8 Μαρ 2016

ΕΔΑΔ υπόθεση των Oliari και λοιπών κατά Ιταλίας 11

(iii) Ευρωπαϊκό Κέντρο για το Νόμο και τη Δικαιοσύνη (ECLJ)

149. Το ECLJ φοβόταν ότι αν το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα λεσβιακά ζευγάρια είχαν δικαίωμα αναγνώρισης με τη μορφή πολιτικής ένωσης, το επόμενο θέμα θα ήταν ποια είναι τα δικαιώματά που θα επισυνάπτονται σε μια τέτοια ένωση, ιδίως σε σχέση με την αναπαραγωγή. Σημείωσε ότι στην υπόθεση Βαλλιανάτος, το Δικαστήριο δεν είχε καθιερώσει μια τέτοια υποχρέωση, αλλά μόνο έκρινε πως το να παρέχεται στις ενώσεις ετερό ζευγαριών, αλλά όχι στα λεσβιακά ζευγάρια οδηγεί σε διακρίσεις. Προκύπτει λοιπόν ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να βρει μια παραβίαση στην παρούσα υπόθεση.

150. Κατά την άποψή του ECLJ, το Άρθρο 8 δεν υποχρεώνει της Χώρες να παρέχουν ένα νομικό πλαίσιο πέρα από αυτό του γάμου για τη διαφύλαξη της οικογενειακής ζωής. Θεώρησε ότι η οικογενειακή ζωή αφορά κυρίως τις σχέσεις μεταξύ των παιδιών και των γονέων τους. Σημείωσε ότι πριν από την απόφαση Schalk και Kopf το Δικαστήριο χρησιμοποιήθηκε ώστε να θεωρηθεί ότι η απουσία του γάμου ήταν μόνο η ύπαρξη ενός παιδιού που έφερνε στο προσκήνιο την έννοια της οικογένειας (αναφέρθηκε στην υπόθεση Johnston και άλλες-οι κατά Ιρλανδίας, 18 Δεκεμβρίου 1986, Σειρά Α, αριθ. 112, και στην υπόθεση Elsholz κατά Γερμανίας [GC], αριθ. 25735/94, EΔΑΔ 2000-VIII).

Αυτό ήταν σύμφωνο με τα διεθνή όργανα και τη Σύμβαση. Θεώρησε πως οποιαδήποτε αναγνώριση που δίνεται σε ένα ζευγάρι από την κοινωνία εξαρτάται από τη συμβολή του ζευγαριού στο κοινό καλό μέσω ίδρυσης οικογένειας, και σίγουρα όχι με βάση το ότι το ζευγάρι είχε αισθήματα η μία-ένας για την άλλη-ον, ότι είναι ένα θέμα που αφορά την ιδιωτική ζωή και μόνο.

151. Το Κέντρο, παρεμβαίνοντας, σημείωσε ότι το Άρθρο 8 § 2 θέτει όρια για την προστασία της οικογενειακής ζωής από το κράτος. Αυτά τα όρια δικαιολόγησαν την άρνηση της Χώρας να αναγνωρίσει ορισμένες οικογένειες, όπως οι πολύγαμες ή οι αιμομικτικές. Κατά την άποψή του, το Άρθρο 8 δεν παρέχει την υποχρέωση να δώσει σε άγαμα ζευγάρια καθεστώς-status ισοδύναμο με αυτό των εγγάμων. Αυτό ήταν ένα θέμα που πρέπει να ρυθμίζεται από τις Χώρες και όχι από την Σύμβαση.

Ούτε θα μπορούσε η συγκατάθεση των Χωρών να υποτεθεί μέσω της υιοθέτησης της σύστασης (2010)5 της Επιτροπής του Υπουργικού Συμβουλίου της Ευρώπης-CoE. Σύμφωνα με το ECLJ, κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών της επιτροπής εμπειρογνωμόνων και των εισηγητριών αναφέρθηκε στο κείμενο στις Χώρες που αρνήθηκαν να συστήσουν την υιοθέτηση ενός νομικού πλαισίου για τα άγαμα ζευγάρια, τελικά έθεσε ένα κείμενο το οποίο έχει ως εξής:

"25. Όταν η εθνική νομοθεσία δεν αναγνωρίζει ούτε παρέχει δικαιώματα ή υποχρεώσεις για την καταχωρημένη συντροφική σχέση προσώπων για τα λεσβιακά και για τα άγαμα ζευγάρια, οι Χώρες μέλη καλούνται να εξετάσουν τη δυνατότητα παροχής, χωρίς διακρίσεις οποιουδήποτε είδους, συμπεριλαμβανομένων των λεσβιακών και ετερό ζευγαριών νομικών ή άλλων μέσων για την αντιμετώπιση των πρακτικών προβλημάτων που σχετίζονται με την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία ζουν".

