Πολιτότητα και ιθαγένεια
Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας (απόφαση 350/01-02-2011 του Δ’ Τμήματος), «η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοικήσεως αποτελεί λειτούργημα απαραίτητο για την πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας ως τοιαύτης νοουμένης της ασκουμένης από τον λαό ως εκλογικό σώμα απαρτιζόμενο μόνο από τις έχουσες δικαίωμα ψήφου Ελληνίδες πολίτισες» και συνεπώς το δικαίωμα αυτό «δεν μπορεί να επεκταθεί και στις μη έχουσες την ιδιότητα αυτή χωρίς αναθεώρηση της σχετικής διατάξεως του Συντάγματος».
Επομένως, οι ρυθμίσεις των άρθρων 14 έως 21 του Ν. 3838/2010 (με τις οποίες αποδίδεται το ενεργητικό και παθητικό εκλογικό δικαίωμα σε νόμιμες μετανάστριες υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις) «είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς τα άρθρα 1 παρ. 2 και 3, 52 και 102 παρ. 2 του Συντάγματος».
Στο άρθρο 102 παρ. 2 Σ., ωστόσο, προβλέπεται ότι οι αρχές των ΟΤΑ «εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία, όπως νόμος ορίζει», άρα όχι αναγκαστικά μόνον από Ελληνίδες πολίτισες. Η έννοια της καθολικότητας προκύπτει από το άρθρο 51 παρ. 3 εδ. β που κατοχυρώνει περιοριστικά τους λόγους αποκλεισμού από το εκλογικό σώμα (μη νόμιμη ηλικία, ανικανότητα δικαιοπραξίας και συνεπεία ποινικής καταδίκης), θέτει δηλαδή ένα κατώτατο, όχι όμως και ένα ανώτατο «κατώφλι».
Εξάλλου, βάσει του άρθρου 102 Σ., αναγνωρίζεται στους ΟΤΑ «διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια», όχι όμως και κανονιστική. Με άλλα λόγια, οι δήμοι δεν θέτουν νόμους, αλλά ασκούν καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα υπό τους περιορισμούς του νόμου που θέτει η Βουλή. Συνεπώς, η εκλογή των αρχών τους είναι μεν πολιτική, δεν υπάγεται όμως στην έννοια της άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας, στη στενή της πρόσληψη, ως αποτύπωση της βούλησης του εκλογικού σώματος, αποτελούμενου από Ελληνίδες υπηκόους και μόνον. Η παραπάνω ερμηνεία επικουρείται και από το άρθρο 5 παρ. 1 Σ., που κατοχυρώνει δικαίωμα συμμετοχής στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας για την καθεμία. Η απαγόρευση, τέλος, του άρθρου 4 παρ. 4 Σ., σύμφωνα με το οποίο «Μόνο Ελληνίδες πολίτισες είναι δεκτές σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες», δεν είναι απόλυτη, εφόσον προβλέπεται η δυνατότητα εξαιρέσεων που εισάγονται με «ειδικό νόμο». Τέτοιος είναι ο Ν. 3838/2010, καθώς προβλέπει ειδική κατηγορία «δημόσιας λειτουργίας» (θέση δημοτικής ή διαμερισματικής συμβούλου) για ειδική κατηγορία μη Ελληνίδων πολιτισών (βλ. άρθρα 14, 15 και 17) και όχι μια γενική δυνατότητα για όλες τις αλλοδαπές ή για όλες τις δημόσιες λειτουργίες.
Πέραν όμως των καθαρά νομικών επιχειρημάτων υπάρχει το μέγιστο δικαιοπολιτικό επιχείρημα της δημοκρατίας, σύμφωνα με το οποίο κάθε απόφαση πρέπει να λαμβάνεται από όλες όσες η απόφαση αυτή αφορά. Είναι προφανές ότι οι μονίμως και νομίμως εγκατεστημένες σε μια πόλη κάτοικοι, είτε κοινοτικές είτε πολίτισες τρίτης χώρας, έχουν κάθε νόμιμο συμφέρον να συναποφασίζουν για τη διοίκηση της πόλης. Από μια τέτοια πρόσληψη της δημοκρατικής αρχής μπορεί να συναχθεί η «πολιτότητα» ως μια έννοια ευρύτερη της ιθαγένειας που προσπορίζει δικαιώματα σε όλες, ανεξαρτήτως του τυπικού νομικού δεσμού τις με μια χώρα. Με άλλα λόγια, η απόκτηση όλων των δικαιωμάτων -πλην ίσως του εκλογικού στις εθνικές εκλογές- δεν πρέπει να συνδέεται με την απόκτηση της ιθαγένειας της χώρας διαμονής.
Την είδηση την βρήκαμε στις 26.2.11 στην εφημερίδα το Έθνος γραμμένη από τη Λίνα Παπαδοπούλου, Επίκουρη καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ στην http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11374&subid=2&pubid=55556964