5 Ιαν 2009

Πολυμορφία Αστυνομίας 4

Πολυμορφία στην ελληνική αστυνομία
μελέτη της νομοθεσίας προσλήψεων, προαγωγών
και εσωτερικής οργάνωσης της ελληνικής αστυνομίας.

Δάφνη Μαυρομμάτη, Αθανάσιος Θεοδωρίδης,

Η μελέτη λόγω του μεγέθους της χωρίστηκε σε 24 μέρη, βρίσκεστε στο 4 μέρος.

1.2.2. Οδηγίες
Οι Οδηγίες είναι ένα από τα τρία εργαλεία της ευρωπαϊκής νοµοθεσίας. Τα άλλα δύο είναι οι Κανονισµοί και οι Αποφάσεις. Οι διαφορές τους βρίσκονται στον τρόπο ενσωµάτωσής τους στον κορµό της εθνικής νοµοθεσίας των κρατών µελών. Οι Κανονισµοί ενσωµατώνονται άµεσα και αυτόµατα στην εθνική νοµοθεσία. Οι Οδηγίες µεταφέρονται στο εθνικό δίκαιο. Με άλλα λόγια, τα εθνικά κοινοβούλια οφείλουν να «µεταφράσουν» τις Οδηγίες σε εθνική νοµοθεσία ψηφίζοντας τους αντίστοιχους εθνικούς νόµους. Οι Αποφάσεις παροτρύνουν τις εθνικές κυβερνήσεις να εφαρµόσουν τις πολιτικές της Ε.Ε., αλλά δεν είναι δεσµευτικές.
Το µεγαλύτερο µέρος της ευρωπαϊκής νοµοθεσίας αποτελείται από Οδηγίες.
Οι Οδηγίες παρέχουν ένα ευέλικτο µέσο προώθησης των πολιτικών στα πλαίσια µιας Ένωσης µε µεγάλη πολυµορφία όχι µόνο πολιτισµική, αλλά και ως προς τις νοµικές της παραδόσεις και πρακτικές. Η ελαστικότητα των Οδηγιών έγκειται στο γεγονός ότι, στην πράξη, τα εθνικά κοινοβούλια έχουν απόλυτη ελευθερία να επιλέξουν τον τρόπο «µετάφρασης» των ευρωπαϊκών νοµοθετικών διατάξεων, φυσικά µέσα στα πλαίσια του στόχου και των περιορισµών της Οδηγίας.
Λόγω της νοµοθετικής και κοινωνικής διαφοροποίησης µεταξύ των κρατών
µελών, οι Οδηγίες εκφράζουν πολύ συχνά και για πολλές χώρες προοδευτικές
πολιτικές. Διατάξεις που υπήρχαν για χρόνια σε ορισµένα κράτη, αλλά θεωρούνται πολύ προοδευτικές για άλλα, γίνονται, µέσα από την υιοθέτηση µιας Οδηγίας, κοινός νόµος για όλα τα κράτη µέλη. Τέτοια είναι και η περίπτωση των Οδηγιών για τη
Φυλετική Ισότητα και την Ισότητα στην Απασχόληση.

1.2.2.1. Οι Οδηγίες για τη Φυλετική Ισότητα και για την Ισότητα στην Απασχόληση
Χτίζοντας πάνω στις ισχυρές νοµικές βάσεις που παρείχε στην Ένωση το Άρθρο 13 της Συνθήκης του Άµστερνταµ, το Συµβούλιο υιοθέτησε:
Την Κοινοτική Οδηγία 2000/43/EΚ, η οποία στοχεύει στην καταπολέµηση των διακρίσεων µε βάση τη φυλετική ή την εθνοτική καταγωγή.
Εφαρµόζοντας την αρχή της ίσης µεταχείρισης µεταξύ ατόµων ανεξάρτητα
από τη φυλετική ή την εθνοτική τους καταγωγή, η «Οδηγία για τη Φυλετική
Ισότητα», όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, παρέχει ένα δεσµευτικό πλαίσιο το
οποίο καθιστά παράνοµες τις διακρίσεις λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής στους τοµείς της απασχόλησης, της κοινωνικής προστασίας και κοινωνικής ασφάλισης, των κοινωνικών παροχών, της εκπαίδευσης και της πρόσβασης σε αγαθά και υπηρεσίες. Επιπλέον, αναγνωρίζοντας ότι οι διακρίσεις µε βάση την εθνοτική καταγωγή ενδέχεται να επηρεάζουν διαφορετικά τους άνδρες και τις γυναίκες, η Οδηγία ορίζει ξεκάθαρα ότι η Κοινότητα υπερασπίζεται µε σθένος τα ανθρώπινα δικαιώµατα των γυναικών.