152. Το ECLJ έκρινε ότι, μολονότι το Δικαστήριο κλήθηκε να ερμηνεύσει τη Σύμβαση ως ζων όργανο, δεν θα μπορούσε να την υποκαταστήσει, καθώς παρέμεινε η κύρια αναφορά. Σε αντίθετη περίπτωση, το Δικαστήριο θα μεταμορφωθεί σε ένα όργανο ιδεολογικής πραγματοποίησης βάσει των εθνικών νομοθεσιών, σε θέματα που σχετίζονται με την κοινωνία - ένας ρόλος που σίγουρα δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του. Το παρεμβαίνον ECLJ αμφισβήτησε το κατά πόσον ήταν συνετό και με σεβασμό στην αρχή της επικουρικότητας το Δικαστήριο να ελέγχει αν οι Χώρες είχαν επικαιροποιήσει την νομοθεσία σύμφωνα με τα εξελισσόμενα ήθη και τα έθιμα, όπως ερμηνεύεται από την πλειοψηφία των δικαστηρίων. Αυτό θα καταστήσει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να εξαρτάται σχετικά λιγότερο από τη Σύμβαση και τα Πρωτόκολλα και σχετικά περισσότερο από τη σύνθεση του Δικαστηρίου (όπως αποδεικνύεται από τη μικρή πλειοψηφία (10-7) στην υπόθεση X και άλλες-οι κατά Αυστρίας [GC], αριθ. 19010/07, ΕΔΑΔ 2013). Ως εκ τούτου, θεωρεί ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να σφετεριστεί το ρόλο των Χωρών, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι οι τελευταίες ήταν ελεύθερες να προσθέσουν ένα πρόσθετο πρωτόκολλο στη Σύμβαση όποτε ήθελαν να ρυθμίσουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό (όπως έγινε για την κατάργηση της θανατικής ποινής).

153. Το ECLJ ρώτησε γιατί η λεσβιακότητα, ομοερωτικότητα ήταν περισσότερο αποδεκτή από την πολυγαμία. Θεώρησε ότι, αν το νομοθετικό σώμα έπρεπε να λάβει υπόψη του μια εξελισσόμενη κοινωνία, τότε θα έπρεπε επίσης να νομοθετήσει υπέρ της πολυγαμίας και του παιδιού ενός τέτοιου του γάμου, ακόμη περισσότερο, δεδομένου ότι σε πολλές χώρες (όπως στην Αγγλία, στο Βέλγιο, στην Ελβετία και στη Τουρκία), υπήρχαν περισσότερα μουσουλμανικά ζευγάρια από ότι λεσβιακά ζευγάρια.

154. Αναφέρθηκε επίσης στις συγκριτικές καταστάσεις των Χωρών (συζητείται ανωτέρω), και πρόσθεσε ότι τα δημοψηφίσματα υπέρ των πολιτικών ενώσεων είχαν απορριφθεί από την πλειοψηφία των ψηφοφόρων στη Σλοβενία και τη Βόρεια Ιρλανδία.

155. Θεώρησε πως αν το Δικαστήριο έπρεπε να θεωρήσει ότι η υποχρέωση να διευκολύνει την κοινή ζωή των λεσβιακών ζευγαριών προέκυψε από το Άρθρο 8 της Σύμβασης, τότε μια τέτοια υποχρέωση θα πρέπει να αφορά αποκλειστικά τις συγκεκριμένες ανάγκες αυτών των ζευγαριών και της κοινωνίας, που επιτρέπουν στη Χώρα ένα περιθώριο εκτιμήσεως, και κατά την άποψή του, η Χώρα της Ιταλίας είχε εκπληρώσει το καθήκον της προστασίας μέσω δικαστικών ή κανόνων της Σύμβασης (όπως εξηγείται κυρίως από την κυβέρνηση). Περαιτέρω, θεωρούσε ότι η προστασία της οικογένειας με την παραδοσιακή έννοια, αποτελεί θεμιτό σκοπό που δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση (ανέφερε την υπόθεση Χ και άλλες-οι, αναφέρεται παραπάνω). Θεώρησε ότι αφού δεν προέκυψε υποχρέωση από τη Σύμβαση, ούτε υπήρχε ένα δικαίωμα που να διασφαλίζεται από τη Χώρα το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, δεν υπήρχε χώρος για περιθώριο εκτίμησης.

