30 Σεπ 2008

Εσωτερικευμένη καταπίεση-λεσβοφοβία Α'

ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΥΜΕΝΗ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ
ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΛΕΣΒΙΕΣ



Αφιερωμένη

Σε όλες εκείνες τις γυναίκες που µε εµπιστεύτηκαν
και ξεδίπλωσαν τα πέπλα της καρδιάς τους
Σε όλες τις γυναίκες και σε όλους τους άντρες
που έβαλαν ένα λιθαράκι σε αυτή την έρευνα.

 
Στην χαρισµατική µου φίλη, Μαίρη Παγκάλου, για τη δηµιουργία του εξώφυλλου

 
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Περίληψη
2. Μέρος Πρώτο: Εισαγωγή
3. Ο Λεσβιακός Έρως Μέσα στην Ιστορία των Κοινωνιών
4 Ψυχολογικές Διαθλάσεις του Οµόφυλου Σεξουαλικού Προσανατολισµού.
5. Η Εσωτερικευµένη Καταπίεση στις Λεσβίες 

 
6. Μέρος Δεύτερο: Ερευνητική διαδικασία και µεθοδολογία…
7. Περιγραφή Έρευνας
8. Παρουσίαση Συµµετεχουσών
9. Διαµόρφωση Λεσβιακής Ταυτότητας
I. Όροι και Αυτοπροσδιορισµός
II.Στάδια Συνειδητοποίησης και Διαµόρφωσης Λεσβιακής Ταυτότητας
10. «Βγαίνω απ’ τη Ντουλάπα»
- Coming out στην Οικογένεια
- Coming out στο Φιλικό Περιβάλλον
- Coming out στο Επαγγελµατικό Περιβάλλον
11. Αντίληψη Κοινωνικού Στίγµατος και Θυµατοποίηση
I. Αντίληψη Κοινωνικού Στίγµατος
II. Θυµατοποίηση
III. Εσωτερικευµένη Καταπίεση
12. Σύνδεση µε τη Λεσβιακή Κοινότητα και Κοινωνική Άνεση µε Άλλες Λεσβίες
13. Απόψεις Ηθικού και Θρησκευτικού Περιεχοµένου
14. Συζήτηση-Συµπεράσµατα
15. Παράρτηµα
- Γλωσσάρι Όρων
16. Βιβλιογραφία

Π Ε Ρ Ι Λ Η Ψ Η

Η παρούσα έρευνα έχει στόχο τη µελέτη του φαινοµένου της εσωτερικευµένης καταπίεσης στις Ελληνίδες λεσβίες, και διακρίνεται σε δύο µέρη.
Στο πρώτο µέρος, περιγράφεται ο λεσβιακός σεξουαλικός προσανατολισµός ως κοινωνικό φαινόµενο, µε έµφαση στις αλλαγές που έχουν επέλθει στη στάση των δυτικών κοινωνιών µέσα στο πέρασµα του χρόνου. Επισηµαίνεται ότι παρόλο που η ψυχολογία και η ψυχιατρική θεωρούν πλέον τον οµόφυλο σεξουαλικό προσανατολισµό ως µία φυσική παραλλαγή της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, ότι δεν αποτελεί αιτία ψυχικών διαταραχών και δεν τίθεται θέµα θεραπείας, οι περισσότερες δυτικές κοινωνίες δεν ενστερνίζονται αυτές τις θέσεις και διατηρούν την πεποίθηση ότι η ετεροφυλοφιλία είναι ο µοναδικός φυσιολογικός σεξουαλικός προσανατολισµός (φαινόµενο ετεροσεξισµού). Γίνεται εκτενής αναφορά στη συνεισφορά αυτών των επιστηµονικών κλάδων στην εξάλειψη του στίγµατος του οµόφυλου σεξουαλικού προσανατολισµού µέσω της ανάδειξης των ψυχοκοινωνικών θεµάτων και των δυσκολιών επιβίωσης των λεσβιών στις ετεροσεξιστικές κοινωνίες. Επίσης, αναλύονται οι επιπτώσεις του ετεροσεξισµού στις ζωές και στην ψυχική υγεία των λεσβιών µε έµφαση στο στρες λόγω κοινωνικής θέσης µειονότητας, και ιδιαίτερα στην εσωτερικευµένη καταπίεση.
Στο δεύτερο µέρος, περιγράφεται η ερευνητική διαδικασία από µεθοδολογική σκοπιά και παρουσιάζονται κάποια από τα προσωπικά στοιχεία των συµµετεχουσών στο πλαίσιο διασφάλισης πλήρης ανωνυµίας. Στη συνέχεια ακολουθεί το κύριο µέρος της παρούσας εργασίας, η παρουσίαση του ερευνητικού υλικού σε συνδυασµό µε σύντοµα βιβλιογραφικά δεδοµένα για την ανάδειξη οµοιοτήτων, διαφορών και ιδιοµορφιών σε θέµατα ταυτότητας και στις διάφορες παραµέτρους της εσωτερικευµένης καταπίεσης. Τέλος, συνοψίζονται οι πτυχές της εσωτερικευµένης καταπίεσης που εκφράστηκαν από τις συµµετέχουσες και τονίζεται η ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση της εσωτερικευµένης καταπίεσης στις Ελληνίδες λεσβίες

Μέρος Πρώτο

Εισαγωγή
Ο ΛΕΣΒΙΑΚΟΣ ΕΡΩΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

Between the time of Sappho and the birth of Natalie Clifford Barney (between ca613bc and 1876ad) lies a “lesbian silence” of twenty-four centuries.Bertha Harris In Our Right to Love, 1978. (51)

Ο έρωτας και η σεξουαλική έκφραση µεταξύ γυναικών υπήρχε για αιώνες µε τη µορφή κοινού µυστικού. Οι πρώτες αναφορές για το λεσβιακό έρωτα της Σαπφούς µε κάποιες µαθήτριές της είναι διφορούµενες σχετικά µε τη φύση αυτού του έρωτα, αν δηλαδή επρόκειτο για πλατωνικό ή για σεξουαλικό. Το ίδιο συµβαίνει και µε άλλους αρχαίους πολιτισµούς, στους οποίους δεν υπάρχουν καταγεγραµµένες περιγραφές ούτε και νοµικές απαγορεύσεις λεσβιακού σεξουαλικού προσανατολισµού µε τη σαφήνεια που υπάρχουν για τους γκέι. Στις µέρες µας, η λεσβιακή σεξουαλικότητα συνεπάγεται σεξουαλική ταυτότητα αποτελώντας ένα διακριτό σεξουαλικό προσανατολισµό ισότιµο του ετεροφυλοφιλικού, κάτι που κατακτήθηκε και διαµορφώθηκε µέσα από τους αγώνες των λεσβιακών-φεµινιστικών κινηµάτων, αφού καταρρίφθηκε η παθολογική και αµαρτωλή ταµπέλα.

Οι αρχαιότερες γραπτές αναφορές για έρωτα ανάµεσα σε γυναίκες προέρχονται από την αρχαία Ελλάδα, ενώ µεταγενέστερες υπάρχουν και στους αρχαίους πολιτισµούς της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Αραβίας. Η Σαπφώ (630-570π.Χ.), η σηµαντικότερη λυρική ποιήτρια της αρχαιότητας, είχε συγκεντρώσει νεαρές κοπέλες στη Λέσβο για να τους διδάξει τις τέχνες της µουσικής και της ποίησης, στην υπηρεσία της Αφροδίτης και των Μουσών (Δεξιά εικόνα Σαπφούς; Classics Department, 2000). Ο έντονος συναισθηµατισµός που εκδήλωνε προς τις µαθήτριές της θεωρήθηκε απρεπής λόγω ερωτικών διαστάσεων και δυσφηµίστηκε από τους Αττικούς κωµωδιογράφους για οµοφυλοφιλικές τάσεις (εξού και ο όρος λεσβία). Οι σχέσεις ανάµεσα στη Σαπφώ και τις µαθήτριές της έµειναν στην ιστορία ως «λεσβιακός έρως». Μολονότι κανένας από τους συγγραφείς δεν αναφέρει κάτι σχετικό µέχρι την εποχή του Αριστοτέλη, οι κρίσεις αυτές για τη Σαπφώ επικράτησαν, αν και σύγχρονοι µελετητές εκφράζουν αµφιβολίες για το αν η Σαπφώ ήταν όντως λεσβία. Εκτός από την αρχαία Ελλάδα, όµως, αφηγήσεις για λεσβιακές σχέσεις συναντώνται στην ποίηση και στους µύθους της αρχαίας Κίνας χωρίς όμως να περιγράφονται λεπτοµερώς όπως για τους γκέι. Στην Ιαπωνία, έχουν βρεθεί ερωτικά ποιήµατα που αντάλλασσαν γυναίκες µεταξύ τους τα οποία καταδεικνύουν ότι οι λεσβιακές σχέσεις ήταν συνηθισµένες και κοινωνικά αποδεκτές την περίοδο Heian (785-1185 π.Χ.). Κατά τη διάρκεια των µεσαιωνικών χρόνων στην Αραβία, υπάρχουν αναφορές για σχέσεις ανάµεσα στις γυναίκες των χαρεµιών, που δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτές και καταστέλλονταν όταν γίνονταν αντιληπτές. Για παράδειγµα, δύο κοπέλες που πιάστηκαν επ’ αυτοφώρω να συνευρίσκονται σεξουαλικά αποκεφαλίστηκαν (Tripp, 1987; Diamant & McAnulty, 1995; Beynon, Eisner & Haggerty, 2000).

Στις δυτικές κοινωνίες, οι ρητές απαγορεύσεις για τη λεσβιακή σεξουαλική συµπεριφορά ήταν σαφέστατα πιο ελαστικές συγκριτικά µε τις αντίστοιχες για τους γκέι. Στο Ηνωµένο Βασίλειο, ο λεσβιασµός δεν ήταν ποτέ παράνοµος, ενώ η σεξουαλική συνεύρεση αντρών ήταν µέχρι το 1967. Το 1921 προτάθηκε η ποινικοποίηση του λεσβιασµού, απορρίφθηκε όµως από τη Βουλή των Λόρδων µε χαρακτηριστικό επιχείρηµα ότι στις χίλιες γυναίκες, οι εννιακόσια ενενήντα εννέα δεν είχαν ακούσει ούτε ψίθυρο για τέτοιες δραστηριότητες (Ettorre, 1980). Στη συνέχεια, το 1928 το πρώτο λεσβιακό µυθιστόρηµα µε τίτλο «Το Πηγάδι της Μοναξιάς» απαγορεύτηκε για αισχρολογία επειδή υπερασπιζόταν τις µη φυσιολογικές δραστηριότητες µεταξύ γυναικών. Εν τω µεταξύ, άλλα λεσβιακά µυθιστορήµατα λιγότερο πολιτικά προσανατολισµένα συνέχιζαν να κυκλοφορούν ελεύθερα (Beynon, Eisner & Haggerty, 2000).

