24 Μαΐ 2009

Ενσώματη συμμετοχή 1'

"Ενσώματη συμμετοχή: υποκειμενοποίηση και queer συλλογικότητα στη σύγχρονη Ελλάδα"

Υλικότητα και γλώσσα συνυφαίνονται και αλληλοεξαρτώνται, αν και δεν ανάγονται πλήρως η μία στην άλλη: καμιά δεν υπερβαίνει την άλλη και καμιά δεν προηγείται της άλλης. Judith Butler

Το 2005, στην πρώτη Παρέλαση Υπερηφάνειας της Αθήνας, λίγα μέτρα μπροστά μου περπατούσε ένα αγόρι γύρω στα είκοσι φορώντας ένα τζάκετ με ανεβασμένο γιακά, μόνος του, σκυφτός, κολλημένος σε όλη τη διαδρομή στον ώμο του ατόμου που τύχαινε να βρίσκεται κάθε φορά μπροστά του. Μέσα στην εμπύρετη και ενθουσιώδη ατμόσφαιρα εκείνης της ημέρας, μου φάνηκε παράδοξο το να έχει έρθει ένας άνθρωπος να λάβει μέρος στην παρέλαση υπερηφάνειας όταν δεν είναι διατεθειμένος να εκθέσει το πρόσωπό του στο συμπαθούν πλήθος και να προχωράει σαν να περιμένει να τελειώσει η πορεία για να πάει να κρυφτεί στη γκαρσονιέρα του ή στο δωμάτιο στο σπίτι των γονιών του. Ξαναδιαβάζοντας σημειώσεις, αποκόμματα εφημερίδων, blogs, και απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις, βουτώντας ξανά στην περίπλοκη θεωρία με τα συσκοτιστικά πολλές φορές παρεπόμενά της, πολλές φορές έκτοτε σκέφτηκα πόσο βιάστηκα να τον κρίνω. Τι πιο δηλωτικό της σύνθετης κατάστασης που εμπεριέχει αγωνία, αβεβαιότητα, απροθυμία μονοσήμαντης ταύτισης αλλά και τόλμη από μια τέτοια σκηνή που, οσοδήποτε παράξενη, κατέστησε την παρέλαση και, κατ’ επέκταση την κοινότητα, δυνατή, πραγματική και βαδίζουσα. Αυτό το παιδί είχε καταφέρει να ξεγελάσει τον φόβο και την αμηχανία του και, πιθανότατα ρισκάροντας περισσότερα από τις ακτιβίστριες, τους ακτιβιστές και τις ερευνήτριες που βάδιζαν με τη συγκρατημένη αυταρέσκεια του στρατευμένου, αποφάσιζε να προσφέρει το σώμα του στη δημιουργία εκείνου του ισχνού πρώτου πλήθους που επιχειρούσε μια δημόσια εκδήλωση στο κέντρο της Αθήνας.
Το ερευνητικό μου θέμα, η δημόσια δήλωση της σεξουαλικής ταυτότητας ή coming out έχει εν πολλοίς περιγραφεί σαν μια διαδικασία που ολοκληρώνεται με «επιτυχία» τη στιγμή της λεκτικής παραδοχής και γνωστοποίησης της σεξουαλικής ταυτότητας. Είτε σαν αγαπημένο λογοτεχνικό και κινηματογραφικό μοτίβο, είτε σαν παρακλάδι της ψυχολογίας θεωρείται αναγκαίο στάδιο για την απόκτηση της ανδρικής ομοερωτικής ταυτότητας [και μιλώ μόνο για άνδρες που επιθυμούν άνδρες γιατί μέχρι εκεί μου επιτρέπει η έρευνά μου να το κάνω] προς μια «υγιή και ισορροπημένη» κοινωνική ζωή. *Α
Ωστόσο, σε μια κουλτούρα όχι ιδιαζόντως εξομολογητική, όπου το κουτσομπολιό έχει ακόμα την πρωτοκαθεδρία του κοινωνικού ελέγχου και ο υπαινικτικός τρόπος επικοινωνίας είναι κυρίαρχος, τα «δύσκολα» της προσωπικής ζωής προτιμάται να παραμένουν κάτω από το πέπλο μιας συναινετικής σιωπής παρά να επαφίενται στη γλωσσική ένδεια που παρουσιάζει η ελληνική σχετικά με ζητήματα σεξουαλικότητας και οικειότητας.*B

