζουν το νόηµα της είναι ρευστοί, στο βαθµό που µεταβάλλονται ανάλογα µε τη κοινωνική, ιστορική και πολιτισµική συγκυρία. Αυτό σηµαίνει ότι η εγκληµατολογική προσέγγιση της έννοιας αφενός υπερβαίνει κάθε απόπειρα νοµικο-τεχνικών κατασκευών και δογµατικών χαρακτηρισµών και αφετέρου προϋποθέτει την κατανόηση των ευρύτερων πολιτικών, πολιτισµικών και ιδεολογικών παραµέτρων, που σχετίζονται µε αυτή.
Οι µεταβλητές του χώρου και του χρόνου, εντός των οποίων µια συµπεριφορά εκλαµβάνεται ως σεξουαλική παρενόχληση, καθώς επίσης και το στοιχείο της ταυτότητας των προσώπων που εµπλέκονται σε αυτή, τόσο µε την κοινωνική (κοινωνική τάξη), όσο και µε την ατοµική (προσωπικότητα) τους διάσταση, υποδεικνύουν τα κριτήρια εκείνα, βάσει των οποίων καθορίζονται τα όρια ανοχής κάθε κοινωνίας αναφορικά µε τον όρο σεξουαλική παρενόχληση. Ο τρόπος µε τον οποίο κάθε κοινωνία τη συγκεκριµένη ιστορική στιγµή αντιµετωπίζει και ορίζει την προστασία της σεξουαλικής αξιοπρέπειας ως δικαίωµα προσδιορίζει και το περιεχόµενο της σεξουαλικής παρενόχλησης. 25

24.idem, σελ. 58.

25 Α. Μπακαλάκη, Λόγοι για το φύλο και αναπαραστάσεις της πολιτισµικής ιδιαιτερότητας στην Ελλάδα του 19ου και 20ού αιώνα', στο Γκέφου-Μαδιανού, Ανθρωπολογική Θεωρία και Εθνογραφία, Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα, 1998 σελ. 519-581

Άλλωστε το νόηµα της σεξουαλικής παρενόχλησης συνίσταται ακριβώς στη παραβίαση της παραπάνω έννοιας. Οι κοινωνικές δοµές και οι σύµφωνα µε αυτές διαµορφωµένες αξίες και οι κώδικες συµπεριφοράς επιβάλλουν τα όρια της σεξουαλικής ελευθερίας, υποδεικνύουν την έννοια της σεξουαλικής αξιοπρέπειας και προσδιορίζουν το εύρος των παρεκκλίσεων. Όσες δηλαδή, περισσότερες πράξεις θεωρούνται από µια έννοµη τάξη ως µορφές σεξουαλικής παρενόχλησης, τόσο λιγότερη είναι η σεξουαλική ελευθερία που χαρακτηρίζει τη συγκεκριµένη κοινωνία, και αντίστροφα.
Συνεπώς, η σεξουαλική παρενόχληση είναι άµεσα συνυφασµένη µε τα κοινωνικο-πολιτικά συστήµατα, τις κυρίαρχες αξίες µέσα σε µία κοινωνία και τις κατακτήσεις του νοµικού πολιτισµού καθώς και τις σχέσεις εξουσίας που διαρθρώνονται µέσα στον κοινωνικό σχηµατισµό. Έτσι στο πλαίσιο µιας ανδροκρατούµενης κοινωνίας, όπως παραµένει η σηµερινή, οι σχέσεις αυτές εξουσίας εµπεριέχουν και το στοιχείο της διάκρισης των δύο φύλων. Η διαµόρφωση των σχέσεων των δύο φύλων χαρακτηρίζεται πρώτα απ' όλα από ένα φυλογονικό καταµερισµό της εργασίας σε σχέση µε τη φυσική και υλική αναπαραγωγή της κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό οι άνδρες είχαν επιφορτιστεί µε την υλική αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήµατος, ενώ οι γυναίκες ευθύνονταν αρχικά, για τη φυσική. Η κοινωνική αποτύπωση του καταµερισµού αυτού αποτελεί τη βάση της σηµερινής κοινωνικής ανισότητας που χαρακτηρίζει τα δύο φύλα, καθώς ο άνδρας, σε αντίθεση µε τη γυναίκα, πέρα από τη βιολογική του υπόσταση απέκτησε πολύ νωρίς κοινωνική διάσταση.
Έγινε φορέας δικαιωµάτων (π.χ. δικαίωµα στην εργασία, δικαίωµα στην περιουσία) και υποχρεώσεων ή αλλιώς υποκείµενο δικαίου, το οποίο δίκαιο και διαµόρφωσε.
Η φυσική αναπαραγωγή του συστήµατος από την άλλη πλευρά, η οποία αποτέλεσε κατά κύριο λόγο γυναικεία ευθύνη, συνδέθηκε µε τη µητρότητα, η οποία εξ αντιδιαστολής δεν θεωρήθηκε κοινωνικό αλλά ιδιωτικό ζήτηµα. Συνεπώς η κοινωνική οργάνωση στερήθηκε γυναικείας παρέµβασης ή χαρακτηριστικών. Η γυναικεία σεξουαλικότητα αναπτύχθηκε σχεδόν αποκλειστικά σε συνάρτηση µε τη σωµατική διάπλαση της γυναίκας και το της ρόλο: µητέρα, σύζυγος, αδύναµο φύλο. Καθόλα, λοιπόν, και κυρίως οικονοµικά η γυναίκα υποτάχθηκε στον άνδρα. Η σχέση εξάρτησης που δηµιουργήθηκε βασίστηκε άµεσα στις δοµές του οικονοµικού-κοινωνικού συστήµατος και αναπαράχθηκε µέχρι σήµερα µέσα από τα συστήµατα κοινωνικού ελέγχου 26.

Φυλογονία= γένεσις των φυλών
26. G.Smaus, «Social Control and Gender Relationship», Saarbrugen, November, 1998, σελ. 1 επ.

Η εξέλιξη των κοινωνικών και οικονοµικών δοµών ώθησαν τη γυναίκα στην αγορά εργασίας. Το γεγονός αυτό µεταξύ άλλων, σήµανε την χειραφέτηση της, την απόκτηση από µέρους της οικονοµικής αυτοδυναµίας, την ενσωµάτωση της στο κοινωνικό σύνολο, τη διεκδίκηση ισότητας. Ωστόσο ο ρόλος της γυναίκας δεν αποδεσµεύτηκε τελείως από το φύλο της. Οι γυναίκες θεωρητικοί συγκεκριµένα αναφέρουν ότι «...κάθε αναφορά στις έννοιες τις ισότητας ή ανισότητας λαµβάνει πάντα ως «κανόνα» τον άνδρα... κάθε προβαλλόµενο µοντέλο ισότητας αναγνωρίζει και πιστοποιεί ως επίκεντρο του τον άνδρα. Οι άνδρες έτσι, εξακολουθούν να προσδιορίζουν το «µέτρο», τον «καλόπιστο-µέσο άνθρωπο». Οι γυναίκες κατ' επέκταση αντιµετωπίζονται πάντα ως παρεµβαίνουσες σε ένα κόσµο ήδη διαµορφωµένο από άλλους. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό στην εργατική νοµοθεσία, όπου το αίτηµα της ισότητας ερµηνεύτηκε σκοπίµως µε την προβολή των ανδρών, ως των ιδεατών υπαλλήλων και µε τον αγώνα των γυναικών να ανταποκριθούν στα ανδρικά πρότυπα». 27
Στο σηµείο αυτό πρέπει επιπλέον να τονιστεί, ότι η σύγχρονη φιλελεύθερη οικονοµία και το διαµορφωµένο καπιταλιστικό σύστηµα θέτουν στο επίκεντρο τους την αγορά. Μεταξύ άλλων δικαιωµάτων, η σεξουαλικότητα και το δικαίωµα της σεξουαλικής ελευθερίας αποκτούν αγοραστική αξία και εµπορευµατοποιούνται. Όταν στο ίδιο σύστηµα οι δοµές και οι κανόνες παραµένουν ανδροκρατικοί, η γυναικεία σεξουαλικότητα γίνεται και αυτή µέσο ανεύρεσης εργασίας.
Με άλλα λόγια ο γυναικείος σεξουαλικός ρόλος ( µητέρα, σύζυγος, νοικοκυρά) µε την ένταξη της γυναίκας στην αγορά εργασίας µεταφέρεται στον ευρύτερο κοινωνικό βίο. Συναφής µε όλα τα παραπάνω, φαίνεται να είναι και η έκφραση «γυναικείες δουλειές», η οποία παραπέµπει κατά κύριο λόγο σε χαµηλόβαθµες, βοηθητικές και χαµηλόµισθες εργασίες. Με τον τρόπο αυτό η εξάρτηση της γυναίκας από τον άνδρα όχι µόνο διατηρείται, αλλά επιπλέον αναπαράγεται και στον χώρο εργασίας 28.
Η αντίληψη ότι κάποιοι τοµείς εργασίας είναι γυναικείοι είναι γενικώς
παγιωµένη. Αυτό που αποφεύγεται αντίθετα να ειπωθεί είναι ότι το στοιχείο του φύλου ή της σεξουαλικότητας ως µέσο ανεύρεσης εργασίας, προσδίδει αναπόφευκτα στην εργασία της γυναίκας-εργαζόµενης και σεξιστικό συµφραζόµενο. Έτσι η σεξουαλική παρενόχληση, ιδιαίτερα στο χώρο εργασίας αντιµετωπίζεται ως ενδεχόµενη ή και αναµενόµενη κατάσταση.

27 C. Smart, Law, Crime and Sexuality, Sage publ., London-Thousand Oaks-New Delhi, 1995, σελ. 42-43
28 G. Smaus, "Social Control and Gender Relationship", Saarbrugen, November, 1998, σελ. 2

«Μερικές από τις γυναικείες εργασίες αποδεικνύονται αυτές της γραµµατέως, της ερευνητικής βοηθού, της πωλήτριας της νοσοκόµας, της παρουσιάστριας, της τηλεφωνήτριας. κλπ. Σε τέτοιες εργασίες, η γυναίκα εργάζεται ως γυναίκα. Επιπλέον, αντιµετωπίζει προφανώς συµπεριφορές που αρµόζουν σε γυναίκα, µια διάσταση που είναι καθαρά σεξιστική. Ειδικότερα, αν ένας από τους λόγους που η γυναίκα προσλήφθηκε είναι να ανταποκρίνεται στα κριτήρια του άνδρα-εργοδότη της, του οποίου η αντίληψη για την ικανή υπάλληλο συνδυάζεται µε τη σεξιστική του αντίληψη για τον «πρέποντα» ρόλο της γυναίκας, δεν είναι παράξενο, η αυθαίρετη ερωτική του διάθεση, επιβαλλόµενη ακόµη και βιαίως όταν χρειάζεται, να θεωρείται συνυφασµένη µε τη θέση της και να αποτελεί µέρος των προνοµίων του». 29
Στο πλαίσιο εποµένως του χώρου εργασίας, η σεξουαλική παρενόχληση εκδηλώνεται ως κατάσταση, η οποία εκφράζεται και «συντονίζεται» από τον εργοδότη ή προϊστάµενο (τον φέροντα την εξουσία) µέσω προκλήσεων, «δώρων», υπονοουµένων, πιέσεων, απειλών, εκφοβισµού ή υπόσχεσης ανταλλαγµάτων δηλαδή µιας συµπεριφοράς ανεπιθύµητης την οποία υφίσταται η εργαζόµενη (η υφιστάµενη την εξουσία) και µάλιστα ως µέρος της δουλειάς της.

Β.
Το ζήτηµα της ποινικοποίησης

Ως πρόβληµα λοιπόν, η σεξουαλική παρενόχληση εντοπίζεται κυρίως τη δεδοµένη στιγµή που η γυναικεία σεξουαλικότητα έρχεται αντιµέτωπη µε την πιεστική ή απειλητική εκδήλωση των ερωτικών ή σεξουαλικών διαθέσεων του άνδρα εργοδότη ή προϊσταµένου και η εν λόγω συµπεριφορά ποινικοποιείται για λόγους εξέλιξης του νοµικού πολιτισµού. Η νοµοθετική διευθέτηση του προβλήµατος προβάλλεται ταυτοχρόνως ως αναγκαία. Είναι δε σηµαντικό να σηµειώσουµε ότι η ποινικοποίηση της σεξουαλικής παρενόχλησης ως συµπεριφοράς συνιστά σήµερα ένα µέτρο εµπέδωσης της ισότητας µεταξύ γυναικών και ανδρών (όπως ο σύγχρονος δυτικός νοµικός πολιτισµός την εκλαµβάνει) και της προστασίας της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και βρίσκεται συνυφασµένη µε την ασφάλεια των δικαιωµάτων. Ωστόσο η έννοια της ποινικοποίησης όπως και αυτή του ποινικού νόµου εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια του κοινωνικού ελέγχου.