Η έννοια της λεσβιακής ταυτότητας αποκρυσταλλώθηκε µέσα από τα λεσβιακά και απελευθερωτικά κινήµατα, τα οποία ξεκίνησαν στην Αµερική και εξαπλώθηκαν στην Κεντρική Ευρώπη στα µέσα του 20ου αιώνα, ενώ η λεσβιακή ορατότητα αναδείχθηκε περισσότερο χάρη στο λεσβιακό-γυναικείο κίνηµα γύρω στο 1970. Οι λεσβίες ακτιβίστριες είχαν παραγκωνιστεί από το ανδροκρατούµενο κίνηµα όπως και από το γυναικείο, γι’ αυτό δηµιούργησαν τις δικές τους οργανώσεις. Οι ριζοσπάστριες λεσβίες εξετάζοντας τις επιστηµονικές, τις φεµινιστικές και τις κοινωνικές αντιλήψεις σχετικά µε το σεξουαλικό προσανατολισµό, το φύλο και τον κοινωνικό του ρόλο, διατύπωσαν αρχές όπως αυτή της καταναγκαστικής ετεροσεξουαλικότητας (compulsory heterosexuality, heteronormativity) και υποστήριξαν την εξάλειψη όλων των ειδών καταπίεσης ώστε να υπάρξει ουσιαστική ισότητα. Οι λεσβίες-ριζοσπάστριες ακτιβίστριες εναντιώθηκαν στην επικρατούσα αντίληψη της σεξιστικής κοινωνίας βάση της οποίας η γυναίκα προσδιορίζεται µέσα από τον άνδρα. Σύµφωνα µε την αντίληψη αυτή, µία ανεξάρτητη γυναίκα χαρακτηριζόταν ως λεσβία και έπαυε να θεωρείται «πραγµατική» γυναίκα. Αντίθετα, τόνισαν ότι η λεσβία δεν είναι µία «λιγότερη γυναίκα» αλλά µία γυναίκα που προσδιορίζεται µέσα από άλλες γυναίκες, άσχετα µε το αν υπάρχει ή όχι το σεξουαλικό στοιχείο. Επιπροσθέτως, η λεσβιακή-ριζοσπαστική πολιτική υπερασπίστηκε τον προσωρινό ή ολοκληρωτικό διαχωρισµό από τους άνδρες και την πατριαρχική κοινωνία σε µία προσπάθεια να ωθήσει τις γυναίκες σε επανασύνδεση και διαµόρφωση της δικής τους ταυτότητας και γλώσσας (Tripp, 1987; Beynon, Eisner & Haggerty, 2000).

Την ίδια όµως περίοδο η ελληνική κοινωνία βίωνε τη δικτατορία και γι’ αυτό δεν µπόρεσε να συγχρονιστεί µε τα ευρωπαϊκά λεσβιακά και άλλα κινήµατα. Μετά την πτώση της δικτατορίας άρχισαν να ανθίζουν οµάδες και κινήµατα κοινωνικής αµφισβήτησης. Ένα εκ των οποίων ήταν και το ΑΚΟΕ. Το ΑΚΟΕ εξέδιδε το πρώτο γκέι περιοδικό, το «Αµφι», (κάτω ένα από τα εξώφυλλα του περιοδικού. Αντωνόπουλος, 2005) καλώντας τους οµοφυλόφιλους «να αλώσουν το δικαίωµα του λόγου» και να προκαλέσουν ένα «σκάνδαλο αλήθειας» (Αντωνόπουλος, 2005).
ΦΩΤΟ

Η δράση των λεσβιακών κινηµάτων σε συνδυασµό µε άλλων αντίστοιχων είχαν ως αποτέλεσµα την αναγνώριση της οµοφυλοφιλίας ως νόµιµο και ισότιµο σεξουαλικό προσανατολισµό σε πολλές αναπτυγµένες χώρες. Η αποποινικοποίησή της σε κάποιες χώρες όπως στη Δανία το 1933, στη Σουηδία το 1944, στην Αγγλία το 1967, ήταν µόνο ένα µικρό βήµα ενώ η µερική νοµική κατοχύρωση άρχισε να επιτυγχάνεται στα µέσα της δεκαετίας του 1970. Χρονιά σταθµό αποτελεί το 1973 που η Αµερικάνικη Ψυχιατρική Εταιρεία απέσυρε την οµοφυλοφιλία από το DSM (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders), αναιρώντας τον µέχρι τότε ορισµό της ως κλινικά ψυχική διαταραχή. Έπειτα, το 1977 το Quebec ήταν η πρώτη πολιτεία που απαγόρευσε τις διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισµού.

Έκτοτε, πολλές αναπτυγµένες χώρες έχουν απαγορεύσει τις διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισµού στο χώρο της εργασίας, των κοινωνικών υπηρεσιών και της παροχής στέγης (Diamant & McAnulty, 1995; Beynon, Eisner & Haggerty, 2000). Επίσης, 4 χώρες (η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Ισπανία και ο Καναδάς) έχουν νοµιµοποιήσει τον πολιτικό γάµο λεσβιακών ζευγαριών, ενώ άλλες –περίπου 17 στον αριθµό- µε τη µορφή συµφώνου συµβίωσης έχουν διασφαλίσει κάποια δικαιώµατα ανάµεσα στα ζευγάρια όχι όµως σε πλήρη αντιστοιχία µε το γάµο.

Επιπροσθέτως, η υιοθεσία παιδιών από λεσβιακά ζευγάρια πραγµατοποιείται ήδη στο Ηνωµένο Βασίλειο, τη Σουηδία, την Ισπανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Δανία και την Ισλανδία.
ΦΩΤΟ
Πάρα ταύτα, υπάρχουν ακόµα χώρες –κυρίως στην ανατολή, π.χ. Παλαιστίνη, Ιράκ-, πολιτείες των ΗΠΑ και θρησκευτικές οργανώσεις που στιγµατίζουν, θεωρούν παράνοµη και τιµωρούν ως έγκληµα οµόφυλες σεξουαλικές συµπεριφορές. Επίσης, σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ έχει επιτευχθεί µόνο µερική νοµική κάλυψη σε θέµατα διακρίσεων στη δουλειά και στη στέγαση, ενώ απουσιάζει η ολοκληρωτική νοµική εξοµοίωση µε τα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια κυρίως στα θέµατα υιοθεσίας παιδιών και κηδεµονίας (Garnets & Douglas, 2002). Στο σχήµα 1 (βλ. άνωθεν) αναπαριστώνται οι χώρες ανάλογα µε το βαθµό νοµιµοποίησης ή όχι δικαιωµάτων των ατόµων µε οµόφυλο σεξουαλικό προσανατολισµό (Wikipedia Foundation Inc., 2007).

Στη σύγχρονη Ελλάδα, οι λεσβιακές οργανώσεις που υπάρχουν δεν έχουν επιτύχει τη δηµιουργία ενός θετικού κλίµατος κι έτσι η κοινωνία στην πλειοψηφία της δεν τις αποδέχεται. Υπάρχει αρκετή δράση και κινητοποίηση σε σχέση µε το παρελθόν, µε αρκετές λεσβιακές οµάδες (π.χ. ΛΟΑ), οργανώσεις λεσβιών και, όπως η ΟΛΚΕ, η Σύµπραξη κατά της Οµοφυλοφοβίας- μόνο γκέι, πολλές ιστοσελίδες και αρκετό έντυπο υλικό (βιβλία, περιοδικά, κτλ.). Η αποποινικοποίηση της οµοφυλοφιλίας επιτεύχθηκε το 1952, ενώ η µόνη νοµική κατοχύρωση που υπάρχει από το 2005 είναι για «ίση µεταχείριση ανεξαρτήτως πλέον και του γενετήσιου προσανατολισµού» (νόµος 3304/2005) (Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, 2005). Ωστόσο, παραµένει ο νόµος 347 του Ποινικού Κώδικα µε τον οποίο ποινικοποιούνται οι σεξουαλικές συµπεριφορές ανδρών. Παρόλο που δε γίνεται ρητή αναφορά για τις λεσβίες στο νόµο αυτό, οι λεσβίες πρακτικά δέχονται τις νοµικές συνέπειες.

Όσον αφορά τα θέµατα της νοµιµοποίησης του γάµου και της υιοθεσίας παιδιών, θέµατα που απασχολούν πολύ όλη την Ευρώπη, δεν υπάρχουν αντίστοιχοι νόµοι στην Ελλάδα και η ελληνική κοινή γνώµη εµφανίζεται κάθετα αντίθετη. Συγκεκριµένα, σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα της κοινοτικής σφυγµοµέτρησης της ευρωπαϊκής κοινής γνώµης (ευρωβαρόµετρο) που διεξάγει σε τακτά διαστήµατα η Κοµισιόν, ο ελληνικός πληθυσµός τάσσεται εναντίον του γάµου µεταξύ λεσβιακών και γκέι ζευγαριών σε ποσοστό 84%, κατέχοντας την τρίτη θέση απ’ το τέλος στην κατάταξη της κοινότητας των «25». Στο θέµα της υιοθεσίας, τάσσονται,επίσης, κατά σε ποσοστό 89% κατέχοντας την τέταρτη θέση απ’ το τέλος στους 25 (European Commission, 2006). Στο σηµείο αυτό κρίνεται αναγκαίο να επισηµανθεί ότι ο γάµος αποτελεί βασικό ανθρώπινο δικαίωµα µε το οποίο κατοχυρώνεται και προστατεύεται η κοινότητα βίου, και συνεπάγεται µία σειρά άλλων νοµικο-πολιτικών ωφεληµάτων εξίσου σηµαντικών. Τα ωφελήµατα-δικαιώµατα αστικού και οικογενειακού δικαίου είναι: περιουσιακά, φορολογικά, κληρονοµικά, κηδεµονίας παιδιών, υιοθεσία, ασφαλιστικά, οικονοµική κάλυψη, συνταξιοδοτικά, ρύθµιση ζητηµάτων συµβίωσης, κοινωνικής πρόνοιας, δανειοδοτικά ζητήµατα, διατροφής, αναγνώριση συγγενικής σχέσης σε νοσοκοµεία, «άλλα» δικαιώµατα και δικαιώµατα γάµου γενικά (Diamant & McAnulty, 1995; Beynon, Eisner & Haggerty, 2000). Ωστόσο, τα στελέχη των πολιτικών κοµµάτων φαίνεται ότι δε θεωρούν καίριας σηµασίας τα ζητήµατα αυτά για τις ζωές των πολιτών της ελληνικής κοινωνίας, καθώς θεωρητικά µόνο µερικοί τάσσονται υπέρ, Το ΠΑΣΟΚ και ο Συνασπισµός µόνο ως κόµµα έχει πάρει ανοιχτά θέση υπέρ, καµία επί του πρακτέου συζήτηση στη Βουλή δεν έχει γίνει, ενώ αρκετοί µάλιστα τοποθετούνται έντονα αρνητικά. Τα βασικά επιχειρήµατα που προβάλλονται είναι ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι έτοιµη και ότι ο γάµος των λεσβιών δεν συµφωνεί µε τους κανόνες της φύσης για την αναπαραγωγή του είδους (Καλοβυρνά, 2006). Επίσης, η Εκκλησία θεωρεί το λεσβιακό σεξουαλικό προσανατολισµό «φρικτή αµαρτία», «βδέλυγµα» και «παρά φύσιν», αλλά είναι έτοιµη να συγχωρήσει τη λεσβία αν µετανοήσει για τις πράξεις αυτές και δεν τις επαναλάβει (Κατρίτσης, 2002). Βέβαια, οι απόψεις αυτές κυριαρχούν στην ελληνική επαρχία, ενώ στα µεγάλα αστικά κέντρα υπάρχει µεγαλύτερη ποικιλία.

