Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι οι συνέπειες για την προσφεύγουσα ήταν σοβαρές: δεδομένης της ισχύος των θρησκευτικών πεποιθήσεων της, έκρινε ότι δεν είχε καμία επιλογή από το να αντιμετωπίσει τις πειθαρχικές κυρώσεις παρά να χαρακτηριστεί ως ληξιάρχος συμφώνου συμβίωσης και, τελικά, έχασε τη δουλειά της.
Επιπλέον, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι, όταν τέθηκε σε σύμβαση εργασίας, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε του δικαιώματος να εκδηλώνει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της που την κάνουν να είναι αντίθετη στο να συμμετέχει σε σύμφωνα συμβίωσης, δεδομένου ότι η απαίτηση αυτή εισήχθη από την εργοδοσία της, σε μεταγενέστερη ημερομηνία.
Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχει η πολιτική της τοπικής αυτοδιοίκησης με στόχο να διασφαλίσει τα δικαιώματα των άλλων που επίσης προστατεύονται από τη Σύμβαση - ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο επιτρέπει γενικά στις εθνικές αρχές ευρεία διακριτική ευχέρεια, όταν πρόκειται για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ ανταγωνιστικών δικαιωμάτων της Σύμβασης [το Δικαστήριο αναφέρεται στην υπόθεση Evans]. Σε όλες τις περιστάσεις, το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι οι εθνικές Αρχές ... υπερέβησαν την διακριτική ευχέρεια-περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν.
Η κύρια αιτία που θέτω το θέμα της αποκλειστικής εξάρτησης του Δικαστηρίου σχετικά με την διακριτική ευχέρεια να απορρίψει την αξίωση της κας. Ladele (και του κ. McFarlane) είναι ότι δεν ήταν σε καμία περίπτωση απαραίτητο να το πράξει. Για να παραθέσω την εν μέρει σύμφωνη γνώμη του διάσημου δικαστή Χρήστου Ροζάκη Christos Rozakis στην υπόθεση Odièvre κατά Γαλλίας" ... όταν το Δικαστήριο έχει στα χέρια του μια αφθονία στοιχείων που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εξέταση της αναγκαιότητας είναι ικανοποιητική από μόνη της ... η αναφορά στη διακριτική ευχέρεια θα πρέπει δεόντως να περιορίζεται σε δευτερεύοντα ρόλο".
Ενώ βλέπω το λόγο γιατί να είναι πλήρως σεβαστή (η διακριτική ευχέρεια) όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα ηθικό ή νομικό δίλημμα, όπως αυτή της υπόθεσης Evans, όπου η αιτιολόγηση απέτυχε να προσφέρει πειστικά επιχειρήματα υπέρ της, είτε στα σε σύγκρουση δικαιώματα, δεν βλέπω κανένα τέτοιο σημείο στην υπόθεση της κας. Ladele. Μου φαίνεται ότι το Δικαστήριο αναφέρεται στη διακριτική ευχέρεια για διαφορετικές αιτιές – στην πρώτη είναι αποδεκτή, στην δεύτερη όχι – στην υπόθεση Evans και στην υπόθεση Ladele. Κατά πως εγώ διαβάζω την υπόθεση Evans, το Δικαστήριο βασίμως στηρίχθηκε στη διακριτική ευχέρεια, διότι δεν είχε λόγο να επιλύσει τη σύγκρουση, οδηγώντας έτσι σε ένα αδιέξοδο. Η αναβολή των εθνικών Αρχών για την εκτίμηση της υπόθεσης μπορεί να είναι σοφή σε τέτοιες περιστάσεις, για να μην θεωρηθεί η απόφαση του Δικαστηρίου ως αυθαίρετη.
Στην υπόθεση Ladele, ωστόσο, το Δικαστήριο χρησιμοποιεί τη διακριτική ευχέρεια διαφορετικά. Το Δικαστήριο δεν επιχειρεί καν να αξιολογήσει την εγκυρότητα του κάθε επιχειρήματος, ούτε υπέρ ούτε κατά της διαπίστωσης παραβίασης. Το Δικαστήριο επίσης δεν εξηγεί γιατί η παρουσία της σύγκρουσης μεταξύ των δικαιωμάτων της Σύμβασης (Ευρωπ.Σύμβ.Ανθρωπ.Δικαιωμάτων) θα πρέπει αυτομάτως να απαιτεί τη χορήγηση μιας ευρείας διακριτικής ευχέρειας.