29 C. McKinnon, Sexual Harassment of Working Women, ο.π. σελ. 18

Εντός ενός συστήµατος «συµβολαιακά» οργανωµένου, η ποινικοποίηση, ως µορφή κοινωνικού ελέγχου, σηµαίνει προσαρµογή των συµβαλλοµένων στους όρους του κοινωνικού συµβολαίου και κατ' επέκταση ασφάλεια των δικαιωµάτων και των εξουσιών που αναγνωρίζονται από το κοινωνικό αυτό συµβόλαιο. Ειδικότερα υποστηρίζεται: «όταν λέµε ότι τα δικαιώµατα είναι «κατοχυρωµένα», δηλ. εξασφαλισµένα, σηµαίνει, από την εσωτερική-ιδεατή οπτική του δικαίου, ότι οι κανόνες που τα προστατεύουν είναι επαρκώς σαφείς, βρίσκονται σε συνοχή µε τους κανόνες και τις αρχές του Συντάγµατος και εφαρµόζονται µε νοµικές διαδικασίες που καθιστούν τα δικαιώµατα αγώγιµα. «Το ερώτηµα ωστόσο που τίθεται στη συνέχεια, από µια εξωτερική-κοινωνιολογική θεώρηση του δικαίου, είναι κατά πόσο οι κανόνες προστασίας των δικαιωµάτων και εν γένει το δίκαιο, εννοούµενο ως σύστηµα δράσεων, συµβάλλει στην ασφάλεια της κοινωνίας». 30
Στα πλαίσια ενός φιλελεύθερα δοµηµένου κοινωνικού συµβολαίου, ενός δηλαδή συστήµατος που βασίζεται στη διάκριση µεταξύ των εχόντων την εξουσία και των αποκλεισµένων από αυτή, η ποινικοποίηση και ο ποινικός νόµος ως µηχανισµός συντήρησης του κοινωνικού συµβολαίου, λειτουργεί και ως µηχανισµός προστασίας της συγκεκριµένης κατανοµής των εξουσιών και συνεπώς ως µηχανισµός διάκρισης στη διοίκηση των θεµελιωδών δικαιωµάτων προς όφελος των εχόντων την εξουσία και σε βάρος των αποκλεισµένων.
Με την επιλεκτική και διακριτική αυτή λειτουργία του ο ποινικός νόµος συνιστά τελικά περιορισµό της ασφάλειας του δικαίου και ταυτόχρονα τρέφει το αίσθηµα ανασφάλειας της κοινής γνώµης και τρέφεται από αυτήν.31 Δηµιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος, όπου η όλο και περισσότερη ποινικοποίηση, συντείνει στην µεγαλύτερη περικοπή των ατοµικών δικαιωµάτων και καταλήγει στην ολοένα και εντονότερη πόλωση της εξουσίας και συνεπώς στον εντονότερο κοινωνικό έλεγχο, δηλαδή στην εντονότερη εγληµατοποίηση-ποινικοποίηση.
Άρα και στην ειδική περίπτωση της σεξουαλικής παρενόχλησης, η ποινικοποίηση διαφόρων συµπεριφορών δεν πρέπει να αντιµετωπίζεται ως πανάκεια του προβλήµατος, αλλά ως ένα εργαλείο που παρέχει το νοµικό µας σύστηµα για την κατά το δυνατόν αποτελεσµατικότερη προστασία ορισµένων δικαιωµάτων.
Η αναγκαιότητα της ποινικοποίησης υπαγορεύεται από την ίδια την ανάγκη αφενός της προστασίας των θυµάτων και αφετέρου εµπέδωσης ορισµένων κοινωνικών και νοµικών αξιών συνδεδεµένων άρρηκτα µε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια πέραν της σεξουαλικής αξιοπρέπειας.

30 Α. Baratta, Δικαίωµα στην Ασφάλεια ή Ασφάλεια των Δικαιωµάτων, Κοµοτηνή, Μάϊος 2001, roneo, σελ. 1-2
31 idem, σελ. 2

Ο ποινικός νόµος στο πλαίσιο αυτό λειτουργεί κατεξοχήν εγγυητικά για το αυτονόητο δικαίωµα της εργαζόµενης να µην γίνεται αντικείµενο εκµετάλλευσης λόγω του φύλου της. Προστατεύει -ιδιαίτερα τη γυναίκα εργαζόµενη- στο πεδίο που άλλες διατάξεις (εργατικού ή αστικού δικαίου), απέτυχαν να διαµορφώσουν συνείδηση σύννοµης συµπεριφοράς και ασφάλειας δικαιωµάτων. Η ανάγκη ποινικοποίησης υπαγορεύεται συνεπώς από την ανασφάλεια και την εξάρτηση που παράγει η προσβολή του δικαιώµατος στην αξιοπρέπεια και στην ελεύθερη διαχείριση της σεξουαλικότητας.
Βεβαίως, δεν παραβλέπουµε ότι ο ποινικός νόµος αποτελεί εργαλείο του κοινωνικού συστήµατος και δρα υπέρ της προστασίας και της αναπαραγωγής του.
Κατ' αυτό τον τρόπο είναι µέρος και έκφραση του. Με άλλα λόγια, ο ποινικός νόµος δεν λειτουργεί ανεξάρτητα ούτε εκτός συστήµατος, και κατ' επέκταση δεν είναι αποστιγµατισµένος από την πατριαρχική και καπιταλιστική ιδεολογία που παγιώνεται µε το υπάρχον πολιτικό-οικονοµικό σύστηµα και γεννά τις ποινικοποιηµένες συµπεριφορές. Τούτο όµως δεν αφαιρεί στο πλαίσιο του υπάρχοντος νοµικού συστήµατος τη δυνατότητα προστασίας του θύµατος, αντίθετα, όπως σηµειώθηκε, λειτουργεί εγγυητικά για τα δικαιώµατά του, µε το τίµηµα βέβαια ότι η ποινικοποίηση της σεξουαλικής παρενόχλησης όπως κάθε ποινικοποίηση συµπεριφοράς σηµαίνει περαιτέρω περιορισµό της ατοµικής ελευθερίας και της ασυνέχειας του ποινικού δικαίου. Η αξιολόγηση όµως των δικαιωµάτων και των ελευθεριών δεν µπορεί παρά να έχει ως γνώµονα την προστασία του θύµατος και του δικαιώµατός του στην αξιοπρέπεια.

Γ.
Η θέση της Γυναικείας εγκληµατολογίας

Η Γυναικεία προσέγγιση για την εξήγηση του εγκληµατικού φαινοµένου έρχεται να προστεθεί σε µια σειρά από θέσεις, τις λεγόµενες οικονοµικές και κοινωνιολογικές θεωρίες για το έγκληµα.32 Ειδικότερα η Γυναικεία κριτική ασκείται τόσο στις θεωρίες εκείνες που θεµελιώνουν τα αίτια της εγκληµατικότητας µόνο στην οικονοµική δοµή της κοινωνίας, όσο και στις θεωρίες που θεµελιώνουν την εγκληµατογένεση στον ευδαιµονισµό και στην ιδεολογία της υποταγής που αναπτύσσεται στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσµο.
Πιο συγκεκριµένα οι οικονοµικές θεωρίες επικρίθηκαν ως µονοδιάστατες, καθώς θεωρήθηκε ότι παραβλέπουν τις ατοµικές και κοινωνικές παραµέτρους που τροφοδοτούν την διάπραξη εγκλήµατος.

32 Taylor I., " The Political Economy of Crime", in M. Maguire, R. Morgan and R. Reiner, The Oxford Handbook of Criminology, Oxford University Press, 1997, σελ. 265 επ

Οι κοινωνιολογικές θεωρίες, από την άλλη πλευρά, κατηγορήθηκαν ότι αγνοούν και παραλείπουν τη θέση της γυναίκας από την οπτική τους. Ως δικαιολογητική βάση προβλήθηκε το γεγονός ότι ο καπιταλισµός, στον οποίο στηρίζεται η διατύπωση των θεωριών αυτών, µορφοποιήθηκε και εξελίχθηκε στα πλαίσια µιας ανδροκρατούµενης και πατριαρχικής κοινωνίας µε µιλιταριστικά θεµέλια. Η έλλειψη αξιολόγησης του φύλου ως παράγοντα ή σε σχέση µε το έγκληµα και την εγκληµατικότητα, αποτέλεσε το κύριο σηµείο έντονης κριτικής από τις γυναίκες θεωρητικούς 33.
Η προσέγγιση της Γυναικείας οπτικής στηρίχθηκε σε αναλύσεις βασικών εννοιών, όπως η πατριαρχία και η δόµηση των κοινωνικών και προσωπικών σχέσεων σε αυτή τη βάση, η περιθωριοποίηση και αποµάκρυνση των γυναικών από την κοινωνική ζωή, αλλά και η σηµασία των κοινωνικών δεσµών που καθορίζουν την κοµφορµιστική ή όχι συµπεριφορά των γυναικών. Ωστόσο, στον τοµέα της εγκληµατολογικής θεωρίας επικρατεί ακόµη αρκετή σύγχυση αναφορικά µε το τι ονοµάζεται Γυναικεία προσέγγιση του εγκλήµατος. Άλλοι εκτιµούν ότι Γυναικεία εγκληµατολογία σηµαίνει ανάλυση του εγκληµατικού φαινοµένου µε µοναδικό άξονα το φύλο και ανεξαρτήτως οικονοµικών ή πολιτικών συνθηκών, ενώ άλλοι εννοούν τη διενέργεια νέων εγκληµατολογικών ερευνών αναφορικά µε τις γυναίκες και από τις γυναίκες.
Για το λόγο αυτό και δεδοµένου ότι βρισκόµαστε σε στιγµή επαναπροσδιορισµού των δύο φύλων, τόσο στις µεταξύ τους σχέσεις
όσο και στην εκπροσώπηση τους σε συλλογικές δράσεις και οντότητες, είναι σκόπιµο οι θεωρητικές εγκληµατολογικές αναλύσεις να εκτιµηθούν από την πλευρά της µεταµοντέρνας Γυναικείας επιστηµολογίας 34.
Η σύγχρονη αυτή Γυναικεία τάση ξεφεύγει από το αρχικό θεωρητικό πλαίσιο και επικεντρώνει το ενδιαφέρον της κυρίως σε θέµατα µεθοδολογίας. Στα πλαίσια αυτά γίνεται λόγος για Γυναικείο εµπειρισµό. Ο Γυναικείος εµπειρισµός, σύµφωνα µε την ανάλυση της Sandra Harding συνίσταται στην εκτίµηση ότι η επιστήµη έχει έναν καθαρά ανδροκεντρικό χαρακτήρα.

33 Heidensohn F. "Gender and Crime", in M. Maguire, R. Morgan and R. Reiner, The Oxford Handbook of Criminology, Oxford University Press, 1997, σελ. 761 επ.
34 G. Smaus, Social Control and Gender Relationship, Saarbrugen, November, 1998, σελ. 3

Συγκεκριµένα, υποστηρίζεται «ότι κάθε τι που µέχρι τώρα είχε λογιστεί ως επιστήµη ήταν στην πραγµατικότητα η ανδρική θεώρηση του κόσµου, ότι κάθε τι που φαίνεται ως αντικειµενικότητα είναι στην ουσία του σεξιστικό και ότι οι παραδοσιακές κοινωνιολογικές επιστήµες είχαν συστηµατικά αποκλείσει από το πεδίο των αναζητήσεων τους τις γυναίκες και τα συµφέροντα τους». 35 Εποµένως ο Γυναικείος εµπειρισµός ταυτίζεται µε την απαίτηση για αντικειµενικότητα στην επιστήµη, προκειµένου να προκύψουν ορθά συµπεράσµατα και να αναζητηθούν εύστοχες λύσεις στο θέµα της Γυναικείας εγκληµατικότητας. Αυτό πρακτικά σηµαίνει την υιοθέτηση νέων µεθόδων και διαδικασιών καθώς και νέων πεδίων µελέτης. Μια δεύτερη κατηγορία της σύγχρονης Γυναικείας προσέγγισης της Γυναικείας εγκληµατικότητας αποτελεί η Γυναικεία Προσωπική Άποψη (Standpoint Feminism), η οποία, θέτει ως βάση της την εµπειρία. Η Γυναικεία εµπειρία πραγµατώνεται µέσω µιας αντιπαράθεσης των γυναικών εναντίον της καταπίεσης που υφίστανται. Δεν πρόκειται λοιπόν για την εµπειρία απλώς των γυναικών, αλλά των γυναικών οι οποίες λόγω φύλου βρίσκονται σε σχέση πολιτικής και διανοητικής αντιπαράθεσης µε το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η υιοθέτηση της Γυναικείας Προσωπικής Άποψης (Standpoint Feminism) αποτελεί σύµφωνα µε την Harding µια επί της ουσίας πολιτική και ηθική δέσµευση για κατανόηση και αξιολόγηση του κόσµου από την πλευρά του κοινωνικά αδύνατου και υποταγµένου. «Δεν πρόκειται για πράξη εµπάθειας αλλά για µια προσπάθεια κατανόησης της κοινωνικής πραγµατικότητας µέσα από τα µάτια του κοινωνικά καταπιεσµένου» 36.
Πρόκειται δηλαδή για µια «από κοινού γνώση», εφόσον η θέση της γυναίκας µπορεί να γίνει κατανοητή όχι αποµονωµένα αλλά σε συνάρτηση µε τη θέση του άνδρα.37
Τέλος προτείνεται η οπτική του Γυναικείου µεταµοντερνισµού (post-modern feminism). Η οπτική αυτή έχει ως αφετηρία της την κατάλυση της αδερφοσύνης και την πτώση του µαρξισµού. Πυρήνας της είναι η απόρριψη της πραγµατικότητας, η οποία, βασίζεται στην παραδοχή της ανδρικής αυθεντίας. Ο Γυναικείος µεταµοντερνισµός πρεσβεύει την αποδόµηση των ήδη υπαρχόντων πολιτικών δοµών, χωρίς να αρνείται την πολιτικοποίηση, αλλά θέτοντας την σε διαφορετική βάση. Στόχος του είναι η προσαρµογή και εγκαθίδρυση της γυναικείας αλήθειας στα πλαίσια της υπάρχουσας κοινωνίας συγχρόνως µε την αποδόµησή της.