Η οδηγία 2000/43/EΚ για τη φυλετική ισότητα
• Εφαρµόζει την αρχή της ίσης µεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.
• Παρέχει προστασία από τις διακρίσεις στην απασχόληση και την κατάρτιση, την εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση, την υγειονοµική περίθαλψη και την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες.
• Περιέχει τον ορισµό της άµεσης και της έµµεσης διάκρισης, της παρενόχλησης και των αντιποίνων.
• Παρέχει στα θύµατα διακρίσεων το δικαίωµα να υποβάλλουν καταγγελία µέσω δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας σε συνδυασµό µε τις κατάλληλες κυρώσεις για όσους προβαίνουν σε διακρίσεις.
• Μοιράζει το βάρος της αποδείξεως ανάµεσα στον ενάγοντα και στον εναγόµενο σε διαφορές αστικού και διοικητικού δικαίου.
• Προβλέπει την ίδρυση σε κάθε κράτος µέλος οργανισµού για την προώθηση της ίσης µεταχείρισης και την παροχή ανεξάρτητης συνδροµής στα θύµατα φυλετικών διακρίσεων.

Την Κοινοτική Οδηγία 2000/78/EΚ, η οποία απαγορεύει τις διακρίσεις µε βάση τη θρησκεία, την αναπηρία, την ηλικία και τον σεξουαλικό προσανατολισµό στην απασχόληση και την κατάρτιση και θεµελιώνει ένα γενικό πλαίσιο ίσης µεταχείρισης στην απασχόληση.
Στοχεύοντας στην εφαρµογή της αρχής της ίσης µεταχείρισης, η «Οδηγία για
την Ισότητα στην Απασχόληση», όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, θεµελίωσε ένα γενικό πλαίσιο για την ίση µεταχείριση στην απασχόληση και την επαγγελµατική κατάρτιση, απαγορεύοντας τις διακρίσεις µε βάση τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις, την αναπηρία, την ηλικία ή τον σεξουαλικό προσανατολισµό, όσον αφορά στην απασχόληση και την κατάρτιση. Ιδιαίτερα, οι εργοδότες καλούνται να εφαρµόσουν τα απαραίτητα µέτρα για τη διευκόλυνση της πρόσβασης ατόµων µε αναπηρίες στην απασχόληση και την κατάρτιση.

Η οδηγία 2000/78/EΚ για την ισότητα στην απασχόληση
• Εφαρµόζει την αρχή της ίσης µεταχείρισης στην απασχόληση και την κατάρτιση ανεξάρτητα από τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις, την αναπηρία, το γενετήσιο προσανατολισµό και την ηλικία.
• Περιλαµβάνει πανοµοιότυπες διατάξεις µε την οδηγία για τη φυλετική ισότητα σχετικά µε τους ορισµούς των διακρίσεων, το δικαίωµα σε ένδικα µέσα και το µοίρασµα του βάρους της απόδειξης.
• Ζητά από τους εργοδότες να προβαίνουν σε εύλογες προσαρµογές για να
ικανοποιούν τις ανάγκες ατόµων µε αναπηρίες που διαθέτουν τα προσόντα για την εκτέλεση δεδοµένης εργασίας.
• Επιτρέπει ορισµένες εξαιρέσεις από την αρχή της ίσης µεταχείρισης, π.χ. για τη διατήρηση της δεοντολογίας θρησκευτικών οργανώσεων, ή για την εφαρµογή ειδικών προγραµµάτων που προωθούν την ένταξη των γηραιότερων ή των νέων εργαζοµένων στην αγορά εργασίας. Επίσης, εξαιρεί τις ένοπλες δυνάµεις από τον κανόνα της µη-διάκρισης µε βάση την αναπηρία, καθώς και τις παροχές σε είδος (συµπεριλαµβανοµένων των παροχών κρατικής κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής προστασίας).
Τέλος, εξασφαλίζει τη διατήρηση νοµοθετικών µέτρων οι οποίες είναι απαραίτητες για τη δηµόσια ασφάλεια, τη διατήρηση της δηµόσιας τάξης και την πρόληψη εγκληµατικών πράξεων, την προστασία της δηµόσιας υγείας και την προστασία των δικαιωµάτων και των ελευθεριών όλων.

