24 Μαΐ 2009

hiv aids διακρίσεις με βάση τη σεξουαλική συμπεριφορά

Μια απόφαση «φορέας» κοινωνικού ρατσισμού

Ενώ ο κίνδυνος δραματικής αύξησης των απολύσεων για «οικονομικοτεχνικούς λόγους» εν όψει της επερχόμενης ύφεσης γίνεται ολοένα και πιο απειλητικός, η σχετική νομολογία, κυρίως του Αρείου Πάγου (ανέλεγκτο επιχειρηματικής απόφασης, ενδεικτική η ΑΠ 351/2004, ΕΕΔ 2004, σ. 1.477), λόγω των παγιωμένων συντηρητικών παραδοχών της δεν φαίνεται να γεννά βάσιμες ελπίδες για αναχαίτιση του φαινομένου.
Πολλώ μάλλον καθώς, όλως προσφάτως, μια εκτός του φορτισμένου πεδίου της οικονομικής κρίσης ευρισκόμενη περίπτωση απόλυσης δεν αντιμετωπίστηκε με τη δέουσα νομική προσοχή και κοινωνική ευαισθησία.

Πρόκειται για την 670/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία δέχτηκε ότι υπήρξε νόμιμη, ως μη καταχρηστική, η πραγματοποιηθείσα κατόπιν πίεσης του προσωπικού απόλυση φορέα του ιού HIV (AIDS). Η απόφαση αυτή έκρινε ότι η διασάλευση της εργασιακής ειρήνης και οι επιπτώσεις της στην παραγωγικότητα έχουν αξιολογικό προβάδισμα έναντι του δικαιώματος στη διασφάλιση της θέσης εργασίας και, κατά συνέπεια, της προστασίας της προσωπικότητας του εργαζομένου και της αξίωσής του για αποτροπή δυσμενούς διάκρισης για λόγους υγείας.

Σημειωτέον δε ότι α) η άσκηση των σχετικών πιέσεων συνεχιζόταν, παρά τις τεκμηριωμένες επιστημονικά διαβεβαιώσεις στο προσωπικό του κληθέντος από τον εργοδότη γιατρού εργασίας ότι δεν διέτρεχε κίνδυνο η υγεία τους από την παρουσία του πάσχοντος εργαζομένου, εφόσον λαμβάνονταν «στοιχειώδεις προφυλάξεις, ιδίως από το προσωπικό καθαριότητας» και β) η μετακίνηση του εργαζομένου σε άλλο υποκατάστημα της επιχείρησης δεν κατέστη δυνατή, λόγω ύπαρξης αντίστοιχου φοβικού κλίματος στο προσωπικό.

Παρότι η κατηγορία αυτή απολύσεων δεν έχει ούτε την κοινωνικοπολιτική φόρτιση ούτε την επικαιρότητα των οικονομικοτεχνικών απολύσεων, αλλά ούτε και συχνή παρουσία στον εργασιακό βίο, εμφανίζει αυξημένο αξιολογικό και κοινωνικό ειδικό βάρος. Τούτο καθώς δεν οφείλεται σε αντισυμβατική συμπεριφορά του εργαζομένου. Η δε σχετική απόφαση του εργοδότη είναι προϊόν πίεσης από το προσωπικό. Αίτιο της πίεσης αυτής είναι η ύπαρξη ενός λόγου υγείας, ο οποίος καθεαυτός δεν δικαιολογεί την απόλυση, αφού η συγκεκριμένη νόσος ούτε την ικανότητα προς εργασία επηρέαζε ούτε την υγεία του προσωπικού απειλούσε.
Βεβαίως, ο φόβος μετάδοσης του ιού και η συνακόλουθη διασάλευση της εργασιακής ειρήνης φαίνεται να αποσυνδέουν τον λόγο της απόλυσης από το πρόσωπο του εργαζομένου και να τον μεταφέρουν στην επιχείρηση. Ωστόσο, το ουσιαστικό αίτιο της απόλυσης δεν παύει να είναι η ασθένεια του εργαζομένου. Αυτό σημαίνει ότι το δικαστήριο οφείλει να επικεντρώσει τις αξιολογήσεις του βασικά στο αν η συγκεκριμένη ασθένεια, στη συγκεκριμένη επιχείρηση, στον συγκεκριμένο χώρο εργασίας από μόνη της δικαιολογεί αντικειμενικά την απόλυση.

