15 Μαρ 2016

Υπόθεση της PAJIĆ κατά Κροατίας αριθ. 68453/13 4

B. Επί της ουσίας
1. Οι ισχυρισμοί των διαδίκων
(Α) Η προσφεύγουσα

49. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της θα πρέπει να εξεταστούν σύμφωνα με τις έννοιες της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής σύμφωνα με το Άρθρο 8 της Σύμβασης. Συγκεκριμένα,
αυτή τόνισε ότι είναι σαφές ακολουθώντας τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια σταθερή de facto σχέση μεταξύ λεσβιακών ζευγαριών θα πρέπει να θεωρείται ως οικογενειακή ζωή δυνάμει της εν λόγω διάταξης. Στην υπόθεσή της, ήταν σε μια σταθερή σχέση με την D.B. με την οποία διατηρούν μια σχέση με συνεχείς επισκέψεις για περιόδους τριών μηνών για τις οποίες είχε την άδεια για να μείνει στην Κροατία χωρίς άδεια παραμονής.

50. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ακόμη ότι πολύ σοβαρές και πειστικές αιτίες ήταν απαραίτητες, όπου να δικαιολογούν τις διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Στην προκειμένη υπόθεση δεν υπήρχαν τέτοιες αιτίες, καθώς ήταν παράλογο να επιτρέπεται η δυνατότητα απόκτησης άδειας διαμονής σε ετερό άγαμα ζευγάρια, ενώ παρέμεναν εκτός μίας τέτοιας δυνατότητας τα λεσβιακά ζευγάρια. Κάθε δυνατό επιχείρημα σχετικά με την προστασία της οικογένειας με την παραδοσιακή έννοια ίσχυε σε αυτό το πλαίσιο, δεδομένου υπήρξαν διάφορα άλλα λιγότερο περιοριστικά μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού. Η προσφεύγουσα τόνισε επίσης ότι το αίτημά της για χορήγηση άδειας διαμονής λόγω της οικογενειακής επανένωσης με την συντρόφισά της έχει απορριφθεί από την αρχή, δεδομένου ότι η σχετική εθνική νομοθεσία αυτή καθαυτή αποκλείει το ενδεχόμενο της οικογενειακής επανένωσης των λεσβιακών ζευγαριών.
Αυτό, κατά την άποψή της, ανερχεται σε άμεση δυσμενή διάκριση αντίθετη προς τις απαιτήσεις της Σύμβασης.
(Β) Η Κυβέρνηση
51. Η Κυβέρνηση τόνισε ότι ήταν στο περιθώριο εκτίμησης της Χώρας να αποφασίσει πώς θα ερμηνεύσει και θα μεταχειριστεί τις έννοιες της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής των προσώπων που εισήλθαν σε μια σχέση, ιδίως όταν επρόκειτο για λεσβιακά ζευγάρια. Επιπλέον, η Χώρα έχει ένα ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στα θέματα της μετανάστευσης. Κατά την άποψη της Κυβέρνησης, στην προκειμένη υπόθεση, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι είχε οικογενειακή ζωή με την D.B. Συγκεκριμένα, δεν είχε ζήσει με την D.B. ή με άλλο τρόπο δεν είχε αποδειχθεί η αμοιβαία δέσμευσή τις στην οικογενειακή ζωή.
Το γεγονός ότι αυτή ήθελε να μετακομίσει, να ζήσει μαζί με την D.B. και να ξεκινήσουν την κοινή επιχείρησή τις δεν θα μπορούσε να επιφέρει την αναγνώριση μιας de facto οικογενειακής ζωής. Επιπλέον, η κυβέρνηση δεν επιθυμεί να υποθέτει ως προς το εάν το θέμα αφορά την ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας, από τότε που το δικαίωμα χορήγησης άδειας διαμονής στην Κροατία δενσέβεται το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής της ζωής της προσφεύγουσας. Σε κάθε περίπτωση, ο Νόμος περί Αλλοδαπών που αναφέρεται με σαφήνεια στις περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσε να ζητηθεί η οικογενειακή επανένωση και ως εκ τούτου δεν υπήρξε λόγος η προσφεύγουσα να θεωρεί ότι η κατάσταση της θα μπορούσε να εμπίπτει σε αυτές τις απαιτήσεις.

