Από την Αθήνα, η καθηγήτρια ρητορικής Judith Butler ταράζει τα νερά
Η Τζούντιθ Μπάτλερ, καθηγήτρια ρητορικής και συγκριτικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ δεν είναι ακριβώς σούπερ σταρ της φιλοσοφίας, όπως θα μπορούσε να πει καμιά-νεις για τον Αλαίν Μπαντιού και τον Σλάβοϊ Ζίζεκ, είναι όμως μία από τις σημαντικότερες θεωρητικές της εποχής μας. Εχει συμβάλει τα μέγιστα τόσο στη θεωρία των φύλων και τη γυναικεία κινηματική σκέψη, όσο και στην πολιτική φιλοσοφία, την ψυχαναλυτική θεωρία και την λογοτεχνική κριτική. Ετσι, όταν την περασμένη εβδομάδα ήρθε στο Ινστιτούτο Γκαίτε για μια διάλεξη με αφορμή τα τριάντα χρόνια από το θάνατο του Ελληνα θεωρητικού Νίκου Πουλαντζά, συνάντησε μια κατάμεστη αίθουσα και ένα ενθουσιώδες κοινό.
Η Μπάτλερ έγινε γνωστή το 1990 όταν δημοσίευσε το Gender trouble (Τα προβλήματα του φύλου) στο οποίο αποδομούσε τη βιολογική θεμελίωση της έμφυλης ταυτότητας και υποστήριζε ότι είναι το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον, οι διαδικασίες του λόγου και οι σχέσεις εξουσίας που διαμορφώνουν τις κατηγορίες Γυναίκα και Άνδρας που οι κοινωνίες μας δέχονται ως δεδομένες. Δέχθηκε σφοδρή κριτική τότε για την άρνηση της «βιολογικότητας» της σεξουαλικής ταυτότητας, όμως η ίδια περισσότερο μιλούσε για ένα πολύπλοκο φαινόμενο που συμβαίνει σε πολλά επίπεδα ταυτόχρονα και ως «παραστασιακή επιτέλεση», δηλαδή, ως παγίωση του κυρίαρχου ιδεώδους που η κοινωνία μας έχει για το φύλο μέσα από τις επαναλαμβανόμενες κοινωνικές τελετουργίες.
Στην πολιτική διάσταση της θεωρίας της το κράτος, το κυρίαρχο πρότυπο, επιβάλλεται σε κατηγορίες πολιτισών-ων ορίζοντας τι είναι κανονικό και τι όχι, έτσι ώστε να παρουσιάζονται στην εποχή μας «αόρατες» ομάδες πολιτισών-ων, όπως είναι για παράδειγμα οι μετανάστριες-ες, γυναίκες που υφίστανται κακοποίηση ή διώξεις των οποίων ακόμα και ο θάνατος να μην μας αγγίζει πολλές φορές αφού είναι εκτός αυτής της «κανονικότητας». Κατ’ αυτήν την έννοια, η δουλειά της Μπάτλερ είναι ένα διαρκές κάλεσμα για περισσότερη δημοκρατία, περισσότερη ελευθερία και περισσότερη ανεκτικότητα.
Βιολογικές διαφορές
– Η θεωρία σας συνεχίζει τη θεωρία της Μποβουάρ, υποστηρίζοντας πως η σεξουαλική ταυτότητα δεν είναι βιολογική αλλά καθορίζεται μέσα στην κοινωνία και τον πολιτισμό.
– Η Μποβουάρ δεν αρνήθηκε ότι υπάρχουν βιολογικές διαφορές μεταξύ γυναικών και ανδρών αλλά αρνήθηκε ότι αυτές καθορίζουν και το ρόλο που θα παίξουν αυτές-οι στην κοινωνία. Οταν είπε ότι γυναίκα δεν γεννιέσαι αλλά γίνεσαι, εννοούσε ότι μπορεί να γεννηθείς με συγκεκριμένα ανατομικά χαρακτηριστικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα γίνεις γυναίκα με την κοινωνική η πολιτισμική έννοια. Καθιέρωσε τη διαφορά ανάμεσα στο βιολογικό και το κοινωνικό φύλο που ήταν εξαιρετικά σημαντική για τη θεωρία των φύλων. Για εμένα, το αξιοσημείωτο ήταν αυτό το «γίνεσαι».
– Κι αυτή η πρόθεση καθορίζεται βεβαίως σε μεγάλο βαθμό από τη βία που η κοινωνία ασκεί, λέγοντάς σου τι πρέπει να γίνεις.