Αξιοσηµείωτο είναι δε ότι οι όποιες συζητήσεις γίνονται περί οµοφυλοφιλίας ως επί το πλείστον προσανατολίζονται στους γκέι. Οι λεσβίες δεν προκαλούν τόσο το ενδιαφέρον -είτε αρνητικό, είτε θετικό- και αυτό είναι απόρροια της ανδροκρατούµενης κοινωνίας µας. Οι γυναίκες έτσι κι αλλιώς είναι λιγότερο ορατές ακόµα στις µέρες µας, παρόλο που έχουν γίνει πολλά βήµατα για την εξίσωση των δύο φύλων.

Πως είναι όµως το να ζεις σε µία κοινωνία που σε θεωρεί µη φυσιολογική, βδέλυγµα και πολλά άλλα αρνητικά στερεότυπα; Η απάντηση σε αυτό έρχεται από τις ίδιες τις λεσβίες και τις µαρτυρίες τους στις ιστοσελίδες λεσβιακών οµάδων, οργανώσεων λεσβιών, σε εφηµερίδες και σε περιοδικά αντίστοιχα. (54,58,47). Στη συνέχεια, παραθέτω ενδεικτικά κάποιες από αυτές αυτούσιες.

«Η ελληνική κοινωνία είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Οι βασικές της αρχές «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» δεν επιδέχονται ούτε αµφισβητήσεις ούτε και παρεκκλίσεις. Οι άνθρωποι που ξεφεύγουν από τα συγκεκριµένα πρότυπα συνήθως περιθωριοποιούνται ή και στιγµατίζονται. Γι’ αυτό και όλα τα καλύπτει το πέπλο της σιωπής. Οι οµοφυλόφιλες γυναίκες δεν υπάρχουν θεσµικά στη χώρα µας. Περνούν γύρω µας µυστικά κι αθόρυβα. Εντούτοις, δεν ξεφεύγουν από µύθους, προκαταλήψεις και πολύ περισσότερο από τα γρανάζια του ετεροσεξισµού και του ρατσισµού που είναι διάχυτοι στην ελληνική κοινωνία διαπερνώντας θεσµούς και κύκλους ανθρώπων” (Σκουτάρη, 2004). «Η οµοφυλόφιλη γυναίκα νιώθει φόβο και απειλή σχεδόν από παντού» (54).

Συνοψίζοντας, οι λεσβίες είναι µία δηµογραφικά ποικιλόµορφη οµάδα που έχει υπάρξει και υπάρχει σε όλους τους πολιτισµούς και τις κοινωνίες. Η ταυτότητα και η θέση τους έχει διαµορφωθεί ποικιλοτρόπως σε συνάρτηση µε τις εκάστοτε κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες. Στις κοινωνίες της Ευρώπης και της Αµερικής ως επί το πλείστον, οι λεσβίες έχουν γίνει αποδεκτές ως ισότιµες των ετεροφυλόφιλων απολαµβάνοντας (ή διεκδικώντας) δικαιώµατα γάµου, υιοθεσίας παιδιών, ίσης µεταχείρισης (στην εργασία, στην κοινωνική πρόνοια, στην παροχή στέγης) και όντας προστατευµένες νοµικά από κάθε είδους διακρίσεις. Εντούτοις, στην Ελλάδα δεν έχουν γίνει παρόµοιες αλλαγές και η κοινή γνώµη παραµένει κάθετα αντίθετη στην όποια νοµική κατοχύρωση. Κατά συνέπεια, η ζωή των Ελληνίδων λεσβιών έχει αρκετά εµπόδια και δυσκολίες.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΘΛΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΜΟΕΡΩΤΙΚΟΥ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΥ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ

Η οµοφυλοφιλία στις γυναίκες παρουσιάζεται σαν τυχαίο γενετήσιο υποπροϊόν της ανδρικής οµοφυλοφιλίας. Douglas J.F. (1984) (Λαγουµίδου, 1996, σελ. 41)


Ο πολιτικός ακτιβισµός και τα αυξανόµενα ερευνητικά στοιχεία που αναιρούσαν τη σύνδεση οµοφυλοφιλίας και ψυχικής ασθένειας ή συναισθηµατικής αστάθειας είχαν ως αποτέλεσµα η Αµερικάνικη Ψυχική Εταιρεία να αποσύρει το 1973 την οµοφυλοφιλία από τη λίστα των ψυχικών διαταραχών (DSM-III). Την ίδια περίοδο αναδείχθηκε µια θετική προσέγγιση της οµοφυλοφιλίας στην ψυχολογία προωθώντας την οπτική ότι ο οµόφυλος (same-gender) σεξουαλικός προσανατολισµός είναι µια φυσική παραλλαγή της σεξουαλικότητας. Ο λεσβιακός σεξουαλικός προσανατολισµός µαζί µε τον αµφισεξουαλικό είναι το αντικείµενο µελέτης αρκετών ερευνών του κλάδου της ψυχολογίας για την κατανόηση των χαρακτηριστικών, των ψυχοκοινωνικών θεµάτων όπως και των δυσκολιών επιβίωσης σε µία µη υποστηρικτική και εχθρική κοινωνία.

Την περίοδο που η θρησκεία εξοστράκιζε οµόφυλες συµπεριφορές, η ψυχολογία και η ψυχιατρική διατύπωναν θεωρίες περί «παθολογίας» της οµοφυλοφιλίας. Πολλοί αντιπρόσωποι διαφόρων ρευµάτων του κλάδου της ψυχολογίας (π.χ. ο Adler, ο Bieber και ο Socarides) εξήγησαν την οµοφυλοφιλία ως µία ψυχική διαταραχή µε δεδοµένο ότι η ετεροφυλοφιλία και µόνο αυτή είναι η φυσιολογική ερωτική συµπεριφορά του ανθρώπου. Μέχρι τη δεκαετία του 1970 διεξήχθησαν πολλές έρευνες µε σκοπό την απόδειξη των παθολογικών πλευρών της. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι οι προκαταλήψεις που επικρατούσαν στο χώρο εκείνη την εποχή ήταν πλήρως ετεροσεξιστικές, αποτελώντας ένα σύστηµα πεποιθήσεων που αξιώνει την ετεροφυλοφιλία ανώτερη ή- και πιο φυσιολογική απ’ την οµοφυλοφιλία (Garnets & Douglas, 2002).

Εντούτοις, υπήρχαν και κάποιοι, όπως οι Kinsey, Pomeroy και Martin, ο Ford Beach και η Hooker, που πρωτοπόρησαν και αµφισβήτησαν το κυρίαρχο µοντέλο της οµοφυλοφιλίας ως ψυχική διαταραχή (Beynon, Eisner, & Haggerty, 2000; Garnets & Douglas, 2002). Μία σηµαντική αλλαγή επιτεύχθηκε όταν οι επαγγελµατίες ψυχικής υγείας που ήταν φιλικοί προς τις λεσβίες (lesbian-affirmative), έστρεψαν το ενδιαφέρον στα εµπειρικά δεδοµένα που οδήγησαν την Αµερικάνικη Ψυχιατρική Εταιρεία να αποσύρει το 1973 την οµοφυλοφιλία από το εγχειρίδιο των διαταραχών (DSM-III). Η Αµερικάνικη Ψυχολογική Εταιρεία (APA) υποστήριξε αυτή την αλλαγή και συνέστησε στους επαγγελµατίες ψυχικής υγείας να ενστερνιστούν τη νέα προσέγγιση και να συνεισφέρουν στην εξάλειψη του στίγµατος της οµοφυλοφιλίας. Το πεδίο της ψυχολογικής έρευνας ακολούθησε τη νέα αυτή οπτική, µεταβάλλοντας το ενδιαφέρον της από τις αιτίες και την παθολογία, στα χαρακτηριστικά και τα ψυχοκοινωνικά θέµατα των λεσβιών, και αµφισεξουαλικών, όπως και στις κοινωνικές προκαταλήψεις, που ορίστηκαν ως οµοφοβία (Garnets & Douglas, 2002; Wright, Adams & Bemat, 1999). Επίσης, οι θεραπευτικές προσεγγίσεις της οµοφυλοφιλίας που είχαν κατακλύσει µέχρι τότε τη βιβλιογραφία άρχισαν να φθίνουν και σταδιακά να αντικαθιστούνται από άλλες πιο θετικές, σχεδιασµένες ώστε να βοηθήσουν το άτοµο να προσαρµοστεί στον σεξουαλικό προσανατολισµό του, και να καλύψουν τις αναγνωρισµένες πια µοναδικές ανάγκες των λεσβιών πελατισών (Garnets & Douglas, 2002). Παρόλο που είναι βέβαιο ότι δε συµφώνησαν όλοι οι επαγγελµατίες ψυχικής υγείας µε την απόφαση της Αµερικάνικης Ψυχιατρικής Εταιρείας (π.χ. Nicolossi, Byrd & Potts, 2000a), µόνο ένα µικρό ποσοστό επαγγελµατιών συνεχίζει να τη θεωρεί παθολογία. Εκτός αυτού, είναι πια αναµφισβήτητο ότι ο σεξουαλικός προσανατολισµός δεν αποτελεί αιτία ψυχολογικών προβληµάτων και ως εκ τούτου οι λεσβίες και προσφεύγουν σε θεραπεία για όλους τους πιθανούς λόγους, όπως και οι ετεροφυλόφιλοι (Hunter, Shannon, Knox & Martin, 1998; Zucker, 2003).