156. Όσον αφορά τις διακρίσεις, το ECLJ έκρινε ότι τα λεσβιακά ζευγάρια και τα ετερό ζευγάρια δεν ήταν σε ίδιες ή παρόμοιες καταστάσεις, δεδομένου ότι τα πρώτα δεν μπορούν να αναπαράξουν φυσιολογικά. Η διαφορά δεν ήταν ο σεξουαλικός προσανατολισμός, αλλά η σεξουαλική ταυτότητα, με βάση αντικειμενικά βιολογικές αιτίες, επομένως, δεν υπήρχε χώρος για να δικαιολογήσει διαφορετική μεταχείριση. Θεώρησε ότι οι Χώρες έχουν συμφέρον για την προστασία των παιδιών, την γέννησή τους και την ευημερία τους, καθώς και για το κοινό καλό των γονέων και της κοινωνίας. Αν τα παιδιά σταματούσαν να είναι στο επίκεντρο της οικογένειας, τότε θα παρέμενε μόνο η έννοια των διαπροσωπικών σχέσεων, που θα εξακολουθούσε να υφίσταται - μια εντελώς ατομικιστική αντίληψη.

157. Αποδοκίμασε τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην υπόθεση Schalk και Kopf (§ 94), υποστηρίζοντας ότι ήταν ευρήματα πολιτικής όχι νομικής φύσης, τα οποία εξαιρούν τα παιδιά από το να είναι η ουσία της οικογενειακής ζωής. Ακόμα χειρότερα, στην υπόθεση Βαλλιανάτος (§ 49), η ολομέλεια δεν θεωρεί ούτε καν τη συγκατοίκηση απαραίτητη για τον σχηματισμό της οικογενειακής ζωής. Αναρωτήθηκε επίσης αν η σταθερότητα της σχέσης ήταν ένα σχετικό κριτήριο (στην ίδια, § 73).

Υπό αυτό το πρίσμα το ECLJ αμφισβήτησε το τι αποτελούσε οικογενειακή ζωή, δεδομένου ότι δεν απαιτείται πλέον μια δημόσια δέσμευση, ή η παρουσία παιδιών, ή η συγκατοίκηση. Έτσι, φάνηκε ότι η ύπαρξη των συναισθημάτων ήταν αρκετή για να δημιουργήσει την οικογενειακή ζωή. Ωστόσο, κατά την άποψή του, τα συναισθήματα θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ένα ρόλο στην ιδιωτική ζωή μόνο, αλλά όχι στην οικογενειακή ζωή. Προκύπτει λοιπόν ότι δεν υπήρχε κανένας αντικειμενικός ορισμός της οικογενειακής ζωής. Αυτή η απώλεια του ορισμού περαιτέρω επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Burden κατά Αγγλίας ([GC], αριθ. 13378/05, ΕΔΑΔ 2008), και στην υπόθεση Stübing κατά Γερμανίας (αριθ. 43547/08 12 Απριλίου 2012).

