5 Ιαν 2009

Πολυμορφία Αστυνομίας 3

Πολυμορφία στην ελληνική αστυνομία
μελέτη της νομοθεσίας προσλήψεων, προαγωγών
και εσωτερικής οργάνωσης της ελληνικής αστυνομίας.

Δάφνη Μαυρομμάτη, Αθανάσιος Θεοδωρίδης,

Η μελέτη λόγω του μεγέθους της χωρίστηκε σε 24 μέρη, βρίσκεστε στο 3 μέρος.


1.Ελληνική και ευρωπαϊκή νοµοθεσία για την καταπολέµηση των διακρίσεων

1.1. Ελληνική νοµοθεσία για την καταπολέµηση των διακρίσεων
Το Σύνταγµα της Ελλάδας (6) περιέχει τις βασικές αρχές για το σεβασµό των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και την απόρριψη κάθε µορφής διάκρισης. Από τον συνδυασµό των σχετικών συνταγµατικών διατάξεων προκύπτει ότι απαγορεύονται οι διακρίσεις µε βάση τη φυλετική και εθνοτική καταγωγή και τη θρησκεία ή την πίστη.
Ειδικότερα: το άρθρο 5.2 ορίζει ότι «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαµβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιµής και της ελευθερίας τους, ανεξαρτήτως εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο». Στο άρθρο 28 υπάρχει µια σηµαντική διάταξη η οποία προβλέπει ότι η διεθνής νοµοθεσία και οι συνθήκες αποτελούν αναπόσπαστο τµήµα της εθνικής νοµοθεσίας και έχουν προτεραιότητα σε σχέση µε την εθνική νοµοθεσία σε περιπτώσεις συγκρουόµενων διατάξεων. Επιπλέον, το άρθρο 4.1 περιέχει τη συνταγµατική αρχή της ισότητας υπογραµµίζοντας ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόµου». Συνεπώς, οποιαδήποτε νοµοθετική διάταξη περιέχει δυσµενείς διακρίσεις µεταξύ Ελληνίδων-ων αντιβαίνει στο Σύνταγµα και θεωρείται άκυρη. *1 Το άρθρο 5.1 ορίζει ότι «Καθένας έχει δικαίωµα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συµµετέχει στην κοινωνική, οικονοµική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγµα και τα χρηστά ήθη».
Το αναθεωρηµένο Σύνταγµα του Μαρτίου 2001 εγκαινίασε µια σηµαντική καινοτοµία, επεκτείνοντας την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωµάτων σε σχέση µε τις διακρίσεις στις νοµικές σχέσεις µεταξύ προσώπων ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, οι συνταγµατικές διατάξεις κατά των διακρίσεων αφορούν επίσης διακρίσεις και καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωµάτων από πχ. την εργοδοσία ή εταιρίες προς τις εργαζόμενες-ους. Εντούτοις, χωρίς συγκεκριµένους νόµους που να εφαρµόζουν τη νέα αυτή συνταγµατική αρχή, αναµένεται ότι τα πρωτοβάθµια δικαστήρια και τα εφετεία θα δυσκολευτούν να την εφαρµόσουν. Το Σύνταγµα εγγυάται στις Ελληνίδες πολίτισες και στους Έλληνες πολίτες µια σειρά ελάχιστων θεµελιωδών δικαιωµάτων, τα οποία δεν ερµηνεύονται - και δεν θα έπρεπε να ερµηνευτούν – ως συνταγµατική απαγόρευση παροχής πλήρων δικαιωµάτων, είτε µέσω της εθνικής νοµοθεσίας είτε µέσω διεθνών συνθηκών.
Επιπλέον, το Σύνταγµα δεν εµποδίζει το νομοθετικό σώμα να συµπεριλάβει και τις-τους αλλοεθνείς στo πεδίο εφαρµογής των δικαιωµάτων αυτών, αλλά ούτε και το υποχρεώνει.

