16 Μαρ 2016

Ο Giuseppe Zago σχολιάζει την απόφαση Oliari κατά Ιταλίας

Υπόθεση Oliari και λοιποί κατά Ιταλίας: α. Μια υπόθεση που χρησιμεύει ως μέσο προόδου- προς την πλήρη νομική αναγνώριση των σχέσεων λεσβιακών ζευγαριών στην Ευρώπη

Αυτή η ανάρτηση γράφτηκε από τον Giuseppe Zago, Ερευνητή του Συγκριτικού Δικαίου Σεξουαλικού Προσανατολισμού, του Πανεπιστημίου Leiden (*)

Στις 21 Ιουλίου 2015, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στην υπόθεση Oliari και άλλες-οι κατά. Η Ιταλία είχε για άλλη μια φορά την ευκαιρία να αναλύσει την κατάσταση των λεσβιακών ζευγαριών που επιθυμούν να τελέσσουν γάμο ή να συνάψουν νομικά αναγνωρισμένη μόνιμη σχέση. Αυτό οδήγησε σε μια πρωτοποριακή απόφαση, με το Δικαστήριο υποστηρίζοντας ότι η απουσία ενός νομικού πλαισίου αναγνώρισης των λεσβιακών σχέσεων παραβιάζει το δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής, όπως προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΑΔ), στο Άρθρο 8.

Η σημασία της είναι διπλή, καθώς το Δικαστήριο εισχωρεί εύστοχα στην τρέχουσα νομική κατάσταση της Ιταλίας, και την ίδια στιγμή συσσωρεύει τα σχετικά αποτελέσματα των προηγούμενων υποθέσεων του, όπως Shalk και Kopf κατά Αυστρίας και Βαλλιανάτος και άλλες-οι κατά Ελλάδας, όπου ελαφρώς, αλλά και σαφώς, επεκτείνει την ερμηνεία των αρχών της ΕΣΑΔ σχετικά με τις λεσβίες που εισέρχονται σε σταθερές ερωτικές σχέσεις.

Γεγονότα
Η διαφορά στο ποσοστό προέρχεται από δύο υποθέσεις που υποβάλλονται από έξι Ιταλούς υπηκόους το 2011. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η απουσία οποιασδήποτε νομικής διάταξης που θα τους επέτρεπε να τελέσουν γάμο ή να έχουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε μορφή πολιτικής ένωσης είναι μια μορφή διάκρισης λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, παράβαση των Άρθρων 8, 12 (δικαίωμα γάμου) και 14 (απαγόρευση διακρίσεων) της ΕΣΑΔ.


Παρά το γεγονός ότι σε περίπου 155 Δήμους της Ιταλίας τα λεσβιακά ζευγάρια μπορούν να καταχωρήσουν στο τοπικό ληξιαρχείο μια Πολιτική Ένωση, αυτή έχει "απλώς συμβολική αξία” και δεν αποδίδει κανένα επίσημο χαρακτήρα στα εν λόγω θέματα, και μπορεί να περιλαμβάνει Σύμβαση Συγκατοίκησης, η οποία έχει σχεδιαστεί για να ρυθμίσει ορισμένες δημοσιονομικές πτυχές της κοινής ζωής τις-τους.


Τόσο οι προσφεύγοντες όσο και η κυβέρνηση αναφέρθηκε επίσης στις σημαντικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά τα τελευταία χρόνια από τα εγχώρια ανώτερα δικαστήρια για το θέμα αυτό, τα οποία ουσιαστικά παραδέχθηκαν ότι η ένωση λεσβιακών ζευγαριών πρέπει να προστατεύεται ως μορφή κοινωνικής κοινότητας δυνάμει του Άρθρου 2 του ιταλικού Συντάγματος που κρίνει κατά υπόθεση, αλλά εξαρτάται από το νομοθετικό σώμα να θεσπίσει μια μορφή νομικής συντροφικής σχέσης όπου να έχουν πρόσβαση τα λεσβιακά ζευγάρια, και όχι από το δικαστικό σώμα. Μια τέτοια νομική μορφή συντροφικής σχέσης δεν θα πρέπει ωστόσο να είναι ο γάμος, καθώς ο συνταγματικός ορισμός του γάμου πρέπει να ερμηνεύεται υπό την παραδοσιακή έννοια, ως ένωση μεταξύ μίας γυναίκας και ενός άνδρα.


