5 Ιαν 2009

Πολυμορφία Αστυνομίας 14

Πολυμορφία στην ελληνική αστυνομία
μελέτη της νομοθεσίας προσλήψεων, προαγωγών
και εσωτερικής οργάνωσης της ελληνικής αστυνομίας.

Δάφνη Μαυρομμάτη, Αθανάσιος Θεοδωρίδης,

Η μελέτη λόγω του μεγέθους της χωρίστηκε σε 24 μέρη, βρίσκεστε στο 14 μέρος.


Η άδεια µητρότητας ρυθµίζεται από το άρθρο 10 του Προεδρικού Διατάγµατος 27/1986 (71), το οποίο προβλέπει ότι οι γυναίκες που εργάζονται στην Αστυνοµία δικαιούνται άδεια εγκυµοσύνης µετ’ αποδοχών ίση µε αυτή των υπολοίπων υπαλλήλων του δηµοσίου (έξι µήνες πριν και άλλους έξι µήνες µετά από τη γέννηση του παιδιού). Εάν το παιδί είναι κάτω των έξι ετών, η µητέρα δικαιούται άδεια άνευ αποδοχών για δύο ακόµα έτη, κατόπιν εγκρίσεως της-του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνοµίας, η άδεια όµως αυτή δε λαµβάνεται υπόψη για προαγωγές βαθµού ή µισθού. Επιπλέον η µητέρα δικαιούται ένα ακόµα έτος άδειας για κάθε επιπλέον παιδί. *1 Εάν το παιδί είναι κάτω των 16 ετών, επιτρέπεται στους γονείς να λείψουν κάποιες ώρες κατά τη διάρκεια της σχολικής περιόδου, ώστε να παρακολουθούν τη σχολική πρόοδο του παιδιού τους.
Οι αστυνοµικοί υπάλληλοι οι οποίες-οι υποφέρουν από ασθένειες που απαιτούν µεταγγίσεις αίµατος ή των οποίων τα παιδιά υποφέρουν από αντίστοιχες ασθένειες δικαιούνται ειδική άδεια 22 επιπλέον εργάσιµων ηµερών το χρόνο.
Η ολιγόωρη άδεια δεν πρέπει να υπερβαίνει τις τρεις ώρες την ηµέρα και χορηγείται µόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Σε αντίθεση µε όσα ισχύουν για τις δηµόσιες-ους υπάλληλους, οι άδειες των αστυνοµικών υπαλλήλων αποτελούν αντικείµενο περιορισµών και ανακλήσεων.
Συγκεκριµένα, η-ο Υφυπουργός Δηµόσιας Τάξης, µετά από εισήγηση της-του Αρχηγού της Αστυνοµίας, είναι αρµόδια-ος για την περιστολή της διάρκειας τους, όπως επίσης και για την ακύρωση χορηγηµένων αδειών. Κατά την περίοδο των εθνικών εκλογών δεν χορηγείται καµία άδεια, µε εξαίρεση όσες αφορούν ανάρρωση, µητρότητας καθώς επίσης και όσες αφορούν εξετάσεις.
Σύµφωνα µε το άρθρο 13 του Προεδρικού Διατάγµατος 27/1986 (72), οι προϊστάµενες-οι των αστυνοµικών υπηρεσιών και αστυνοµικών τµημάτων είναι υπεύθυνες-οι για τον προγραµµατισµό των ετήσιων κανονικών αδειών όσον αφορά στα µέλη του προσωπικού που βρίσκεται υπό τη δική τους δικαιοδοσία. Ο προγραµµατισµός των αδειών γίνεται το Δεκέµβριο του προηγούµενου έτους, µε βάση τα ακόλουθα κριτήρια:
α) τις ανάγκες του σώµατος, οι οποίες έχουν προτεραιότητα,
β) τις επιθυµίες του προσωπικού (εάν υποβληθούν έγκαιρα γραπτώς),
γ) τον αριθµό των υπαλλήλων που επιτρέπεται να λείπουν κατά την ίδια περίοδο, σύµφωνα µε την παράγραφο 7 του άρθρου 2 του Προεδρικού Διατάγµατος 27/1986 (73),
δ) τη χρονική περίοδο κατά την οποία λήφθηκε η άδεια τα προηγούµενα έτη,
