9 Μαρ 2016

ΕΔΑΔ υπόθεση των Oliari και λοιπών κατά Ιταλίας 6

Δ. Έξι μήνες
1. Η κυβέρνηση

86. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η πλήρης προσφυγή αριθ. 18766/11, της 4ης Αυγούστου 2011 που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Αυγούστου 2011, ένα χρόνο μετά την απόφαση του Εφετείου της Trent της 23ης Σεπτεμβρίου 2010, και ότι η πλήρης προσφυγή αριθ. 36030/11 της 10ης Ιουνίου 2011 που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Ιουνίου 2011, ένα χρόνο μετά την απόφαση του Δικαστηρίου του Μιλάνο την 9η Ιουνίου 2010, που κατατέθηκε στο σχετικό μητρώο την 1η Ιουλίου 2010, όσον αφορά τον Perelli Cippo και τον Zaccheo και εν τη απουσία οποιασδήποτε απόφασης σχετικά με τον Felicetti και τον Zappa. Κάθε υλικό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο πριν από τις ημερομηνίες αυτές δεν περιείχε όλα τα χαρακτηριστικά της προσφυγής.

2. Οι προσφεύγοντες
87. Οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αριθ. 18766/11 υποστήριξαν ότι σύμφωνα με το ιταλικό δίκαιο, η απόφαση του Εφετείου της Trent κοινοποιήθηκε στους προσφεύγοντες στις 23 Σεπτεμβρίου 2010 κατέστη οριστική μετά από έξι μήνες. Προκύπτει λοιπόν ότι η προσφυγή που εισήχθη στις 21 Μαρτίου 2011 συμμορφώθηκε με τον κανόνα των έξι μηνών που προβλέπεται στη Σύμβαση.

88. Οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αριθ. 36030/11 έκριναν ότι οι καταγγελλόμενες παραβιάσεις είχαν συνεχή χαρακτήρα, όσο καιρό οι λεσβιακές ενώσεις δεν αναγνωρίζονταν σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία.
 
3. Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
(Α) Ημερομηνίες εισαγωγής των προσφυγών

89. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η προθεσμία των έξι μηνών διακόπτεται από την ημερομηνία εισαγωγής της προσφυγής. Σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική και το Άρθρο 47 της § 5 του Κανονισμού του Δικαστηρίου, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, κανονικά θεωρείται η ημερομηνία της εισαγωγής της προσφυγής είναι η ημερομηνία της πρώτης επικοινωνίας που δείχνει την πρόθεσή του να καταθέσει μία προσφυγή και δίνοντας κάποια ένδειξη για τη φύση της προσφυγής. Μια τέτοια πρώτη επικοινωνία, η οποία κατά το χρόνο αργότερα έλαβε τη μορφή μιας επιστολής που εστάλη με φαξ, θα μπορούσε κατ' αρχήν να διακόψει την περίοδο των έξι μηνών (Δείτε υπόθεση Yartsev κατά Ρωσίας (dec.) αριθ. 1376/11, § 21, 26 Μαρτίου 2013, υπόθεση Abdulrahman κατά Κάτω Χωρών (dec.), αριθ. 66994/12, 5 Φεβρουαρίου 2013, και υπόθεση Βιβλικό Κέντρο της Δημοκρατίας της Χουβάς κατά Ρωσίας, αριθ. 33203/08, § 45, 12 Ιουνίου 2014).

90. Εν προκειμένω, σχετικά με την προσφυγή αριθ. 18766/11, η πρώτη επικοινωνία δείχνει την επιθυμία να καταθέσει προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, καθώς και το αντικείμενο της προσφυγής (στην προκειμένη υπόθεση, με τη μορφή της ελλιπούς προσφυγής), κατατέθηκε ιδιοχείρως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Μαρτίου 2011: μια συμπληρωμένη προσφυγή ακολούθησε σύμφωνα με τις οδηγίες του Μητρώου. Επομένως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ημερομηνία εισαγωγής όσον αφορά την προσφυγή αριθ. 18766/11 ήταν 21 Μαρτίου 2011.