Διαβάζοντας την υπόθεση Ladele, έχω την ισχυρή εντύπωση ότι το Δικαστήριο χρησιμοποιεί την διακριτική ευχέρεια ώστε να παρέχει τη συντομότερη διαδρομή στον επιθυμητό προορισμό του - ένα εύρημα μη παραβίασης - ενώ αποκρύπτει τις κανονιστικές αιτίες τις οποίες έκρινε πως είναι το καλύτερο αποτέλεσμα.
Η χρήση της διακριτικής ευχέρειας - ως μανδύα για να κρύψει τις πραγματικές αιτίες, αντί της χρήσης της ως ενός απαραίτητου εργαλείου για την αντιμετώπιση της αποτυχίας της λογικής αιτιολόγησης να παρέχει ένα αποτέλεσμα - είναι απαράδεκτη.
Επιχειρήματα που δεν αντιμετωπίστηκαν
Κρυβόμενο πίσω από τη διακριτική ευχέρεια, το Δικαστήριο όχι μόνο δεν προσφέρει πειστικές αιτίες-αιτιολογήσεις - που ήταν διαθέσιμες - προς υποστήριξη της τελικής δικαστικής απόφασής του. Αφήνει επίσης πολλά κρίσιμα επιχειρήματα εκτός συζήτησης.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η αποτυχία του Δικαστηρίου να εμπλακεί με το επιχείρημα που προέβαλε η ίδια η κα Ladele της και από πολλές παρεμβαίνουσες, ότι η υπόθεση της κας. Ladele θα μπορούσε να έχει επιλυθεί μέσω εύλογων προσαρμογών. Ίσως αυτή να ήταν εσκεμμένη. Ίσως το Δικαστήριο δεν ξέρει πώς να ασχοληθεί με αυτό το επιχείρημα, δεδομένου ότι αυτό διαισθητικά φαίνεται λογικό, απλώς κάποια άλλη να τελεί Lbtiq σύμφωνα συμβίωσης, όπως και πολλές τοπικές αρχές έκαναν στην Αγγλία αφ' ότου ο Νόμος Συμφώνου Συμβίωσης τέθηκε σε ισχύ.
Πάνω από όλα, εκ πρώτης όψεως, πού είναι η βλάβη στη χορήγηση απαλλαγής; Η κα. Ladele θα ήταν σε θέση να συμμορφωθεί με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της και τα Lbtiq ζευγάρια θα εξακολουθούσαν να έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν τις υπηρεσίες του ληξιαρχείου Islington (απλώς εκτελείται από άλλο πρόσωπο). Ίσως το Δικαστήριο σκέφτηκε ότι ήταν καλύτερα να μην ξεκινήσει μια επίπονη ανάλυση του κατά πόσον εύλογες προσαρμογές θα πρέπει να παρασχεθούν στην υπόθεση της κα. Ladele. Αν αυτό ήταν μέρος του σκοπού του, η εξάρτηση από μια ευρεία διακριτική ευχέρεια πέτυχε σίγουρα. Αλλά είναι εξίσου σίγουρο πως δεν ήταν απαραίτητο, δεδομένου ότι το Δικαστήριο είχε αρκετά επιχειρήματα στη διάθεσή του για να απορρίψει τον ισχυρισμό της κας. Ladele ότι θα μπορούσαν να έχουν παρασχεθεί εύλογες προσαρμογές.