35 C. Smart, Law, Crime and Sexuality, ο.π., σελ. 40
36 idem, σελ.44
37 Gelsthorpe L., Approaching the Topic of Racism: Transferable Research Strategies?, in D. Cook and B. Hudson, Racism and Criminology, Sage publ., London-Thousand Oaks-New Delhi, 1996, σελ.88-89

Εποµένως στην περίπτωση του Γυναικείου µεταµοντερισμού, δεν τίθεται µόνο το θέµα της αντικειµενικής γνώσης, όπως στον Γυναικείο εµπειρισµό, ή της αποκάλυψης της αλήθειας στο τελικό επίπεδο όπως στην περίπτωση της Γυναικείας Προσωπικής Άποψης (standpoint feminism), αλλά η παραδοχή ότι η γνώση αποτελεί µέρος της εξουσίας και µάλιστα ότι η εξουσία ασκείται σε κάθε επίπεδο και σε κάθε σχήµα της κοινωνικής πραγµατικότητας. Για το λόγο αυτό συµπεραίνεται ότι η γυναικεία γνώση πηγάζει και είναι µέρος της πολυπλοκότητας των κοινωνικών αντιστάσεων. Με άλλα λόγια, ο Γυναικείος µεταµοντερνισµός υποστηρίζει την επανεξέταση των κανόνων και την αντικατάσταση τους, υπό την έννοια ότι αυτοί πρέπει να αποβάλουν τη σηµασία που τους έχει αποδοθεί από µια ανδρικού γένους εξουσία, η οποία διαρκώς αναπαράγεται εφόσον η εξουσία παραµένει ανδρική. 38
Ανεξάρτητα από τα κενά, ακόµη και τους γενικούς αφορισµούς που µπορεί να περιέχει η γυναικεία οπτική, καθίσταται για µια ακόµη φορά σαφές, ότι η συντήρηση ενός συστήµατος που θα παρέχει στον άνδρα τη δυνατότητα να κράτα στη σφαίρα εξουσίας του τη γυναίκα, µε την όποια µορφή και σε όποιον βαθµό, θα διαιωνίζει για τη γυναίκα το ρόλο του αντικειµένου σε σχέση µε τις όποιες κοινωνικές εξελίξεις. Στο πλαίσιο µιας τέτοιας νοοτροπίας η γυναικεία σεξουαλικότητα και αξιοπρέπεια, ιδιαίτερα στο χώρο εργασίας θα αντιµετωπίζεται ως καταναλωτικό αγαθό προς χρήση ή εκµετάλλευση από τον εργοδότη και θα εντάσσεται στις γενικότερες συνθήκες εργασίας.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη ότι το σχήµα «εξουσιάζων-εξουσιαζόµενη» δεν εξαντλείται µονάχα στο ζευγάρι γυναίκα-άνδρας. Αναλόγως είναι διανεµηµένοι όλοι οι ρόλοι στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Ο καπιταλισµός άλλωστε ως πολιτικό σύστηµα στηρίζεται ακριβώς στις έννοιες της εκµετάλλευσης και της παρενόχλησης της-του εκάστοτε µη έχοντος πρόσβαση στη εξουσία. Δεν τίθεται λοιπόν θέµα προσώπου ή εναλλαγής των ρόλων, αλλά ζήτηµα ως προς την ίδια την άσκηση της εξουσίας. Οι γυναικείες προσεγγίσεις έρχονται να επιβεβαιώσουν για µια επιπλέον φορά, ότι «παρενοχλούµενη» τελικά εντός του υπάρχοντος οικονοµικού και κοινωνικού µοντέλου είναι η υφιστάµενη την εξουσία.

38 C. Smart, Law, Crime and Sexuality, ο.π., σελ. 44

Η οποιαδήποτε εποµένως σοβαρή ρύθµιση αναφορικά και µε το συγκεκριµένο ζήτηµα της σεξουαλικής παρενόχλησης θα πρέπει να συνηγορεί µε το γεγονός ότι το empowerment-ενδυνάμωση, δηλαδή η ενίσχυση της κοινωνικής δύναµης των αδύνατων οµάδων, η κοινωνική συµπερίληψη των αποκλεισµένων, η κατοχύρωση των δικαιωµάτων τους δεν είναι µόνο το αποτέλεσµα αλλά και ο όρος µιας δηµοκρατικής πολιτικής. Στο τεχνοκρατικό πρότυπο οι πολίτισες-ες είναι θεατές αυτού που ονοµάστηκε «πολιτική ως θέαµα», στο δηµοκρατικό πρότυπο οι πολίτισες-ες είναι πρωταγωνίστριες-ες της πολιτικής"39 .

ΙΙΙ.
Η νοµική διάσταση

Α.
Η οριοθέτηση της έννοιας της σεξουαλικής παρενόχλησης από τα
ευρωπαϊκά όργανα
.

Το 1986 η Ευρωπαϊκή Ένωση ασχολήθηκε για πρώτη φορά µε την αντιµετώπιση του φαινοµένου της σεξουαλικής παρενόχλησης. Έκτοτε παρατηρείται µια προσπάθεια περιγραφής των χαρακτηριστικών που θα προσδιορίσουν µια συµπεριφορά ως σεξουαλική παρενόχληση και ταυτόχρονα προτείνονται τρόποι για την από κοινού αντιµετώπισή της από τα κράτη µέλη.
Το 1986 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε οµόφωνα στην Ολοµέλειά του ψήφισµα 40 για τη βία που ασκείται εναντίον των γυναικών. Στο τµήµα που αναφέρεται στη σεξουαλική παρενόχληση, ζητούσε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συγκεντρώσει µελέτες για τις υλικές συνέπειες της σεξουαλικής παρενόχλησης και να προτείνει Οδηγία που θα αντιµετωπίζει το πρόβληµα.
Το 1990 το Συµβούλιο εξέδωσε απόφαση σχετικά µε την προστασία της αξιοπρέπειας των γυναικών και ανδρών στην εργασία στην οποία αναγνώριζε ότι η σεξουαλική παρενόχληση αντιβαίνει στην αρχή της ίσης µεταχείρισης σύµφωνα µε την έννοια της οδηγίας 207/ΕΟΚ, και συνεπώς αποτελεί διάκριση.
Παρατηρούµε κατά συνέπεια ότι το πρόβληµα της σεξουαλικής παρενόχλησης δεν αντιµετωπίζεται ως προσβολή συγκεκριµένου δικαιώµατος -αυτού της σεξουαλικής αξιοπρέπειας- αλλά ως πράξη στην οποία αντικατοπτρίζεται διάκριση των δύο φύλων.

39 Α. Baratta, Δικαίωµα στην Ασφάλεια ή Ασφάλεια των Δικαιωµάτων, Κοµοτηνή, Μάιος 2001, roneo, σελ. 1-2
40 Επίσηµη Εφηµερίδα ΕΕ αριθµ. C203 της 12-8-1986

Μπορεί κανείς έτσι να αναρωτηθεί εάν ουσιαστικά η ΕΕ επιδίωξε αρχικά την κατοχύρωση της ισότητας των δύο φύλων ή εάν τελικά υιοθέτησε έµµεσα κάποια µέτρα τα οποία υποδήλωναν την αποδοχή µιας de facto κατωτερότητας των γυναικών -και κατά συνέπεια υπεροχής των ανδρών- λόγω της οποίας παρουσιάζεται η ανάγκη προστασίας του «ασθενούς φύλου» µέσα στους κόλπους ενός ανδροκρατούµενου κοινωνικού συνόλου.
Το 1991 η Επιτροπή διατύπωσε Σύσταση 41 σχετικά µε την προστασία της αξιοπρέπειας γυναικών και ανδρών στην εργασία µε συνηµµένο Κώδικα πρακτικής εφαρµογής.
Σύµφωνα µε την παραπάνω Σύσταση η συµπεριφορά σεξουαλικού χαρακτήρα ή άλλη συµπεριφορά που βασίζεται στη διαφορά φύλου, η οποία θίγει την αξιοπρέπεια γυναικών και ανδρών κατά την εργασία περιλαµβανοµένης της συµπεριφοράς ιεραρχικά ανωτέρων και οµοιοβάθµων είναι απαράδεκτη αν:
i. Είναι ανεπιθύµητη, παράλογη και προσβλητική για το άτοµο που την υφίσταται,
ii. η απόρριψη της συµπεριφοράς αυτής ή η υποταγή σ' αυτή χρησιµοποιείται κατά τρόπο συγκαλυµµένο ή µη, ως βάση για τη λήψη απόφασης που έχει επίπτωση στη διατήρηση της απασχόλησης ή στους όρους της απασχόλησης, ή-και
iii. δηµιουργεί εκφοβιστικό, εχθρικό ή ταπεινωτικό περιβάλλον εργασίας για το άτοµο που την υφίσταται.

Στο σηµείο αυτό, αν και δεν εγκαταλείπεται ολοσχερώς η έννοια της διάκρισης των δύο φύλων, ωστόσο αναγνωρίζεται -έστω και έµµεσα- ως προστατευόµενο έννοµο αγαθό η αξιοπρέπεια και υπεισέρχονται καινούρια στοιχεία στην έννοια της σεξουαλικής παρενόχλησης: ο εκφοβισµός, η εκβίαση και η προσβολή. Αναγνωρίζεται δηλαδή ότι το θύµα της σεξουαλικής παρενόχλησης υφίσταται προσβολή της προσωπικότητάς και της αξιοπρέπειάς του και επιπλέον ότι εξαναγκάζεται να αποδεχθεί την εν λόγω συµπεριφορά προκειµένου να συνεχίσει να εργάζεται.

Επίσης το 1991 το Συµβούλιο προβαίνει σε δήλωση 42 σχετικά µε την εφαρµογή της σύστασης της Επιτροπής και του κώδικα πρακτικής εφαρµογής, σύµφωνα µε την οποία:
- Καθορίζει το γενικό στόχο που αποτελεί αντικείµενο της πιο πάνω σύστασης της Επιτροπής,
- Καλεί τα Κράτη Μέλη να αναπτύξουν και να θέσουν σε εφαρµογή ολοκληρωµένες και οµοιογενείς πολιτικές, µε σκοπό την πρόληψη και καταπολέµηση των σεξουαλικών παρενοχλήσεων κατά την εργασία, λαµβάνοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής,

41 Επίσηµη Εφηµερίδα ΕΕ αριθµ. L 049 της 24-2-1992
42 Επίσηµη Εφηµερίδα ΕΕ αριθµ. C 027 της 4-2-1992

-Καλεί την Επιτροπή να προωθήσει κατάλληλη ανταλλαγή πληροφοριών µε σκοπό την ανάπτυξη των υπαρχουσών γνώσεων και εµπειριών των κρατών µελών στον τοµέα της πρόληψης και καταπολέµησης των σεξουαλικών παρενοχλήσεων κατά την εργασία και να εξετάσει κριτήρια αξιολόγησης που να επιτρέπουν την εκτίµηση της αποτελεσµατικότητας των µέτρων που λαµβάνονται στα κράτη µέλη.

Το 1994 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκδίδει απόφαση σχετικά µε τη δηµιουργία νέας θέσης Συµβούλου Ισότητας στο χώρο εργασίας.
Το τέταρτο πρόγραµµα µεσοπρόθεσµης δράσης για τις ίσες ευκαιρίες για γυναίκες και άνδρες (1996-2000) που εγκρίθηκε από το Συµβούλιο στις 22 Δεκεµβρίου 1995 το οποίο τονίζει την ανάγκη για αποφασιστική δράση για την καταπολέµηση της σεξουαλικής παρενόχλησης. Σύµφωνα µε το Συµβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί παραβίαση της αρχής της ίσης µεταχείρισης και αποτελεί πλήγµα στην αξιοπρέπεια των γυναικών και των ανδρών στο χώρο εργασίας. Ο Κώδικας πρακτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ορίζει τη σεξουαλική παρενόχληση ως συµπεριφορά που επηρεάζει την αξιοπρέπεια γυναικών και ανδρών στην εργασία: «Η σεξουαλική παρενόχληση συνίσταται σε ανεπιθύµητη συµπεριφορά σεξουαλικής φύσης ή άλλη συµπεριφορά που βασίζεται στο φύλο και επηρεάζει την αξιοπρέπεια γυναικών και ανδρών στην εργασία. Αυτή περιλαµβάνει ανεπιθύµητη σωµατική, λεκτική ή µη συµπεριφορά».
Τέλος στις 7 Ιουνίου 2000 η Επιτροπή αποδέχτηκε µία πρόταση τροποποίησης της Οδηγίας 207/76, µε στόχο να την αρτιότερη οριοθέτηση της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία, λαµβάνοντας υπόψη τις τελευταίες προτάσεις της Επιτροπής σχετικά µε τη διασφάλιση της ισότητας στην εργασία τα άρθρα 13 και 141 παρ. 4 της Συνθήκης του Άµστερνταµ και τη νοµολογία του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου στον τοµέα αυτό.
Έτσι ο ορισµός της σεξουαλικής παρενόχλησης διατυπώθηκε ως εξής: «Ως σεξουαλική παρενόχληση θεωρείται κάθε διάκριση λόγω φύλου στο χώρο εργασίας όταν εκδηλώνεται µια ανεπιθύµητη συµπεριφορά συνδεόµενη µε το φύλο µε σκοπό ή αποτέλεσµα που επηρεάζει την αξιοπρέπεια ενός ατόµου ή και δηµιουργείται ένα εκφοβιστικό, εχθρικό, απειλητικό ή ενοχλητικό περιβάλλον, ιδίως εάν η απόρριψη ή µη αποδοχή της συµπεριφοράς αυτής από ένα άτοµο χρησιµοποιείται ως κριτήριο για µια απόφαση που επηρεάζει το άτοµο αυτό».
Τέσσερα είναι τα βασικά στοιχεία που εµπεριέχονται στον εν λόγω ορισµό:
α) η σεξουαλική παρενόχληση ως συµπεριφορά συνιστά µία διάκριση λόγω φύλου εις βάρος της εργαζόµενης-ου,
β) η σεξουαλική παρενόχληση ως ανεπιθύµητη συµπεριφορά προσβάλλει την αξιοπρέπεια της εργαζόµενης-ου
γ) η σεξουαλική παρενόχληση ως ανεπιθύµητη συµπεριφορά λειτουργεί εκφοβιστικά ή απειλητικά για την εργαζόµενη-ο
δ) η σεξουαλική παρενόχληση στηρίζεται σε µία ανταλλακτική σχέση στο βαθµό που η απόρριψή της από την εργαζόµενη-ο επηρεάζει αρνητικά την εργασιακή της-του θέση.