ε) οι 20 από τις 30 ηµέρες της άδειας πρέπει να χορηγηθούν κατά τη διάρκεια της περιόδου υψηλής ζήτησης (Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο ή Σεπτέµβριο), εκτός εάν οι ανάγκες του σώµατος υπαγορεύουν κάποιο διαφορετικό, και ίσως πιο ευνοϊκό διακανονισµό,
στ) λόγους υγείας που απαιτούν ιατρικές θεραπείες σε συγκεκριµένες χρονικές
περιόδους σύµφωνα τις σχετικές ιατρικές οδηγίες.
Οι άδειες πρέπει να χορηγούνται µε βάση τον αρχικό σχεδιασµό. Στην εξαιρετική περίπτωση αναστολής µιας άδειας, η αναστολή θα πρέπει να αιτιολογηθεί πλήρως και να µην υπερβεί τις πέντε ηµέρες. Όταν οι λόγοι της αναστολής εκλείψουν, τότε η άδεια δίνεται και πάλι αυτοµάτως. Τα οδοιπορικά είναι επιπλέον τέσσερις ηµέρες τόσο για την κανονική, όσο και για την αναρρωτική άδεια, ενώ για διαφορετικού είδους άδειες υπολογίζονται εκ νέου.
Αιτήσεις παράτασης µιας άδειας πρέπει να υποβληθεί πριν τη λήξη της στο τοπικό αστυνοµικό τµήµα της περιοχής όπου πραγµατοποιήθηκε. Η-ο υπάλληλος που καταθέτει σχετική αίτηση πρέπει να αναγράψει σε ειδικό έγγραφο το όνοµα της περιοχής όπου σκοπεύει να πάει, καθώς και το προσωπικό της-του τηλέφωνο, σε περίπτωση που την-τον αναζητήσει η υπηρεσία του. Εάν μία-ένας υπάλληλος αρρωστήσει κατά τη διάρκεια της αδείας της-του, τότε οφείλει να εξεταστεί από γιατρό της τοπικής αστυνοµικής υπηρεσίας ώστε να της-του δικαιολογηθεί ειδική αναρρωτική άδεια.
Εάν μία-ένας υπάλληλος δεν ασκήσει το δικαίωµά της-του σε άδεια κατά την χρονική περίοδο που προβλέπει ο νόµος, τότε το δικαίωµα αυτό της-του αφαιρείται. Όσες-οι έχουν πάρει προσωρινή µετάθεση ή διώκονται για ποινικά ή πειθαρχικά αδικήµατα δεν δικαιούνται άδεια, ενώ όσες-οι δεν γυρίσουν στην υπηρεσία τους εγκαίρως µετά τη λήξη της αδείας τους, υποβάλλονται σε πειθαρχικές διαδικασίες. Εάν η καθυστέρηση υπερβεί τις 24 ώρες και δεν δικαιολογηθεί από κάποιον λόγο έκτακτης ανάγκης (όπως προβλήµατα µε τις συγκοινωνίες, καιρικές συνθήκες κλπ.), τότε η-ο εν λόγω υπάλληλος υποβάλλεται επιπλέον και σε ανάλογη µείωση του µισθού της- του. Τέλος, η αυθαίρετη αλλαγή του τόπου διαµονής κατά την περίοδο της άδειας χωρίς σχετική ειδοποίηση του τοπικού αστυνοµικού τµήµατος, έχει σαν αποτέλεσµα την πειθαρχική δίωξη της-του εν λόγω υπαλλήλου.
Σχόλιο
Η έλλειψη κριτηρίων πολυµορφίας όσον αφορά στους κανονισµούς που διέπουν τις
συνθήκες εργασίας και ειδικότερα τις άδειες είναι προφανής. Το υφιστάµενο νοµικό πλαίσιο δεν περιλαµβάνει καµία διάταξη η οποία να προβλέπει ευνοϊκές εργασιακές ρυθµίσεις για µέλη µειονοτήτων, η οποία θα ενθάρρυνε τα συγκεκριµένα άτοµα να µπουν και να παραµείνουν στην αστυνοµία. Αντίθετα, θεσµοθετούνται αρνητικές διακρίσεις, όπως στην περίπτωση των γυναικών αστυνοµικών, οι οποίες αποθαρρύνονται από το να κάνουν χρήση της νόµιµης γονικής τους άδειας, δεδοµένου ότι η χρονική διάρκεια αυτής δεν υπολογίζεται για προαγωγές µισθού και βαθµού.