Σύμφωνα με έναν από τους πρώτους μου πληροφορητές, «δεν υπάρχει ούτε coming out», «ούτε gay κοινότητα εδώ», αφού «καλά καλά δεν υπάρχουν gay και λεσβίες» (44 ετών, Αθήνα). Στην προσπάθεια να αποκωδικοποιήσω τέτοιου τύπου δηλώσεις, διαπίστωσα γρήγορα πως η μελέτη του coming out στην Ελλάδα συνιστά ένα εγχείρημα εξόχως πολυπλοκότερο της λεκτικής παραδοχής ή αποκάλυψης. Κατέγραψα αρκετές περιστάσεις που υποστηρίζουν διάφορους τρόπους μη λεκτικής δηλωτικής τακτικής της σεξουαλικής ταυτότητας που αξιοποιούν κυρίως τους άξονες σώμα και χώρος. Συχνά, οι άνδρες που δε δέχτηκαν να μιλήσουν, ή που δεν θεωρούσαν το εαυτό τους ομοφυλόφιλο ή gay αλλά αταξινόμητο ήταν εξίσου αποκαλυπτικοί με τον τρόπο που επέτρεπαν στο σώμα τους (ειδικά μετά από ένα δυο ποτά) να τους διαψεύσει με συνωμοτική μαεστρία.
Επιστρέφοντας πάντα στις σημειώσεις, συνειδητοποίησα πως μία βασική παράμετρος με την οποία γνώριζα τους πληροφορητές μου –η σωματική- παράμενε στο τελικό κείμενο (άρθρο, διάλεξη, ή μουτζούρα σε πακέτο camel) αδιόρατη, αποσιωπημένη, δευτερεύουσα. Είδα ακόμη πως τα πιο μεστά ερευνητικά τεκμήρια, οι αποφασιστικότερες εκλάμψεις και τα πληρέστερα σχήματα ανθρωπολογικής αναπαράστασης προέκυψαν τελικά μετά από πολύωρο χορό σε συνωστισμένα μπαράκια, μετά από το πρώτο μου φιλί στο πεδίο, μετά από συναισθηματική ταύτιση που ξεπερνούσαν τη γλώσσα σαν πρωταρχικό φορέα νοήματος και περιγραφής της εμπειρίας. Αυτό εξ άλλου υποστηρίζει και η μεταμοντέρνα ανθρωπολογία, δίνοντας έμφαση στην αναγνώριση των διαισθητικών, έξω-λεκτικών και ερωτικών ακόμα στοιχείων στη διαδικασία συλλογής και αποτίμησης των στοιχείων της έρευνας πεδίου.
Στην περίπτωση της Ελλάδας μάλιστα, η γλώσσα αδυνατεί ακόμα περισσότερο να καλύψει το φάσμα της εμπειρίας γιατί παραμένει εντυπωσιακά ακαλλιέργητη σχετικά με τη σεξουαλικότητα (εν γένει αλλά και ειδικότερα). *Γ Ως εκ τούτου η ενσώματη δράση και συμμετοχή (πέραν πλέον από το αυστηρά προσωπικό-που κι αυτό είναι πολιτικό) αναδείχθηκε σε παράμετρο μεγάλης σημασίας. Εκτός από την τοποθέτηση και χρήση του ανθρώπινου σώματος, η χωροταξική συνιστώσα (δηλαδή η τοπογραφία και ο υλικός πολιτισμός που υποστηρίζουν την ύπαρξη ταυτοτήτων και κοινοτήτων) αναδείχθηκε σε κεντρικό κομμάτι στη μελέτη της δημόσιας δήλωσης, εκδήλωσης και υποδήλωσης του σεξουαλικού προσανατολισμού.


Το κείμενο είναι της Άννας Αποστολίδου
-Πτυχιούχος Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
-Μεταπτυχιακή Εξειδίκευση στην Ανοιχτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση, Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.
-Μ.Α. στην Ανθρωπολογία της Τέχνης και του Οπτικού Πολιτισμού, University College London.
-Υποψήφια Διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, University College London, και διαβάστηκε στηνΕπιστημονική Ημερίδα: «Σεξουαλικότητες και Φύλα: Λεσβιακές, Γκέι, Αμφί, Τρανς και Queer Κοινότητες στην Ελλάδα», που οργάνωσε η Athens Pride στις 9.5.09 στo Πάντειο πανεπιστήμιο.


Τα γράμματα με τους αστερίσκους είναι δικάμας.
*Α Το ίδιο ισχύει και για τις λεσβίες, αμφί και τρανς.
*Β Λέξεις υπάρχουν στην ελληνική, λόγος δεν γίνεται.
*Γ Η παιδεία δεν καλιεργείτε και για αυτό και η ανυπαρξία λόγου. Ευαγγελία Βλάμη