52. Η Κυβέρνηση θεωρεί επίσης ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν σε παρόμοια κατάσταση με τα ετερό άγαμα ζευγάρια, δεδομένου ότι η σχετική εθνική νομοθεσία ορίζει την εκτός γάμου σχέση των λεσβιακών ζευγαριών με διαφορετικό τρόπο από αυτόν των ετερό ζευγαριών. Επιπλέον, ακόμη και αν ο Νόμος περί Αλλοδαπών που επιτρέπει την οικογενειακή επανένωση των άγαμων ετερό ζευγαριών, η προσφεύγουσα δεν θα πληροί τις απαιτήσεις του σχετικού εθνικού δικαίου, κατά τη στιγμή που υπέβαλε την αίτησή της για οικογενειακή επανένωση δεν ήταν σε μια σχέση με την D.B. για περίοδο τριών ετών.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υπήρχε τίποτα στο πλαίσιο της Σύμβασης περί υποχρεώσεως της Χώρας που να επιτρέπει την οικογενειακή επανένωση, συγκεκριμένα σε θέματα που αφορούν τα λεσβιακά ζευγάρια.

2. Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
(Α) Γενικές αρχές

53. Το Δικαστήριο έχει κρίνει παγίως ότι το Άρθρο 14 συμπληρώνει τις άλλες ουσιώδεις διατάξεις της Σύμβασης και των πρωτοκόλλων της. Δεν έχει ανεξάρτητη λειτουργία, καθώς έχει συνέπειες μόνον σε σχέση με "την απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών" που διασφαλίζονται έτσι. Παρά το γεγονός ότι η εφαρμογή του Άρθρου 14 δεν προϋποθέτει παράβαση των διατάξεων αυτών - και σε αυτό το βαθμό είναι αυτόνομη - δεν μπορεί να υπάρξει χώρος για την εφαρμογή της, εκτός εάν τα πραγματικά περιστατικά, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής ενός ή περισσοτέρων από αυτές. Η απαγόρευση των διακρίσεων που διατυπώνεται στο Άρθρο 14, επομένως εκτείνεται πέρα από την απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που η Σύμβαση και τα σχετικά πρωτόκολλα απαιτούν από κάθε Χώρα μέλος να εγγυηθεί. Ισχύει επίσης για τα εν λόγω πρόσθετα δικαιώματα, που εμπίπτουν στο γενικό πεδίο εφαρμογής κάθε Άρθρου της Σύμβασης, για την οποία η Χώρα έχει αποφασίσει αυτοβούλως να παρέχει (Δείτε, μεταξύ πολλών άλλων αρχών, Abdulaziz, Cabales και Balkandali κατά Άγγλίας, 28 Μαΐου 1985 § 71, Σειρά A αριθ. 94, και Ε.Β. κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 43546/02, §§ 47-48, 22 Ιαν 2008, Βαλλιανάτος και άλλες-οι κατά Ελλάδας [GC], αριθ. 29381/09 και 32684/09, § 72, EΔΑΔ 2013 (αποσπάσματα), και Genovese κατά Μάλτας, αριθ. 53124/09, § 32, 11 Οκτωβρίου 2011).

54. Το Δικαστήριο έχει καθιερώσει με τη νομολογία του ότι μόνο η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε ένα αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό ή ιδιότητα-status, είναι ικανά να ανέρχονται σε δυσμενή διάκριση κατά την έννοια του Άρθρου 14 (Δείτε Eweida και άλλες-οι κατά Αγγλίας, αριθ. 48420/10, § 86, 15 Ιανουαρίου 2013).