Ομοίως, σχετικά με την προσφυγή αριθ. 36030/11 μια πλήρης προσφυγή παρελήφθη από το Δικαστήριο με τηλεομοιοτυπία στις 10 Ιουνίου 2011, που ακολουθήθηκε από την αρχική περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Ιουνίου 2011. Δεν υπάρχει, επομένως, καμία αμφιβολία ότι η ημερομηνία εισαγωγής όσον αφορά την προσφυγή αριθμ. 36030/11 πρέπει να θεωρηθεί ως η 10η Ιουνίου 2011. Επομένως, σε αυτές τις συνθήκες, η ημερομηνία "παραλαβής" από το Δικαστήριο του πρωτοτύπου ή τα συμπληρωμένα έντυπα προσφυγών είναι άνευ σημασίας για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας εισαγωγής, το επιχείρημα της κυβέρνησης για το σκοπό αυτό είναι, επομένως, εσφαλμένο.

91. Απομένει να εξεταστεί αν οι προσφυγές που υποβλήθηκαν κατά τις ημέρες συμμορφωθηκαν στον κανόνα των έξι μηνών.
(β) Η συμμόρφωση με την προθεσμία των έξι μηνών
(i) Γενικές αρχές

92. Κατά κανόνα, η προθεσμία των έξι μηνών αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία της τελικής απόφασης στο πλαίσιο της διαδικασίας της εξάντλησης των εγχώριων ενδίκων μέσων. Όταν είναι σαφές από την αρχή, ωστόσο, ότι δεν υπάρχει αποτελεσματικό ένδικο μέσο που να είναι διαθέσιμο στην προσφεύγουσα, η προθεσμία τρέχει από την ημερομηνία των πράξεων ή των μέτρων πρσφυγής, ή από την ημερομηνία της γνώσης της εν λόγω πράξης ή το αποτέλεσμα της ή την επιφύλαξη της προσφεύγουσας (Δείτε Mocanu και άλλες-οι κατά Ρουμανίας [GC], αριθ. 10865/09, 45886/07 και 32431/08, § 259, ΕΔΑΔ 2014 (αποσπάσματα)).

Όταν η προσφεύγουσα κάνει χρήση ενός φαινομενικά υπάρχοντος ένδικου μέσου και μόνο στη συνέχεια λαμβάνει-γνώση των περιστάσεων που καθιστούν το ένδικο μέσο αναποτελεσματικό, μπορεί να είναι κατάλληλη για τους σκοπούς του Άρθρου 35 § 1 ώστε να ξεκινήσει η περίοδος των έξι μηνών ως την ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα πρώτη έλαβε ή όφειλε να έχει λάβει γνώση αυτών των περιστάσεων (αυτόθι, § 260, δείτε επίσης υπόθεση El-Masri κατά Republic of Macedonia [GC], αριθ. 39630/09, § 136, ΕΔΑΔ 2012, και υπόθεση Paul και Audrey Edwards κατά Αγγλίας (déc.), αριθ. 46477/99, στις 4 Ιουνίου 2001).

93. Στις υποθέσεις όπου υπάρχει μια συνεχιζόμενη κατάσταση, η περίοδος προθεσμίας αρχίζει να τρέχει εκ νέου κάθε μέρα, και σε γενικές γραμμές μόνο όταν η κατάσταση αυτή καταλήγει τότε η περίοδος προθεσμίας έξι μηνών αρχίζει πραγματικά να τρέχει (Δείτε Varnava και άλλες-οι κατά Τουρκίας [GC ], αρ. 16064/90, 16065/90, 16066 / 90Y, 16068/90, 16069/90, 16070/90, 16071/90, 16072/90 και 16073/90, § 159, ΕΔΑΔ 2009).