Κρίση
Η συλλογιστική του Δικαστηρίου επικεντρώθηκε στην ανάλυση του Άρθρου 8 της ΕΣΑΔ και ειδικότερα σχετικά με την έννοια ότι η έννοια του "σεβασμού" συνεπάγεται στην παρούσα υπόθεση. Αυτό οδήγησε το Δικαστήριο να επικεντρωθεί στην ασυμφωνία μεταξύ κοινωνικής πραγματικότητας και της νομοθεσίας, καθώς και να καθορίσει εάν η Χώρα έχει την θετική υποχρέωση να διασφαλίσει αυτό το δικαίωμα είναι "στενή και ακριβής ή ευρεία και αόριστη” (§161).


Ο σεβασμός της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής δεν είναι εγγυημένος σε μία Χώρα όπως η Ιταλία, όπου ακόμα και σήμερα τα λεσβιακά ζευγάρια δεν έχουν την ευκαιρία "να εισέλθουν σε μια Πολιτική Ένωση-Γάμο ή σε μια Καταχωρημένη Συντροφική Σχέση (στην περίπτωση απουσίας του γάμου)» (§164). Σε ένα πολύ διορατικό χωρίο, το Δικαστήριο τόνισε τη σύγκρουση ανάμεσα στην κοινωνική πραγματικότητα των προσφευγόντων, οι οποίοι ζουν ήδη τη ζωή τις ως λεσβίες, γκέι σε μια δεσμευτική σταθερή σχέση στην Ιταλία, και στη σιωπή του νόμου.


Τα μέσα που παρουσιάστηκαν από την κυβέρνηση ως επαρκείς λύσεις, σύμφωνα με το ΕΔΑΔ, είναι ανεπαρκή. Το ίδιο το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε παρά να καλέσει το νομοθετικό σώμα να αναλάβει δράση, ενώ τα τακτικά δικαστήρια έχουν σχεδόν την αρμοδιότητα να δράσουν πιο αποτελεσματικά από ό,τι το ανώτερο δικαστήριο κατά την εκτίμηση των δικαιωμάτων των λεσβιακών ζευγαριών. Ακόμα κι αν μπορούσε, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η δικαστική αναγνώριση χωρίς το κατάλληλο νομικό πλαίσιο δεν θα είχε διαρκή έννομα αποτελέσματα στην πράξη.


Πράγματι, από την ερμηνεία των ανώτερων δικαστηρίων δημιουργείται μια κατάσταση αβεβαιότητας, όχι μόνο επειδή η προτεινόμενη προσέγγιση κατά υπόθεση αποδείχθηκε επιτυχής για ορισμένες κατηγορίες δικαιωμάτων περισσότερο από άλλες, αλλά και υπό το φως της σταθερής αντίρρησης της κυβέρνησης ως προς τις αξιώσεις των προσφευγόντων.


Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση "έχει υπερβεί το περιθώριο εκτίμησης" (§ 185) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "η απουσία ενός νομικού πλαισίου που να επιτρέπει την αναγνώριση και την προστασία των λεσβιακών, γκέι σχέσεων [όπως των προσφευγώντων] παραβιάζει τα δικαιώματά τις-τους σύμφωνα με το Άρθρο 8 της Σύμβασης", επίσης, υπό το πρίσμα της “Κίνηση προς τη Νομική Αναγνώριση", "η οποία συνέχισε να αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς στην Ευρώπη μετά την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Shalk και Kopf" (§178).


Παρ' όλα αυτά, το δικαστήριο παραμένει υπερβολικά επιφυλακτικό σχετικά με το δικαίωμα του γάμου, καθώς επιβεβαιώνει ότι οι χώρες έχουν ευρύτερη διακριτική ευχέρεια, επαναλαμβάνοντας έτσι τα ίδια συμπεράσματα που πραγματοποιήθηκαν στην υπόθεση Shalk και Kopf, ώστε να κηρύξει τελικά τον ισχυρισμό (της ευχέρειας) σύμφωνα με το Άρθρο 12 της ΕΣΔΑ απαράδεκτο.