158. Το ECLJ υποστήριξε ότι η άρνηση να εξετάσει επί ίσοις όροις μια έγγαμη οικογένεια και μια σταθερή λεσβιακή σχέση ήταν δικαιολογημένη με βάση τις συνέπειες που συνδέονται με την αναπαραγωγή και την γονεϊκότητα, καθώς και τη σχέση μεταξύ της κοινωνίας και του κράτους. Κατά την άποψή του, το να τα θεωρήσει ως συγκρίσιμα θα σήμαινε ότι όλα τα δικαιώματα που ισχύουν για τα έγγαμα ζευγάρια θα ισχύουν και για αυτά, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με ζητήματα γονεϊκότητας, δεδομένου ότι θα ήταν μάταιο να τις-τους επιτραπεί να τελούν γάμο, αλλά όχι να ιδρύσουν μια οικογένεια. Συνεπώς, θα σήμαινε αποδοχή της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής για τα λεσβιακά ζευγάρια και της παρένθετης μητρότητας για τα γκέι ζευγάρια, με τις συνέπειες που αυτό θα έχει στα παιδιά, έτσι το αντιλαμβάνεται. Όσον αφορά τη σχέση με τη Χώρα, σημείωσε ότι ένα κράτος που θέλει να ορίσει την (έννοια) "οικογένεια" θα ήταν ένα ολοκληρωτικό κράτος. Πράγματι, κατά την άποψή του, οι συντάκτριες-ες της Σύμβασης θέλησαν να διασφαλίσουν την οικογένεια από ενέργειες του κράτους, και να μην επιτρέψουν στο κράτος να ορίσει την έννοια της οικογένειας, σύμφωνα με την άποψη της πλειοψηφίας τους - η οποία βασίστηκε στην άποψη πως ήταν το άτομο και όχι η οικογένεια ο πυρήνας της κοινωνίας.

2. Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
(Α) Άρθρο 8
(i) Γενικές αρχές

159. Ενώ το βασικό αντικείμενο του Άρθρου 8 είναι η προστασία των προσώπων από αυθαίρετη επέμβαση των δημοσίων αρχών, μπορεί επίσης να επιβάλει σε μία Χώρα ορισμένες θετικές υποχρεώσεις ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική τήρηση των δικαιωμάτων που προστατεύονται από το Άρθρο 8 (Δείτε, μεταξύ άλλων (δημόσιων) αρχών, υπόθεση Χ και Y κατά Ολλανδίας, 26 Μαρτίου 1985, § 23, Σειρά A αριθ. 91, .... υπόθεση Monmousseau και Ουάσιγκτον κατά Γαλλίας, αριθ. 39388/05, § 83, 6 Δεκεμβρίου 2007, υπόθεση Söderman κατά Σουηδίας [GC], αριθ. 5786/08, § 78, EΔΑΔ 2013, και υπόθεση Hämäläinen κατά Φινλανδίας [GC], αριθ. 37359/09, § 62, EΔΑΔ 2014). Οι υποχρεώσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν την υιοθέτηση μέτρων με σκοπό την εξασφάλιση του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, ακόμη και στον τομέα των σχέσεων των ιδιωτών μεταξύ τους (Δείτε, μεταξύ άλλων, υπόθεση SH και άλλες-οι κατά Αυστρίας [GC], αριθ. 57813/00, § 87, EΔΑΔ 2011, και υπόθεση Söderman, αναφέρεται παραπάνω, § 78).

160. Οι αρχές που ισχύουν για την αξιολόγηση των θετικών και αρνητικών υποχρεώσεων μίας Χώρας δυνάμει της Σύμβασης είναι παρόμοιες. Πρέπει να ληφθεί υπόψη η δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων του προσώπου και της κοινότητας στο σύνολό της, οι στόχοι στο δεύτερο εδάφιο του Άρθρου 8 είναι ενός ορισμένου ενδιαφέροντος (Δείτε υπόθεση Gaskin κατά Αγγλίας 7 Ιουλίου 1989, § 42, Σειρά Α, αριθ. 160, και υπόθεση Roche κατά Αγγλίας [GC], αριθ. 32555/96, § 157, ΕΔΑΔ 2005-X).