94. Η έννοια της "συνεχιζόμενης κατάστασης" αναφέρεται σε μια κατάσταση η οποία λειτουργεί με συνεχή δραστηριότητα από ή εκ μέρους της Χώρας που καθιστά τις προσφεύγουσες θύματα (Δείτε υπόθεση Ananyev και άλλες-οι κατά Ρωσίας, αρ. 42525/07 και 60800 / 08, § 75, 10 Ιανουαρίου 2012, δείτε επίσης, αντιστρόφως, την υπόθεση McDaid και άλλες-οι κατά Αγγλίας, αριθ. 25681/94, απόφαση της Επιτροπής της 9ης Απριλίου 1996, Αποφάσεις και Εκθέσεις (DR) 85-Α, σελ. 134, και υπόθεση Posti και Rahko κατά Φινλανδίας, αριθ. 27824/95, § 39, EΔΑΔ 2002-VII). Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι οι παραλείψεις εκ μέρους των αρχών μπορεί επίσης να αποτελούν "οι συνεχείς δραστηριότητες από ή εκ μέρους του κράτους" (Δείτε, για παράδειγμα, υπόθεση Vasilescu κατά Ρουμανίας, 22 Μαΐου 1998, § 49, Αναφορές των Κρίσεων και των Αποφάσεων 1998-III, σχετικά με την απόφαση να εμποδίζει την προσφεύγουσα να ανακτήσει την κατοχή της περιουσίας της, υπόθεση Sabin Popescu κατά Ρουμανίας, αριθ,. 48102/99, § 51, 2 Μαρτίου 2004, σχετικά με την αδυναμία της γονέα να ανακτήσει τα γονικά δικαιώματα, υπόθεση Iordache κατά Ρουμανίας, αριθ. 6817/02, § 66, 14η Οκτωβρίου 2008, και υπόθεση Hadzhi Georgievi κατά Βουλγαρίας, αριθ. 41064/05, §§ 56-57, 16 Ιουλίου 2013, τόσο όσον αφορά τη μη εκτέλεση των αποφάσεων, καθώς και, κατά συνέπεια, υπόθεση Centro Europa 7 S.r.l. και Di Stefano κατά Ιταλίας [GC], αριθ. 38433/09, § 104, ΕΔΑΔ 2012, σχετικά με την αδυναμία να μεταδίδουν τηλεοπτικά προγράμματα).

95. Στην νομολογία του, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχαν "συνεχιζόμενες καταστάσεις" φέρνοντας την υπόθεση στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του σε σχέση με το Άρθρο 35 § 1, όταν μια νομική διάταξη οδήγησε σε μια μόνιμη κατάσταση, με τη μορφή ενός μόνιμου περιορισμού ενός ατομικού δικαιώματος που προστατεύεται από την Σύμβαση, όπως το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι (Δείτε υπόθεση Paksas κατά Λιθουανίας [GC], αριθ. 34932/04, § 83, 6 Ιανουαρίου 2011 και υπόθεση Anchugov και Gladkov κατά Ρωσίας, αριθ. 11157/04 και 15162/05, § 77, 4 Ιουλίου 2013) ή το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο (Δείτε Nataliya Mikhaylenko κατά Ουκρανίας, αριθ. 49069/11, § 25, 30 Μαΐου 2013), ή με τη μορφή της νομοθετικής διάταξης η οποία εισέρχεται συνεχώς στην ιδιωτική ζωή του προσώπου (Δείτε υπόθεση Dudgeon κατά Αγγλίας, 22 Οκτωβρίου 1981, § 41, Σειρά Α, αριθ. 45, και Daróczy κατά Ουγγαρίας, αριθ. 44378/05, § 19, 1 Ιουλίου 2008)