Υπήρξε κατ' αρχάς το επιχείρημα της αρχής-αξίας, που χρησιμοποιήθηκε από το Εφετείο, με την έννοια ότι - ακόμη και αν η εύλογη προσαρμογή ήταν ρεαλιστικά μιλώντας δυνατή - η απαγόρευση των διακρίσεων με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό ήταν πολύ σημαντικό να υποχωρήσει. Θα πρέπει ως εκ τούτου «να υπερισχύσει» κάθε σκέψη υπέρ των εύλογων προσαρμογών. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο αναφέρεται στις "εξαιρετικά σημαντικές αιτίες" που απαιτούνται για να δικαιολογηθούν οι διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό, ένα τέτοιο “αξιόπιστο-υπερισχύον” επιχείρημα ήταν καλό εντός των δυνατοτήτων του. Ίσως, όμως, το Δικαστήριο φοβόταν - δικαίως ή όχι - ότι θα μπει σε ένα χάος σε μελλοντικές υποθέσεις με το να ασχοληθεί ρητά με αυτές-μαζί του;
Ακόμα και αν το Δικαστήριο δεν ήθελε να παίξει το «αξιόπιστο-υπερισχύον» παιχνίδι, θα μπορούσε να το έχει στην κατοχή του κατά της κας. Ladele για άλλους λόγους. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να έχει θέσει ένα όριο στις λογικές διευθετήσεις-διακανονισμούς, όταν το κόστος της χορήγησης τις θα απαιτούσε (ορισμένες) θυσίες στα δικαιώματα των άλλων. Το τρίτο παρεμβαίνον μέρος Liberty αναφέρθηκε σε αυτήν την επιλογή, όταν έκρινε ότι «ο αντίκτυπος της κάθε διευθέτησης για τις άλλες, ιδίως όταν οι ίδιες οι άλλες είναι μειονότητα ή και σε μειονεκτική θέση θα πρέπει να ληφθούν υπόψη".
Στην πραγματικότητα, μου φαίνεται ότι υπόθεση Eweida ήταν η ιδανική υπόθεση κατά την οποία υπήρξε τόσο το σταθερό έδαφος των εύλογων προσαρμογών για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις στη Σύμβαση ΕΣΑΔ και ταυτόχρονα να εξηγήσει τους περιορισμούς τις. Η υπόθεση της κας. Eweida είναι - κατά τη γνώμη μου - η τέλεια υπόθεση κατά την οποία μπορεί να δημιουργηθεί η υποχρέωση των εύλογων προσαρμογών, όταν τα κόστη είναι μικρά (π.χ. μικρές θεσμικές προσαρμογές, εμπορική εικόνα ή περιορισμένο οικονομικό κόστος). Το Δικαστήριο φαίνεται να συμφωνεί με την πρόταση, λαμβάνοντας υπόψη το σκεπτικό του σε σχέση με τον ισχυρισμό της κας. Eweida (Δες "όπου δεν υπάρχει καμία απόδειξη οποιασδήποτε πραγματικής καταπάτησης των συμφερόντων των άλλων”, παράγραφος 95).
Η υπόθεση της κας. Ladele, αντίθετα, δείχνει ότι τα όρια θα πρέπει να επιβληθούν σε εύλογες προσαρμογές για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, όταν το δικαίωμα των άλλων είναι απαλλαγμένες από διακρίσεις κινδυνεύει.
Σε αυτό το τελευταίο σημείο, θα ήθελα να διαφωνήσω με την διαφωνία των δικαστών Vuĉinić και De Gaetano όταν ισχυρίζονται ότι:
Δεν μπορεί ισορροπία ... να πραγματοποιηθεί μεταξύ συγκεκριμένων δικαιωμάτων της τρίτης προσφεύγουσας για την αντίρρηση συνείδησης, η οποία είναι ένα από τα πιο θεμελιώδη δικαιώματα που ενυπάρχουν σε ένα πρόσωπο ... και μια ευνομούμενη χώρα ή δημόσια αρχή, η οποία επιδιώκει να προστατεύσει τα δικαιώματα αφηρημένα.
Δεν είναι μόνο που αυτό ξεπέφτει από το ρόλλο του στη σύγκρουση, αποτυγχάνει επίσης να συμμετάσχει επαρκώς στην σαφή βλάβη των Lbtiq ζευγαριών που παρουσιάζονται στο ληξιαρχείο Borough of Islington και την πραγματική ζημία που υπέστησαν οι Lbtiq συναδέλφισες της κας. Ladele.
Αν και θα συμφωνήσω ότι δεν πρέπει καμιά να θυσιάσει ελαφρά τα πραγματικά δικαιώματα (δικαιώματα που είναι πραγματικά σε κίνδυνο) για τα αφηρημένα (τα δικαιώματα που είναι καθαρά υποθετικά σε κίνδυνο), η υπόθεση της κας. Ladele δεν είναι εκείνη κατά την οποία το πλοίο πλέει.
Βρίσκεστε στο δεύτερο μέρος για να βρεθείτε στο πρώτο μέρος πατήστε εδώ.
Την είδηση την βρήκαμε στις 23.2.13 και την μετάφρασαμε από την στην http://strasbourgobservers.com/2013/01/23/eweida-part-ii-the-margin-of-appreciation-defeats-and-silences-all/