161. Η έννοια του "σεβασμού" δεν είναι σαφής, ιδίως όσον αφορά τις θετικές υποχρεώσεις: έχοντας υπόψη την πολυμορφία των πρακτικών που ακολουθούνται και τις καταστάσεις που υφίστανται εντός των Χωρών μελών της Σύμβασης, οι απαιτήσεις του έθνους θα διαφέρουν σημαντικά από υπόθεση σε υπόθεση (Δείτε υπόθεση Christine Goodwin κατά Αγγλίας [GC], αριθ. 28957/95, § 72, EΔΑΔ 2002-VI). Παρ' όλα αυτά, ορισμένοι τομείς θεωρήθηκαν σημαντικοί για την αξιολόγηση του περιεχομένου των εν λόγω θετικών υποχρεώσεων για τις Χώρες (Δείτε υπόθεση Hämäläinen, αναφέρεται ανωτέρω, § 66). Ενδιαφέρον για την παρούσα υπόθεση είναι οι επιπτώσεις στην προσφεύγουσα από μια κατάσταση όπου υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ της κοινωνικής πραγματικότητας και του νόμου, η συνοχή των διοικητικών και νομικών πρακτικών στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος που θεωρείται ως ένας σημαντικός παράγοντας για την εκτίμηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με το Άρθρο 8 (Δείτε, τηρουμένων των αναλογιών-mutatis mutandis, υπόθεση Christine Goodwin, προαναφερθείσα, §§ 77-78, υπόθεση I κατά Αγγλίας [GC], αριθ. 25680/94, § 58, 11 Ιουλίου 2002 και υπόθεση Hämäläinen, αναφέρεται ανωτέρω, § 66). Άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με τις επιπτώσεις της φερόμενης θετικής υποχρέωσης που διακυβεύονται στην εν λόγω Χώρα. Το ερώτημα εδώ είναι αν η υποτιθέμενη υποχρέωση είναι στενή και ακριβής ή ευρεία και απροσδιόριστη (Δείτε υπόθεση Botta κατά Ιταλίας, 24 Φεβρουαρίου 1998, § 35, Reports 1998-I) ή σχετικά με την έκταση το τυχόν βάρος, που η υποχρέωση θα επιβάλει στο κράτος (Δείτε υποθεση Christine Goodwin, προαναφερθείσα, §§ 86-88).

162. Κατά την εφαρμογή της θετικής υποχρέωσή τους βάσει του Άρθρου 8, οι Χώρες διαθέτουν ένα ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως. Πρέπει να ληφθεί υπόψη μια σειρά παραγόντων κατά τον καθορισμό του εύρους του εν λόγω περιθωρίου. Στο πλαίσιο της "ιδιωτικής ζωής", το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν διακυβεύεται μια ιδιαίτερα σημαντική πτυχή της ύπαρξης ή της ταυτότητας ενός προσώπου το περιθώριο που επιτρέπεται στο κράτος θα περιοριστεί (Δείτε, για παράδειγμα, υπόθεση Χ και Υ, αναφέρεται παραπάνω, §§ 24 και 27, υπόθεση Christine Goodwin, προπαρατεθείσα, § 90, δείτε επίσης την υπόθεση Pretty κατά Αγγλίας, αριθ. 2346/02, § 71, EΔΑΔ 2002-III). Όταν, όμως, δεν υπάρχει συναίνεση εντός των Χωρών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, είτε ως προς τη σχετική σημασία του διακυβεύματος είτε ως προς τα καλύτερα μέσα για την προστασία του, ιδίως όταν η υπόθεση εγείρει ευαίσθητα ηθικά ή εθιμικά ζητήματα, το περιθώριο θα είναι ευρύτερο (Δείτε υπόθεση Χ, Υ και Ζ κατά Αγγλίας, 22 Απριλίου 1997, § 44, Reports 1997-II, υπόθεση Fretté κατά Γαλλίας, αριθ. 36515/97, § 41, EΔΑΔ 2002-SI και υπόθεση Christine Goodwin, προπαρατεθείσα, § 85). Επίσης συνήθως υπάρχει ένα μεγάλο περιθώριο εάν η Χώρα οφείλει να επιτύχει μια ισορροπία μεταξύ ανταγωνιστικών ιδιωτικών και δημόσιων συμφερόντων ή δικαιωμάτων της Σύμβασης (Δείτε υπόθεση Fretté, προπαρατεθείσα, § 42, υπόθεση Odievre κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 42326/98, §§ 44-49, ΕΔΑΔ 2003-III, υπόθεση Evans κατά Αγγλίας [GC], αριθ. 6339/05, § 77, EΔΑΔ 2007-I, υπόθεση Dickson κατά Αγγλίας [GC], αριθ. 44362/04 , § 78, EΔΑΔ 2007-V, και υπόθεση SH και άλλες-οι αναφέρεται ανωτέρω, § 94). 


Βρίσκεστε στο 11ο μέρος για να βρεθείτε στο 12ο πατήστε εδώ 
Την είδηση την βρήκαμε στις 21.10.2015 και την μεταφράσαμε από την
http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-156265#{%22itemid%22:[%22001-156265%22]}