(ii) Εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση

96. Όσον αφορά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπό κρίση υποθέσεως, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, στο μέτρο που τα δικαιώματα που απορρέουν από τα άρθρα 8, 12 και 14 αφορούν την αδυναμία να τελέσουν γάμο ή να εισέλθουν σε μια πολιτική ένωση που είναι οι επίμαχες καταγγελίες των προσφευγόντων δεν αφορούν μια πράξη που συμβαίνει μια δεδομένη χρονική στιγμή ή ακόμα και τα διαρκή αποτελέσματα μιας τέτοιας πράξης, αλλά αφορούν διατάξεις (ή στην περίπτωση αυτή την έλλειψη αυτών) που οδηγούν σε μια συνεχή κατάσταση, δηλαδή την έλλειψη αναγνώρισης της ένωσής τους, με όλες τις πρακτικές συνέπειες της σε καθημερινή βάση, έναντι των οποίων δεν υπήρχε στην πραγματικότητα διαθέσιμο αποτελεσματικό εθνικό ένδικο μέσο. Τα όργανα της Σύμβασης έχουν αποφασίσει στο παρελθόν ότι όταν λαμβάνετε μια προσφυγή που αφορά μια νομική διάταξη η οποία οδηγεί σε μια μόνιμη κατάσταση για την οποία δεν υπάρχει εσωτερικό ένδικο μέσο, το ζήτημα της εξάμηνης περιόδου προκύπτει μόνο αφ' ότου η κατάσταση αυτή έχει παύσει να υπάρχει: "... υπό περιστάσεις, είναι ακριβώς ως η φερόμενη παραβίαση να επαναλαμβάνεται καθημερινά, εμποδίζοντας έτσι τη λειτουργία της περιόδου των έξι μηνών" (Δείτε υπόθεση De Becker κατά Βελγίου, (dec.) 9 Ιουνίου 1958, αριθ. 214/56, Yearbook 2, και Paksas, αναφέρονται παραπάνω, § 83).



97. Στην παρούσα υπόθεση, ελλείψει ενός αποτελεσματικού εθνικού ένδικου μέσου δεδομένης της κατάστασης της εθνικής νομολογίας, καθώς και το γεγονός ότι η καταγγελλόμενη κατάσταση σαφώς δεν σταμάτησε, η κατάσταση πρέπει να θεωρηθεί ως συνεχιζόμενη (Δείτε, για παράδειγμα, υπόθεση Anchugov και Gladkov κατά Ρωσίας, αριθ. 11157/04 και 15162/05, § 77, 4 Ιουλίου 2013, αν και με διαφορετική γραμμή είχαν ληφθεί προηγουμένως στην Αγγλία υποθέσεις που αφορούσαν παρόμοιες περιστάσεις, δείτε υπόθεση Toner κατά Αγγλίας (dec.), § 29, αριθ. 8195/08, 15 Φεβρουαρίου 2011 και υπόθεση Mclean και Cole κατά Αγγλίας (dec.), § 25, 11 Ιουνίου 2013). Επομένως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι προσφυγές είναι εκτός χρόνου.

98. Επομένως, η ένσταση της Κυβέρνησης απορρίπτεται.

II.
ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 8 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 14 ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8

99. Οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αριθ. 18766/11 παραπονέθηκαν ότι δεν είχαν κανένα μέσο νόμιμης διαφύλαξης της σχέσης τους, ότι ήταν αδύνατο να τεθούν σε οποιοδήποτε είδος πολιτικής ένωσης στην Ιταλία. Επικαλέστηκαν μόνο το Άρθρο 8. Οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αριθ. 18766/11 και 36030/11 παραπονέθηκαν ότι υφίστανται διακρίσεις κατά παράβαση του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8. Οι διατάξεις αυτές έχουν ως εξής:



Άρθρο 8
"1. Κάθε μία-ένας έχει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας της-του.
2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξει επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν είναι σύμφωνη με το νόμο και είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία προς το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας ασφάλειας ή της οικονομικής ευημερίας της χώρας, για την πρόληψη εγκλήματος, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων".

Άρθρο 14
"Η απόλαυση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που ορίζονται στ[η] Σύμβαση θα πρέπει να διασφαλίζεται χωρίς διάκριση για οποιοδήποτε λόγο όπως το φύλο, τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις πολιτικές ή οποιεσδήποτε άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, την σύνδεση με εθνική μειονότητα, την περιουσία, τη γέννηση ή οποιαδήποτε άλλη κατάσταση".

100. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι αυτό είναι κυρίαρχο χαρακτηριστικό που πρέπει να δοθεί στο νόμο για τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης (Δείτε, για παράδειγμα, υπόθεση Gatt, που αναφέρεται ανωτέρω, § 19). Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι αιτιάσεις που προέβαλαν οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αριθ. 36030/11, επίσης απέτυχαν να εξεταστούν μόνο υπό το Άρθρο 8.