Ο Νόµος 927/1979 (7) «Περί κολασµού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις», που τροποποιήθηκε από τον Νόµο 1419/1984 (8), είναι ο µόνος αντιρατσιστικός ποινικός νόµος στην ελληνική έννοµη τάξη. Στο πρώτο άρθρο του τροποποιηµένου νόµου προστατεύεται το έννοµο αγαθό της δηµόσιας τάξης, προβλέπεται η ποινική τιµωρία προσώπων που δηµόσια, προφορικά ή δια του τύπου ή µε γραπτά κείµενα ή εικονογραφήσεις ή µε κάθε άλλο µέσο, µε πρόθεση προτρέπουν σε πράξεις ή ενέργειες που µπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, µίσος ή βία κατά προσώπου ή οµάδας προσώπων λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής ή του θρησκεύµατός τους. Στο δεύτερο άρθρο του ίδιου Νόµου, όπου προστατεύεται η «τιµή» του προσώπου, προβλέπεται η ποινική τιµωρία ατόµων που δηµόσια, προφορικά ή δια του τύπου ή µε γραπτά κείµενα ή εικονογραφήσεις ή κάθε άλλο µέσο, εκφράζουν ιδέες προσβλητικές κατά προσώπου ή οµάδας προσώπων για τους προαναφερθέντες λόγους. Τέλος, η τρίτη διάταξη του άρθρου 3 του Ν 927/1979 εξειδικεύοντας τις προβλεπόµενες δυνατές διακρίσεις του πρώτου άρθρου, προβλέπει την ποινική τιµωρία ατόµων που κατ’ επάγγελµα προµηθεύουν αγαθά ή προσφέρουν υπηρεσίες και αρνούνται σε κάποια-ον την παροχή αυτών για τους προαναφερθέντες και πάλι λόγους, ή εξαρτούν την παροχή από όρο που ανάγεται στους λόγους αυτούς (φυλετική ή εθνική καταγωγή ή θρήσκευµα).
Έως το 2001 όταν µια νέα τροποποίηση (άρθρο 39 παρ. 4 του Ν. 2910/2001) (9) επέτρεψε στην εισαγγελεία να πραγµατοποιεί αυτεπάγγελτες διώξεις, ο νόµος δεν ήταν στην πράξη εφαρµόσιµος, καθώς απαιτούσε από το θύµα να καταθέσει µήνυση στην-στον εισαγγελέα. Όµως, όπως έχουν υπογραµµίσει αρκετές έρευνες, ακόµα και µε την τροποποίηση αυτή, είναι δύσκολο τέτοιες υποθέσεις να αποδειχθούν στο δικαστήριο, µε συνέπεια ο νόµος να µην έχει δοκιµαστεί ποτέ στα δικαστήρια.
Σύµφωνα µε το άρθρο 1, η διάκριση περιορίζεται σε πράξεις που περιγράφονται στο άρθρο 3. Εντούτοις, το άρθρο 1 δεν έχει περιοριστικό χαρακτήρα και θα έπρεπε να ερµηνευτεί πιο πλατιά, δεδοµένου ότι πρόκειται για µια διάταξη προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και συνεπώς θα έπρεπε να µπορεί να παράσχει αποτελεσµατική προστασία. Ταυτόχρονα όµως το άρθρο 1 είναι περιοριστικό µε την έννοια ότι στοχεύει στην τιµωρία της φυλετικής διάκρισης εάν αυτή είναι η µοναδική αιτία για τη σχετική πράξη ή δράση. Όµως ο νόµος θα ήταν πιο αποτελεσµατικός εάν προέβλεπε την τιµωρία των ρατσιστικών πράξεων ή δράσεων των οποίων η (µοναδική ή σε συνδυασµό µε άλλες αιτίες) αιτία ήταν η φυλετική διάκριση. Το άρθρο 2 απαγορεύει την έκφραση ιδεών που προσβάλουν άτοµα ή οµάδες ατόµων µε βάση τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή τους ή τη θρησκεία τους. Η ποινή που προβλέπεται σε αυτήν την περίπτωση είναι φυλάκιση έως ένα χρόνο ή-και πρόστιµο. Σε αντίθεση µε το άρθρο 1 του οποίο ο στόχος είναι η προστασία του έννοµου αγαθού της δηµόσιας τάξης και ειρήνης, το άρθρο 2 αποσκοπεί στην προστασία της τιµής των ατόµων από την έκφραση ιδεών που τους προσβάλλουν σε σχέση µε τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή τους ή τη θρησκεία τους. Εντούτοις, εφόσον η ελευθερία έκφρασης αποτελεί θεµελιώδες δικαίωµα που προστατεύεται από το Σύνταγµα (άρθρο 14), οι ποινικές διατάξεις του νόµου κινδυνεύουν να βρουν περιορισµένη εφαρµογή.
Ο νόµος αναφέρεται επίσης στον ιδιωτικό τοµέα, στην παροχή υπηρεσιών. Όσον αφορά σε υπηρεσίες προσφερόµενες από δηµόσιες αρχές, το άρθρο 27.3 του Νόµου 2683/1999 (10) (Δηµοσιοϋπαλληλικός Κώδικας) ορίζει ότι «κατά την άσκηση των καθηκόντων του η-ο δηµόσιος υπάλληλος δεν επιτρέπεται να κάνει διακρίσεις σε όφελος ή σε βάρος των πολιτισών-ων, εξαιτίας των πολιτικών, των φιλοσοφικών ή των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων». Η παραβίαση του άρθρου 27.3 επιφέρει πειθαρχικές κυρώσεις.
Ο διακηρυγµένος στόχος του αντιρατσιστικού νόµου είναι η διασφάλιση της «δηµόσιας τάξης». Συνδέεται συνεπώς ευθέως µε µια γενική ποινική διάταξη, το άρθρο 192 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα.
Ο Νόµος 2472/1997 (11) στα άρθρα 2 και 7 απαγορεύει ρητά τη συλλογή και
επεξεργασία δεδοµένων που αφορούν στη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή και στις θρησκευτικές, πολιτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις των ατόµων. Τα δεδοµένα αυτά θεωρούνται «ευαίσθητα» και µπορούν να συλλεχθούν και να επεξεργαστούν µόνο υπό ειδικές περιστάσεις τις οποίες περιγράφει λεπτοµερώς το άρθρο 7.2 του νόµου.
Ο Νόµος 1424/1984 (12) ο οποίος κύρωσε τη Σύµβαση 111 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, αφορά στις διακρίσεις στην απασχόληση. Με την κύρωση της σύµβασης αυτής η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να ανακοινώνει και να εφαρµόζει µια εθνική πολιτική µε στόχο την προώθηση των ίσων ευκαιριών στην απασχόληση (συµπεριλαµβανοµένης και της επαγγελµατικής εκπαίδευσης και κατάρτισης), µε στόχο την εξάλειψη των διακρίσεων στους τοµείς αυτούς. Τα πεδία διακρίσεων που απαγορεύονται από τη συνθήκη αυτή είναι οι διακρίσεις µε βάση τη φυλή, τη θρησκεία και την εθνική ή κοινωνική προέλευση (άρθρα 1-2).