Στα επόµενα χρόνια, έγινε µια πολύ σηµαντική αλλαγή στο χώρο της ψυχολογίας χάρη στην άνθηση του φιλικού προς τις λεσβίες (lesbian-affirmative) ρεύµατος. Σύµφωνα µε την αντίστοιχη θεωρία, η οµοφυλοφιλία αποτελεί µία φυσική παραλλαγή της ανθρώπινης ερωτικής έκφρασης, η υιοθεσία αντίστοιχης ταυτότητας είναι µία εφικτή και υγιής διαδικασία και πολλά απ’ τα προβλήµατα επιβίωσης που σχετίζονται µε το να είναι κάποιο άτοµο λεσβία, είναι αποτέλεσµα των αρνητικών κοινωνικών αντιλήψεων για την οµοφυλοφιλία. Εστίασε, λοιπόν, στο να βοηθηθούν οι λεσβίες, να αντιµετωπίσουν αποτελεσµατικότερα τις επιδράσεις του κοινωνικού στίγµατος, της ιδιότητας της µειοψηφίας (minority status) και της διαφορετικότητας από την ετεροφυλοφιλική δεσπόζουσα τάση. Επίσης, το ρεύµα αυτό είχε ως βασική κατεύθυνση το να καταλάβουν και να αποδεχθούν τα ίδια τα άτοµα το σεξουαλικό τους προσανατολισµό ως ένα φυσικό κοµµάτι του εαυτού τους, να αναπτύξουν στρατηγικές για τη διαµόρφωση µιας θετικής αίσθησης της ταυτότητας και να ενηµερωθούν για τις επιδράσεις των κοινωνικών αντιλήψεων, της προκατάληψης, των διακρίσεων, δηλ. του ετεροσεξισµού -ή αλλιώς οµοφοβία- στην ψυχολογική τους κατάσταση (Garnets & Douglas, 2002).

Πάρα ταύτα, η αξιολόγηση ενός µεγάλου δείγµατος ψυχολόγων από την APA Committee on Lesbian and Gay Concerns Task Force έδειξε ότι συνεχίζει να υπάρχει ένα µεγάλο εύρος αρνητικών προκαταλήψεων και παραπληροφόρησης για την οµοφυλοφιλία, που θα µπορούσαν να επηρεάζουν την θεραπευτική διαδικασία µε λεσβίες, αμφισεξουαλικές. Η ύπαρξη αυτών των αντιλήψεων οδήγησε στη δηµιουργία κατευθυντήριων γραµµών για ψυχοθεραπεία λεσβιών,αµφισεξουαλικών που υιοθετήθηκαν από την APA Council of Representatives (Garnets & Douglas, 2002).

Επιπροσθέτως, η Committee on Lesbian and Gay Concerns (CLGC) της APA αναγνώρισε την ανάγκη για καθορισµό ορολογίας που να µην είναι αρνητικά φορτισµένες και γι’ αυτό έχει προτείνει να χρησιµοποιούνται από τους επιστήµονες, ερευνητές, συγγραφείς, καθηγητές, φοιτητές και επαγγελµατίες των ανθρωπιστικών επιστηµών και υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας και ψυχικής υγείας, τα εξής:
Α- Ο όρος σεξουαλικός προσανατολισµός προτιµάται από τη σεξουαλική προτίµηση. Αναφέρεται σε όλες τις ερωτικές και σεξουαλικές σχέσεις είτε αυτές είναι ετεροφυλοφιλικές, αµφισεξουαλικές, λεσβιακές. Οι όροι λεσβιασµός, ετεροφυλοφιλία και αµφισεξουαλικότητα αντικαθιστούνται από τους: λεσβιακό σεξουαλικό προσανατολισµό, ετεροφυλόφιλο σεξουαλικό προσανατολισµό, και αµφισεξουαλικό σεξουαλικό προσανατολισµό.Β- Όταν γίνεται αναφορά σε συγκεκριµένες γυναίκες και άντρες ή οµάδες, είναι προτιµότερο να χρησιµοποιούνται οι επιθετικοί προσδιορισµοί λεσβιακό και γκέι και όχι οµοφυλοφιλικό, όπως επίσης λεσβίες και γκέι αντί οµοφυλόφιλοι. Σε περίπτωση που δεν είναι σαφής η σηµασία του όρου γκέι, τότε να συνοδεύεται από το φύλο, δηλ. άνδρας γκέι.Γ- Οι όροι οµόφυλη (same-gender) σεξουαλική συµπεριφορά, αρσενικό- µε-αρσενικό (male-male) σεξουαλική συµπεριφορά, θηλυκό-µε- θηλυκό (female-female) σεξουαλική συµπεριφορά εφαρµόζονται σε περίπτωση που κάποιο άτοµο είχε κάποια οµόφυλη σεξουαλική συµπεριφορά άσχετη απ’ τον σεξουαλικό του προσανατολισµό. Για παράδειγµα, µία ετεροφυλόφιλη γυναίκα που στην εφηβεία είχε µία οµόφυλη σεξουαλική εµπειρία.Δ- Η αναφορά σε άτοµα που συνάπτουν ερωτικές ή-και σεξουαλικές σχέσεις µε γυναίκες και µε άνδρες θα γίνεται µε τους χαρακτηρισµούς αµφισεξουαλική γυναίκα (bisexual woman) και αµφισεξουαλικός άνδρας (bisexual man). (Hunter, Shannon, Knox & Martin, 1998)

Στην παρούσα εργασία, η ορολογία που χρησιµοποιείται συµφωνεί µε τις παραπάνω κατευθύνσεις, ενώ µέχρι τώρα ο όρος οµοφυλοφιλία αναφέρθηκε για να επισηµανθεί αυτή η αλλαγή στις µέρες µας. Η ορολογία της ελληνικής κοινότητας των λεσβιών και αµφισεξουαλικών έχει επιρροές και συχνά ταυτίζεται µε την αγγλική-αµερικάνικη, όπως ως προς τις λέξεις lesbian και bisexual ή bi. Στην ενότητα της έρευνας θα δούµε ότι στην ελληνική πραγµατικότητα χρησιµοποιούνται µοναδικοί όροι µε διαφορετική σηµασία και ιστορία που δεν υπάρχουν αντίστοιχοι στη διεθνή βιβλιογραφία.

Το θέµα του οµόφυλου σεξουαλικού προσανατολισµού είναι από τις λίγες πτυχές της ανθρώπινης συµπεριφοράς που όπως είδαµε συνεχίζει να προκαλεί τόσο έντονες διαµάχες και αντιδράσεις σε µεγάλο µέρος του κοινωνικού συνόλου. Οι αρνητικές αντιλήψεις και αντιδράσεις ετεροφυλόφιλων προς τις λεσβίες και τράβηξαν από νωρίς το ενδιαφέρον της ψυχολογίας και περιγράφηκαν ως οµοφοβία. (Eguchi, 2006). Η οµοφοβία αρχικά ορίστηκε ως ο φόβος του να βρίσκεται κάποια-ος στο ίδιο µέρος ή να συναναστρέφεσαι µε λεσβίες και γκέι, και το µίσος, ο παράλογος φόβος και η αδιαλλαξία των ετεροφυλόφιλων προς τις λεσβίες και τους γκέι (Wright, Adams & Bemat, 1999).

Ο πυρήνας της οµοφοβίας προσδιορίστηκε στην πεποίθηση ότι η ετεροφυλοφιλία είναι ο µοναδικός φυσιολογικός σεξουαλικός προσανατολισµός (heteronormativity) και είναι αυτή ακριβώς η πεποίθηση που γεννά ρατσιστικές απόψεις και αξίες µε αποτέλεσµα τις διακρίσεις κατά των λεσβιών (Reiter, 1991; Eguchi, 2006). Η υπόθεση ότι όλοι οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι ετεροφυλόφιλοι αποκλείει από την κοινωνική αναγνώριση τις ανάγκες, τα προβλήµατα και τις εµπειρίες ζωής των λεσβιών. Κατ’ επέκταση, διαιωνίζεται η µη ορατότητα της ύπαρξής τους µέσα στην κοινωνία. Για παράδειγµα, µία λεσβία για να µπορέσει να δει την επί 12 χρόνια σύντροφό της που βρισκόταν ετοιµοθάνατη στο νοσοκοµείο παρουσιάστηκε σαν αδερφή της γιατί σύµφωνα µε τους κανονισµούς του νοσοκοµείου ως λεσβία σύντροφος δεν εθεωρείτο πρώτου βαθµού συγγενής και άρα δεν επιτρεπόταν να την επισκεφτεί. Όµως, ακόµα και όταν αναγνωρίζεται η ύπαρξή τους, ο σεξισµός γίνεται προσωπική ή οµαδική εχθρότητα. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά δηµόσιας εκδήλωσης σεξισµού µε εκφράσεις αηδίας, πράξεις βίας εναντίον τους και χαρακτηρισµού των αστικών τους δικαιωµάτων ως «ειδικά δικαιώµατα» αποφεύγοντας την υποστήριξη και νοµιµοποίησή τους. Επίσης, τα άτοµα µε λεσβιακό, σεξουαλικό προσανατολισµό αρκετές φορές χάνουν τις δουλειές τους, την κηδεµονία των παιδιών τους, υποβάλλονται σε έξωση από τα σπίτια τους, σε λεκτική παρενόχληση, αποξενώνονται και απορρίπτονται από τις οικογένειές τους, τους φίλους και τους συναδέλφους τους (Garnets & Douglas, 2002). Στο σχήµα 1 αναπαριστώνται οι επιδράσεις του ετεροσεξισµού σε όλες τις πτυχές της ζωής των λεσβιών (O'Hanlan, Cabaj, Schat, Lock & Nemrow, 1997.)
ΦΩΤΟ

Η οµοφοβία αναπαράγεται κυρίως από την κυβέρνηση, τα ΜΜΕ, το σχολείο, τη θρησκεία και προβάλλεται σαν ένα τρόπο να προστατευτούν η κοινωνική ισορροπία και οι παραδοσιακές αξίες (Eguchi, 2006). ΦΩΤΟ Στις µέρες µας, υπάρχει διαφωνία για το πόσο αντιπροσωπευτικός είναι ο όρος και για τις διαστάσεις υπό τις οποίες πρέπει να µελετάται και έχουν προταθεί διάφοροι όροι χωρίς να διαφέρουν σηµαντικά στην περιγραφή τους, όπως για παράδειγµα ετεροσεξισµός (heterosexism) ή σεξουαλική προκατάληψη (sexual prejudice) (Hunter, Shannon, Knox & Martin, 1998; Hirschfeld, 2001; Garnets & Douglas, 2002; Parrott, Adams & Zeichner, 2002). Το σίγουρο όµως είναι ότι υπάρχει συµφωνία για τις δυσάρεστες επιπτώσεις στις ζωές των λεσβιών.