A. Επί του παραδεκτού
1. Προσφυγή
101. Η Κυβέρνηση, αναφερόμενη στην υπόθεση Schalk και Kopf (§§ 93-95), δεν αμφισβήτησε τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8.

102. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου καθώς με συνέπεια το Δικαστήριο αποφάσισε, πως το Άρθρο 14 συμπληρώνει τις άλλες ουσιώδεις διατάξεις της Σύμβασης και των πρωτοκόλλων της. Δεν έχει αυτοτέλεια, εφόσον παράγει αποτελέσματα μόνον σε σχέση με "την απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών" που διασφαλίζουν οι διατάξεις αυτές.

Παρά το γεγονός ότι η εφαρμογή του Άρθρου 14 δεν προϋποθέτει παράβαση των διατάξεων αυτών - και σε αυτό το βαθμό είναι αυτόνομη - δεν μπορεί να υπάρξει χώρος για την εφαρμογή της, εκτός εάν τα πραγματικά περιστατικά, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της μιας ή των περισσοτέρων εκ των τελευταίων (Δείτε, για παράδειγμα, υπόθεση E.B κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 43546/02, § 47, 22 Ιανουαρίου 2008, υπόθεση Karner κατά Αυστρίας, αριθ. 40016/98, § 32, EΔΑΔ 2003-IX και υπόθεση Petrovic κατά Αυστρίας, 27 Μαρτίου 1998, § 22, Αναφορές 1998-ΙΙ).

103. Δεν αμφισβητείται ότι η σχέση ενός λεσβιακού, γκέι ζευγαριού, όπως αυτή των προσφευγόντνων, εμπίπτει στην έννοια της "ιδιωτικής ζωής" κατά την έννοια του άρθρου 8. Ομοίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ήδη πως η σχέση ενός λεσβιακού ζευγαριού που ζει σε μια σταθερή de facto σχέση εμπίπτει στην έννοια της "οικογενειακής ζωής" (Δείτε Schalk και Kopf, αναφέρεται ανωτέρω, § 94). Αυτό οδηγεί στο πως τα πραγματικά γεγονότα των σημερινών προσφυγών εμπίπτουν στην έννοια της "ιδιωτικής ζωής", καθώς και της "οικογενειακής ζωής", κατά την έννοια του Άρθρου 8. Συνεπώς, τόσο το Άρθρο 8 μόνο όσο και το Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 της Σύμβασης ισχύουν.

2. Συμπέρασμα
104. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι
προσφυγές δεν είναι προδήλως αβάσιμες κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (α) της Σύμβασης. Περαιτέρω σημειώνει ότι δεν είναι απαράδεκτες για οποιουσδήποτε άλλους λόγους. Επομένως, πρέπει να κηρυχθούν παραδεκτές.
B. Επί της ουσίας
1. Οι ισχυρισμοί των διαδίκων
(Α) Οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αριθ. 18766/11

105. Οι προσφεύγοντες αναφέρθηκαν στην εξέλιξη, η οποία είχε λάβει χώρα, ως αποτέλεσμα της οποίας πολλές χώρες είχαν νομοθετήσει υπέρ κάποιου τύπου θεσμού για τα λεσβιακά ζευγάρια, οι πιο πρόσφατες προσθήκες είναι το Γιβραλτάρ και η Μάλτα, η νομοθεσία των οποίων θεσπίστηκε το 2014 έδωσε στα λεσβιακά ζευγάρια περίπου-grosso modo τα ίδια δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που ισχύουν για τα ετερό ζευγάρια, η καταχωρημένη συντροφική σχέση για τα λεσβιακά ζευγάρια είχε επίσης θεσπιστεί στην Κροατία. Θεωρούσαν ότι δεν υπήρχε λόγος για τον οποίο δεν θα έπρεπε να παρέχονται αυτές οι δύο ενώσεις στην Ιταλία. Μπορούν σημείωσαν ειδικότερα ότι το ίδιο το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι το κράτος είχε την υποχρέωση να εισαγάγει στην έννομη τάξη του κάποια μορφή πολιτικής ένωσης για τα λεσβιακά ζευγάρια. Αναφέρθηκαν στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις θετικές υποχρεώσεις που είναι συνυφασμένες με τον αποτελεσματικό σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, και επανέλαβαν ότι, σύμφωνα με το Δικαστήριο, όπου συγκεκριμένες πτυχές της ύπαρξης ή της ταυτότητας ενός προσώπου ήταν σε κίνδυνο, ή όπου οι δραστηριότητες που διακυβεύουν την πιο βαθειά προσωπική οικεία πτυχή της ιδιωτικής ζωής, το περιθώριο που επιτρέπεται σε ένα κράτος ήταν αντίστοιχα στενό (υπόθεση Söderman κατά Σουηδίας [GC], αριθ. 5786/08, § 79, ECHR 2013).