Θεωρούµε ότι τα στοιχεία αυτά µπορούν να αποτελέσουν τη βάση για ένα ελάχιστο ορισµό της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία και για µία κοινά αποδεκτή πλατφόρµα ποινικής τυποποίησης της συµπεριφοράς από τα κράτη - µέλη. Και τούτο γιατί συνδυάζουν την προστασία της αξιοπρέπειας της εργαζοµένης-ου από προσβολές σεξουαλικής υφής, µε αυτή της ίσης µεταχείρισης δηλαδή της απαγόρευσης διακρίσεων λόγω φύλου. Επίσης γιατί αναγνωρίζεται πλέον ότι η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία συνιστά µία συµπεριφορά εκφοβιστική, απειλητική ή και εκβιαστική στο βαθµό που ο δράστης επιχειρεί να κάµψει την αντίσταση του θύµατος χρησιµοποιώντας ως όπλο τον ενδεχόµενο κίνδυνο της δυσµενέστερης εργασιακής µεταχείρισης του θύµατος. Τέλος, γιατί προϋποτίθενται έµµεσα σχέσεις ιεραρχίας ή άλλης µορφής εργασιακής εξάρτησης µεταξύ θύµατος και δράστη, για να έχει τη δυνατότητα ο δράστης να επηρεάσει αρνητικά τη εργασιακή θέση του θύµατος σε περίπτωση απόρριψης των «προτάσεών» του από αυτό.

Β.
Η Ποινικοποίηση της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία σε
χώρες της ΕΕ


1.
Ιρλανδία

Η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία αποτέλεσε αντικείµενο ποινικοποίησης στην Ιρλανδία για πρώτη φορά µε τη Δράση Εργασιακής Ισότητας (Employment Equality Act-ΕΕΑ) του 1998. Η ΕΕΑ ορίζει τη σεξουαλική παρενόχληση ως «κάθε ανεπιθύµητη, σεξουαλικής υφής, επιθετική, ταπεινωτική ή εκφοβιστική συµπεριφορά η οποία εκδηλώνεται µε πράξεις, φυσικού εκφοβισµού, χειρονοµίες, προφορικό λόγο ή παραγωγή έγγραφου υλικού ή εικόνων ή διατύπωση αιτήµατος για σεξουαλική εύνοια»43.

Στο πλαίσιο αυτό η σεξουαλική παρενόχληση συνιστά αδίκηµα:
α) όταν διαπράττεται στον εργασιακό χώρο ή σε χώρο που συνδέεται µε την εργασία ή την απασχόληση ή κατά τη διάρκεια άσκησης καθηκόντων που συνεπάγεται η εργασία ή επ' ευκαιρία της εργασιακής σχέσης.

43 M. O'Leary, New sexual harassment laws, rights at work. htm

β) όταν διαπράττεται από την εργοδοσία του θύµατος, από συνάδελφο του θύµατος, πελάτη της εργοδοσίας ή άλλο άτοµο που ανήκει στον κύκλο των επιχειρηµατικών επαφών (business contacts) της εργοδοσίας.
γ) όταν συνιστά διακριτική µεταχείριση εις βάρος του θύµατος που απορρίπτει την εν λόγω συµπεριφορά.

Ο ιρλανδικός νόµος προβλέπει παράλληλα την υποχρέωση της εργοδοσίας να λαµβάνει όλα τα απαραίτητα µέτρα πρόληψης περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης και διακριτικής µεταχείρισης στο χώρο ευθύνης της. Τέλος, το ΕΕΑ του 1998 προέβλεψε τη σύσταση µιας Υπηρεσίας Έρευνας για την Ισότητα (Office of Equality Investigations) το οποίο έχει ως αποστολή να ερευνά καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο της εργασίας, να αναπτύσσει διαµεσολαβητικές δράσεις και να παρέχει νοµική υποστήριξη στα θύµατα. Οι αποφάσεις της διεύθυνσης της Yπηρεσίας είναι δεσµευτικές για το δικαστήριο και εναντίον τους µπορεί να ασκηθεί έφεση από την ενδιαφερόµενη-ο εντός προθεσµίας 42 ηµερών 44.

Οι διατάξεις του ΕΕΑ
παρουσιάζουν ενδιαφέρον ως προς δύο σηµεία:

1. Ορίζουν ότι µπορεί να υπάρξει ποινικοποιήσιµη σεξουαλική παρενόχληση και µεταξύ συναδέλφων, ή από τον πελάτη εναντίον εργαζοµένων, εφόσον η ανεπιθύµητη συµπεριφορά του ενός (δράστη) εκδηλώνεται σε πλαίσιο συναφές µε την εργασία και µπορεί να προκαλέσει διακριτική µεταχείριση εις βάρος της άλλης (θύµα). Προβλέπεται ουσιαστικά η εργασιακή εξάρτηση υπό οποιαδήποτε µορφή ως αιτιακή συνθήκη της προσβολής.
2. Αναγνωρίζεται η έκφραση ταπεινωτικής συµπεριφοράς ως εκδήλωση σεξουαλικής παρενόχλησης, ιδιαίτερα σε περίπτωση απόρριψης των πιέσεων εκ µέρους του θύµατος, γεγονός που προστατεύει αποτελεσµατικότερα την εργαζόµενη-ο, αλλά παράλληλα διευρύνει το αξιόποινο.

44 idem

2.
Βρετανία

Στη Βρετανία, ο νόµος για την προστασία από τη σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία που τέθηκε σε ισχύ την 16η Ιουνίου 1997 και τροποποιήθηκε στις 20 Δεκεµβρίου 2000 τιµωρεί µε ποινή φυλάκισης µέχρι πέντε ετών «κάθε ανεπιθύµητη, επαναλαµβανόµενη σεξουαλική συµπεριφορά ή επαφή (conduct), η οποία ισοδυναµεί µε σεξουαλική παρενόχληση ή για την οποία ο δράστης γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι ισοδυναµεί µε σεξουαλική παρενόχληση και η οποία εκδηλώνεται µε αστεϊσµούς ή υπονοούµενα σεξουαλικής υφής, αγγίγµατα, µε διατύπωση αιτήµατος για ερωτική εύνοια, µε πιέσεις, ή απειλές για δυσµενέστερη εργασιακή µεταχείριση σε περίπτωση άρνησης του θύµατος και δηµιουργεί ένα εκφοβιστικό ή εχθρικό εργασιακό περιβάλλον». Η σεξουαλική παρενόχληση µπορεί να διαπραχθεί από τον εργοδότη του θύµατος, άλλον εργαζόµενο, ή από άτοµο του οποίου η θέση επιτρέπει να δηµιουργήσει για το θύµα ένα εχθρικό εργασιακό περιβάλλον.
Ο βρετανικός νόµος εισάγει το στοιχείο της επαναλαµβανόµενης ανεπιθύµητης σεξουαλικής συµπεριφοράς ως στοιχείο της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος. Τούτο σηµαίνει ότι η παρενόχληση στοιχειοθετείται µέσα από την επανάληψη ανεπιθύµητων πράξεων ή λόγων σεξουαλικού περιεχοµένου, δηλαδή µέσα από ένα σύνολο µεµονωµένων περιστατικών των οποίων η επανάληψη προσβάλλει την αξιοπρέπεια του θύµατος, καθιστά την ζωή του στην εργασία ανυπόφορη, επηρεάζει τη ψυχική του υγεία ή δηµιουργεί ένα εχθρικό ή δυσάρεστο περιβάλλον εργασίας. Η σεξουαλική παρενόχληση στηρίζεται σε µία ανταλλακτική σχέση, στο πλαίσιο της οποίας ο δράστης χρησιµοποιεί τη θέση του στο χώρο εργασίας για να εκβιάσει ερωτική εύνοια εκ µέρους του θύµατος, υπό την απειλή δυσµενούς εργασιακής µεταχείρισης σε περίπτωση απόρριψης της «πρότασής» του. Τέλος, ο βρετανικός νόµος διευρύνει σηµαντικά το αξιόποινο θεωρώντας ότι δράστης της σεξουαλικής παρενόχλησης µπορεί να είναι κάθε άτοµο, το οποίο συνδέεται µε το εργασιακό περιβάλλον του θύµατος και µπορεί να το επηρεάσει αρνητικά. Αυτό σηµαίνει ότι δεν αποτελεί πάντα απαραίτητη προϋπόθεση η ύπαρξη σχέσης ιεραρχίας µεταξύ δράστη και θύµατος.

3.
Ισπανία

Η τυποποίηση του εγκλήµατος της σεξουαλικής παρενόχλησης στην
Ισπανία εισήχθη για πρώτη φορά στον νέο Ποινικό Κώδικα το 1995 και τροποποιήθηκε µε το νόµο (Ley organica) 11/1999 της 30ης Απριλίου 1999. Έτσι, σύµφωνα µε το άρθρο 184 ΠΚ.

1.Όποιος, στο χώρο της εργασίας ή στο χώρο παροχής υπηρεσιών, ζητά, ο ίδιος ή µέσω τρίτου, χάρες σεξουαλικής υφής κατά τρόπο επαναλαµβανόµενο και η συµπεριφορά του απέναντι στο θύµα προξενεί µία αντικειµενική κατάσταση σοβαρά εκφοβιστική, εχθρική ή ταπεινωτική, διαπράττει το έγκληµα της σεξουαλικής παρενόχλησης και τιµωρείται µε ποινή φυλάκισης από τρεις έως έξι µήνες.
2. Εάν ο δράστης έκανε χρήση της σχέσης ιεραρχίας που τον συνδέει ή είχε πρόθεση να βλάψει τα συµφέροντα του θύµατος στην εργασία, τιµωρείται µε ποινή φυλάκισης από έξι έως δέκα µήνες.
3. Εάν το θύµα είναι ιδιαίτερα ευάλωτο λόγω ηλικίας, ασθένειας ή άλλης κατάστασης ο δράστης τιµωρείται µε ποινή φυλάκισης από έξι έως δέκα µήνες στην περίπτωση της πρώτης παραγράφου και µε ποινή φυλάκισης από έξι µήνες έως ένα έτος στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου.
Η ισπανική νοµοθεσία αντιµετωπίζει το πρόβληµα της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο της εργασίας κατά τρόπο σφαιρικό και νοµοτεχνικά άρτιο. Η σεξουαλική παρενόχληση στη βασική µορφή της ορίζεται ως :
α) αίτηµα επίδειξης σεξουαλικής εύνοιας
β) επαναλαµβανόµενο
γ) από τον ίδιο το δράστη ή από τρίτο
δ) η διατύπωση ή η έκφραση του οποίου δηµιουργεί εις βάρος του θύµατος µία αντικειµενική κατάσταση σοβαρά (σπουδαίως) εκφοβιστική, εχθρική ή ταπεινωτική.
Εποµένως, και στην ισπανική νοµοθεσία, η επανάληψη της πράξης συνιστά στοιχείο της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος, ενώ το έγκληµα µπορεί να τελεστεί και µέσω τρίτου (µεσολαβητής) καθ' υπόδειξη του δράστη. Η νοµοθεσία δεν αναφέρεται στα µέσα εκδήλωσης αυτής της συµπεριφοράς, υπονοώντας προφανώς ότι κάθε πρόσφορο µέσο µπορεί να την πραγµατώσει. Τούτο συνάδει µε την νοµοθετική πρόβλεψη ότι η σεξουαλική παρενόχληση κρίνεται εκ του αποτελέσµατος, δηλαδή ότι η διαπίστωσή της εξαρτάται από τη διαπίστωση (εµπειρική) µίας αντικειµενικής κατάστασης σοβαρά εκφοβιστικής, εχθρικής ή ταπεινωτικής που έχει δηµιουργηθεί στο χώρο της εργασίας εις βάρος του θύµατος επειδή το τελευταίο δεν ανταποκρίθηκε στις "προτάσεις" του δράστη 45.
Εποµένως, τα µέσα που χρησιµοποιεί ο δράστης έχουν σηµασία µόνο στο βαθµό που είναι πρόσφορα για να παραχθεί το συγκεκριµένο αποτέλεσµα. Η θεµελίωση δε της αντικειµενικής κατάστασης είναι ζήτηµα απόδειξης.

45 E. Sanchez, E.Larrauri, Ei nuevo delito de acoso sexual y su sancion administrativa en el ambito laboral, tib, Valencia, 2000, σελ. 41 επ.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει, τέλος, η αναγωγή σε διακεκριµένη µορφή της εκµετάλλευσης εκ µέρους του δράστη της σχέσης ιεραρχίας που τον συνδέει µε το θύµα, για να κάµψει την αντίστασή του και να εκβιάσει από αυτό ερωτική ή σεξουαλική εύνοια υπό την απειλή δυσµενούς εργασιακής µεταχείρισης. Τούτο σηµαίνει ότι η σεξουαλική παρενόχληση στη βασική µορφή της µπορεί να διαπραχθεί από οποιονδήποτε συνάδελφο του θύµατος ή άτοµο που συνδέεται εργασιακά µε το θύµα, χωρίς να απαιτούνται σχέσεις ιεραρχίας µε το δράστη.

4.
Γερµανία

Ο γερµανικός νόµος για την προστασία των εργαζοµένων από σεξουαλική παρενόχληση δεν τυποποιεί ποινικά την εν λόγω συµπεριφορά. Την αντιµετωπίζει ως µία παραβίαση των υποχρεώσεων της σύµβασης εργασίας εκ µέρους του δράστη, ως ένα υπηρεσιακό παράπτωµα. Παρά την έλλειψη ποινικοποίησης το γερµανικό δίκαιο παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς τον ορισµό της πράξης. Έτσι, στο γερµανικό δίκαιο ορίζεται ως σεξουαλική παρενόχληση κάθε σκόπιµη, µε σεξουαλικό στόχο, συµπεριφορά, που θίγει την αξιοπρέπεια των απασχολούµενων στο χώρο εργασίας, όπως:

1.σεξουαλικές ενέργειες ή τρόποι συµπεριφοράς που σύµφωνα µε τις διατάξεις του ποινικού δικαίου τιµωρούνται,
2.άλλες σεξουαλικές ενέργειες και παρακίνηση σ' αυτές, σωµατική επαφή µε σεξουαλικό στόχο, παρατηρήσεις σεξουαλικού περιεχοµένου, καθώς και επίδειξη και εµφανής τοποθέτηση πορνογραφικών παραστάσεων, που απορρίπτονται εµφανώς από τα θύµατα.
Σε περίπτωση σεξουαλικής παρενόχλησης τα θύµατα έχουν δικαίωµα να προσφύγουν στα αρµόδια όργανα της επιχείρησης ή της υπηρεσίας (εργοστασιακό συµβούλιο, συµβούλιο προσωπικού), ενώ η εργοδοσία οφείλει να λαµβάνει τα κατάλληλα µέτρα για την πρόληψη συµπεριφορών σεξουαλικής παρενόχλησης όπως και για την αποτροπή της επανάληψής τους.