Η οµοφοβία εκδηλώνεται σε διάφορες µορφές: από ήπια συναισθήµατα ενόχλησης έως φόβο, έντονο µίσος και εχθρότητα για τις λεσβίες. Τα συναισθήµατα αυτά είναι δυνατόν να γίνουν η αιτία πράξεων ρατσιστικών και βίαιων (Raja & Stokes, 1998). Οι πράξεις αυτές είναι αρκετά συχνές, αλλά διαφορετικής µορφής και έντασης ανάλογα µε το αν ο θύτης είναι ετεροφυλόφιλος άνδρας ή γυναίκα, αν γνωρίζει κάποια λεσβία προσωπικά και αν το θύµα είναι λεσβία. Έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει άµεση σχέση στις απόψεις για το ρόλο των φύλων και τις αντίστοιχες οµοφοβικές. Τα ετεροφυλόφιλα άτοµα µε ετεροσεξιστικές απόψεις φαίνεται ότι συνήθως εκφράζουν πιο παραδοσιακές και αυστηρές απόψεις για τους ρόλους των φύλων και της οικογένειας αλλά και λιγότερη αποδοχή της ισότητας των φύλων. Ακόµα, υπάρχουν διαφυλικές διαφορές στο βαθµό εχθρικότητας και προκατάληψης που εκδηλώνουν προς τις λεσβίες. Έχει βρεθεί ότι οι ετεροφυλόφιλοι άνδρες συνολικά έχουν πιο αρνητικές απόψεις από τις ετεροφυλόφιλες γυναίκες. Έρευνες δείχνουν ότι οι ετεροφυλόφιλοι άνδρες έχουν πιο αρνητικές απόψεις για τους γκέι παρά για τις λεσβίες, ενώ οι ετεροφυλόφιλες γυναίκες δεν εµφανίζουν αντίστοιχη διαφοροποίηση. Χαµηλότερα όµως επίπεδα ετεροσεξιστικών αντιλήψεων έχουν τα ετεροφυλόφιλα άτοµα που έχουν κάποιο άτοµο µε λεσβιακό σεξουαλικό προσανατολισµό στο φιλικό τους περιβάλλον, στην οικογένειά τους, που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις τους µε αυτούς ως στενές και που έχουν συζητήσει άµεσα µαζί τους για τον προσανατολισµό τους (Garnets & Douglas, 2002).

Επιπροσθέτως, έρευνες δείχνουν ότι οι λεσβίες είναι πιο πιθανό να βιώσουν «ιδιωτικού τύπου» παρενόχληση ή βία, για παράδειγµα στο σπίτι ή στη δουλειά. Αξιοσηµείωτο είναι ότι σύµφωνα µε τους υποστηρικτές της φεµινιστικής θεραπευτικής προσέγγισης οι λεσβίες είναι δέκτες ετεροσεξισµού όντας λεσβίες και ταυτόχρονα σεξισµού όντας γυναίκες (Mason & Tomsen, 2001; Szymanski, 2005).

Το θετικό προς τις λεσβίες ρεύµα (lesbian-affirmative) ανέδειξε και περιέγραψε πολλά ζητήµατα που αφορούν τη ζωή των λεσβιών, θέτοντας έτσι τις βάσεις για ένα νέο ρεύµα που έχει αναπτυχθεί σχετικά πρόσφατα. Το ρεύµα αυτό ονοµάστηκε στρες λόγω κοινωνικής θέσης µειονότητας (minority stress) και ασχολείται µε την ψυχολογική ευηµερία των λεσβιών. Αναλυτικότερα, βασίζεται στην αναγνώριση ότι αυτός ο πληθυσµός βρίσκεται σε αυξηµένο ρίσκο έντονου ψυχικού άγχους (mental distress) εξαιτίας της συνεχής έκθεσης σε αγχογόνους παράγοντες προερχόµενους από τις κοινωνικές ρατσιστικές αντιλήψεις (ετεροσεξισµό ή οµοφοβία), του κοινωνικού στίγµατος και της θυµατοποίησης (victimization). Επίσης, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην κατανόηση της ψυχολογικής προσαρµοστικότητας και των τρόπων µε τους οποίους καταφέρνουν να διαχειρίζονται το στρες και το στίγµα τα άτοµα αυτά (Garnets & Douglas, 2002).

Η ζωή σε µία ετεροσεξιστική κοινωνία προκαλεί στις λεσβίες µία µορφή χρόνιου άγχους που ονοµάζεται στρες λόγω κοινωνικής θέσης µειονότητας (minority stress). Συνεπώς, οι λεσβίες βιώνουν όλες τις αρνητικές συνέπειες που έχει το χρόνιο άγχος στην ψυχολογική και σωµατική τους υγεία (Lewis, Derlega, Griffin & Krowinski, 2006) και αυτές που προκαλούνται από τους διαφορετικούς τύπους στρες λόγω κοινωνικής θέσης µειονότητας: την επίγνωση στίγµατος, την εσωτερικευµένη καταπίεση και την πραγµατική αντιµετώπιση διάκρισης και βίας (Hunter, Shannon, Knox & Martin, 1998; Meyer, 2003; Lewis, Derlega, Griffin & Krowinski, 2006). Η επίγνωση στίγµατος αφορά τις προσδοκίες του ίδιου του ατόµου ότι θα βιώσει προκατάληψη και διάκριση και συχνά το οδηγεί στην αποφυγή συµπεριφορών και συναναστροφών υπό τις οποίες ενδέχεται να επαληθευτούν αυτές οι προσδοκίες. Για παράδειγµα, κάποιος µπορεί να επιλέξει να µην αποκαλύψει το σεξουαλικό του προσανατολισµό σε κάποιο άλλο άτοµο γιατί φοβάται ότι θα τον αντιµετωπίσει ρατσιστικά. Έτσι, το άτοµο αντιλαµβάνεται ότι δεν µπορεί να µοιραστεί ανοιχτά τις εµπειρίες της ζωής του, δηλαδή υπάρχουν κοινωνικά εµπόδια (social constraints). Τα κοινωνικά εµπόδια περιθωριοποιούν το άτοµο από τα κοινωνικά δίκτυα και δεν του επιτρέπουν να µοιραστεί τις τραυµατικές και αγχογόνες καταστάσεις που βιώνει (D'Augelli, Hesson-Mcinnis & Waldo, 1998; Hunter, Shannon, Knox & Martin, 1998; Meyer, 2003; Lewis, Derlega, Griffin & Krowinski, 2006).

Η εσωτερικευµένη καταπίεση, ένας άλλος τύπος στρες λόγω κοινωνικής θέσης µειονότητας, αναφέρεται στην υιοθέτηση των ετεροσεξιστικών αντιλήψεων της κοινωνίας από την ίδια τη λεσβία και στην διαµόρφωση ανάλογης αυτοεικόνας, όπως ότι είναι κατώτερη και ότι της αξίζει η περιθωριοποίηση. Για πολλά άτοµα (λεσβίες) η διαχείριση της εσωτερικευµένης καταπίεσης είναι δύσκολο να επιτευχθεί, µε αποτέλεσµα να παρουσιάζουν ένα ετεροφυλοφιλικό προφίλ συγκαλύπτοντας την αληθινή τους ταυτότητα, να βιώνουν αισθήµατα υποκρισίας και ανειλικρίνειας εξαιτίας αυτής της οδυνηρής ασυµφωνίας δηµόσιας και ιδιωτικής ζωής και να αποµονώνονται από τον κοινωνικό τους περίγυρο (D'Augelli, Hesson-Mcinnis & Waldo, 1998; Hunter, Shannon, Knox & Martin, 1998; Meyer, 2003; Lewis, Derlega, Griffin & Krowinski, 2006). Στο σχήµα 1 απεικονίζεται το µοντέλο στρες λόγω κοινωνικής θέση µειονότητας (minority stress model) του Meyer (Meyer, 2003).
ΦΩΤΟ
Βέβαια, οι διακρίσεις και η βία κατά των λεσβιών είναι αρκετά συχνό φαινόµενο. Έχει αποδειχθεί ότι οι επιζήσασες λεσβίες από εγκλήµατα µίσους λόγω σεξουαλικού προσανατολισµού παρουσίαζαν υψηλότερα επίπεδα θυµού, άγχους, κατάθλιψης και µετατραυµατικού στρες από επιζήσασες λεσβίες εγκληµάτων που δεν σχετίζονταν µε το σεξουαλικό προσανατολισµό τους και από άτοµα (λεσβίες) που δεν είχαν γίνει θύµα καµίας εγκληµατικής ενέργειας (Szymanski, 2005). Σε γενικές γραµµές, αυτοί οι τρεις τύποι στρες λόγω κοινωνικής θέσης µειονότητας έχουν συνδεθεί µε προβλήµατα ψυχικής υγείας όπως ενοχές, σεξουαλικής λειτουργίας, αυτοκτονικές τάσεις, κατάθλιψης, ψυχοσωµατικής φύσης (π.χ. διαταραχές ύπνου, διάρροια, διατροφής, πονοκεφάλους) και επιδείνωση των διαπροσωπικών σχέσεων. Συγκεκριµένα, έρευνες δείχνουν ότι οι εµπειρίες:
Α- Διακρίσεων επιφέρουν συναισθήµατα θλίψης, άγχους, µαταιότητας και σκέψεις ότι η ζωή είναι δύσκολη και άδικη.Β- Προσβολών ή άλλων τύπων θυµατοποίησης όπως απειλές σωµατικής κακοποίησης και λεκτικής κακοποίησης, δηµιουργούν στο άτοµο αισθήµατα απόρριψης, ταπείνωσης, αποτυχίας και κατάθλιψη.Γ- Αυτό-ενοχοποίησης δηµιουργούν στο άτοµο την πεποίθηση ότι δικαιολογηµένα έχει αυτή την αντιµετώπιση από τρίτους, κάτι που ενδέχεται να το οδηγήσει σε κατάθλιψη και συναισθήµατα ανικανότητας και αβοήθητου.
(Hunter, Shannon, Knox & Martin, 1998; Garnets & Douglas, 2002; Lewis, Derlega, Clarke & Kuang, 2006; Lewis, Derlega, Griffin & Krowinski, 2006)