106. Οι προσφεύγοντες σημείωσαν ότι η Κυβέρνηση δεν είχε δώσει κάποια δικαιολογία για την αποτυχία να νομοθετήσει για το σκοπό αυτό. Αντίθετα, είχε προσπαθήσει να πείσει το δικαστήριο ότι τα λεσβιακά ζευγάρια προστατεύονται ήδη, παρά την έλλειψη ειδικού νομικού πλαισίου. Αυτό από μόνο του ήταν αντιφατικό, γιατί αν η κυβέρνηση αναγνώριζε την ανάγκη προστασίας, τότε δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να συμβεί από το να παρέχει ένα σταθερό νομικό πλαίσιο, όπως ο γάμος ή έναν παρόμοιο θεσμό όπως της καταχωρημένης συντροφικής σχέσης, ή παρόμοιο. Περαιτέρω, οι προσφεύγοντες απέτυχαν να καταλάβουν τη σχέση μεταξύ της προστασίας της οικογένειας με την παραδοσιακή έννοια και η νομική αναγνώριση μιας σταθερής σχέσης ενός λεσβιακού ζευγαριού.

107. Οι προσφεύγοντες θεώρησαν ότι η αναγνώριση του νόμου της οικογενειακής ζωής και του καθεστώτος- status του προσώπου ήταν ζωτικής σημασίας για την ύπαρξη και την ευημερία ενός προσώπου και της αξιοπρέπειας του. Σε περίπτωση απουσίας του γάμου το κράτος, πρέπει τουλάχιστον, να δώσει πρόσβαση σε μία αναγνωρισμένη ένωση μέσω ενός επίσημου νομικού θεσμού, με βάση μια δημόσια δέσμευση και να τις-τους παρέχει νομική εξ-ασφάλιση. Επί του παρόντος, τους αρνείται τέτοια νομική προστασία, και τα λεσβιακά ζευγάρια μια κατάσταση αβεβαιότητας, όπως φαίνεται από τις εθνικές υποθέσεις που επικαλείται η κυβέρνηση, η οποία άφησε ανθρώπους στην κατάσταση των προσφευγόντων στο έλεος της δικαστικής εκτιμήσεως. Οι προσφεύγοντες σημείωσαν ότι παρά τη φήμη πως η Ιταλία είχε μεταφέρει την οδηγία ΕΕ 78/2000, η διοίκηση συνέχισε να αρνείται ορισμένες παροχές σε λεσβιακά ζευγάρια, και δεν τα θεωρεί ίσα με τα ετερό ζευγάρια.