Σχόλια
Η υπόθεση Oliari και άλλες-οι κατά Ιταλίας αποτελεί σίγουρα μια απόφαση αιχμής στην νομολογία του ΕΔΑΔ σχετικά με τα δικαιώματα των σεξουαλικών μειονοτήτων, καθώς αναγνωρίζει μια θετική υποχρέωση των χωρών να εφαρμόσουν ένα γενικό νομικό πλαίσιο που να ρυθμίζει τις λεσβιακές σχέσεις, ανεξάρτητα από το χρόνο όπου ο εν λόγω θεσμός θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ ή εάν υπάρχει ήδη Σύμφωνο Συμβίωσης για τα λεσβιακά ζευγάρια. Με τον τρόπο αυτό, η υπόθεση Oliari κινείται προς τα εμπρός με τη συλλογιστική που εξηγήθηκε προηγουμένως όπως η υπόθεση Shalk και Kopf κατά Αυστρίας και η υπόθεση Βαλλιανάτος και άλλες-οι κατά Ελλάδας αντίστοιχα.


Παρ' όλα αυτά, η μεθοδολογία που εφάρμοσε το Δικαστήριο για να φτάσει σε αυτό το θετικό αποτέλεσμα είναι συζητήσιμη. Το Δικαστήριο αποφάσισε να αναλύσει μια ενδεχόμενη παραβίαση του Άρθρου 8, μόνο, αν και οι περισσότεροι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν παραβίαση του Άρθρου 8, σε συνδυασμό με το Άρθρο 14. Με τον τρόπο αυτό, το δικαστήριο παρέβλεψε έναν λεπτομερή έλεγχο βασισμένον στην έρευνα του σεβασμού του δικαιώματος της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής υπό το πρίσμα της αρχής της μη διάκρισης.


Αγνοώντας την αξιολόγηση της υπόθεσης σύμφωνα με το Άρθρο 14 της Ευρ. Συμβασης Ανθρ. Δικαιωμάτων, τα αποτελέσματα της συλλογιστικής του Δικαστηρίου ισοπέδωσαν τον προβληματισμό σχετικά με την έννοια του όρου "σεβασμός" στο γενικό συμφραζόμενο της Ιταλίας, χάνει έτσι την ευκαιρία να ελέγξει λεπτομερώς κατά πόσον η Ιταλία πληρούσε το κριτήριο της αναλογικότητας σύμφωνα με το Άρθρο 14, να εξετάσει εάν η Κυβέρνηση αντιμετωπίζει θέματα παρόμοιων καταστάσεων κατά τρόπο διαφορετικό, απλώς και μόνο λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού των εναγώντων, και, σε καταφατική περίπτωση, αν η Χώρα είχε ιδιαίτερα πειστικούς και σοβαρούς λόγους για να αποδείξει αν μια τέτοια αντιμετώπιση είναι δικαιολογημένη και νόμιμη.

Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα του Δικαστηρίου σε μια παρόμοια υπόθεση κατά Χωρών όπου η κοινή γνώμη δεν είναι τόσο θετική απέναντι στην λεσβιακότητα, ομοερωτικότητα όπως έχει αναφερθεί ότι είναι η ιταλική κοινή γνώμη, ή όπου τα εγχώρια δικαστήρια είναι διστακτικά ή σιωπούν στο να παροτρύνουν το νομοθετικό σώμα να δράσει; Η σύμφωνη γνώμη ήδη επιχείρησε να περιορίσει τις επιπτώσεις της απόφασης μόνο στην συνθήκη της Ιταλίας.

Επιπλέον, δια μιας καθορίζεται η γενική ανάγκη για νομική αναγνώριση και προστασία των βασικών δικαιωμάτων των προσφευγώντων (§ 177), η απόφαση δεν προβλέπει ποιά απαραίτητα δικαιώματα και υποχρεώσεις θα πρέπει να επισυνάπτονται στη πολιτική ένωση τα οποία θάναι διαφορετικά από αυτά του γάμου. Αφήνοντας αυτά τα στοιχεία στην εκτίμηση των Χωρών, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει μια προσέγγιση που μπορεί να διευκολύνει ένα μη ομογενές, ενδεχομένως σενάριο διακρίσεων.