5.
Γαλλία

Στη Γαλλία, το έγκληµα της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία τυποποιήθηκε ποινικά για πρώτη φορά το 1994 46, µε τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα και τροποποιήθηκε µε το νόµο 98-468 της 17ης Ιουνίου 1998.

46 Th. Papatheodorou (dir), Le nouveau code pénal francais, Ant. N. Sakkoula, Athenes-Komotini, 1997

Η εισαγωγή της διάταξης αυτής στον ΠΚ (Τµήµα 3ο, Περί Σεξουαλικών Επιθέσεων) υπήρξε αποτέλεσµα τόσο της πίεσης που άσκησαν οι γυναικείες οργανώσεις, τα κοινωνικά κινήµατα και οι συνδικαλιστικοί φορείς, όσο και των συντονισµένων προσπαθειών του συνόλου των γυναικών βουλευτών της γαλλικής εθνοσυνέλευσης κατά τη συζήτηση σχετικά µε την αναθεώρηση του ΠΚ. Η ένταξη της εν λόγω διάταξης στον ΠΚ θεωρήθηκε ένα σηµαντικό βήµα για την ασφάλεια των δικαιωµάτων των εργαζοµένων και ιδιαιτέρως των γυναικών και της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Έτσι, σύµφωνα µε το άρθρο 222-33 ΠΚ, ορίζεται ως σεξουαλική παρενόχληση «η πράξη παρενόχλησης άλλης-ου, από πρόσωπο που κάνει κατάχρηση της εξουσίας που του έχει ανατεθεί στο πλαίσιο των καθηκόντων του δίνοντας διαταγές προφέροντας απειλές, επιβάλλοντας εµπόδια ή ασκώντας σοβαρές πιέσεις, µε σκοπό τον εξαναγκασµό της άλλης-ου σε επίδειξη εύνοιας σεξουαλικής υφής». Η σεξουαλική παρενόχληση τιµωρείται µε ποινή φυλάκισης ενός έτους και πρόστιµο 100.000 φρ.
Η διατύπωση του άρθρου 222-33 παρουσιάζει, κατά τη γνώµη µας ορισµένα ενδιαφέροντα στοιχεία από νοµοτεχνικής και δογµατικής πλευράς.
Καταρχάς, η γαλλική νοµοθεσία δεν περιορίζει την ποινικοποίηση της
σεξουαλικής παρενόχλησης στο πλαίσιο της εργασίας υπό τη στενή έννοια, δηλαδή των αυστηρών σχέσεων ιεραρχίας ή της εργασιακής εξάρτησης. Αντίθετα, θέτει ως προϋπόθεση (condition prealable) της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος το να προέρχεται η σεξουαλική παρενόχληση από άτοµο που κάνει κατάχρηση της εξουσίας που του έχει ανατεθεί στο πλαίσιο των καθηκόντων του. Τούτο σηµαίνει ότι η νοµοθεσία αναφέρεται στην «λειτουργική» (autorite fonctionnelle) εξουσία και όχι στη «φυσική» (autorite naturelle) εξουσία που µπορεί να ασκεί ο δράστης απέναντι στο θύµα. Παρόλα αυτά ο ορισµός της λειτουργικής εξουσίας παραµένει αδιευκρίνιστος, αν και θα µπορούσαµε να θεωρήσουµε ότι περιλαµβάνει τις σχέσεις ιεραρχίας, τις σχέσεις εργασιακής εξάρτησης, αλλά και τις σχέσεις που αναπτύσσονται σε συγκεκριµένο πλαίσιο καθηκόντων ή υποχρεώσεων. Υπό την έννοια αυτή, υποστηρίζεται ότι η σεξουαλική παρενόχληση µπορεί να στοιχειοθετηθεί, εφόσον συντρέχουν και οι άλλες προϋποθέσεις του νόµου, όχι µόνο στο πλαίσιο των σχέσεων μιας εργοδοσίας ή ιεραρχικά προϊσταµένου και εργαζόµενης, αλλά π.χ. και αστυνοµικού και πολίτισας-η, εκπαιδευτικού και εκπαιδευοµένης-ου, θρησκευτικού λειτουργού και πιστής-ου, υπαλλήλου δηµόσιας ή δηµοτικής υπηρεσίας και κατόχου δικαιώµατος κλπ.
Η κατάχρηση της εξουσίας έχει την έννοια ότι ο δράστης εκµεταλλεύεται τη θέση που κατέχει και τα καθήκοντα που του έχουν νοµίµως ανατεθεί, ασκώντας πιέσεις στο θύµα µε σκοπό να το εξαναγκάσει σε επίδειξη εύνοιας σεξουαλικής υφής.
Τα µέσα που µπορεί να µετέλθει προσδιορίζονται στο κείµενο του νόµου: χρήση διαταγών, απειλών, σοβαρών πιέσεων και πρόκληση εµποδίων που συντείνουν στην πλήρωση του αυτού σκοπού δηλαδή της επίδειξης εκ µέρους του θύµατος σεξουαλικής εύνοιας. Θα πρέπει να σηµειωθεί στο σηµείο αυτό ότι σε αντίθεση µε άλλες εθνικές νοµοθεσίες η γαλλική τυποποίηση της σεξουαλικής παρενόχλησης δεν αναφέρεται στη φυσική (σωµατική) επαφή (contact physique) ως µέσο υλοποίησης της πράξης, γιατί τούτο θα σήµαινε το χαρακτηρισµό του εγκλήµατος ως σεξουαλική επίθεση (aggression sexuelle) σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 222-27ΠΚ.
Επίσης, δεν είναι εµφανές στο κείµενο του νόµου αν η σεξουαλική παρενόχληση στοιχειοθετείται µε ένα µεµονωµένο περιστατικό ή απαιτείται η επανάληψη της πράξης. Η δεύτερη άποψη θεωρείται ως η κρατούσα, χωρίς αυτό να επιβεβαιώνεται πάντα από τη νοµολογία 47.
Τέλος, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η γαλλική εργατική νοµοθεσία (άρθρο L.122-46 Εργατικού Κώδικα) για να προστατεύσει την εργαζόµενη-ο από το ενδεχόµενο αντιποίνων, προβλέπει ότι «ουδεμία-εις εργαζόµενη-ος δεν µπορεί να υποστεί κυρώσεις ή να απολυθεί, επειδή απέκρουσε συµπεριφορά σεξουαλικής παρενόχλησης προερχόµενη από άτοµο που έκανε κατάχρηση της εξουσίας που του έχει ανατεθεί στο πλαίσιο των καθηκόντων του», κατοχυρώνοντας έτσι αποτελεσµατικότερα την ασφάλεια του δικαιώµατος.

Συµπέρασµα

Μέσα από την παραπάνω ανάλυση καταδεικνύεται ότι η τυποποίηση της σεξουαλικής παρενόχλησης µπορεί να λάβει διαφορετικές µορφές ανάλογα τις προτεραιότητες, την νοµική παράδοση ή τους στόχους της κάθε εθνικής νοµοθεσίας. Όλα όµως τα εθνικά παραδείγµατα, στα οποία ενδεικτικά αναφερθήκαµε, επιδιώκουν µέσα από την ποινικοποίηση της εν λόγω συµπεριφοράς την εµπέδωση της προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας της εργαζοµένης-ου και την καταπολέµηση των διακρίσεων στην εργασία που στηρίζονται στο φύλο.
Κοινό σηµείο σύγκλισης των παραπάνω εθνικών παραδειγµάτων αποτελεί η βούληση της νοµοθεσίας να κατονοµάσει ένα υπαρκτό κοινωνικό πρόβληµα, να αναγνωρίσει την κοινωνική απαξία που εκφράζει η συγκεκριµένη πράξη και να επιβεβαιώσει ότι η συµπεριφορά αυτή πρέπει να θεωρείται απαράδεκτη στη σύγχρονη κοινωνία - και για τούτο τιµωρητέα- στο βαθµό που προσβάλλει το έννοµο αγαθό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, και διαιωνίζει την εκµετάλλευση και τη διακριτική µεταχείριση εις βάρος των θυµάτων και ιδιαίτερα των γυναικών.

47 M. L. Rassat, Droit penal special, Dalloz, 1999, σελ. 473

Η ποινικοποίησή της εν λόγω συµπεριφοράς, χωρίς να λύνει το πρόβληµα της ισότητας ή των κοινωνικών αναπαραστάσεων σχετικά µε το ρόλο της γυναίκας αποδεικνύεται χρήσιµη τουλάχιστον ως προς ένα σηµείο: προσδίδει νοµιµοποιητική βάση στη διεκδίκηση συγκεκριµένου δικαιώµατος. και εποµένως απελευθερώνει τη δύναµη του λόγου των θυµάτων.

Γ.
Το ισχύον νοµικό καθεστώς στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, η σεξουαλική παρενόχληση αυτή καθ' αυτή δεν έχει τυποποιηθεί ποινικά. Συνεπώς, δεν έχει προσδιοριστεί από την ποινική νοµοθεσία το συγκεκριµένο έννοµο αγαθό που προσβάλλεται µε την πράξη και δεν υπάρχει ποινικός ορισµός της εν λόγω συµπεριφοράς. Προφανώς η νοµοθεσία κρίνει ότι η ποινικοποίηση της προσβολής δεν είναι απαραίτητη για την οµαλή κοινωνική συµβίωση και για την προστασία των δικαιωµάτων των θυµάτων ή ότι άλλες διατάξεις του ποινικού, εργατικού ή αστικού δικαίου προσφέρουν ένα επαρκές πλέγµα προστασίας ώστε να µην χρειάζεται περαιτέρω ποινική τυποποίηση.
Η ανάλυση του ισχύοντος νοµικού καθεστώτος στην Ελλάδα µπορεί, κατά τη γνώµη µας να καταδείξει την αναγκαιότητα ποινικής αναγνώρισης της συµπεριφοράς αυτής.

1.
Η κατοχύρωση της ίσης µεταχείρισης στην εργασία

Στην Ελλάδα ο Ν.1414/84 αποτελεί σηµείο αναφοράς για την προστασία της ισότητας των δύο φύλων. Καθιερώνει και προστατεύει την αρχή της ίσης µεταχείρισης γυναικών και ανδρών σχετικά µε την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελµατική εκπαίδευση και τις συνθήκες εργασίας ("απαγορεύεται κάθε διάκριση µε βάση το φύλο της εργαζοµένης-ου όσον αφορά τους όρους, τις συνθήκες εργασίας και την επαγγελµατική του εξέλιξη και σταδιοδροµία"). Το άρθρο 12 του νόµου ορίζει ότι η εργοδοσία που παραβαίνει τις διατάξεις του νόµου αυτού τιµωρείται µε πρόστιµο από 20.000 δρχ. έως 300.000 δρχ. χωρίς να θίγονται οι ισχύουσες ποινικές διατάξεις που προβλέπονται σε άλλους νόµους. Στο σύνολό του ο παραπάνω νόµος ρυθµίζει πράξεις ή παραλείψεις της εργοδοσίας που µπορεί να αποτελούν διάκριση των δύο φύλων χωρίς όµως να γίνεται κάποια αναφορά στην ανάγκη προστασίας της προσωπικότητας των εργαζοµένων απέναντι σε προσβολές σεξουαλικής υφής. Γενικότερα, ο όρος "σεξουαλική παρενόχληση" δεν έχει απασχολήσει την ελληνική νοµοθεσία 48.
Στο συγκεκριµένο άρθρο αναλύεται και ετυµολογικά ο όρος παρενόχληση ως διατάραξη της ησυχίας της άλλης-ου.
Η σεξουαλική παρενόχληση, όχι περιοριστικά στον εργασιακό χώρο, αντιµετωπίζεται από την ελληνική νοµοθεσία -επικουρικά θα έλεγε κανείς- µε διατάξεις που συναντώνται τόσο στον Αστικό όσο και στον Ποινικό Κώδικα, οι οποίες όµως ούτε κατονοµάζουν, ούτε ρυθµίζουν την εν λόγω συµπεριφορά. Πιο συγκεκριµένα σε περίπτωση που εργοδοσία προσβάλλει την προσωπικότητα εργαζοµένης-ου και η πράξη αυτή είναι παράνοµη ή αποτελεί καταχρηστική άσκηση διευθυντικού δικαιώµατος, τότε η θιγόµενη-ος µπορεί να ζητήσει την καταδίκη της εργοδοσίας σε καταβολή χρηµατικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αλλά και την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο µέλλον (άρθρα 281, 57, 59, 914, 932 Α.Κ.). Αλλά και στο σηµείο αυτό, οφείλουµε να παρατηρήσουµε ότι η σεξουαλική παρενόχληση ως όρος, συµπεριφορά ή προσβολή είναι απούσα από το λεξιλόγιο της νοµοθεσίας.

2.
Η κατάχρηση δικαιώµατος (άρθρο 281 ΑΚ)

Σηµαντική θέση στη νοµολογία των εργατικών διαφορών κατέχει το άρθρο 281 Α.Κ., το οποίο οριοθετεί την κατάχρηση δικαιώµατος, προκειµένου να χαρακτηριστεί παράνοµη και καταχρηστική η καταγγελία της σύµβασης εργασίας εκ µέρους της εργοδοσίας. Το παραπάνω άρθρο ορίζει ότι «η άσκηση του δικαιώµατος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος».
Η απόλυτη ελευθερία στην άσκηση του δικαιώµατος, για την εξυπηρέτησή του, βρίσκεται σε αντίθεση µε την αποστολή του, που συνδέεται και επηρεάζεται από τη φύση, έκταση και αξία των συµφερόντων εκείνου κατά του οποίου προβάλλεται η άσκηση. Το ατοµικό συµφέρον παραµερίζεται προκειµένου να εξυπηρετηθεί και να διασφαλιστεί εκείνο το συµφέρον που επιβάλλει το περί δικαίου αίσθηµα. Είναι αδιάφορο επίσης ποια υπήρξαν τα ελατήρια κατά την άσκηση του δικαιώµατος ή εάν η κατάχρηση του δικαιώµατος οφείλεται ή όχι σε υπαιτιότητα του δικαιούχου. Αρκεί η διαπίστωση ότι αντικειµενικά ο δικαιούχος κατά την άσκηση του δικαιώµατός του υπερέβη τα υπό των εν λόγω κριτηρίων επιβαλλόµενα όρια.
Σύµφωνα µε την ερµηνεία49 του άρθρου 281 Α.Κ. κατάχρηση υπάρχει όταν η άσκηση του δικαιώµατος υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα επιβαλλόµενα από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή του κοινωνικού ή οικονοµικού σκοπού του δικαιώµατος.