55. Σε γενικές γραμμές, για να προκύψει ένα ζήτημα βάσει του Άρθρου 14 πρέπει να υπάρχει διαφορετική μεταχείριση των προσώπων σε ανάλογες ή σχετικά παρόμοιες, καταστάσεις (Δείτε υπόθεση X και άλλες-οι κατά Αυστρίας [GC], αριθ. 19010/07, § 98, 19 Φεβρουαρίου 2013). Ωστόσο, δεν είναι κάθε διαφορετική μεταχείριση που συνιστά παραβίαση του Άρθρου 14. Μια διαφορετική μεταχείριση είναι διάκριση εάν δεν έχει αντικειμενική και λογική δικαιολογία, με άλλα λόγια, εάν δεν επιδιώκει νόμιμο σκοπό ή εάν δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και του στόχου που επιδιώκεται να επιτευχθεί. Η έννοια των διακρίσεων κατά την έννοια του Άρθρου 14 περιλαμβάνει επίσης περιπτώσεις όπου ένα πρόσωπο ή μια ομάδα αντιμετωπίζεται, χωρίς κατάλληλη αιτιολόγηση, λιγότερο ευνοϊκά από ό,τι ένα άλλο, ακόμη και αν η ευνοϊκότερη μεταχείριση δεν ζητήθηκε από τη Σύμβαση (Δείτε Abdulaziz, Cabales και Balkandali, παραπάνω, § 82, υπόθεση Βαλλιανάτος και λοιπές-οί, ανωτέρω, § 76.

Μια γενική πολιτική ή ένα μέτρο που έχει δυσανάλογα επιζήμιες επιπτώσεις σε μια συγκεκριμένη ομάδα μπορεί να θεωρηθεί ότι εισάγει διακρίσεις ακόμη και αν δεν απευθύνεται ειδικά σε αυτή την ομάδα και δεν υπάρχει πρόθεση διακρίσεων. Αυτή είναι η μόνη περίπτωση, ωστόσο, εάν η εν λόγω πολιτική ή μέτρο δεν έχει “αντικειμενική και λογική” αιτιολόγηση (Δείτε, μεταξύ άλλων αρχών, υπόθεση SAS κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 43835/11, § 161, ΕΔΑΔ 2014 (αποσπάσματα)).

57. Οι Χώρες μέλη της Σύμβασης διαθέτουν ένα ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση κατά πόσον και σε ποιο βαθμό οι διαφορές σε διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις δικαιολογούν διαφορετική μεταχείριση (Δείτε Burden κατά Αγγλίας [GC], αριθ. 13378/05, § 60, EΔΑΔ 2008, υπόθεση Χ και άλλες-οι κατά Αυστρίας, προπαρατεθείσα, § 98, και Βαλλιανάτος και λοιπές-οί, προπαρατεθείσα, § 76). Το πεδίο εφαρμογής του περιθωρίου εκτίμησης θα ποικίλλει ανάλογα με τις περιστάσεις, το αντικείμενο και το υπόβαθρο (Δείτε υπόθεση Stummer κατά Αυστρίας [GC], αριθ. 37452/02, § 88, EΔΑΔ 2011, και υπόθεση Hode και Abdi κατά Αγγλίας, αρ. 22341/09, § 52, 6 Νοεμβρίου 2012).

58. Από τη μία πλευρά, συνήθως ένα ευρύ περιθώριο επιτρέπεται στη Χώρα σύμφωνα με τη Σύμβαση, όταν πρόκειται για θέματα μετανάστευσης. Συγκεκριμένα, μία Χώρα έχει το δικαίωμα, ως θέμα καθιερωμένου διεθνούς δικαίου και υπόκειται σε υποχρεώσεις της Συνθήκης, να ελέγχει την είσοδο αλλοδαπών στο έδαφός της και την διαμονή τις εκεί.

Η Σύμβαση δεν εγγυάται το δικαίωμα μίας αλλοδαπής να εισέλθει ή να διαμείνει σε μια συγκεκριμένη χώρα (Δείτε, μεταξύ πολλών άλλων, υπόθεση Abdulaziz, Cabales και Balkandali, που αναφέρεται ανωτέρω, § 67, καθώς και Jeunesse κατά Ολλανδίας [GC], αριθ. 12738/10, § 100, 3 Οκτωβρίου 2014).