Ελληνικός Αστικός Κώδικας – Το άρθρο 57 είναι µια γενική διάταξη για την προστασία της προσωπικότητας των ατόµων από «παράνοµη προσβολή». Η διάταξη αυτή επιτρέπει στο θύµα να ζητήσει αποζηµίωση και να απαιτήσει τη διακοπή της προσβολής εναντίον της προσωπικότητάς του στο µέλλον. Το άρθρο αυτό θα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί στα πλαίσια φυλετικής, εθνοτικής ή θρησκευτικής διάκρισης,*2 αλλά στην πράξη θα ήταν πολύ δύσκολο να αποδειχθεί το ««παράνοµη προσβολή» ενώπιον δικαστηρίου.

1.2. Ευρωπαϊκή νοµοθεσία για την καταπολέµηση των διακρίσεων
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μία πρωτοπόρος παγκοσµίως στην καταπολέµηση των διακρίσεων. Ήδη από την ίδρυσή της, ένας σηµαντικός αριθµός νοµοθετικών και άλλων κειµένων δηµιουργήθηκαν µε αυτό το σκοπό. Πέραν των δεσµευτικών Κοινοτικών νόµων (Συνθήκες, Κανονισµοί και Οδηγίες), η Ευρωπαϊκή Ένωση παρέχει στα κράτη µέλη τα οικονοµικά µέσα για την προώθησή τους. Τα επόµενα κεφάλαια παρέχουν µια σύντοµη επισκόπηση των σηµαντικότερων κειµένων και δράσεων για την καταπολέµηση των διακρίσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

1.2.1. Συνθήκες
Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση βασίζεται σε µια σειρά από Συνθήκες τις οποίες έχουν υπογράψει όλα τα κράτη µέλη. Οι Συνθήκες περιγράφουν µε λεπτοµέρεια από τη µία µεριά τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις των κρατών µελών έναντι της Ένωσης, και από την άλλη µεριά τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις της Ένωσης έναντι των κρατών µελών.