48 Τριανταφυλλόπουλος Κ., Σκέψεις για τη Νοµική Αξιολόγηση του Φαινοµένου της Σεξουαλικής Παρενόχλησης, ΝοΒ 1999, σελ. 696.
49 Γεωργιάδης- Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ, Τοµ. Ι Γενικαί Αρχαί, Αθήνα, Αφοι. Π. Σάκκουλα, 1978, σελ. 654

Καθίσταται λοιπόν σαφές πως η διάταξη προκειµένου να προσδιορίσει τα όρια πέρα από τα οποία απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώµατος ως καταχρηστική, θέτει τέτοιου είδους κριτήρια τα οποία αποτελούν αόριστες νοµικές έννοιες, το περιεχόµενό τους δηλαδή εξειδικεύεται νοµολογιακά σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά. 50 Το γεγονός αυτό διευρύνει τα όρια της διακριτικής ευχέρειας της-του δικαστή, αυξάνει την τυχόν επιρροή των προσωπικών της-του βιωµάτων και αντιλήψεων στη λήψη της απόφασης, και τέλος καθιστά δυσχερέστερο τον χαρακτηρισµό µιας πράξης ως σεξουαλική παρενόχληση. Καθίσταται δε ακόµα πιο δυσχερής η αντικειµενική αξιολόγηση των πραγµατικών περιστατικών καθόσον στην πλειοψηφία των περιπτώσεων σεξουαλικής παρενόχλησης δεν υπάρχουν µαρτυρικές καταθέσεις. 51 Επιπλέον, ακόµη και όταν η συµπεριφορά του δικαιούχου υπερακοντίζει τα αντικειµενικά όρια, αυτό δεν προϋποθέτει αναγκαία ότι από την άσκηση του δικαιώµατος δηµιουργείται κατάσταση µε αφόρητες συνέπειες για τον οφειλέτη. Κατά συνέπεια δεν τεκµαίρεται ότι υπάρχει κατάχρηση δικαιώµατος. Στο σηµείο αυτό είναι δυνατόν να τεθεί το ερώτηµα µε ποιον τρόπο είναι δυνατόν να παρασχεθεί στην εργαζόµενη δικαστική αποκατάσταση ή επανόρθωση έστω και όταν η απόλυσή της από την εργασία δεν επιφέρει καµία σηµαντική οικονοµική ή επαγγελµατική συνέπεια τέτοια ώστε να χαρακτηρίζεται "αφόρητη συνέπεια".

3.
Η θέση της ελληνικής νοµολογίας

Η Ελληνική Νοµολογία δεν έχει να επιδείξει πληθώρα υποθέσεων σεξουαλικής παρενόχλησης. Και τούτο γιατί στο ποινικό πεδίο η σεξουαλική παρενόχληση αντιµετωπίζεται ως εξύβριση µε λόγο ή µε έργο (361ΠΚ) ή ως προσβολή της σεξουαλικής (γενετήσιας) αξιοπρέπειας (337 ΠΚ), ως ασέλγεια µε κατάχρηση εξουσίας (343 Π.Κ.).
Στο πεδίο του αστικού και του εργατικού δικαίου υπάρχουν µόνο δύο
δηµοσιευµένες αποφάσεις, που αναφέρονται άµεσα στο θέµα επιχειρώντας να διατυπώσουν ένα ορισµό και αφορούν σε περιπτώσεις πολιτισών που έχουν προσφύγει στην Ελληνική δικαιοσύνη καταγγέλλοντας ότι έχουν πέσει θύµατα σεξουαλικής παρενόχλησης εκ µέρους των εργοδοσιών τους. Κατά την άποψη της κ. Φωτεινής Σιάνου 52 πρώην υπεύθυνης Γραµµατείας Γυναικών της ΓΣΕΕ «η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί ένα θέµα ταµπού. Γι' αυτό δεν υπάρχουν πολλές καταγγελίες και σπάνια οι καταγγελίες που υπάρχουν βλέπουν το φως της δηµοσιότητας».

50 idem
51 Παπαρρήγα- Κωσταβάρα Κ., Η Σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους εργασίας, ΝοΒ 1995, 617
52 Τα Νέα 24/4/1997

Σύµφωνα µε την 3623/1997 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα προσελήφθη την 1.11.1995 ως δακτυλογράφος σε συνδικαλιστική οργάνωση. Από την άνοιξη του έτους 1996 ο Πρόεδρος του διοικητικού Συµβουλίου της οργάνωσης άρχισε να την παρενοχλεί σεξουαλικά, αρχικώς υπαινικτικά και κατόπιν αξιώνοντας τη σύναψη ερωτικής σχέσης µαζί της, δηµιουργώντας σε βάρος της κλίµα πίεσης. Στις 3.3.1997 το διοικητικό Συµβούλιο της οργάνωσης κατήγγειλε την εργασιακή σύµβαση της ενάγουσας ελλείψει αρµονικής συνεργασίας. Η ενάγουσα ισχυρίστηκε όµως ότι ο πραγµατικός λόγος ήταν το ότι απέκρουσε τις ερωτικές προτάσεις του Προέδρου. Κατά συνέπεια η καταγγελία της εργασιακής της σύµβασης ήταν άκυρη και καταχρηστική.
Στο σκεπτικό της εν λόγω απόφασης το δικαστήριο επικαλείται τον πιο πάνω αναφερθέντα ορισµό της σεξουαλικής παρενόχλησης που περιέχεται στην από 27.11.1991 Σύσταση 92/131/ΕΟΚ της Επιτροπής. Ωστόσο σε µια προσπάθεια ανάλυσης της πράξης δεν καταφέρνει να διαγράψει µε σαφήνεια τα επιµέρους χαρακτηριστικά της (και εδώ αναφαίνονται οι συνέπειες από την έλλειψη νοµοθετικά κατοχυρωµένου ορισµού που να οριοθετεί την εν λόγω συµπεριφορά). Προσεγγίζει τη σεξουαλική παρενόχληση ως φαινόµενο που εµφανίζει δύο βασικές, όπως τις χαρακτηρίζει, όψεις. Η πρώτη έγκειται στο ότι ένα πρόσωπο επιδιώκει την ικανοποίηση της σεξουαλικής (γενετήσιας) ορµής του και η δεύτερη στο ότι φαινοµενικά επιδιώκει την ικανοποίηση αυτή, αλλά στην πραγµατικότητα, αυτό αποτελεί πρόσχηµα και µέσο εξυπηρέτησης άλλου ή άλλων απώτερων στόχων. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι το δικαστήριο εκλαµβάνει τη σωµατική (φυσική) επαφή ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της σεξουαλικής παρενόχλησης αποτυγχάνει όµως να προσδιορίσει σαφώς τις γενεσιουργές αιτίες της εν λόγω συµπεριφοράς και τον ακριβή της σκοπό. Δέχεται ακόµα ότι το στοιχείο της επανάληψης είναι απαραίτητο όπως επίσης και το ότι αυτή η επαναλαµβανόµενη συµπεριφορά θα πρέπει να δηµιουργεί σε βάρος της παρενοχλούµενης πίεση, η οποία θα αναιρεί την ελευθερία βούλησης της και θα την εξαναγκάζει ουσιαστικά, σε αντιδράσεις και ενέργειες στις οποίες υπό καθεστώς ελευθέρας βουλήσεως δε θα κατέφευγε.
Σηµαντικό είναι επίσης το γεγονός πως δίδεται βάρος στο στοιχείο της εκµετάλλευσης της κατεχόµενης από την παρενοχλούσα ισχυρότερης θέσης στην εργασία. Δέχεται δηλαδή το δικαστήριο ότι η ιεραρχική σχέση µεταξύ παρενοχλούντος και παρενοχλούµενης µπορεί να λειτουργήσει εκβιαστικά για την παρενοχλούµενη και υφιστάµενη ταυτόχρονα. Τονίζεται στην απόφαση ότι η σεξουαλική παρενόχληση αντιβαίνει στα χρηστά ήθη και στη δηµόσια τάξη διότι αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας και συγκεκριµένα της τιµής και της ελευθερίας της παρενοχλούµενης και προκαλεί, ως εκ τούτου, ηθική αυτής βλάβη και δικαίωµα ικανοποίησης αυτής. Αναφορικά δε µε την εκδήλωση της σεξουαλικής παρενόχλησης από το ισχυρότερο λόγω θέσεως εργασίας προσώπου ήτοι την εργοδότη ή ευρύτερα τον προϊστάµενο διευκρινίζεται ότι αποτελεί κατάχρηση δικαιώµατος υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ.
Παρατηρούµε λοιπόν ότι αντίθετα µε τη νοµοθεσία, η νοµολογία δεν αντιµετωπίζει τη σεξουαλική παρενόχληση ως έκφραση διάκρισης των δύο φύλων. Αντίθετα αναγνωρίζει ότι πρόκειται για πράξη η οποία προσβάλλει την προσωπικότητα της παρενοχλούµενης.
Στην πρωτόδικη αυτή απόφαση είναι σηµαντικό να αναφέρουµε ότι συµµετείχαν στη δίκη ως προσθέτως παρεµβαίνουσες υπέρ της ενάγουσας η δευτεροβάθµια συνδικαλιστική οργάνωση «Εργατικό Κέντρο Αθηνών» και η Γ.Σ.Ε.Ε. το δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή.
Το Εφετείο και ο Άρειος Πάγος όµως ανέτρεψαν αυτό το δεδοµένο. Το Εφετείο Αθηνών -απόφαση υπ'αριθµ.5789/1998- δεν αποδέχθηκε την ύπαρξη του στοιχείου της ανεπιθύµητης και προσβλητικής συµπεριφοράς και αυτό γιατί η ενάγουσα είχε αναπτύξει κοινωνικές και οικογενειακές σχέσεις µε τον εναγόµενο.
Ορίζει επίσης τη σεξουαλική παρενόχληση ως "ανεπιθύµητη συµπεριφορά σεξουαλικής φύσης που θίγει την αξιοπρέπεια της µισθωτής κατά την εργασία".
Από την πλευρά του ο Άρειος Πάγος -απόφαση υπ' αριθµ. 1655/1999- χωρίς να εκφέρει ένα συγκεκριµένο ορισµό απορρίπτει τη θέση του Εφετείου ότι αποκλείεται σεξουαλική παρενόχληση όταν η εργαζόµενη διατηρεί κοινωνικές και οικογενειακές σχέσεις µε το άτοµο που την παρενοχλεί.
Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι τα τρία δικαστήρια αναγνωρίζουν ότι η
σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας της παρενοχλούµενης εκ µέρους της εργοδοσίας.
Ορθό είναι επίσης να γίνει αναφορά και στην 743/1999 απόφαση του
Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία δέχεται ότι η καταγγελία συµβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι άκυρη ως καταχρηστική καθώς αντίκειται ευθέως στη διάταξη του άρθρου 281Α.Κ. διότι έγινε λόγω εκδίκησης εκ µέρους του εργοδότη εναντίον της ενάγουσας η οποία αρνήθηκε να ενδώσει στις σεξουαλικές προτάσεις του πρώτου.

Από την παραπάνω ανάλυση παρατηρούµε ότι η νοµολογία δεν έχει καταλήξει σε ένα ορισµό της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία, αν και θεωρούµε σηµαντικό το γεγονός ότι αναγνωρίζεται σαφώς ότι η σεξουαλική παρενόχληση συνιστά µία ανεπιθύµητη συµπεριφορά σεξουαλικής φύσης που θίγει την αξιοπρέπεια της µισθωτής κατά την εργασία. Αυτή η αναγνώριση µπορεί να αποτελέσει τη βάση για µία περαιτέρω οριοθέτηση του προβλήµατος από την ποινικό νοµοθεσία.