Η πρόοδος που έχει σηµειωθεί στο χώρο της ψυχολογίας σχετικά µε το σεξουαλικό προσανατολισµό έχει συντελέσει στην πληρέστερη κατανόηση και περιγραφή των µοναδικών χαρακτηριστικών και ψυχοκοινωνικών προβληµάτων των λεσβιών. Ο οµόφυλος σεξουαλικός προσανατολισµός θεωρείται πλέον ως µία φυσική παραλλαγή της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, δεν αποτελεί αιτία ψυχικών διαταραχών και άρα δεν τίθεται θέµα θεραπείας. Ωστόσο, οι περισσότερες δυτικές κοινωνίες δεν ενστερνίζονται αυτές τις θέσεις της ψυχολογίας και διατηρούν την πεποίθηση ότι η ετεροφυλοφιλία είναι ο µοναδικός φυσιολογικός σεξουαλικός προσανατολισµός. Το φαινόµενο αυτό έχει περιγραφεί ως ετεροσεξισµός ή οµοφοβία και έχει διάφορες µορφές εκδήλωσης από ήπια συναισθήµατα ενόχλησης και αποφυγή έως έντονου µίσους, εχθρότητας και βίαιες συµπεριφορές προς τις λεσβίες. Οι επιπτώσεις του ετεροσεξισµού στις ζωές και στην ψυχική υγεία των λεσβιών είναι πολύ δυσµενείς (π.χ. απόλυση απ’ τη δουλειά, σωµατική κακοποίηση, κατάθλιψη, χρόνιο άγχος) και έχουν περιγραφεί από το χώρο της ψυχολογίας µε τη θεωρία του στρες λόγω κοινωνικής θέσης µειονότητας (minority stress). Στη συνέχεια, θα γίνει εκτενής αναφορά στον τύπο στρες λόγω κοινωνικής θέσης µειονότητας εσωτερικευµένη καταπίεση µε εξειδίκευση στον λεσβιακό πληθυσµό, που αποτελεί και το θέµα της παρούσας έρευνας.
Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΥΜΕΝΗ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ ΣΤΙΣ ΛΕΣΒΙΕΣ

Ο πιο µοναχικός τόπος σ’ αυτό τον κόσµο είναι εκείνη η έρηµη χώρα ανάµεσα στα δύο φύλα. Ράντκλιφ Χολ, Το Πηγάδι της Μοναξιάς. (Χολ, 2003)

Η έννοια της εσωτερικευµένης καταπίεσης έχει µεγάλη ιστορία στο χώρο της ψυχολογίας κάνοντας την εµφάνισή της στη βιβλιογραφία περίπου πριν από δύο δεκαετίες. Στις λεσβιακές µελέτες, και κυρίως στα ψυχοθεραπευτικά µοντέλα του φιλικού προς τους λεσβίες (lesbian-affirmative) κλάδου έχει γίνει εκτενής αναφορά σ’ αυτή την έννοια, τοποθετώντας τη στο κέντρο των ερµηνειών και των παρεµβάσεων για θέµατα ψυχικής υγείας των λεσβιών. Έχουν προταθεί διάφοροι όροι για το ψυχοσυναισθηµατικό αυτό φαινόµενο, του οποίου τα χαρακτηριστικά και οι επιπτώσεις έχουν καταγραφεί µε αρκετή ακρίβεια. Παρόλο που πολλές έρευνες έχουν µελετήσει τους παράγοντες της λαµβάνοντας ως δεδοµένο την ύπαρξη οµοιοµορφίας ανάµεσα τις-τους λεσβίες, γκέι, και αµφισεξουαλικές-ους (όπως Herek, Cogan, Gillis & Glunt, 1997; Williamson, 2000; Otis, Rostosky, Riggle, & Hamrin, 2006 ), εντούτοις πρόσφατα έχει επισηµανθεί η ανοµοιοµορφία ανάµεσά τους και η ανάγκη για εξειδικευµένη µελέτη (Szymanski, Chung & Balsma, 2001; Szymanski & Chung, 2003 ).

Καταρχήν, είναι απαραίτητο να οριστεί αυτό το ψυχοσυναισθηµατικό φαινόµενο. Οι όροι που έχουν προταθεί είναι η εσωτερικευµένη καταπίεση (internalized oppression), η εσωτερικευµένη οµοφοβία (internalized-homophobia), ο εσωτερικευµένος ετεροσεξισµός (internalized-heterosexism) και οµοαρνητικές διαδικασίες (homonegating processes).

Το φαινόµενο αρχικά ονοµάστηκε εσωτερικευµένη οµοφοβία (internalize homophobia) σε αντιστοιχία µε την οµοφοβία σε κοινωνικό επίπεδο-που περιγράφηκε στο προηγούµενο κεφάλαιο- ενώ αργότερα αντικαταστάθηκε από τον όρο εσωτερικευµένος ετεροσεξισµός χωρίς όµως σηµαντική εννοιολογική διαφοροποίηση. Η εσωτερικευµένη οµοφοβία ορίζεται ως τα αρνητικά συναισθήµατα, ακόµα και σε σηµείο µίσους, για τον εαυτό που διαµορφώνονται µέσα από το ότι µεγαλώνει και ζει σε ένα ετεροσεξιστικό περιβάλλον µε υποτιµητικές και απαξιωτικές αντιλήψεις για το µη-ετεροφυλόφιλο πληθυσµό. Με πιο απλά λόγια, όταν το άτοµο, εν προκειµένου η λεσβία, γεννιέται και µεγαλώνει µέσα σ’ ένα ετεροσεξιστικό περιβάλλον µαθαίνει τις αντιλήψεις αυτές και τις θεωρεί δεδοµένες όπως και τα ήθη, τα έθιµα, τους κανόνες συµπεριφοράς και γενικά την κουλτούρα της κοινωνίας του. Η αφοµοίωση των αρνητικών κοινωνικών αντιλήψεων στο πλαίσιο της αυτοεικόνας όµως ενδέχεται να οδηγήσει σε αντίστοιχη µε αυτές τις αντιλήψεις ταυτότητα και να κλονιστεί η ψυχική υγεία. Ωστόσο, αν το άτοµο ενσωµατώσει αντιλήψεις που το ενδυναµώνουν απέναντι στην οµοφοβία, τότε µπορεί να οδηγηθεί στην ανάπτυξη µίας θετικής ταυτότητας και στην ψυχική ευηµερία. Η εσωτερικευµένη οµοφοβία µπορεί να ερµηνευθεί µε τη θεωρία του Allport για τα χαρακτηριστικά λόγω θυµατοποίησης. Σύµφωνα µε τον Allport, τα άτοµα που έχουν στιγµατιστεί κοινωνικά εµφανίζουν αµυντικές αντιδράσεις ως αποτέλεσµα της προκατάληψης που βιώνουν. Αυτοί οι µηχανισµοί µπορεί να έχουν τη µορφή της αυτό-δυσφήµισης και ταύτισης µε τον θύτη-οµάδα που στιγµατίζει ή-και της υπερβολικής και έµµονης ανησυχίας για το χαρακτηριστικό στο οποίο οφείλεται ο στιγµατισµός (π.χ. χρώµα δέρµατος). Η εσωτερικευµένη οµοφοβία βρίσκεται σε αντιστοιχία µε την πρώτη µορφή έκφρασης αυτών των µηχανισµών (Williamson, 2000; Szymanski & Chung, 2003 ).

Η εσωτερικευµένη οµοφοβία εκδηλώνεται µε έντονα εξωτερικευµένη συµπεριφορά (π.χ. αυτοκτονική τάση λόγω συναισθηµάτων µίσους για τον οµόφυλο σεξουαλικό προσανατολισµό που έχει το ίδιο το άτοµο) έως και πολύ συγκεκαλλυµένη (π.χ. έµµεση κακοµεταχείριση). Ακόµα, είναι έκδηλη σε όλες τις πτυχές της ζωής και συγκεκριµένα στους στόχους ζωής (π.χ. εγκατάλειψη επαγγελµατικής καριέρας), τη σωµατική υγεία (π.χ. χρήση εθιστικών ουσιών), σε θέµατα ταυτότητας (π.χ. ντροπή και απέχθεια για τον εαυτό), τις διαπροσωπικές σχέσεις (π.χ. πολυάριθµες και βραχύχρονες σχέσεις) και στη σύνδεση µε τη λεσβιακή κοινότητα (π.χ. αποφυγή χώρων µε λεσβίες, αίσθηµα δυσφορίας κατά τη συναναστροφή µε λεσβίες). Έχει ασκηθεί έντονη κριτική στη θεωρία περί εσωτερικευµένης οµοφοβίας κυρίως γιατί τα κριτήρια που θέτει για να χαρακτηριστούν απόψεις και συµπεριφορές ως εκφράσεις εσωτερικευµένης οµοφοβίας καθορίζονται ανάλογα µε το περιεχόµενό τους κάθε φορά, δηλ. είναι πολύ αόριστα και εναπόκεινται στην κρίση του καθενός. Στη θεωρία, δεν υπάρχει ένα συγκεκριµένο σύνολο παραγόντων µέσω του οποίου θα αξιολογείται και θα κρίνεται η ύπαρξη και ο βαθµός της εσωτερικευµένης οµοφοβίας. Κατά συνέπεια είναι αδύνατο να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει ένα «σύνδροµο» ή ένα «µοτίβο» µε καθορισµένα στοιχεία που είναι απαραιτήτως παρόντα ή ένα µοτίβο όπου ένα στοιχείο µπορεί να προβλέψει την παρουσία των άλλων (Russell & Bohan, 2006). Επιπροσθέτως, η θεωρία αυτή επικρίνεται γιατί θέτει το πρόβληµα στα ίδια τα άτοµα µε οµόφυλο σεξουαλικό προσανατολισµό παραγκωνίζοντας έτσι την κοινωνική ευθύνη και κατ’ επέκταση προτείνει θεραπευτικές προσεγγίσεις για τις λεσβίες και όχι για το πως θα εξαλειφθεί το κοινωνικό φαινόµενο που ουσιαστικά αυτό είναι το αίτιο της εσωτερικευµένης οµοφοβίας (Szymanski & Chung, 2003; Russell & Bohan, 2006).

Η εσωτερικευµένη καταπίεση (internalized oppression) είναι ένας ακόµα όρος που έχει προταθεί γι’ αυτό το φαινόµενο. Είναι µία έννοια που έχει χρησιµοποιηθεί για να περιγράψει και να εξηγήσει την εµπειρία εκείνων των ατόµων που είναι µέλη περιθωριοποιηµένων ή µειοψηφικών οµάδων, που δεν έχουν δύναµη και συχνά θυµατοποιούνται σκόπιµα και µη από άτοµα κυρίαρχων οµάδων, και εκείνων που έχουν υιοθετήσει τις πεποιθήσεις των κυρίαρχων οµάδων και έχουν αποδεχτεί την κατώτερη θέση που τους έχουν επιβάλλει αυτές οι οµάδες σαν να τους αξίζει, να είναι φυσική και αναπόφευκτη. Η εσωτερικευµένη καταπίεση αποτελεί τις ψυχοσυναισθηµατικές επιπτώσεις που βιώνουν τα µέλη κοινωνικών οµάδων που έχουν περιθωριοποιηθεί λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισµού, χρώµατος, θρησκείας, καταγωγής, οικονοµικής κατάστασης, κτλ. και γενικά λόγω ρατσιστικών, σεξιστικών ή ετεροσεξιστικών αντιλήψεων. Μέσω αυτού του φαινοµένου επιτυγχάνεται η διαιώνιση της κυριαρχίας της αντίστοιχης οµάδας, καθώς ασκείται εξωτερικός έλεγχος και εγκαθιδρύεται η δουλοπρέπεια στις συνειδήσεις των καταπιεσµένων οµάδων (Tappan, 2006). Εν προκειµένω, η εσωτερικευµένη καταπίεση µπορεί να δηλώνεται, λόγου χάρη, όταν µία λεσβία εύχεται να ένιωθε ερωτική έλξη για τους άντρες ή όταν νιώθει ντροπή παρακολουθώντας µία ταινία µε χαρακτήρες λεσβίες (Fingerhut, Letitia & Ghavami, 2005).