59. Από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι, όπως ακριβώς και οι διαφορές με βάση το φύλο, οι διαφορές με βάση το σεξουαλικό προσανατολισμό απαιτούν “ιδιαίτερα πειστικές και σοβαρές αιτίες” για να δικαιολογηθούν (Δείτε, για παράδειγμα, Smith και Grady κατά Αγγλίας, αριθ. 33985/96 και 33986/96, § 90, EΔΑΔ 1999-VI, υπόθεση Karner κατά Αυστρίας, αριθ. 40016/98, §§ 37 και 42, EΔΑΔ 2003-IX, και υπόθεση Χ και λοιπές-οι κατά Αυστρίας , προπαρατεθήσα, § 99). Όταν μια διαφορετική μεταχείριση συμβαίνει λόγω φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού το περιθώριο εκτιμήσεως της Χώρας είναι στενό (Δείτε Karner, παραπάνω, § 41, και Kozak κατά Πολωνίας, αριθ. 13102/02, § 92, 2 Μαρτίου 2010). Οι διαφορές που βασίζονται αποκλειστικά σε λόγους σεξουαλικού προσανατολισμού είναι απαράδεκτες σύμφωνα με τη Σύμβαση (Δείτε τις υποθέσεις Salgueiro da Silva Mouta κατά Πορτογαλίας, αριθ. 33290/96, § 36, EΔΑΔ 1999-IX, EB κατά Γαλλίας, προαναφερθείσα, §§ 93 και 96, Χ και λοιπές-οι κατά Αυστρίας, προπαρατεθείσα, § 99 και Βαλλιανάτος και λοιπές-οί, προπαρατεθείσα, § 77).

60. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ανεξάρτητα από το πεδίο εφαρμογής του περιθωρίου εκτιμήσεως της Χώρας η τελική απόφαση ως προς την τήρηση των απαιτήσεων της Σύμβασης εναπόκειται στο Δικαστήριο (Δείτε, μεταξύ άλλων, Konstantin Markin κατά Ρωσίας [GC], αριθ. 30078/06, § 126, ΕΔΑΔ 2012 (αποσπάσματα)). Όσον αφορά το βάρος της απόδειξης σε σχέση με το Άρθρο 14 της Σύμβασης, το Δικαστήριο έκρινε ότι εφόσον η προσφεύγουσα έχει δείξει την ύπαρξη μιας διαφορετικής μεταχείρισης, εναπόκειται στην κυβέρνηση να δείξει ότι ήταν δικαιολογημένη (Δείτε υπόθεση DH και λοιπές κατά Τσεχίας [GC], αριθ. 57325/00, § 177, ΕΔΑΔ 2007-IV, υπόθεση Kurić και λοιπές-οί κατά τη Σλοβενίας [GC], αριθ. 26828/06, § 389, ΕΔΑΔ 2012 (αποσπάσματα) και Βαλλιανάτος και λοιπές-οί, προπαρατεθείσα, § 85).

(β) Εφαρμογή των αρχών αυτών στην παρούσα υπόθεση
(i) Αν τα πραγματικά περιστατικά της καταγγελίας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 8,

61. Το Δικαστήριο σημειώνει εξαρχής πως δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η σχέση ενός λεσβιακού ζευγαριού, όπως οι προσφεύγουσες εμπίπτει στην έννοια της "ιδιωτικής ζωής" κατά την έννοια του Άρθρου 8 (Δείτε, για παράδειγμα, Mata Estevez κατά Ισπανίας (dec.), αρ. 56501/00, ΕΔΑΔ-2001-VI). Πράγματι, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η έννοια της "ιδιωτικής ζωής" κατά την έννοια του Άρθρου 8 της Σύμβασης είναι μια ευρεία έννοια που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα δημιουργίας και να αναπτύξης σχέσεων με άλλες ανθρώπους (Δείτε Niemietz κατά Γερμανίας, 16 Δεκεμβρίου 1992 § 29, Σειρά Α, αριθ. 251-Β), το δικαίωμα στην "προσωπική ανάπτυξη" (Δείτε Bensaid κατά Αγγλίας, αριθ. 44599/98, § 47, ECHR 2001 -Ι) ή το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση ως τέτοιο (Δείτε Pretty κατά Αγγλίας, αρ. 2346/02, § 61, EΔΑΔ 2002-III). Κατά συνέπεια, περιλαμβάνει επίσης στοιχεία όπως η αναγνώριση κοινωνικού φύλου, ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η σεξουαλική ζωή, η οποία εμπίπτει στην προσωπική σφαίρα που προστατεύεται από το Άρθρο 8 (Δείτε Ε.Β. Κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσα, § 43).