1.2.2.2. Μεταφορά
Όπως εξηγήθηκε νωρίτερα, οι Οδηγίες, αν και αποτελούν αυτόµατα τµήµα της εθνικής νοµοθεσίας, αντιβαίνουν συχνά σε αυτή, προκαλώντας την ανάγκη προσαρµογής της εσωτερικής έννοµης τάξης στην κοινή ευρωπαϊκή. Η διαδικασία αυτή ονοµάζεται «µεταφορά». Τέτοια είναι και η περίπτωση των Οδηγιών για τη Φυλετική Ισότητα και την Ισότητα στην Απασχόληση, οι οποίες περιέχουν µια σειρά από σηµαντικές νοµοθετικές καινοτοµίες. Η προθεσµία για τη µεταφορά της Οδηγίας για τη Φυλετική Ισότητα ήταν η 19η Ιουλίου 2003, ενώ για την Οδηγία για την Ισότητα στην Απασχόληση η προθεσµία έληξε στις 2 Δεκεµβρίου 2003. Εντούτοις, αν και οι δύο Οδηγίες είναι διορατικές και πρωτοποριακές, το ζήτηµα των διακρίσεων είναι ένα άκρως πολιτικοποιηµένο θέµα και πολλά κράτη µέλη, µεταξύ αυτών και η Ελλάδα, καθυστέρησαν τη µεταφορά τους.
1.2.2.3. Σηµαντικά χαρακτηριστικά των Οδηγιών για τη Φυλετική Ισότητα
και για την Ισότητα στην Απασχόληση.
Το σηµαντικότερο χαρακτηριστικό στις δύο Οδηγίες είναι ο ορισµός των εννοιών της άµεσης και έµµεσης διάκρισης και της παρενόχλησης.
Άµεση Διάκριση: συντρέχει άµεση διάκριση όταν, για λόγους φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής (Οδηγία 43/2000), ή θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισµού και ηλικίας (Οδηγία 78/2000) σε ένα πρόσωπο επιφυλάσσεται µεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε ένα άλλο πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση.
Έµµεση Διάκριση: συντρέχει έµµεση διάκριση όταν µια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική µπορεί να θέσει πρόσωπα συγκεκριµένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής (Οδηγία 43/2000) ή θρησκείας ή πεποίθησης, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισµού ή ηλικίας (Οδηγία 78/2000) σε µειονεκτική θέση συγκριτικά µε άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειµενικά από ένα θεµιτό σκοπό και τα µέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Παρενόχληση: Η παρενόχληση νοείται ως διάκριση εφόσον σηµειώνεται ανεπιθύµητη συµπεριφορά συνδεόµενη µε φυλετική ή εθνοτική καταγωγή (Οδηγία 43/2000) ή τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις, την αναπηρία, το σεξουαλικό προσανατολισµό και την ηλικία (Οδηγία 78/2000) µε σκοπό ή αποτέλεσµα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου και τη δηµιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ή ταπεινωτικού περιβάλλοντος.
Και οι δύο Οδηγίες δίνουν το δικαίωµα στο θύµα της διάκρισης να καταγγείλει τη διάκριση µέσω δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας, και επιτρέπει την επιβολή κυρώσεων στους ενόχους της διάκρισης.
Ιδιαίτερα σηµαντική καινοτοµία και στις δύο Οδηγίες αποτελεί το µοίρασµα του
βάρους της απόδειξης µεταξύ των διάδικων και η εξασφάλιση του δικαιώµατος των οργανώσεων και των νοµικών προσώπων που έχουν έννοµο συµφέρον να
διασφαλίσουν την τήρηση των διατάξεων των δύο Οδηγιών, να κινήσουν εξ ονόµατος του ενάγοντος ή προς υπεράσπισή του, τη διοικητική ή δικαστική διαδικασία.