108. Οι προσφεύγοντες θεώρησαν ότι η Κυβέρνηση παραπλάνησε το Δικαστήριο με μια λανθασμένη ερμηνεία της απόφασης του Δήμου του Μιλάνο όσον αφορά την καταχώρηση (Δείτε παράγραφο 130 κατωτέρω). Η καταχώρηση ανέφεραν δεν παρέχει την έκδοση ενός εγγράφου που να πιστοποιεί μια "πολιτική ένωση" βασίζεται σε ένα δεσμό της αγάπης, αλλά μια "ένωση για τους σκοπούς του μητρώου (προσωπική ένωση)" βασίζεται σε ένα δεσμό αγάπης. Ότι αφορούσε μόνο την καταχώρηση για τους σκοπούς των στατιστικών στοιχείων του υπάρχοντος πληθυσμού, η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια του  πολιτικού καθεστώτος-status του προσώπου. Ενώ σημειώνει ότι ορισμένοι Δήμοι είχαν αγκαλιάσει αυτό το σύστημα, πολύ λίγα ζευγάρια είχαν αρχικά καταχωρηθεί, δεδομένου ότι δεν είχε καμία επίδραση στην οικογενειακή κατάσταση ενός προσώπου, και θα μπορούσε να πραγματωποιηθεί μόνο ως απόδειξη της συγκατοίκησης. Πράγματι, δεν έχει αποτελέσματα έναντι τρίτων, ούτε ασχολείται με θέματα όπως η διαδοχή, γονικά θέματα, η παιδοθεσία, καθώς και το δικαίωμα να δημιουργήσει μια οικογενειακή επιχείρηση (οικογενειακή επιχείρηση-impresa famigliare). Ομοίως, η απόφαση του Αρείου Πάγου σχετικά με την καταχώρηση του γάμου ενός λεσβιακού ζευγαριού (βλέπε ανωτέρω παράγραφος 38) ήταν μια μοναδική απόφαση και έγινε, κατά τη στιγμή της υποβολής των παρατηρήσεων, εν αναμονή της έφεσης μετά από αίτημα της Κυβέρνησης. Σημείωσαν περαιτέρω ότι οι παρατηρήσεις που έγιναν από τον Άρειο Πάγο στην απόφασή αριθ. 4184/12, σύμφωνα με τις οποίες-ως το αποτέλεσμα του λεσβιακού γάμου που συνάφθηκε στην αλλοδαπή δεν ήταν πλέον σε αντίθεση με την ιταλική δημόσια τάξη, είχαν ειπωθεί εν παρόδω (παρεμπιπτόντως-obiter dictum), δεν είχαν δεσμευτικό χαρακτήρα και η διοίκηση δεν είχε ακολουθήσει το παράδειγμά του. Πράγματι, ο Άρειος Πάγος είχε αποφασίσει σαφώς το θέμα, με την έννοια ότι τέτοιος γάμος δεν ήταν δυνατόν να συμβεί. 
 
109. Σε σχέση με το άρθρο 14, οι προσφεύγοντες επανέλαβαν ότι το περιθώριο εκτιμήσεως του κράτους ήταν στενό όταν η αιτιολόγηση για να αποφύγει μια τέτοια υποχρέωση βασίστηκε στο σεξουαλικό προσανατολισμό των προσώπων (αναφέρθηκαν στην υπόθεση X και άλλες-οι κατά Αυστρίας [GC], αριθ. 19010/07, ΕΔΑΔ 2013, και στην Χ κατά Τουρκίας, αριθ. 24626/09, 9 Οκτωβρίου 2012), και πολύ βαρύνουσες αιτίες ήταν απαραίτητες για να δικαιολογήσουν μια διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε τέτοιες αιτίες. Αυτοί επικαλέστηκαν τις μειοψηφούσες απόψεις στην απόφαση Schalk και Kopf. Αυτοί περαιτέρω ανέφεραν ότι στην προκειμένη υπόθεση δεν υπήρξε κανένα σημείο στην επιχειρηματολογία ότι δεν ήταν ανοικτή για τα ετερό ζευγάρια να εισέλθουν σε κάποιο είδος της καταχωρημένης ένωσης, δεδομένου ότι τα ετερό ζευγάρια είχαν την ευκαιρία να συνάπτουν γάμο, ενώ τα λεσβιακά ζευγάρια δεν είχαν καμία απολύτως προστασία αυτού του είδους.

Βρίσκεστε στο 6ο μέρος για βρεθείτε στο 7ο μέρος πατήστε εδώ


Την είδηση την βρήκαμε στις 21.10.2015 και την μεταφράσαμε από την
http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-156265#{%22itemid%22:[%22001-156265%22]}