4.
Η θέση της ΓΣΕΕ

Από την πλευρά της η νοµική υπηρεσία της ΓΣΕΕ, υιοθετώντας τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει εκδώσει το υπ' αριθµ 5842Ν έγγραφο µε το οποίο υποστηρίζει ότι θα πρέπει να θεωρηθούν ως σεξουαλικές παρενοχλήσεις οι συµπεριφορές εκείνες που έστω και αν δεν περιέχουν τα στοιχεία του ποινικού αδικήµατος της εξύβρισης µε έργο ή δεν αποβλέπουν στον εξαναγκασµό φύσης µε το φόβο κυρώσεων ή την ελπίδα ωφεληµάτων, ωστόσο εµπεριέχουν διάκριση
λόγω του φύλου και υποτίµηση της εργαζόµενης ως σεξουαλικού αντικειµένου. 53 Ορίζεται επίσης ότι προκειµένου να θεωρηθεί µια συµπεριφορά ως σεξουαλική παρενόχληση πρέπει να είναι ανεπιθύµητη. Το στοιχείο της ανεπιθύµητης συµπεριφοράς είναι άλλωστε αυτό που διαχωρίζει την προσβολή από τη φιλική- συναδελφική συµπεριφορά ή από την εκδήλωση ερωτικού ενδιαφέροντος που δεν είναι κατά ανάγκην προσβλητικό. Τονίζεται επίσης ότι η έκφραση της δυσαρέσκειας ή της ενόχλησης δεν χρειάζεται να είναι ρητή. Θα πρέπει να συνάγεται από τη συνολική της στάση απέναντι στις αµφισβητούµενες συµπεριφορές, να λαµβάνεται δε υπόψη και η ιεραρχική σχέση µεταξύ του προσώπου που παρενοχλείται και του παρενοχλούντος. Θα πρέπει να λαµβάνεται ακόµα υπόψη ότι µε βάση παρωχηµένες αντιλήψεις που έχουν επιβιώσει, πολύ συχνά η σεξουαλική παρενόχληση αντιµετωπίζεται ως κάτι φυσιολογικό και χωρίς σηµασία, αν όχι και ως αυτονόητη συνθήκη.
Αναφέρεται επίσης στο εν λόγω έγγραφο ότι η σεξουαλική παρενόχληση οδηγεί σε υποβάθµιση του εργασιακού κλίµατος και αναιρεί το δικαίωµα της εργαζόµενης να αξιολογείται αντικειµενικά, ώστε να γίνεται σεβαστή λόγω της εργασιακής της συµπεριφοράς και µόνον, ανεξάρτητα από το φύλο, τις πεποιθήσεις, τη θρησκεία ή την εθνικότητα.
Αναγνωρίζεται επίσης ότι όταν η σεξουαλική παρενόχληση εκδηλώνεται από προϊστάµενο ενέχει λόγω της υπηρεσιακής εξάρτησης και το στοιχείο του εξαναγκασµού της υφιστάµενης εργαζόμενης σε ανοχή αυτής της συµπεριφοράς, η οποία αν προερχόταν από ισόβαθµο συνάδελφο θα µπορούσε ευχερέστερα να αποκρουσθεί.
Παρατηρούµε για µια ακόµα φορά ότι η σεξουαλική παρενόχληση δεν αντιµετωπίζεται σαφώς ως µια πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια του ατόµου. Αντίθετα, λαµβάνεται ως δεδοµένο πως η πράξη δηλώνει διάκριση φύλου. Αυτή ακριβώς η αντιµετώπιση συντηρεί την έµµεση αποδοχή της ευµενέστερης και επικρατέστερης θέσης των ανδρών εντός του κοινωνικού και οικονοµικού συνόλου.

53 ΕΕ., Τοµ. 57, 1998, 623

Κάνοντας λόγο για διάκριση και όχι για προσβολή της αξιοπρέπειας έµµεσα τονίζεται και διαιωνίζεται η άνιση µεταχείριση γυναικών και ανδρών τόσο εντός όσο και εκτός του εργασιακού χώρου. Μοιάζει οξύµωρο το σχήµα να γίνεται από τη µια πλευρά λόγος για ισότητα των δύο φύλων και από την άλλη η προστασία της αξιοπρέπειας ή της προσωπικότητας να αγνοείται. Με το να αντιµετωπίζεται η σεξουαλική παρενόχληση ως διάκριση λόγω φύλου αναγνωρίζεται έµµεσα η «κατωτερότητα» του «ασθενούς» γυναικείου φύλου που είναι δεδοµένο ότι χρειάζεται προστασία. Και αυτή η ίδια η προστασία όµως προσφέρεται στα πλαίσια ενός ανδροκρατούµενου κοινωνικού συνόλου και κατά τρόπο που δε θίγει την υπάρχουσα δοµή. Θεωρούµε ότι πρέπει να διατυπωθεί ευκρινώς ότι το ζήτηµα που τίθεται από συµπεριφορές σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία δεν αφορά κύρια αλλά συµπληρωµατικά την άνιση µεταχείριση. Η άνιση µεταχείριση και οι διακρίσεις εις βάρος των θυµάτων συνιστούν συνέπειες της προσβολής της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας των θυμάτων. Το έννοµο αγαθό που προσβάλλεται πρωτίστως από συµπεριφορές σεξουαλικής παρενόχλησης είναι η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, γεγονός που επιφέρει ως συνέπεια στο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων την άνιση ή διακριτική µεταχείριση εις βάρος του θύµατος της προσβολής.
Επίσης, οι Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συµβάσεις Εργασίας των ετών 1993 και 2000-2001 περιέχουν άρθρα που αναφέρονται στην ισότητα των δύο φύλων και στην υποχρέωση προστασίας της προσωπικότητας των εργαζοµένων.
Στο άρθρο 11 η Σύµβαση του 1993 αναγνωρίζει την αρχή της ισότητας των δύο φύλων στην εργασία όπως αυτή προσδιορίζεται από το Σύνταγµα, την εθνική και κοινοτική νοµοθεσία καθώς και τους διεθνείς κανόνες εργασίας. Συµφωνούν δε τα µέρη της Σύµβασης να συµβάλλουν από κοινού τόσο στην προώθηση της ίσης µεταχείρισης και ίσων ευκαιριών µεταξύ γυναικών και ανδρών στην εργασία όσο και στη λήψη µέριµνας για αξιοπρεπή µεταχείριση και συµπεριφορά στους χώρους εργασίας σε ζητήµατα που συνδέονται µε το φύλο τους.
Προβλέπεται επίσης η σύσταση Επιτροπής, αποτελούµενης από τρία µέλη κάθε πλευράς των συµβαλλοµένων µερών και από τα δύο φύλα, η οποία θα παρακολουθεί την εφαρµογή της νοµοθεσίας που διασφαλίζει την ίση µεταχείριση των εργαζοµένων γυναικών και ανδρών. Η Επιτροπή θα ανακοινώνει τις διαπιστώσεις της στις διοικήσεις των συµβαλλοµένων µερών και θα προτείνει συγκεκριµένα µέτρα για την εξάλειψη κάθε άνισης µεταχείρισης στον τοµέα της αρµοδιότητας της στις εργασιακές σχέσεις.
Η σύσταση της παραπάνω Επιτροπής ανακοινώνεται στα πλαίσια που θέτει η από 27.11.1991 Σύσταση 92/131/ΕΟΚ της Επιτροπής για την προστασία της αξιοπρέπειας γυναικών και ανδρών στην εργασία, η οποία ζητούσε από τα κράτη µέλη να λάβουν µέτρα για την υλοποίησή της Σύστασης εντός τριών ετών από την ηµεροµηνία έκδοσής της.
Επίσης στο άρθρο 17 της Σύµβασης του 2000-2001 οι συµβαλλόµενες εργοδοτικές οργανώσεις ορίζουν τις υποχρεώσεις που προκύπτουν για τις επιχειρήσεις από το νοµοθετικό πλαίσιο καθόσον αφορά την προστασία της προσωπικότητας των εργαζοµένων.

5.
Το ισχύον καθεστώς κατά τον Ποινικό Κώδικα

Ο Ποινικός Κώδικας, όπως έχει ήδη διευκρινιστεί δεν τυποποιεί τη σεξουαλική παρενόχληση. Θεωρείται ότι η εν λόγω συµπεριφορά καλύπτεται ποινικά και τιµωρείται, ανάλογα µε τα πραγµατικά περιστατικά, ως εξύβριση µε λόγια ή µε έργα (361, 361Α Π.Κ.), ως προσβολή της σεξουαλικής (γενετήσιας) αξιοπρέπειας (337 Π.Κ.), ή ως ασέλγεια µε κατάχρηση εξουσίας (343 Π.Κ.). Βεβαίως, καµία από τις παραπάνω διατάξεις δεν ανταποκρίνεται στην έννοια της σεξουαλικής παρενόχλησης, ούτε προσφέρεται για τη διατύπωση ενός ποινικού ορισµού της εν λόγω πράξης. Και τούτο για τούς παρακάτω λόγους:
α) η εξύβριση δεν µπορεί να συµπεριλάβει τη σεξουαλική παρενόχληση στο βαθµό που την περιορίζει σε προσβολή της τιµής του άλλου µε έργο ή µε λόγο. Σύµφωνα µε τον Μανωλεδάκη, η προσβολή αυτή «µεταβάλλει στο χειρότερο, µειώνει την κοινωνική παράσταση συγκεκριµένου ανθρώπου»54.
Ωστόσο, η σεξουαλική παρενόχληση δεν προσβάλλει µόνο την κοινωνική παράσταση του θύµατος (µπορεί να µην γίνει ποτέ γνωστή), αλλά, κυρίως, την αξιοπρέπειά του ως ανθρώπου και ην ελευθερία επιλογής του στο πεδίο της σεξουαλικότητας του.
Εποµένως το άρθρο 361 ΠΚ δεν καλύπτει επαρκώς την «επιφάνεια» της σεξουαλικής παρενόχλησης, ενώ αντίθετα µάλλον υποβιβάζει τη σοβαρότητα και την απαξία της πράξης.
β) η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας αναφέρεται και αυτή στο έννοµο αγαθό της τιµής, 55 προστατεύει την αξιοπρέπεια στο πεδίο της σεξουαλικής (γενετήσιας) ζωής, αλλά προϋποθέτει βάναυση προσβολή της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, δηλαδή µία «ιδιαίτερα αγενή, σκαιά µε τραχύτητα»56 συµπεριφορά. Μία τέτοια συµπεριφορά δεν µπορεί να ανταποκρίνεται πάντα σε σεξουαλική παρενόχληση, στο βαθµό δε που το 337 ΠΚ αναφέρεται σε πράξεις ή χειρονοµίες που ενέχουν σωµατική επαφή δράστη και θύµατος.

4 Ι. Μανωλεδάκης, Ερµηνεία κατ' άρθρο του ειδικού µέρους του ποινικού κώδικα, Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1996, σελ 126
55 Ι. Μανωλεδάκης, Το έννοµο αγαθό, Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη1998, σελ 201
56 Ι. Μανωλεδάκης, Ερµηνεία κατ' άρθρο του ειδικού µέρους του ποινικού κώδικα, ο. π. σελ. 102

Η σεξουαλική παρενόχληση δεν εκδηλώνεται απαραίτητα µε σωµατική επαφή (αγγίγµατα). Η επαναλαµβανόµενη πίεση, ο εκβιασµός, οι φορτικές προκλήσεις, ή οι απειλές για δυσµενέστερη εργασιακή µεταχείριση σε περίπτωση άρνησης εκ µέρους του θύµατος αρκούν για να στοιχειοθετηθεί η σεξουαλική παρενόχληση. Εποµένως ούτε αυτή η διάταξη καλύπτει επακριβώς την υπό εξέταση έννοια.
γ) Η ασέλγεια µε κατάχρηση εξουσίας συνιστά ένα ξεχωριστό ποινικό µέγεθος, που δε σχετίζεται απαραίτητα µε τη σεξουαλική παρενόχληση, καθώς προϋποθέτει διενέργεια από το δράστη-δηµόσιο υπάλληλο ασελγούς πράξης (343 ΠΚ). Κατά τον Μανωλεδάκη ασελγής πράξη είναι «οποιαδήποτε πέρα από τη συνουσία συναφής µ' αυτήν ερωτική πράξη, στην οποία συµµετέχει το γεννητικό όργανο ενός και άλλο όργανο του σώµατος του άλλου». 57 Η τυποποίηση αυτή υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της σεξουαλικής παρενόχλησης και δεν ανταποκρίνεται στην πλειονότητα των περιστατικών που µπορούν να τη στοιχειοθετήσουν. Εποµένως οι εξετασθείσες ποινικές διατάξεις δεν αποδεικνύονται ικανές να καλύψουν πλήρως την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση της πράξης της σεξουαλικής παρενόχλησης.
Και αυτό είτε γιατί αναφέρονται γενικά σε φραστική προσβολή, είτε γιατί απαιτούν σωµατική επαφή ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις 58, είτε γιατί δεν συνδέουν αυτοτελώς τη σεξουαλική παρενόχληση µε την προσβολή της σεξουαλικής ή γενετήσιας ελευθερίας και αξιοπρέπειας και επιπλέον δεν έχουν ως πεδίο αναφοράς τον εργασιακό χώρο.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις καταδεικνύουν την κατά προσέγγιση και ανεπαρκή διαχείριση του προβλήµατος από το ισχύον ποινικό δίκαιο και τους κινδύνους που υπάρχουν για την ασφάλεια των δικαιωµάτων από την ασάφεια ή την έλλειψη ποινικού ορισµού σχετικά µε το ζήτηµα της σεξουαλικής παρενόχλησης. Αν πράγµατι είναι άγνωστη η εν λόγω έννοια για το ελληνικό ποινικό δίκαιο δεν θα πρέπει να τιµωρείται αυτή η συµπεριφορά. Αντίθετα, αν τιµωρείται, τούτο δεν θα πρέπει να γίνεται υπό την κάλυψη άλλης νοµοθετικής ρύθµισης, στο βαθµό που έτσι παραβιάζεται η συνταγµατικά κατοχυρωµένη αρχή της nullum crimen nulla poena sine lege (μηδενικό έγκλημα μηδενική ποινή χωρίς νομοθεσία). 59 Στο πλαίσιο αυτό καταθέτουµε πρόταση ποινικοποίησης της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία, θεωρώντας ότι η ποινική αναγνώριση του προβλήµατος θα κατοχύρωνε αποτελεσµατικότερα τα δικαιώµατα των θυµάτων και θα αποσαφήνιζε την ύπαρξη του όρου στο ελληνικό ποινικό δίκαιο.

57 idem, σελ. 114-115
58 Κάκκαλης Π., Κουράκης Ν., Μαγγανάς Α., Φαρσεδάκης Ι., Ποινικός Κώδικας, 1995, Τοµ. ΙΙ, Αθήνα: Νοµική Βιβλιοθήκη
59 βλ. Ν. Παρασκευόπουλου, Οι έννοιες των ηθών και της ασέλγειας στα εγκλήµατα κατά των ηθών, Θεσσαλονίκη, 1979, σελ.155 επ.