62. Ωστόσο, υπό το φως των παρατηρήσεων των διαδίκων, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει το ζήτημα αν η σχέση της προσφεύγουσας με την D.B. εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της “οικογενειακής ζωής”.

63. Ωστόσο, υπό το φως των παρατηρήσεων των διαδίκων, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει το ζήτημα αν η σχέση της προσφεύγουσας με την D.B. εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της “οικογενειακής ζωής ότι η έννοια της "οικογένειας" στην παρούσα διάταξη δεν περιορίζεται στις σχέσεις με βάση το γάμο και μπορεί να περιλαμβάνει και άλλους de facto δεσμούς "οικογένειας" όπου τα μέρη ζουν μαζί εκτός γάμου (Δείτε Schalk και Kopf κατά Αυστρίας, αριθ. 30141/04, § 91, EΔΑΔ 2010). Αντίθετα, η νομολογία του Δικαστηρίου έχει για μεγάλο χρονικό διάστημα αποδεχτεί ότι η συναισθηματική και σεξουαλική σχέση ενός λεσβιακού ζευγαριού συνιστά “ιδιωτική ζωή”, αλλά δεν έχει βρεθεί ότι αποτελεί “οικογενειακή ζωή”, ακόμη και όταν διακυβεύεται μια μακροπρόθεσμη σχέση συντροφισών που συγκατοικούν. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, παρά την αυξανόμενη τάση σε έναν αριθμό ευρωπαϊκών χωρών προς τη νομική και δικαστική αναγνώριση της σταθερής de facto συγκατοίκησης προσώπων που είναι λεσβίες, δεδομένης της ύπαρξης του μικρού κοινού εδάφους μεταξύ των Χωρών μελών της Σύμβασης, αυτή ήταν μια σφαίρα στην οποία εξακολουθούν να απολαμβάνουν ένα ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως (Δείτε Mata Estevez, προπαρατεθείσα, με περαιτέρω παραπομπές).

64. Ωστόσο, στην υπόθεση Ρ.Β. και J.S. κατά Αυστρίας και υπόθεση Schalk και Kopf, το Δικαστήριο σημείωσε ότι από το 2001, όταν δόθηκε η απόφαση Mata Estevez, μία ραγδαία εξέλιξη των κοινωνικών στάσεων απέναντι στα λεσβιακά ζευγάρια έλαβε χώρα σε πολλές Χώρες μέλη. Από τότε, ένας σημαντικός αριθμός Χωρών μελών έχουν παράσχει νομική αναγνώριση στα λεσβιακά ζευγάρια. Ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντικατοπτρίζουν επίσης μια αυξανόμενη τάση να περιλάβουν τα λεσβιακά ζευγάρια στην έννοια της “οικογένειας” (Δείτε παραγράφους 36-37 ανωτέρω). Ενόψει αυτής της εξέλιξης, το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν ανειλικρινές να διατηρήσει την άποψη ότι, σε αντίθεση με ένα ετερό ζευγάρι, ένα λεσβιακό ζευγάρι δεν θα μπορούσε να απολαύσει την “οικογενειακή ζωή” υπό τους σκοπούς του Άρθρου 8. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι η σχέση ενός ζευγαριού λεσβιών που ζουν σε μια σταθερή de facto συντροφική σχέση εμπίπτει στην έννοια της “οικογενειακής ζωής”, ακριβώς όπως η σχέση ενός ετερό ζευγαριού στην ίδια κατάσταση (Δείτε υπόθεση PB και JS κατά Αυστρίας, αριθ. 18984/02, §§ 27-30, στις 22 Ιουλίου 2010, και υπόθεση Schalk και Kopf, προαναφερθείσα, §§ 91-94).


Βρίσκεστε στο 4ο μέρος για να βρεθείτε στο 5ο μέρος πατήστε εδώ


Την είδηση την βρήκαμε στις 23.2.2016 και την μεταφράσαμε από την http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-161061#{%22itemid%22:[%22001-161061%22]}