14 Φεβ 2011

"Ομογενής, ήτοι Ελληνίς ή Αλβανίς την καταγωγήν"

«Ομογενής, ήτοι Ελληνίς ή Αλβανή την καταγωγήν»

Δύο ζητήματα αναδεικνύονται με την συγκεκριμένη απόφαση. Το ένα αφορά τη σχέση των δικαστίνών με την ιστορία, το παρελθόν και έναν πυρήνα αντιλήψεων που σχετίζονται με το πώς αντιλαμβανόμαστε την εαυτή μας. Το άλλο αφορά την άγνοια των δικαστίνων σε σχέση με την ιστορία της ελληνικής ιθαγένειας, ιστορία αποκρύψεων, αντιφάσεων και αλλαγών, καθώς η αποκάλυψή της θα έφερνε στο φως την ανάλογη ιστορία διαμόρφωσης του ελληνικού έθνους. Όπως βέβαια και σε όλα τα έθνη, έτσι και στο ελληνικό, η απάντηση στο ποια μπορεί να ανήκει σε αυτό ήταν διαφορετική ανάλογα με την περίοδο ή και τη συγκυρία.

Το πρώτο ζήτημα επιβεβαιώνει ότι οι δικαστίνες, πέρα από τη νομική τις παιδεία, δεν είναι παρά οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Και η άνθρωπος της διπλανής πόρτας, αριστερή, δεξιά, προοδευτική, συντηρητική, άθεη, βαθύτατα θρησκευόμενη και ό,τι άλλο, θεωρεί ότι έχει μια ιδιαίτερη μοναδική καταγωγή, σαν μια ευθεία γραμμή να την συνδέει χιλιάδες χρόνια με ένα αιώνιο, αμετάβλητο και πάντα υπάρχον ελληνικό έθνος. Όσο λοιπόν κυριαρχεί αυτή η αντίληψη, που δημιουργεί την πεποίθηση ότι αν χανόταν η καταγωγική συνέχεια θα χανόταν και το ελληνικό έθνος, δεν μπορεί παρά να παράγονται και τέτοιες αποφάσεις.

Το δεύτερο ζήτημα αξίζει ίσως μεγαλύτερη ανάλυση. Σήμερα γνωρίζουμε ότι καμία ιθαγένεια δεν υπήρξε αμιγώς στηριγμένη στο δίκαιο του αίματος ή στο δίκαιο του εδάφους. Ακόμη όμως και σε παραδειγματικές ιθαγένειες του αίματος, όπως μέχρι πρόσφατα η γερμανική, η καταγωγή δεν ήταν παρά μια επίφαση: Γερμανίδα ήταν όποια η ίδια ή οι προγόνισσές της μιλούσαν γερμανικά, αλλά και αυτό εφαρμόστηκε και εφαρμόζεται ακόμη με εξώφθαλμες αντιφάσεις. Αντίστοιχα, η ιστορία της ελληνικής ιθαγένειας, είναι η ιστορία της ορθόδοξης που σχετίζεται με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Από τα Επαναστατικά Συντάγματα μέχρι σήμερα, η δυνατότητα ένταξης στην εθνική κοινότητα προσδιοριζόταν κυρίαρχα από την ένταξη στην ορθοδοξία. Αυτό ήταν που ένωνε –και ενώνει– την κουρδόφωνη της Ντιγιάρμπακιρ (ναι, υπάρχουν και τέτοιες Ελληνίδες) με την αλβανόφωνη της Μεσσηνίας. Η ίδια θεώρηση απαγόρευε την ένταξη στο ελληνικό έθνος της ελληνόφωνης μουσουλμάνας, ακόμη και της κόρης κάποιας που εξισλαμίστηκε.