1.2.1.1. Η Συνθήκη του Άµστερνταµ
Η Συνθήκη του Άµστερνταµ αποτελεί το πιο σηµαντικό εργαλείο της Ένωσης για την καταπολέµηση των διακρίσεων. Δεν ενισχύει µόνο τις προϋπάρχουσες διατάξεις οι οποίες απαγόρευαν τις µισθολογικές διακρίσεις µε βάση το φύλο (Άρθρο 141), αλλά προχωράει και ένα βήµα πιο πέρα προσθέτοντας στα καθήκοντα της Ένωσης την προώθηση της ισότητας µεταξύ των φύλων γενικά (Άρθρα 2 και 3). Στο Άρθρο 12 η Συνθήκη απαγορεύει τις διακρίσεις µε βάση την εθνικότητα. Όµως, δεν υπάρχει αµφιβολία ότι το σηµαντικότερο άρθρο όσον αφορά στην καταπολέµηση των διακρίσεων είναι το Άρθρο 13:

Το Άρθρο 13 της Συνθήκης του Άµστερνταµ επιτρέπει στο Συµβούλιο Υπουργών (το «εκτελεστικό» όργανο της Ευρωπαϊκή Ένωσης) να αναλάβει δράση για την καταπολέµηση των διακρίσεων µε βάση το φύλο, την εθνοτική καταγωγή, τη θρησκεία, την αναπηρία, την ηλικία και τον σεξουαλικό προσανατολισµό εντός των ορίων των αρµοδιοτήτων του όπως αυτές ορίζονται από την Συνθήκη. Σύµφωνα µε τις νέες του αρµοδιότητες, το Συµβούλιο Υπουργών υιοθέτησε δύο Οδηγίες και µια Απόφαση, οι οποίες εξηγούνται παρακάτω.

1.2.1.2. Η Συνθήκη της Νίκαιας
Η Συνθήκη της Νίκαιας, ορίζοντας ότι το Συµβούλιο των Υπουργών της Ε.Ε. θα υιοθετεί µέτρα εναντίον των διακρίσεων µε βάση το σύστηµα της ψηφοφορίας µε ενισχυµένη πλειοψηφία, παρείχε στην Ένωση µια ακόµα ώθηση στην προσπάθειά της να καταπολεµήσει τις διακρίσεις.
Μια ακόµα καινοτοµία στην καταπολέµηση των διακρίσεων ήταν το Άρθρο 21 της Χάρτας Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία υιοθετήθηκε την 7η Δεκεµβρίου 2000, κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της Νίκαιας. Σύµφωνα µε τις διατάξεις της, απαγορεύονται οι διακρίσεις µε βάση το φύλο, το χρώµα του δέρµατος, την εθνοτική ή φυλετική καταγωγή, τα γενετικά χαρακτηριστικά, τη γλώσσα, τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις, τις πολιτικές ή άλλες απόψεις, την ιδιοκτησία, τη γέννηση, την αναπηρία, την ηλικία, τον σεξουαλικό προσανατολισµό και την εθνικότητα.


6 Σύνταγµα της Ελλάδας ( ΦΕΚ 85A/18-04-2001)
7 Ν. 927/1979 (ΦΕΚ 139A/28-06-1979)
8 Ν. 1494/1984 (ΦΕΚ 28Α/14-03-1984)
9 Ν. 2910/2001 (ΦEK 91A/02-05-2001)
10 ΦΕΚ 19A/ 09-02-1999
11 ΦΕΚ 50A/10-04-1997
12 ΦΕΚ 29A/14-03-1984

*1 Το σύμφωνο συμβίωσης είναι άκυρο και οι πολιτικοί γάμοι του λεσβιακού και γκέι ζευγαριού που έγιναν είναι έγκυροι.
*2 Το άρθρο 57 θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί επίσης και για τον σεξοαυλικό προσανατολισμό. Ευαγγελία Βλάμη.