– Σίγουρα υπάρχουν νόρμες που προσδιορίζουν τι η κοινωνία μας θεωρεί μια «κανονική» γυναίκα ή έναν «κανονικό» άντρα. Η άποψή μου είναι ότι καμιά από εμάς δεν κατοικεί απολύτως αυτές τις νόρμες. Για την ακρίβεια, πιστεύω ότι αυτές οι νόρμες είναι μη κατοικήσιμες, δεν μπορούν να βιωθούν καθ’ ολοκληρίαν. Ακόμα και ο πιο στερεοτυπικά «σωστός» άντρας που αισθάνεται ασφαλής μέσα στην ανδροπρέπειά του θα αισθάνεται κάποτε άγχος για αυτήν και βεβαίως το ίδιο ισχύει για τις γυναίκες. Από τη στιγμή που η σεξουαλική ταυτότητα πρέπει να επικυρώνεται και να επαναλαμβάνεται σε καθημερινή βάση, μοιραία θα υφίσταται διάφορα είδη δοκιμασιών, προκλήσεων και ώς ένα βαθμό ελέγχεται από την κοινωνία αν και δεν νομίζω ότι η κοινωνία επικαθορίζει τα πάντα γύρω από το φύλο. Όλες-οι παλεύουμε με τις κοινωνικές κατηγορίες που μας αναλογούν. Δεν λέω ότι μπορούμε να τις αποτινάξουμε. Λέω ότι μπορούμε να τις βιώσουμε με έναν πολύ πιο εκλεπτυσμένο τρόπο. Δεν υπάρχει τρόπος να απαλλαγούμε και δεν υπάρχει κάτι πριν από αυτές. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι είναι αντικείμενο κοινωνικού αγώνα. Να τις κάνουμε πιο βιώσιμες ειδικά για όσες συνιστούν μειονότητες. Να μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν εμπίπτουν στις «κανονικές» νόρμες του φύλου και της σεξουαλικότητας.
– Στην κριτική σας για την ψυχανάλυση, λέτε ότι θεμελιώθηκε πάνω στην ετεροφυλοφιλία. Βεβαίως, έχουν περάσει πολλές αναθεωρήσεις από τότε που ο Φρόιντ διατύπωσε τις βασικές αρχές, όμως τι είδους ψυχανάλυση προτείνετε;
– Οταν ο Φρόιντ μιλάει για το σύμπλεγμα του Οιδίποδα υποθέτει ότι το αγόρι επιθυμεί τη μητέρα και ότι το κορίτσι επιθυμεί τον πατέρα. Ομως, στην πραγματικότητα, το κορίτσι πρώτα επιθυμεί την μητέρα και έπειτα την απορρίπτει και επιθυμεί τον πατέρα και μετά απορρίπτει κι αυτόν και ζητάει ένα υποκατάστατο. Ετσι το αγόρι περνάει μόνο από μια αντικατάσταση και ψάχνει για υποκατάστατο της μητέρας. Κι έτσι γίνονται ετεροφυλόφιλοι. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι η πρώτη παιδική ηλικία μορφοποιεί την επιθυμία, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μη δεχτούμε ότι μπορεί το παιδί να επιθυμεί και τη μητέρα και τον πατέρα και να αναπτύξει μια αμφισεξουαλική προδιάθεση. Επίσης ποια-ος μας λέει ότι αν το σύστημα φροντίδας του παιδιού περιλαμβάνει περισσότερες-ους από δύο ανθρώπους, όπως ας πούμε μπορεί να συμβαίνει σε χωρισμένες οικογένειες ή σε μη τυπικές δομές οικογένειας, τότε πώς αποκλείεται ότι η επιθυμία δεν μοιράζεται ανάμεσα σε πολλά πρόσωπα και διαφορετικά φύλα; Γιατί να μην επιτρέπουμε λοιπόν πιο περίτεχνες, πολύπλοκες και ανοιχτές αφηγήσεις τού πώς διαμορφώνεται το παιδί σε σεξουαλικό ον;
Η κουλτούρα της οικογένειας περιλαμβάνει πολλές μεταθέσεις, πολλές διαδρομές της επιθυμίας που δεν είναι ακριβώς προβλέψιμες. Και νομίζω ότι ο Φρόιντ το γνώριζε αυτό. Πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτό που λέμε ψυχή είναι κάτι αντιφατικό. Μπορεί να έχει αντίθετα συναισθήματα και να κινείται την ίδια στιγμή σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Και ο τρόπος με τον οποίο συμβολίζουμε την επιθυμία ή τις συγκεκριμένες εκφάνσεις της για εμάς πάντα περιλαμβάνει συγκεκριμένες αγνωστικότητες-άγνωστα πεδία. Και νομίζω ότι υπάρχει τρόπος να διαβάσουμε την ψυχανάλυση με τρόπο που επιβεβαιώνει την απρόβλεπτη μορφή που η επιθυμία παίρνει.