Οπως γίνεται βασικά δεκτό, η ασθένεια, όσο σοβαρή και να είναι, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να δικαιολογήσει την απόλυση, πράγμα που δεν συμβαίνει όταν δεν επηρεάζεται η ικανότητα για εργασία και έτσι η ομαλή λειτουργία της σύμβασης εργασίας. Πάντως σε περίπτωση μεταδοτικής νόσου, όπως στην προκειμένη περίπτωση, λαμβάνονται σοβαρά υπ' όψιν η φύση της εργασίας και οι τυχόν ιδιάζοντες κίνδυνοι μετάδοσης.
Από την άλλη πλευρά, ούτε η, απορριφθείσα από τον πάσχοντα εργαζόμενο, πρόταση της εργοδότριας επιχείρησης να τον βοηθήσει στην άσκηση νέου επαγγέλματος καθιστά την απόλυση νόμιμη λόγω τήρησης της αρχής της αναλογικότητας. Τούτο δε καθώς α) στην επίμαχη περίπτωση δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της αρχής, αφού δεν υφίσταται αντικειμενικός λόγος δικαιολογητικός της απόλυσης και πάντως β) στόχος της αρχής αυτής είναι η αποφυγή της απόλυσης και όχι η, ασαφής άλλωστε και ρευστή, φιλανθρωπική υποστήριξη μιας νέας βιοποριστικής δραστηριότητας.

Η άσκηση εξάλλου πίεσης από το προσωπικό, στον βαθμό που θα ληφθεί υπ' όψιν κατά τη σχετική στάθμιση συμφερόντων, δεν ασκεί αποφασιστική επιρροή στην τελική κρίση νομιμότητας της απόλυσης. Πολλώ μάλλον όταν η δημιουργηθείσα κατάσταση, στηριζόμενη σε ιδεοληψίες και προκαταλήψεις, εξωθεί τον εργοδότη σε εξοφθάλμως αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά.

Στην επίμαχη περίπτωση ο εργοδότης, όχι μόνο δεν προστάτευσε τον φορέα του ιού HIV εργαζόμενο στο πλαίσιο της υποχρέωσης πρόνοιας που τον βαρύνει, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια για αποτροπή δημιουργίας κλίματος αδικαιολόγητης φοβίας, γενεσιουργού ενός ιδιότυπου ρατσισμού σε βάρος του πάσχοντος και χρήζοντος συναδελφικής συμπαράστασης και αλληλεγγύης εργαζομένου, όπως άλλωστε η εθνική και κοινοτική νομοθεσία επιβάλλουν. Αντιθέτως, ενέδωσε σε πιέσεις, όχι απλώς στερούμενες αντικειμενικού δικαιολογητικού λόγου, αλλά προδήλως παράνομες.
Ο Αρειος Πάγος, αντί να επιδοκιμάσει τη στηριζόμενη σε μια υποδειγματική στάθμιση συμφερόντων εφετειακή απόφαση, την αναίρεσε. Ετσι όμως, ανάγοντας το «καλώς νοούμενο συμφέρον της επιχείρησης» σε υπέρτατο έννομο αγαθό, δεν έσφαλε απλώς, αφού η νόσος του AIDS ούτε ευθέως ούτε εμμέσως (μέσω πίεσης του προσωπικού), στη συγκεκριμένη τουλάχιστον περίπτωση, δικαιολογεί αντικειμενικά την απόλυση. Πολύ περισσότερο, παραβιάζοντας ακόμη και το ισόκυρο των συνταγματικών δικαιωμάτων, προέβη σε σταθμίσεις και αξιολογήσεις ασυμβίβαστες με το ισχύον στη χώρα νομικό καθεστώς προστασίας των απολύσεων και της εργασίας γενικότερα. Σε μια εποχή που το δικαίωμα εργασίας και η προσωπικότητα των εργαζομένων βάλλονται παντοιοτρόπως και πολλαπλώς, το Ανώτατο Δικαστήριο, αντί να συμβάλλει στη δημιουργία ενός στέρεου δικτύου προστασίας μιας χρήζουσας ιδιαίτερης φροντίδας, ευαισθησίας και αλληλεγγύης κατηγορίας εργαζομένων, όπως είναι οι φορείς του ιού HIV, δίνει το «πράσινο φως» για την καλλιέργεια ενός ιδιότυπου όσο και απεχθούς κοινωνικού ρατσισμού και αποκλεισμού προς δόξαν του περιλάλητου εργασιακού-νομικού μας «πολιτισμού».

Το άρθρο το βρήκαμε στις 23.5.09 στην εφημερίδα τα Νέα γραμμένο από τον Δημήτρη Τραυλό-Τζανετάτο, Καθηγητή Εργατικού Δικαίου Πανεπιστημίου Αθηνών στο http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=47134

Ο συγκεκριμένος οροθετικός δεν το έχει πει πουθενά και ο μεγάλος του φόβος είναι μην το ανακαλύψει η οικογένειά του.
Το ΚΕΛΠΝΟ είχε επίσης διαφωνήσει με την απόφαση του Αρείου Πάγου αλλά ο εργαζόμενος παραμένει απολυμένος και υποτιμημένος. Ευαγγελία Βλάμη