Βέβαια, εκ των υστέρων, η γλωσσική ή όποια άλλη «απόκλιση» επενδύεται με ευφάνταστα σχήματα, όπως πόσο κοντά στα αρχαία ελληνικά είναι τα αρβανίτικα ή πόσο «σλαβοφανές» είναι το «ιδίωμα» στη Μακεδονία. Άλλωστε, η μόνη καταγωγική περίοδος του ανήκειν στο ελληνικό έθνος που αμφισβητήθηκε η σημασία της θρησκευτικής ένταξης, ήταν αυτή που Ελληνίδες και Αλβανίδες θεωρούνταν «αδελφές» που έχουν ίδιο αίμα λόγω κοινών προγόνων, και παρήγαγε ρυθμίσεις που δεν ταιριάζουν με το σχήμα του ΣτΕ, όπως για παράδειγμα ένα Διάταγμα του 1904 που έδινε τη δυνατότητα αυτόματης κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας σε όποιον εισάγονταν στη Σχολή Ευελπίδων αν ήταν «ομογενής, ήτοι Έλλην ή Αλβανός την καταγωγήν».[1] Ούτε βέβαια το άλλο μείζον καταγωγικό σχήμα θα έβρισκε σύμφωνο το ΣτΕ, το ότι ιθαγένεια και «ελληνική εθνική καταγωγή» σε ένα παιδί μπορούσε μέχρι το 1983 να προσδώσει μόνο ο άντρας, το αίμα της γυναίκας δεν ήταν εθνικά άξιο να το κάνει. Η δε «ελληνική καταγωγή» δεν απέτρεψε την νομοθέτιδα και το ΣτΕ να αποβάλουν από το έθνος και να αφαιρέσουν την ιθαγένεια σε δεκάδες χιλιάδες αριστερές ως «αντεθνικώς δρώσες».

Τι ήταν τέλος πάντων αυτό που συνέδεε στον Μεσοπόλεμο την πόντια νύφη που έπρεπε να πλένει τα πόδια του πεθερού της με την κυρία των Αθηνών στην οποία ήταν ανεκτές οι προγαμιαίες σχέσεις; Ούτε η «καταγωγή» ούτε η γλώσσα ούτε οι «κοινές ή εθνικές παραδόσεις», τις οποίες επικαλούνται παλαιότερες αποφάσεις του ΣτΕ. Εν τέλει, αυτό που συνέδεε αυτές τις ανθρώπους, το ελληνικό έθνος, ήταν η βούλησή τις να ανήκουν σε μια κοινότητα, βούληση άλλες φορές πιο ξεκάθαρη, άλλες όχι, άλλες που αποκτήθηκε μετά από τριβές, άλλες μετά από πίεση. Και η σταδιακή αυτή ένταξη στην εθνική κοινότητα αφορούσε πολλές κοινότητες, όχι μόνο διεκδικούμενες από αντίπαλους εθνικισμούς, αλλά και ελληνόφωνες, όπως, για παράδειγμα, μερικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου.

Η ένταξη σε κάθε εθνική κοινότητα, εγγενώς σύνθετη και αντιφατική, εξελίσσεται, μεταβάλλεται. Το ίδιο και το ποια έχει δικαίωμα και ποια αποκλείεται από την ιθαγένεια. Σήμερα βρισκόμαστε όντως μπροστά σε μια τομή, και είναι κατανοητό να προκαλούνται τριβές. Ας υποθέσουμε όμως ότι μπροστά στις δικαστίνες που εξέδωσαν τη συγκεκριμένη απόφαση παρουσιάζονταν δύο έφηβες. Η μία απόγονος κάποιας που έφυγε από την Πελοπόννησο πριν έξι γενιές (με 1,5% ελληνικό αίμα!), με πλήρη άγνοια των ελληνικών και της Ελλάδας και Ελληνίδα πολίτισα με τη λογική της καταγωγής αλλά και με το ισχύον και σήμερα δίκαιο, ακόμη και μετά τη μεταρρύθμιση του 2010. Η άλλη ένα παιδί χωρίς «ελληνική καταγωγή» που γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι οι ίδιες δικαστίνες θα διάλεγαν ως κατάλληλη να είναι Ελληνίδα πολίτισα την δεύτερη.


Την είδηση την βρήκαμε στις 13.2.11 γραμμένη από τον ιστορικό Λάμπρο Μπαλτσιώτη, ειδικό σε ζητήματα ιστορίας της ελληνικής ιθαγένειας στην http://odromos.wordpress.com/2011/02/13/%C2%AB%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%AE%CF%82-%CE%AE%CF%84%CE%BF%CE%B9-%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD-%CE%AE-%CE%B1%CE%BB%CE%B2%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CF%84/