Οι ΛεΠΑΤ γάμοι
– Τον περασμένο χρόνο στην Ελλάδα είχαμε τους πρώτους Queer γάμους οι οποίοι μάλιστα κρίθηκαν παράνομοι και προκάλεσαν πολλή αμηχανία. Πρέπει να επιτρέπεται να νυμφεύονται-παντρεύονται άνθρωποι του ιδίου φύλου ή μήπως κι αυτή η πράξη του γάμου είναι ένα συντηρητικό κατάλοιπο;
– Πρόκειται για ένα περίπλοκο θέμα. Από την πλευρά των ατομικών δικαιωμάτων και της ισονομίας όλων, ο θεσμός του γάμου θα έπρεπε να επεκταθεί και να συμπεριλάβει όποια δύο άτομα θέλουν να τον συνάψουν ασχέτως φύλου ή άλλου χαρακτηριστικού, διαφορετικά ο νόμος κάνει διακρίσεις εις βάρος ομάδων πολιτισών-ων. Από την άλλη πλευρά έχω κι εγώ τις δικές μου απορίες γύρω από το θέμα αυτό. Γιατί, ας πούμε, μόνο δυο άνθρωποι να μπορούν να νυμφευθούν-παντρευτούν και όχι περισσότερες-οι; Αλλά βεβαίως τα περισσότερα νομικά συστήματα δεν είναι έτοιμα για τέτοιου είδους συζητήσεις.
Αλλά κοιτάξτε, το κυρίαρχο εδώ μου φαίνεται πως είναι το θέμα της ισονομίας. Υπάρχουν μια σειρά από προβλήματα που προκύπτουν από πιθανές νομικές διακρίσεις εναντίον ομάδων πολιτισών, όπως είναι οι λεσβίεςκαι οι γκέι. Παράδειγμα, οι διώξεις που υφίστανται σε πολλές περιπτώσεις από τις αρχές και την αστυνομία, ο κοινωνικός στιγματισμός, η κοινωνική βία, ο διωγμός της ΛεΠΑΤ νεολαίας από τις οικογένειες τες-τους, σε κάποιες περιπτώσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα στέγης, τα προβλήματα των ηλικιωμένων λεσβιών και γκέι που δεν έχουν κοινωνική υποστήριξη. Πρέπει να σκεφτούμε ευρύτερα για τα υποστηρικτικά δίκτυα που συγκροτούνται στην κοινωνία μας και αφορούν τον φιλικό κύκλο, την οικογένεια, την κοινότητα, τις δημόσιες υπηρεσίες κοκ. Ολα αυτά είναι εξίσου σημαντικά με την νομική αναγνώριση.
– Το 2001 είπατε ότι η συζήτηση στις ΗΠΑ εγκλωβίστηκε μεταξύ πόνου, βίας και της κατάδειξης της- του εχθρού, αλλά δεν άφησε πολύ χώρο στην κριτική και την ανάλυση των γεγονότων. Κάτι ανάλογο έγινε πέρυσι εδώ. Η δημόσια συζήτηση εγκλωβίστηκε στο θέμα της βίας. Γιατί συμβαίνει αυτό κατά τη γνώμη σας;
– Το ίδιο έγινε στη Γαλλία το 2005, όταν το κράτος ερμήνευσε τα γεγονότα σαν δυσλειτουργία. Σαν έλλειψη πειθαρχίας, μια παθολογική ανωμαλία. Καμιά-νεις δεν ήθελε να δει τις κοινωνικές συνθήκες που οδηγούσαν τις-τους ανθρώπους σε βίαιες πράξεις. Καμιά-νεις δεν ήθελε να ρωτήσει αν υπήρχαν ή όχι άλλες διέξοδοι δημόσιας έκφρασης για αυτές τις ανθρώπους που κατέφευγαν στη βία, επειδή βίωναν ρατσισμό, προβλήματα ή άλλες παρενοχλήσεις από την πλευρά του κράτους. Οταν το κράτος αποφασίζει ότι κάτι είναι μη κανονικό και πρέπει να κατασταλεί ώστε να επανακάμψει η δημοκρατική λειτουργία, τότε πρέπει να θυμόμαστε ότι το ίδιο το κράτος ασκεί κάποιο είδος νόμιμης βίας. Μια εξέγερση στους δρόμους που εκφράζει θυμό για την απώλεια της δημόσιας εκπαίδευσης για παράδειγμα ή κοινωνικών παροχών, ή την μη ευαισθησία απέναντι στις μετανάστριες, ή νέους περιορισμούς που επιβάλλονται, είναι πολιτική ενέργεια. Έχει πολιτικό κίνητρο, πολιτικούς στόχους, εκφράζει πολιτικό θυμό και πάντα εκφράζει την άποψη ότι κάποια αδικία συμβαίνει. Δεν θα πήγαινα μέχρι του σημείου να πω ότι κάθε μορφή νόμου είναι βία. Νομίζω ότι υπάρχουν βίαιες ερμηνείες του νόμου. Όπως υπάρχουν χρήσεις του νόμου που δίνουν υπερβολική ισχύ στην εξουσία και συνιστούν κρατική βία.