7.4. Το ωράριο εργασίας των αστυνοµικών υπαλλήλων
Το ωράριο εργασίας των αστυνοµικών υπαλλήλων, το οποίο διαφέρει από εκείνο των υπολοίπων δηµοσίων υπαλλήλων καθορίζεται από το Προεδρικό
Διάταγµα 394/2001 (74) ορίζει ότι:

α) Οι αστυνοµικοί υπάλληλοι οι οποίες-οι απασχολούνται σε γραφεία, εργάζονται µε ωράριο ελληνικής δηµόσιας υπηρεσίας, µε τη διαφορά ότι µπορεί να ζητηθούν οι υπηρεσίες τους κατά τη διάρκεια απογευµατινών ή ακόµη και βραδινών ωρών (από 10 µ.µ. έως 6 π.µ.).

β) Οι αστυνοµικοί υπάλληλοι οι οποίες-οι εκτελούν εξωτερικές ή εσωτερικές
υπηρεσίες, όπως οι φρουροί, οι οδηγοί περιπολικών, οι ανακρίτριες-ες, οι επιθεωρήτριες-ες, το προσωπικό των ειδικών τηλεφωνικών κέντρων της Αστυνοµίας και οι συνοδοί επισήµων, εργάζονται 32 ώρες την εβδοµάδα, σε οκτάωρες, δωδεκάωρες, δεκαεξάωρες και ορισµένες φορές τριανταοκτάωρες βάρδιες.

γ) Οι υπάλληλοι της Τροχαίας εργάζονται 30 ώρες την εβδοµάδα σε εξάωρες
βάρδιες.

δ) Εάν το χρονοδιάγραµµα απαιτεί κυλιόµενες βάρδιες, τότε οι άδειες της
κάθε εβδοµάδας χορηγούνται µόνο ύστερα από τη συµπλήρωση κάθε κύκλου.

ε) Μια εξαίρεση η οποία έρχεται σε αντίφαση µε τις προηγούµενες διατάξεις προβλέπει ότι το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνοµίας, µπορεί να χρειαστεί να
εργαστεί περισσότερες από πέντε ηµέρες την εβδοµάδα, εάν το απαιτούν οι ανάγκες του σώµατος. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο µέγιστος χρόνος εργασίας ανά εβδοµάδα είναι 42 ώρες για τα άτοµα των οποίων οι υπηρεσίες περιγράφονται στις παραπάνω περιπτώσεις (α) και (δ), 40 ώρες για εκείνες-ους που περιγράφονται στην περίπτωση (β) και 36 ώρες για εκείνες-ους που περιγράφονται στην περίπτωση (γ).
Οι Κυριακές καθώς και όλες οι υπόλοιπες επίσηµες αργίες δεν εξαιρούνται από τις παραπάνω διατάξεις. Στην περίπτωση αυτή, η Κυριακή ή κάποια άλλη αργία
αντικαθιστάται από µία άλλη εργάσιµη ηµέρα µέσα στην εβδοµάδα που ακολουθεί, ανάλογα µε τις ανάγκες του σώµατος. Εάν μία-ένας αστυνοµικός υπάλληλος υποχρεωθεί να δουλέψει ένα Σαββατοκύριακο, δικαιούται άδεια δύο συνεχιζόµενων ηµερών µέσα σε ένα δεκαπενθήµερο. Ύστερα από αυτές τις δύο συνεχιζόµενες ηµέρες άδειας, η-ο αστυνοµικός υπάλληλος ξεκινάει πάλι την εργασία της-του µέσα στις επόµενες 24 ώρες. Σε περίπτωση που οι παραπάνω κανονισµοί σχετικά µε το ωράριο εργασίας δεν εφαρµοστούν από την προϊστάµενη-ο µιας αστυνοµικής υπηρεσίας, τότε η-ο υπάλληλος, αφού ειδοποιήσει την υπηρεσία του, δικαιούται να κάνει χρήση άδειας οποιαδήποτε ηµέρα µετά το προαναφερόµενο δεκαπενθήµερο, εκτός εάν η-ο Αρχηγός της Αστυνοµίας κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, γεγονός που του δίνει το δικαίωµα να διατάξει αναστολή των αδειών. Εάν η εκτέλεση ενός συγκεκριµένου καθήκοντος από μία-έναν αστυνοµικό υπάλληλο πρέπει να συνεχιστεί και µετά το πέρας του επίσηµου ωραρίου εργασίας, είτε λόγω της φύσέως του, είτε γιατί το επέβαλλαν ειδικές συνθήκες, το καθήκον αυτό δεν µπορεί να διακοπεί και να µείνει ηµιτελές. Ο χρονικός προγραµµατισµός της επόµενης εργάσιµης ηµέρας πρέπει να ανακοινώνεται έως τις 2 µ.µ. της προηγουµένης ηµέρας.
Οι υπερωρίες, ειδικότερα όταν επιβάλλονται από λόγους δηµόσιας τάξης, δηµόσιας ασφάλεια ή κυκλοφοριακών προβληµάτων, ζητούνται µε εντολή της προϊστάµενης-ου της αστυνοµικής υπηρεσίας µόνο κατόπιν συγκεκριµένης έγκρισης της ανώτερης-ου αξιωµατικού, η οποία-ος και υποχρεούται να εξετάσει τους λόγους για τους οποίους έχει δοθεί εντολή παράτασης του ωραρίου εργασίας.
Το ωράριο εργασίας όσον αφορά στις µητέρες, µειώνεται κατά δύο ώρες την ηµέρα εάν το παιδί είναι µικρότερο των 2 ετών και κατά µία ώρα την ηµέρα εάν το παιδί είναι µικρότερο των 4 ετών. Αντί της προαναφεροµένης ηµερήσιας µείωσης του ωραρίου τους, οι µητέρες αστυνοµικοί µπορούν να λάβουν ειδική άδεια µητρότητας, όπως προαναφέρθηκε.
Το αστυνοµικό προσωπικό το οποίο συµµετέχει σε διατεταγµένη υπηρεσία διάρκειας 8 ή 6 ωρών δεν είναι υποχρεωµένο να εκτελέσει νέα υπηρεσία µέσα στις επόµενες 16 ή 12 ώρες αντίστοιχα, µετά το τέλος της προηγούµενης βάρδιας. Δεν επιτρέπονται δύο βάρδιες µέσα στο ίδιο 24ωρο, εκτός αν κάτι τέτοιο το απαιτήσουν οι ανάγκες του σώµατος.
Κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου του, το αστυνοµικό προσωπικό:
α) Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, θεωρείται αυτόµατα σε διατεταγµένη υπηρεσία.
β) Εάν αντιληφθεί κάποιο έκτακτο περιστατικό, θα πρέπει να αναλάβει αµέσως τα καθήκοντα της-του, ακόµα και οικειοθελώς.
γ) Θα πρέπει να παράσχει βοήθεια στις-στους αστυνοµικούς που βρίσκονται σε υπηρεσία, εάν αυτό χρειαστεί.
δ) Συµµετέχει στις συναντήσεις του προσωπικού της υπηρεσίας της-του, κατά την κρίση της-του διοικητή αυτής, και ο χρόνος συµµετοχής σε αυτές δεν προσµετράται στο συνολικό χρόνο εργασίας.
Το ωράριο εργασίας όσον αφορά τη Συνοριακή Αστυνοµία είναι ίδιο µε εκείνο των αστυνοµικών υπαλλήλων που ανήκουν στην παραπάνω περίπτωση (β), γεγονός που σηµαίνει πως και οι υπάλληλοι της Συνοριακής Αστυνοµίας πρέπει να εργάζονται 32 ώρες, σε δωδεκάωρες, δεκαεξάωρες ή ακόµα και εικοσιτετράωρες βάρδιες, ανάλογα µε τις περιστάσεις.