2. Μια σύντοµη µατιά στην ιστορία της Ελληνικής Αστυνοµίας
Το πρώτο οργανωµένο σώµα διαφύλαξης της εσωτερικής έννοµης τάξης στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος ήταν η Ελληνική Χωροφυλακή, η οποία ιδρύθηκε το 1833, λίγους µήνες µετά την ενθρόνιση του βασιλιά Όθωνα. Η Χωροφυλακή αποτελούσε αρχικά µέρος του στρατού, µε αποτέλεσµα η στρατιωτική νοµοθεσία να είναι κοινή και για τα δύο σώµατα. Ως συνέπεια της δοµής της Χωροφυλακής, ο στρατός διαδραµάτιζε ενεργό ρόλο στην καθηµερινή διαφύλαξη της δηµόσιας τάξης.
Την ίδια εποχή, ιδρύθηκε επίσης ένα αντίστοιχο σώµα διαφύλαξης της τάξης για τις πόλεις, που περιορίστηκε όµως σε έναν προληπτικό ρόλο (ειδικά στον τοµέα του παράνοµου τζόγου – σηµαντική πηγή εγκληµάτων την εποχή εκείνη). Λόγω της κοινωνικό – πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα (κατασταλτική κυβερνητική εξουσία, πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις, ένοπλες ληστείες, εξεγέρσεις, πολιτική αστάθεια, οικονοµικά προβλήµατα και εθνικές επαναστάσεις στα σύνορα του τότε Ελληνικού κράτους), η δοµή, η οργάνωση, η διαχείριση, η ιεραρχία και οι βασικοί κανόνες της Ελληνικής Χωροφυλακής δε διέφεραν από εκείνους του στρατού. Το µοντέλο αυτό παρέµεινε αµετάβλητο µέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.
Οι πρώτοι αξιωµατικοί που έγιναν µέλη της ηγεσίας της Ελληνικής Χωροφυλακής ήταν Κεντροευρωπαϊκής προελεύσεως. Η εµπειρία τους ως προς τη Διοίκηση ήταν αυτή του συγκεντρωτικού και αυταρχικού Βαυαρικού αστυνοµικού µοντέλου. Παρόλα αυτά, όσον αφορά στην πολυµορφία, αξίζει να σηµειωθεί ότι σύµφωνα µε Βασιλικό Διάταγµα που εκδόθηκε στις 20 Μαΐου 1833, τα µέλη της Χωροφυλακής δεν έπρεπε να είναι Χριστιανές-οι Ορθόδοξες-οι, πράγµα το οποίο ίσχυσε αργότερα.
Το κυρίως καθήκον της Χωροφυλακής κατά τον 19ο αιώνα ήταν η πρόληψη και η πάταξη των κλοπών καθώς και η συµβολή στην εγκαθίδρυση µιας ισχυρής κεντρικής κυβέρνησης. Εντούτοις, την περίοδο εκείνη, ακόµα και οι κοινές κλοπές, ως παράνοµες πράξεις, εµπεριείχαν κάποια στοιχεία κοινωνικής και πολιτικής διαφωνίας µε την εκτελεστική εξουσία. Το 1861 ιδρύθηκε η Σχολή της Χωροφυλακής ως τµήµα του Υπουργείου Εθνικής Άµυνας, µε αποτέλεσµα η εκπαίδευση του προσωπικού της Χωροφυλακής να λαµβάνει χώρα σε στρατόπεδα του στρατού.
Στην αυγή του 20ου αιώνα, το 1906, η Ελληνική Χωροφυλακή ανασυγκροτήθηκε για πρώτη φορά, αποκτώντας τις δικές τις εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις. Παρόλα αυτά, έχοντας πάρει ενεργά µέρος στο Μακεδονικό Πόλεµο (1903) στους Βαλκανικούς Πολέµους (1912-1918) και στον Πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο (1914-1918), η Χωροφυλακή εξακολουθούσε να διατηρεί την στρατιωτική της δοµή και να παραµελεί τα αµιγώς αστυνοµικά της καθήκοντα. Μόνο µετά το 1935 µεταλλάχτηκε σταδιακά σε ένα αµιγώς αστυνοµικό σώµα. Κάτω από την επήρεια των ταχέων τεχνολογικών, δηµογραφικών και οικονοµικών αλλαγών, η Χωροφυλακή τελικά άρχισε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της Ελληνικής κοινωνίας.