IV.
Πρόταση ποινικοποίησης της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία.

Προτείνεται η εισαγωγή στο δέκατο ένατο Κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα, περί εγκληµάτων κατά της σεξουαλικής (γενετήσιας) ελευθερίας, νέου άρθρου 337Α µε την ακόλουθη διατύπωση:
«Όποιος, εκµεταλλευόµενος µία σχέση εξάρτησης στο πλαίσιο της εργασίας του, ασκεί σε άλλη, κατά τρόπο επαναλαµβανόµενο, φορτικές πιέσεις, διατυπώνει απειλές σχετικά µε το εργασιακό καθεστώς αυτής ή µε την ικανοποίηση νοµίµου δικαιώµατός της ή µε πρόθεση διαµορφώνει σε βάρος της άλλης δυσµενείς εργασιακές συνθήκες, µε σκοπό να την εξαναγκάσει σε πράξη ή ανοχή πράξης ερωτικού περιεχοµένου τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι έξι µηνών ή µε χρηµατική ποινή "
Τα βασικά στοιχεία του ορισµού της σεξουαλικής παρενόχλησης, όπως διαµορφώνονται στην παραπάνω πρόταση είναι:
α) η σεξουαλική παρενόχληση είναι µια ανεπιθύµητη για την παρενοχλούµενη συµπεριφορά
β) εκδηλώνεται µε την άσκηση φορτικών πιέσεων, τη διατύπωση απειλών απειλές σχετικά µε το εργασιακό καθεστώς του θύµατος ή µε την ικανοποίηση νοµίµου δικαιώµατός του ή τη διαµόρφωση µε πρόθεση σε βάρος του θύµατος δυσµενών εργασιακών συνθηκών
γ) ο δράστης εκµεταλλεύεται µία σχέσης εξάρτησης σε οποιαδήποτε υπηρεσία στο πλαίσιο της εργασίας του
δ) µε σκοπό να εξαναγκασθεί το θύµα σε πράξη ή ανοχή πράξης ερωτικού περιεχοµένου.
Προστατευόµενο έννοµο αγαθό της παραµένει η σεξουαλική (γενετήσια) ελευθερία, κύριο αντικείµενο προστασίας του 19ου κεφαλαίου του ΠΚ. 60 Ουσιαστικά, η σεξουαλική (γενετήσια) ελευθερία εµπεριέχει τη σεξουαλική αξιοπρέπεια του ανθρώπου και την ελευθερία της επιλογής του στο πεδίο των σεξουαλικών σχέσεων. Η σεξουαλική παρενόχληση δεν παραβιάζει, στο πλαίσιο της σηµερινής κοινωνίας, µόνο κάποιους κυρίαρχους κανόνες ηθικής ή την ιδέα που έχει ο µέσος άνθρωπος για την ηθικότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία, ως ανεπιθύµητη καταπιεστική και εκβιαστική συµπεριφορά, προσβάλλει την αξιοπρέπεια του άνθρωπου και υποβιβάζει την εργαζόµενη σε σεξουαλικό αντικείµενο, ακριβώς επειδή, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το θύµα εξαρτάται από τον δράστη. Η ανεπιθύµητη αυτή συµπεριφορά βρίσκει έδαφος να αναπτυχθεί λόγω της εκµετάλλευσης (εκ µέρους του δράστη) της εξάρτησης που υπάρχει µεταξύ δράστη και θύµατος στο πλαίσιο της εργασίας, της θέσης που κατέχει ο δράστης, της ισχύος που αυτός διαθέτει στο χώρο της εργασίας έναντι του θύµατος.

60 Ι. Μανωλεδάκης, Το έννοµο αγαθό, ο.π., σελ 202

Η εκµετάλλευση έχει την έννοια της κατάχρησης από τον δράστη των υπαρχόντων σχέσεων εξάρτησης στο πλαίσιο της εργασίας προκειµένου να επιτύχει το στόχο του δηλαδή τον εξαναγκασµό του θύµατος σε ανοχή πράξης σεξουαλικού περιεχοµένου.
Στο σηµείο αυτό πρέπει να σηµειώσουµε ότι δεν επιλέγουµε την αυστηρή ιεραρχική σχέση δράστη-θύµατος (προϊστάµενος-υφιστάµενη), γιατί αυτό θα περιόριζε αναιτιολόγητα το πεδίο εφαρµογής της εν λόγω διάταξης.
Η κοινωνική διάσταση του φαινοµένου σήµερα καθιστά κατανοητό ότι αρκεί ο δράστης να εκµεταλλεύεται τη θέση που κατέχει ή την εξάρτηση που δηµιουργείται λόγω κάποιας υπηρεσιακής ή εργασιακής σχέσης µεταξύ του θύµατος και αυτού, για να εκβιάσει το θύµα διαµορφώνοντας εις βάρος του δυσµενείς συνθήκες εργασίας µε σκοπό να κάµψει την αντίστασή του και να το εξαναγκάσει σε ανοχή πράξης σεξουαλικού περιεχοµένου. Από την πλευρά του θύµατος η οποιαδήποτε µορφή εργασιακής σχέσης, αλλά και συνεργασίας αρκεί για να δηµιουργήσει κάποια µορφή λειτουργικής εξάρτησης που να καθιστά την παρενοχλούµενη ιδιαίτερα εκτεθειµένη (ή ευάλωτη) σε τέτοιου είδους προσβολή.
Η εξάρτηση µπορεί υπάρξει όχι µόνο στις σχέσεις εργοδοσίας-εργαζόμενης, επίσης µεταξύ δηµοσίου οργάνου και πολίτισας, η οποία επιδιώκει την ικανοποίηση κάποιου νόµιµου δικαιώµατος, ιατρού και νοσηλευτικού προσωπικού, εκπαιδευτού και εκπαιδευόµενης κλπ. Και τούτο γιατί, η σχέση εξάρτησης εντάσσεται στο πλαίσιο οποιασδήποτε δηµόσιας, δηµοτικής, κοινοτικής ή ιδιωτικής υπηρεσίας εργασίας ή και συνεργασίας.
Η σεξουαλική παρενόχληση διαπράττεται µε την άσκηση κατά τρόπο επαναλαµβανόµενο φορτικών πιέσεων, τη διατύπωση απειλών σχετικά µε τις εργασιακές συνθήκες ή τη διαµόρφωση µε πρόθεση σε βάρος του θύµατος δυσµενών εργασιακών συνθηκών.
Οι ανεπιθύµητες πιέσεις µπορούν να λάβουν τη µορφή φορτικών προ(σ)κλήσεων για σύναψη ερωτικής σχέσης ή για τέλεση σεξουαλικής πράξης, ψυχολογικών πιέσεων, υπονοούµενων µε σεξουαλικό περιεχόµενο, οχλήσεων, αποστολής ερωτικών επιστολών ή µηνυµάτων, παρακολούθησης ή τηλεφωνικών οχλήσεων.
Πρέπει δε οι πιέσεις να είναι φορτικές για να καταδειχθεί ο σοβαρός χαρακτήρας της προσβολής που υφίσταται το θύµα (δεν γίνονται για αστεϊσµό) και επαναλαµβανόµενες για να στοιχειοθετηθεί, µετά την πρώτη απόκρουσή τους, η εµµονή του δράστη στην παρενόχληση. Η διατύπωση απειλών έχει σχέση µε την αναγγελία ενδεχόµενου κινδύνου σχετικά µε τις εργασιακές συνθήκες, την επαγγελµατική εξέλιξη του θύµατος (π.χ. απόλυση), ή µε την ικανοποίηση νοµίµου δικαιώµατός του ή επικείµενου κακού στο ίδιο πεδίο, σε περίπτωση άρνησης του θύµατος.
Η διαµόρφωση µε πρόθεση σε βάρος του θύµατος δυσµενών εργασιακών συνθηκών συνιστά το εκβιαστικό-ανταλλακτικό στοιχείο της σεξουαλικής παρενόχλησης και κατατείνει στην κάµψη της αντίστασης του θύµατος. Συνιστά ένα µέσο εξαναγκασµού του θύµατος σε πράξη, ανοχή πράξης ερωτικού-σεξουαλικού περιεχοµένου, στο βαθµό που η ανταλλακτική σχέση εµπεριέχει την υπόσχεση βελτίωσης των συνθηκών εργασίας, αν το θύµα υποκύψει στις πιέσεις και αντίθετα δυσµενούς µεταχείρισης (π.χ. µετάθεση σε άλλη υπηρεσία, αλλαγή ωραρίων εργασίας, άρνηση προαγωγής, υποβιβασµό, αλλά και εχθρική ή ταπεινωτική συµπεριφορά, απόρριψη σε εξετάσεις κλπ) σε περίπτωση που εµµένει στην άρνησή του. Η διαµόρφωση σε βάρος του θύµατος δυσµενών εργασιακών συνθηκών πρέπει να γίνεται µε πρόθεση εκ µέρους του δράστη και να µην οφείλεται σε σφάλµα ή αδυναµία του θύµατος να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.
Τέλος, η σεξουαλική παρενόχληση κατατείνει στον εξαναγκασµό του θύµατος σε πράξη ή σε ανοχή πράξης ερωτικού περιεχοµένου δηλαδή σε τέλεση ή σε ανοχή τέλεσης σεξουαλικής πράξης, σύναψης ερωτικής σχέσης, αλλά και ανοχής αγγιγµάτων.
Υπό τη διατύπωση αυτή θεωρούµε ότι η σεξουαλική παρενόχληση οριοθετείται µε σαφήνεια σε σχέση µε άλλα εγκλήµατα και αποκτά συγκεκριµένο ποινικό µέγεθος, συµβάλλοντας στην εµπέδωση της ασφάλειας των δικαιωµάτων των εργαζοµένων. Σίγουρα η ποινικοποίηση της εν λόγω συµπεριφοράς δεν θα λύσει δια µαγείας ένα υπαρκτό πρόβληµα, που η ίδια η κοινωνία στην πλειονότητά της αντιµετωπίζει µε µία ένοχη σιωπή, αν όχι µε µία ιδιότυπη ανοχή. Η ποινικοποίηση όµως θα θέσει τα όρια της απαγόρευσης και αυτά της εγγύησης του δικαιώµατος σε εργασιακές σχέσεις απαλλαγµένες από συµπεριφορές που προσβάλλουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Θεωρούµε ότι ακόµη και αν η ποινικοποίηση των συµπεριφορών δεν αποτελεί πανάκεια για την αντιµετώπιση οποιασδήποτε συµπεριφοράς, η απελευθέρωση και η αναγνώριση του διεκδικητικού και καταγγελτικού λόγου των θυµάτων για την προστασία της αξιοπρέπειας στην εργασία και της ελευθερίας της επιλογής στο πεδίο της σεξουαλικότητας αντισταθµίζει επαρκώς την απώλεια µέρους της ατοµικής ελευθερίας που συνεπάγεται η ποινικοποίηση µιας συµπεριφοράς. Άλλωστε, η ελευθερία στην προσβολή συνιστά η ίδια προσβολή στις κατακτήσεις του σύγχρονου νοµικού πολιτισµού µας.

ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Αρτινοπούλου Β., Νέα Κοινωνικά Κινήµατα, Εγκληµατολογική Προσέγγιση, Νοµική Βιβλιοθήκη, 2000.
-Baratta A., "Δικαίωµα στην Ασφάλεια ή Ασφάλεια των δικαιωµάτων", Κοµοτηνή, Μάϊος 2001
-Γεωργιάδης- Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ, Τοµ. Ι Γενικαί Αρχαί, Αθήνα, Αφοι. Π. Σάκκουλα, 1978,
-Gelsthorpe L., "Approaching the Topic of Racism: Transferable Research Strategies?", in D. Cook and B. Hudson, Racism and Criminology, Sage publ., London-Thousand Oaks-New Delhi, 1996
-Heidensohn F. "Gender and Crime", in M. Maguire, R. Morgan and R. Reiner, The Oxford Handbook of Criminology, Oxford University Press, 1997
-Κίνηση Δηµοκρατικών Γυναικών, Η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας, Πρακτικά Συνεδρίου Αθήνα 21 και 22 Ιανουαρίου 1994.
-Κουκουλέ Γ., Η σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους εργασίας, ΕΕ., 1996, σελ. 774
-Μανωλεδάκης I, Ερµηνεία κατ' άρθρο του ειδικού µέρους του ποινικού κώδικα, Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1996
-Μανωλεδάκης Ι., Το έννοµο αγαθό, Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη1998
-McKinnon C., "Sexual Harassment of Working Women", New Haven and London, Yale University Press, 1979
-Μπακαλάκη Α., 'Λόγοι για το φύλο και αναπαραστάσεις της πολιτισµικής ιδιαιτερότητας στην Ελλάδα του 19ου και 20ού αιώνα', στο Γκέφου-Μαδιανού, Ανθρωπολογική Θεωρία και Εθνογραφία, εκδ. Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα, 1998
-Παπαρρήγα- Κωσταβάρα Κ., Η Σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους εργασίας, ΝοΒ 1995
-Παρασκευόπουλου N, Οι έννοιες των ηθών και της ασέλγειας στα εγκλήµατα κατά των ηθών, Θεσσαλονίκη, 1979

-Russel, D. H Sexual Exploitation Rape child, Sexual Abuse and Work place Harassment, Volume 155 Library of Social Research, 1984.
-Sanchez Ε, Larrauri Ε, Ei nuevo delito de acoso sexual y su sancion administrativa en el ambito laboral, tib, Valencia, 2000
-Smart C., "Law, Crime and Sexuality", Sage publ., London-Thousand Oaks-New Delhi, 1995
-Smaus G., "Social Control and Gender Relationship", Saarbrugen, November, 1998
-Smaus G., "Feminist Epistemology and the Analysis of the Penal Law", Vought, May 1999
-Stanko, E. A. Intimate Women's Experience of Male Violence, London Unwin Hyman, 1989
-Taylor I., " The Political Economy of Crime", in M. Maguire, R. Morgan and R. Reiner, The Oxford Handbook of Criminology, Oxford University Press, 1997
-Thomas A. M - C. Kitzinger C., Sexual Harassment Contemporary Feminist Perspectives, Open University Press Buckingham - Philadelfia, 1997
-Τριανταφυλλόπουλου Κ., Σκέψεις για τη Νοµική Αξιολόγηση του Φαινοµένου της Σεξουαλικής παρενόχλησης, ΝοΒ 1999.


Αν και με το κείμενο υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες, αναρτήθηκε ως μια πρώτη προσέγγιση, που αλλού θα του ασκηθεί κριτική.Ευαγγελία Βλάμη