– Ο περσινός Δεκέμβρης βέβαια δεν είπε τίποτα συγκεκριμένο παρ’ ολ’ αυτά. Δεν διατύπωσε αιτήματα.
– Οχι συντεταγμένα, είμαι σίγουρη όμως ότι είπε πολλά. Πρέπει να δει καμιά-νεις ποια υποφέρει οικονομικά κατά κύριο λόγο και γιατί και ποια είναι η οπτική του κράτους για αυτά τα θέματα. Είτε έχει να κάνει με το μοίρασμα του πλούτου σε μια κοινωνία, είτε με την καλή ή κακή διαχείριση της εξουσίας, είτε να ελέγξουμε πόσο δημοκρατική είναι εντέλει η δημοκρατία. Με ένα τρόπο είχατε μια μεγάλη διαμάχη γύρω από το ερώτημα τι είναι δημοκρατία.
«Ποιο κίνημα θα διεκδικήσει ξανά τη δημοκρατική συμμετοχή»;
– Είμαστε στην εποχή του θεάματος, των σούπερ όπλων που μπορούν να αφανίσουν ολόκληρες περιοχές από τον χάρτη οδεύοντας σε έναν πολυκεντρικό κόσμο. Στην εποχή μας, τι θα θεωρούσατε «δημοκρατικό» και τι «δημοκρατία»;
– Οταν έμπαιναν στο Ιράκ, οι Αμερικανοί νόμισαν ότι θα εγκαθίδρυαν ένα τελείως εταιρικό καθεστώς. Κατέρρευσε αυτή η ιδέα όχι μόνο γιατί βυθίστηκε στη διαφθορά και την ανυποληψία, αλλά και γιατί συνάντησε αντίσταση από τον κόσμο. Ποτέ δεν θα γίνει κατορθωτό, όπως νόμιζαν. Διάφορες μορφές αντίστασης αναχαιτίζουν τη δύναμη των μονοπωλίων κι εγώ αυτό το λέω δημοκρατικό. Νομίζω ότι σε μια εποχή όπου τόσο το κεφάλαιο όσο και η βία μονοπωλούνται από κρατικούς και μη κρατικούς θεσμούς χρειάζεται να αναπτυχθεί ένα κίνημα που θα διεκδικήσει ξανά τη δημοκρατική συμμετοχή, το σπάσιμο των μονοπωλίων και τη χρήση της ισχύος μέσα σε περιθώρια που επιτρέπουν την καταπολέμηση ακραίων ανισοτήτων. Αυτή η διαδικασία πρέπει να εμπεριέχει την έννοια του μαζικού κινήματος. Καλό είναι να θυμόμαστε ότι η κρατική βία δεν ανήκει μόνο στο κράτος πλέον, αλλά σε ένα ευρύτερο κατεστημένο ασφάλειας το οποίο περιλαμβάνει και μεγάλες εταιρείες, καθώς και κράτη που είναι συνδεδεμένα με επιχειρήσεις – τόσο ώστε να μην μπορούμε πάντα να διακρίνουμε το ένα από το άλλο. Πρέπει να επιστρέψουμε σε μια πολύ απλή έννοια. Οτι οι άνθρωποι έχουν τη δύναμη να επιμείνουν σε ένα είδος δημοκρατικής αντιπροσώπευσης, αλλά και ένα είδος συμμετοχής στα οικονομικά και πολιτικά συστήματα στα οποία κατοικούν.
Το άρθρο το βρήκαμε στις 10.1.10 στην εφημερίδα Καθημερινή, γραμμένο από τον Ματθαίο Τσιμιτάκη στην http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_10/01/2010_385974
Ουδέν σχόλιο για τον λεσβιασμό της που η ίδια δήλωσε στην συζήτηση. Κάποιος φίλος του κ Πουλαντζά είπε πως ο ίδιος αγαπούσε τις γυναίκες και η κα. Butler ανταπάντησε: "και γω".