Σχόλια
1. Στην πράξη οι έγκυες γυναίκες και οι µητέρες είναι οι µόνες οµάδες που χαίρουν διαφορετικής αντιµετώπισης στα πλαίσια των εργασιακών σχέσεων των ελληνικών αστυνοµικών δυνάµεων.
2. Υπάρχει η πιθανότητα το άρθρο 3 του Προεδρικού Διατάγµατος 538/1989 (75), το οποίο καθορίζει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώµατα του αστυνοµικού προσωπικού, να παρερµηνευθεί και να χρησιµοποιηθεί σε βάρος των ατόµων που ανήκουν σε µειονότητες, ειδικότερα δε στην περίπτωση των λεσβιών, γκέι αφού προβλέπει αρκετά συγκεχυµένα πως η γενική συµπεριφορά, εµφάνιση και τρόπος ζωής των αστυνοµικών θα πρέπει να συνάδει µε το πρότυπο της καλής πολίτισας-η.



71 ΦEK 11A/1986
72 ΦEK 11A/1986
73 ΦEK 11A/1986
74 ΦEK 274 A/03-12-2001
75 ΦEK 224A/06-10-1989

*1 Η μητρότητα θεωρείται "υποχρέωση" της γυναίκας παρ' όλα αυτά η άδεια μητρότητας δεν λαμβάνεται υπ' όψινη για προαγωγές βαθμού ή μισθού. Οι αστυνομικίνες δέχονται διάκριση αφού αντίστοιχα ο στρατός προσμετράται στους άνδρες έστω ως χρόνος για την σύνταξη ή αν έχουν υπηρετήσει στις ειδικές δυνάμεις τότε έχουν περισσότερα μόρια άρα και μισθό, προαγωγή ίσως και καλύτερη θέση λόγω "κύρους" των ειδικών δυνάμεων του στρατού. Ευαγγελία βλάμη