Τέλος, η (μη) ανάλυση του Δικαστηρίου σχετικά με το επιχείρημα του δικαιώματος του γάμου είναι απογοητευτική, και αποτυγχάνει να σημειώσει πρόοδο από προηγούμενες υποθέσεις, όπως η Shalk και Kopf ή η Hämäläinen κατά Φινλανδίας. Αντιστρόφως, οδηγεί ακόμα και "προς τα πίσω", θεωρώντας ότι στην υπόθεση Oliari το Δικαστήριο κήρυξε τον ισχυρισμό σύμφωνα με το Άρθρο 12 απαράδεκτο, ενώ στην υπόθεση Shalk και Kopf τον έκρινε παραδεκτό, τότε δεν βρέθηκε καμία παραβίαση (Johnson).


Συμπέρασμα
Με την υπόθεση Oliari και λοιποί κατά Ιταλίας, το ΕΔΑΔ, αφού υπογράμμισε "τη σημασία της χορήγησης της νομικής αναγνώρισης στη de facto οικογενειακή ζωή" (στην υπόθεση Χ κατά Αυστρίας), έχει συμπεριλάβει την ένωση των λεσβιών σε σταθερή δεσμευτική σχέση στην έννοια της οικογενειακής ζωής (υπόθεση Shalk και Kopf κατά Αυστρίας) και διευκρινίζεται ότι εάν μία χώρα θεσπίζει νομοθετικά μια μορφή καταχωρημένης συντροφικότητας, αυτού του είδους η μορφή πρέπει να είναι προσβάσιμη σε όλα τα ζευγάρια, ανεξαρτήτως του σεξουαλικού τους προσανατολισμού (υπόθεση Βαλλιανάτος και άλλες-οι κατά Ελλάδας), καθορίζει πλέον τη θετική υποχρέωση της Χώρας να διασφαλίζει την αναγνώριση ενός νομικού πλαισίου για τις λεσβίες σε περίπτωση απουσίας του γάμου, υπό το φως του Άρθρου 8 της Σύμβασης.


Παρά το γεγονός ότι η ρύθμιση του συγκεκριμένου περιεχομένου των εν λόγω νομικών μορφών παραμένει εντός του περιθωρίου εκτιμήσεως των Χωρών, μπορεί να συναχθεί από την υπόθεση Oliari ότι πρέπει να εγγυάται κάτι περισσότερο από μια απλή ιδιωτική πράξη, δεδομένου ότι-από τότε που το Δικαστήριο αποδίδει- στις λεσβιακές ενώσεις τα θεμελειώδη δικαιώματα και τις ανάγκες που πηγαίνουν πέρα από τις οικονομικές πτυχές της σχέσης (§169).


Αντίθετα, ο δρόμος προς το άνοιγμα του θεσμού του γάμου σε λεσβιακά ζευγάρια φαίνεται μακρύς και τραχύς, ίσως και υπό το φως της έντονης αντίδρασης ορισμένων Χωρών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, όταν πρόκειται για τα δικαιώματα των σεξουαλικών μειονοτήτων.


Τέλος πάντων, σημειώνω ότι το Δικαστήριο του Στρασβούργου είναι λογικό στις νέες εξελίξεις παγκοσμίου επιπέδου, όπως φαίνεται από την αναφορά του στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ην. Πολοτειών για τον λεσβιακό γάμο: ένας διεθνής διάλογος μεταξύ των θεσμών μπορεί σίγουρα να συμβάλει στην εδραίωση μίας διεθνούς τάσης προς την αναγνώριση των λεσβιακών σχέσεων μέσω του γάμου και στην Ευρώπη.


Την είδηση την βρήκαμε στις 16.9.2015 από την strasbourgobserver.com στην http://strasbourgobservers.com/2015/09/16/oliari-and-others-v-italy-a-stepping-stone-towards-full-legal-recognition-of-same-sex-relationships-in-europe/

Στην φωτογραφία είναι η Αφροαμερικανίδα δημοσιογράφισα σταυροφόρος κατά του λιντσαρίσματος. ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών και πρωτοπόρος των πολιτικών δικαιωμάτων που γεννήθηκε το 1862