Ένα αξιόλογο εναλλακτικό µοντέλο γνωστικής προσέγγισης της εσωτερικευµένης οµοφοβίας είναι αυτό που έχουν προτείνει οι Russell and Bohan (2006) υπό τον όρο οµοαρνητικές διαδικασίες (homonegating processes). Το σύνολο των αντιλήψεων και συµπεριφορών που συνιστούν τον ετεροσεξισµό ορίζονται εδώ ως οµοαρνητισµός (homonegativity). Οι διαδικασίες µέσω των οποίων διαιωνίζεται ο οµοαρνητισµός σε όλα τα άτοµα ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισµού καλούνται διαδικασίες οµοαρνητισµού (homonegating processes). Σύµφωνα µε το µοντέλο αυτό, το άτοµο που συµµετέχει στις διαδικασίες οµοαρνητισµού δεν θεωρείται ότι έχει το µικρόβιο που του έχει εµφυτεύσει η οµοφοβική κοινωνία –όπως συµβαίνει στο µοντέλο περί εσωτερικευµένης οµοφοβίας-, αλλά ότι έχει οµοαρνητικές αντιλήψεις λόγω της συµµετοχής του στις κοινωνιογλωσσικές αλληλεπιδράσεις. Ο οµοαρνητισµός που υπάρχει σε κοινωνικό επίπεδο αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο κοινωνικής ανταλλαγής και δε διαχωρίζεται από αυτόν που έχει εσωτερικεύσει το κάθε άτοµο, καθώς και «ο εαυτός» του δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τις αλληλεπιδράσεις που τον διαµορφώνουν. Έτσι, οι διαδικασίες οµοαρνητισµού δηλώνουν τόσο τη δυναµική διάσταση του φαινοµένου όσο κι ότι δε συνιστά ανθρώπινο χαρακτηριστικό, αλλά µια αλληλεπίδραση στην οποία συµµετέχουν τόσο τα άτοµα µε οµόφυλο σεξουαλικό προσανατολισµό όσο και µε ετεροφυλόφιλο. Υπό αυτή την έννοια, όταν τα ίδια τα άτοµα αναπαραγάγουν κοινωνικά σενάρια στερεοτύπων, λόγου χάρη η κοινωνία µε καταδιώκει ή η ζωή µου είναι καταδικασµένη στην απόρριψη και τη δυστυχία, ως απεικόνιση του εαυτού τους, τότε αυτό έχει και τις ανάλογες προεκτάσεις στη συµπεριφορά τους και στην ψυχοσυναισθηµατική τους κατάσταση. Αξιοσηµείωτο είναι δε ότι το µοντέλο των διαδικασιών οµοαρνητισµού παρέχει την ελευθερία στα ίδια τα άτοµα ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισµού να κατανοήσουν και να συµπεριφερθούν διαφορετικά. Επίσης, τους επιτρέπει να αναδείξουν τη συνενοχή τους στις διαδικασίες οµοαρνητισµού χωρίς να παραλύουν από το βάρος της ενοχής. Η θεωρία αυτή θέτει σε όλους ένα πλαίσιο αλλαγής όπου αναγνωρίζοντας τη συµµετοχή στην αναπόφευκτη διαβίβαση των διαδικασιών οµοαρνητισµού µπορούν ακολούθως να επιλέξουν αν θα συνεχίσουν να συµµετάσχουν και να αναλάβουν την ευθύνη των µελλοντικών τους ενεργειών (Russell & Bohan, 2006).

Όπως είδαµε, υπάρχει διχασµός στον τρόπο εννοιολογικής προσέγγισης της εσωτερικευµένης καταπίεσης από τη µία πλευρά προσδιορίζεται ως ένα σταθερό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας (εσωτερικευµένη οµοφοβία, εσωτερικευµένος ετεροσεξισµός) και από την άλλη ως αγχογόνος παράγοντας που δύναται να διακυµανθεί µε την πάροδο του χρόνου και υπό διαφορετικές καταστάσεις (εσωτερικευµένη καταπίεση, οµοαρνητικές διαδικασίες). Είναι λογικό ότι κάθε ερευνητής ανάλογα µε την οπτική που ενστερνίζεται, κατευθύνει και το πεδίο µελέτης του. Προσωπικά, συµφωνώ µε την εννοιολογική προσέγγιση περί εσωτερικευµένης καταπίεσης η οποία συνδέεται άµεσα και µε τη θεωρία περί στρες λόγω κοινωνικής θέσης µειονότητας (minority stress). Έτσι, στην παρούσα έρευνα θα χρησιµοποιείται ο όρος εσωτερικευµένη καταπίεση και θα θεωρείται ως ευµετάβλητος αγχογόνος παράγοντας, όπως περιγράφηκε από τον Meyer (2003) (βλ. Κεφάλαιο ψυχολογία). Εντούτοις, στην ανασκόπηση των ερευνητικών δεδοµένων θα χρησιµοποιείται ο όρος που εφάρµοσε ο εκάστοτε ερευνητής.

Η εσωτερικευµένη καταπίεση είναι ένα σηµαντικό θέµα προς µελέτη καθώς φαίνεται να αποτελεί ένα εξελικτικό συµβάν, το οποίο βιώνουν στην πλειονότητά τους οι λεσβίες, αµφισεξουαλικές σε διάφορους βαθµούς ως αποτέλεσµα της ετεροσεξιστικής κοινωνίας που ζουν (Szymanski, Chung & Balsma, 2001; Garnets & Douglas, 2002; Szymanski & Chung, 2003). Έχει επισηµανθεί η ιδιαίτερη σηµασία της υπερνίκησης αυτής της φάσης και της υιοθέτησης θετικής και ενιαίας λεσβιακής ταυτότητας ως θεµελιώδεις διαδικασίες στα µοντέλα διαµόρφωσης λεσβιακής ταυτότητας, όπως στο µοντέλο του Cass και σ’ εκείνο του Coleman (Szymanski & Chung, 2003). Επίσης, όπως ήδη έχει αναφερθεί στο κεφάλαιο ψυχολογία, η εσωτερικευµένη καταπίεση είναι τύπος στρες λόγω κοινωνικής θέσης µειονότητας (minority stress) µε όλες τις ψυχολογικές επιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται. Γι’ αυτούς τους λόγους, συχνά η µείωση της εσωτερικευµένης οµοφοβίας τίθεται στο επίκεντρο της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας µε πελάτισες λεσβίες (Szymanski, Chung & Balsma, 2001).

Ένα µεγάλο µέρος των ερευνών για το θέµα αυτό έχει πραγµατοποιηθεί
αποκλειστικά σε γκέι (όπως Ross & Rosser, 1996; Currie, Cunningham & Findlay, 2004; Dew & Chaney, 2005; Gencoz & Yuksel, 2006; Reilly & Rudd, 2006), ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αντίστοιχες και για τις λεσβίες (όπως McGregor, Carver, Antoni, Weiss, Yount, & Ironson, 2001; Szymanski, Chung & Balsma, 2001; Szymanski & Chung, 2003). Η αλλαγή αυτή επήλθε όταν πολλοί συγγραφείς πρότειναν ότι η ανάπτυξη λεσβιακής ταυτότητας ακολουθεί διαφορετικό µοτίβο, που αφορά τη διαµόρφωση λεσβιακής ταυτότητας επηρεάζεται από µοναδικούς παράγοντες, µε βασικότερους τους ακόλουθους: οι επιδράσεις του κοινωνικού ρόλου της γυναίκας, η εµπειρία του σεξισµού στις ζωές των γυναικών, η απώθηση της γυναικείας ερωτικής επιθυµίας και η επιρροή του φεµινιστικού κινήµατος. Αυτοί οι µοναδικοί παράγοντες ενδέχεται να συµβάλλουν και στη διαφοροποίηση των τρόπων που βιώνουν οι λεσβίες και οι αµφισεξουαλικές την εσωτερικευµένη καταπίεση. Ως εκ τούτου, οι ψυχοσυναισθηµατικές επιπτώσεις της είναι µοναδικές για τις λεσβίες και τις αµφισεξουαλικές και η µελέτη της πρέπει να πραγµατοποιείται ξεχωριστά για τις λεσβίες –και τις αµφισεξουαλικές- µε σταθµισµένα τεστ για τον συγκεκριµένο πληθυσµό (Szymanski & Chung, 2003).

Οι έρευνες που έχουν ασχοληθεί αποκλειστικά µε τις επιπτώσεις του εσωτερικευµένου ετεροσεξισµού στις λεσβίες ή στις λεσβίες και τις αµφισεξουαλικές έχουν αναδείξει µία ποικιλία ψυχοκοινωνικών δυσκολιών. Στις δυσκολίες αυτές περιλαµβάνονται κατάθλιψη, χαµηλή αυτοεκτίµηση και µοναξιά, υψηλότερο επίπεδο δυσφορίας, υψηλότερο επίπεδο µαταιότητας, αρνητικό συναίσθηµα και µεγαλύτερη κατανάλωση αλκοόλ, περιορισµένη και λιγότερο ικανοποιητική κοινωνική υποστήριξη, µεγαλύτερη εσωτερική σύγκρουση όσον αφορά το σεξουαλικό προσανατολισµό, αυτοτραυµατισµός, υψηλότερο επίπεδο δυσαρέσκειας µε το σώµα τους και υπερενασχόληση µε το σωµατικό βάρος. Επιπροσθέτως, αυξηµένος εσωτερικευµένος ετεροσεξισµός έχει βρεθεί ότι σχετίζεται µε απουσία συµµετοχής στην λεσβιακή οµάδα και διατήρηση ετεροφυλοφιλικού προφίλ, δηλ. το περιβάλλον να τις εκλαµβάνει ως ετεροφυλόφιλες, µε περιορισµένη επαφή µε την λεσβιακή κοινότητα, και χαµηλότερο επίπεδο αποκάλυψης του σεξουαλικού τους προσανατολισµού (Williamson, 2000; Szymanski, Chung & Balsma, 2001; Szymanski & Chung, 2003; Szymanski, 2005).

Στην έρευνα της DiPlacido σχετικά µε το στρες λόγω κοινωνικής θέσης µειονότητας στο λεσβιακό πληθυσµό τονίζεται ιδιαίτερα ο ρόλος της εσωτερικευµένης οµοφοβίας. Το 41% του δείγµατος που συµµετείχε στην έρευνα του Meyer ήταν λεσβίες και περιέγραψαν τον εαυτό τους κατά το ήµισυ ή και περισσότερο ως «κρυµµένες στην ντουλάπα», δηλ. ότι κρατούν κρυφό το σεξουαλικό τους προσανατολισµό, προέκυψε σηµαντική συσχέτιση µεταξύ της εσωτερικευµένης οµοφοβίας και εξεχόντων πτυχών της ψυχικής λειτουργίας. Για παράδειγµα, βρέθηκε θετική συσχέτιση αρνητικού συναισθήµατος µε κατανάλωση αλκοόλ. Ακόµα, επισηµαίνεται ότι οι λεσβίες σε αντίθεση µε τις µειοψηφίες λόγω εθνικότητας βιώνουν διπλό στιγµατισµό ως γυναίκες και ως άτοµα µε οµόφυλο σεξουαλικό προσανατολισµό, κάτι που συνεπάγεται εντονότερες επιπτώσεις της εσωτερικευµένης καταπίεσης (Williamson, 2000).

Βέβαια, υπάρχουν πολλές λεσβίες µε ψυχικά υγιή και ικανοποιητική ζωή. Στην έρευνά τους οι Rothblum και Factor έδειξαν, λόγου χάρη, ότι οι λεσβίες σε γενικές γραµµές δε διαφέρουν από τις αδερφές τους µε ετεροφυλόφιλο σεξουαλικό προσανατολισµό στις µετρήσεις ψυχικής υγείας. Εντούτοις, οι λεσβίες παρουσίασαν υψηλότερα επίπεδα αυτοεκτίµησης. Παρόλ’ αυτά, υπάρχουν ερευνητικά δεδοµένα για αυξηµένα προβλήµατα ψυχικής υγείας που συνδέονται µε ευαισθησία στο άγχος στο λεσβιακό πληθυσµό. Έχει αποδειχθεί ότι οι λεσβίες σε σύγκριση µε τις ετεροφυλόφιλες γυναίκες έχουν σηµαντικά υψηλότερα επίπεδα άγχους, µείζονος κατάθλιψης και σοβαρών προβληµάτων κατάχρησης ουσιών (Fingerhut, Letitia, & Ghavami, 2005).

Ποια, λοιπόν, άτοµα από το λεσβιακό πληθυσµό έχουν περισσότερες πιθανότητες να δεχθούν διακρίσεις ή-και να βιώσουν εσωτερικευµένη οµοφοβία; Σύµφωνα µε διάφορους ερευνητές, η απάντηση στο ερώτηµα αυτό συνοψίζεται στο ότι η σύνδεση µε τη λεσβιακή κοινότητα είναι πολύ πιθανό να διαδραµατίζει σηµαντικό ρόλο στην έκθεση σε στρες λόγω του οµόφυλου σεξουαλικού προσανατολισµού. Αναλυτικότερα, στις περιπτώσεις που είναι έκδηλο ότι κάποια είναι λεσβία και γενικά έχει έντονη λεσβιακή ταυτότητα πιθανόν να εµφανίζονται συχνότερα φαινόµενα διακρίσεων, αλλά χαµηλότερα επίπεδα εσωτερικευµένης οµοφοβίας. Η συσχέτιση που προτείνεται είναι ότι όσο πιο έντονη η λεσβιακή ταυτότητα τόσο αυξάνονται οι διακρίσεις και τόσο µειώνεται η εσωτερικευµένη οµοφοβία (Fingerhut, Letitia, & Ghavami, 2005).

Οι Fingerhurt et al. (2005) προσφέρουν µία εµπεριστατωµένη και πιο ολιστική απάντηση µέσω του θεωρητικού πλαισίου περί διπλής ταυτότητας (dual-identity framework). Σύµφωνα µε το πλαίσιο αυτό, η απάντηση έγκειται στην αλληλεπίδραση της λεσβιακής ταυτότητας και της δεσπόζουσας ταυτότητας και πιο συγκεκριµένα, οι εµπειρίες των έντονα προσδιορισµένων µε λεσβιακή ταυτότητα γυναικών µπορεί να διαφέρουν σηµαντικά ανάλογα µε το αν οι δεσµοί τους µε την πλειοψηφική- ετεροφυλόφιλη κοινωνία είναι ισχυροί ή χαλαροί. Λόγου χάρη, οι διακρίσεις που βιώνουν οι προσδιορισµένες µε λεσβιακή ταυτότητα γυναίκες διαφοροποιούνται ανάλογα µε τη σύνδεσή τους µε τον ετεροφυλόφιλο κόσµο. Τα ερευνητικά τους αποτελέσµατα επιβεβαίωσαν εν µέρη την αρχική τους θεωρία. Αναλυτικότερα, οι γυναίκες που είχαν έντονο το αίσθηµα του ανήκειν στη λεσβιακή κοινότητα και ασχολούνταν περισσότερο µε θέµατα που αφορούν τις λεσβίες ανέφεραν πιο συχνές εµπειρίες διακρίσεων στη δουλειά ή στην καθηµερινή τους ζωή από εκείνες τις γυναίκες που είχαν ισχυρότερους δεσµούς µε την ετεροφυλοφιλική κοινωνία. Οι λεσβίες που ένιωθαν καλά για τη λεσβιακή κοινότητα, που συµµετείχαν στις διάφορες δραστηριότητές της και που είχαν εξερευνήσει τι σηµαίνει στη ζωή τους το να είναι λεσβίες είχαν σηµαντικά χαµηλότερη βαθµολογία στην εσωτερικευµένη οµοφοβία. Χαµηλή, όµως, βαθµολογία στην εσωτερικευµένη οµοφοβία είχαν και οι λεσβίες µε υψηλότερη σύνδεση µε την ετεροφυλόφιλη κοινωνία, κάτι που δεν ήταν διόλου αναµενόµενο για τους ερευνητές και θεωρητικά αποδόθηκε στο ότι αυτές οι γυναίκες πιθανόν να συναναστρέφονται µε ετεροφυλόφιλα άτοµα που έχουν θετικές απόψεις για τις λεσβίες και όχι
ετεροσεξιστικές. Επίσης, τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι υψηλή βαθµολογία και στις δύο διαστάσεις ταυτότητας (δεσµοί µε λεσβιακή κοινότητα- δεσµοί µε ετεροφυλοφιλική κοινωνία) συνδέεται µε χαµηλότερο επίπεδο εσωτερικευµένης οµοφοβίας συγκριτικά µε χαµηλή βαθµολογία και στις δύο διαστάσεις. Όσον αφορά το πόσο ικανοποιηµένες είναι απ’ τη ζωή τους, κάτι που είχε σηµαντική συσχέτιση και µε τις δύο διαστάσεις ταυτότητας, µεγαλύτερη ικανοποίηση ανέφεραν οι γυναίκες µε υψηλά επίπεδα και στις δύο διαστάσεις απ’ ότι στην περίπτωση χαµηλών επιπέδων (Fingerhut, Letitia, & Ghavami, 2005). Τα αποτελέσµατα της έρευνας αυτής παρόλο
που αφήνουν αρκετά αναπάντητα ερωτήµατα κυρίως για θέµατα αιτιότητας των βαθµολογιών, αποτελούν ένα πολύ σηµαντικό έναυσµα για περαιτέρω µελέτη ώστε να επιτευχθεί πληρέστερη κατανόηση αυτών των φαινοµένων.

Η µελέτη και η ανάδειξη των ψυχοσυναισθηµατικών επιπτώσεων της εσωτερικευµένης καταπίεσης οδήγησε στην αναγνώριση της ανάγκης σχεδιασµού αξιόπιστων ψυχοµετρικών µέσων ώστε να εξετάζονται η έκταση και οι τοµείς της εσωτερικευµένης προκατάληψης και κατ’ επέκταση να είναι δυνατή η αποτίµηση του κινδύνου για το άτοµο όπως και της επιτυχίας της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας είτε ως προς τη θεραπεία είτε ως προς την πρόληψη. Οι πρώτες κλίµακες µέτρησης της εσωτερικευµένης οµοφοβίας που συντάχθηκαν αφορούσαν το γκέι πληθυσµό και καθεµία διαφοροποιούνταν στους τοµείς που επέλεξαν να συµπεριλάβουν. Αναλυτικότερα, ο Nungesser δηµιούργησε το Nungesser Homosexuality Attitudes Inventory (NHAI) µε 34 στοιχεία χωρισµένα σε τρεις θεµατικές: οι στάσεις για το γεγονός του προσωπικού οµόφυλου σεξουαλικού προσανατολισµού (ο Εαυτός), οι στάσεις γι’ αυτόν τον σεξουαλικό προσανατολισµό γενικά και για τα άλλα ΛΟΑΤ άτοµα (ο Άλλος) και η άνεση µε τους άλλους µετά την αποκάλυψη του λεσβιακού προσανατολισµού (η Αποκάλυψη). Ο Shildo αναθεώρησε την κλίµακα του Nungesser απαλείφοντας ή µεταβάλλοντας στοιχεία µε ελάχιστη εγκυρότητα και προσθέτοντας ένα µεγάλο αριθµό νέων στοιχείων στις ήδη υπάρχουσες θεµατικές. Η σηµαντικότερη ίσως προσθήκη ήταν µία τέταρτη θεµατική κατηγορία για τη µέτρηση της εσωτερικευµένης οµοφοβίας σε σχέση µε θέµατα γύρω από το AIDS (Ross & Rosser, 1996; Williamson, 2000; Szymanski, Chung & Balsma, 2001).




Βρίσκεστε στο Α' μέρος για να βρεθείτε στο Β' μέρος πατήστε εδώ


Ευχαριστούμε ιδιαίτερα την Μαρία Ξανθάκη από το πανεπιστήμιο Κρήτης (Ρέθυμνο), της σχολής Κοινωνικών Σπουδών τμήμα Ψυχολογίας που επέτρεψε την δημοσίευση της διπλωματικής - έρευνάς της. Είναι η πρώτη έρευνα που έγινε στην Ελλάδα με θέμα την λεσβοφοβία των ίδιων των λεσβιών, επίσης ευχαριστούμε την επιβλέπουσα καθηγήτρια Σ. Τριβιλά που στήριξε αυτή την έρευνα το 2007. Για ανεξήγητους λόγους τμήματα της έρευνας δεν "ανέβηκαν" στο blog. Προσπαθήσαμε να εγγράψουμε εκ νέου ότι δεν "ανέβαινε" καταφέραμε πολλά με το κείμενο, αντίθετα στάθηκε αδύνατο να "ανεβάσουμε" φωτογραφίες και στατιστικές απεικονήσεις. Ευαγγελία Βλάμη