9 Μαρ 2016

ΕΔΑΔ υπόθεση των Oliari και λοιπών κατά Ιταλίας 1

ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ 21 Ιουλίου, 2015
ΤΕΛΙΚΗ 21.10.2015

Η εν λόγω απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη σύμφωνα με το άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης. Μπορεί να υποστεί τυπικές διορθώσεις.

Στην υπόθεση των Oliari και λοιπών κατά Ιταλίας,
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (τέταρτο τμήμα), συνεδριάζοντας σε τμήμα αποτελούμενο από:
την Päivi Hirvelä, Προεδρίνα,
τον Guido Raimondi,
τον Ledi Bianku,
την Nona Tsotsoria,
τον Paul Mahoney,
τον Faris Vehabović,
τον Yonko Grozev, δικαστίνες-ές,
και την Françoise Elens-Passos, γραμματεία του τμήματος,
Αφού διαβουλεύτηκε κεκλεισμένων των θυρών στις 30 Ιουνίου 2015,
Εκδίδει την ακόλουθη απόφαση, η οποία ελήφθη την ημερομηνία αυτή:

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η υπόθεση έχει εισαχθεί με δύο προσφυγές (αρ. 18766/11 και 36030/11) κατά της Ιταλίας που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 34 της Σύμβασης Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ("η Σύμβαση") από έξι Ιταλούς υπήκοους, Enrico Oliari, Α, Gian Mario Felicetti, Riccardo Perelli Cippo, Roberto Zaccheo και Riccardo Zappa (στο εξής "οι προσφεύγοντες"), στις 21 Μαρτίου και 10 Ιουνίου 2011 αντίστοιχα.

2. Οι δύο πρώτοι προσφεύγοντες εκπροσωπούνται από τον κύριο Α Schuster, δικηγόρο που εργάζεται στην Trent. Οι υπόλοιποι προσφεύγοντες εκπροσωπούνται από την Μ D'Amico, τον Μ. Clara και τον C. Pitea, δικηγορίνα-οι που εργάζονται στο Μιλάνο. Η Ιταλική Κυβέρνηση ("η Κυβέρνηση") εκπροσωπήθηκε από την συνεργάτιδά της, κα Ersilia Grazia Spatafora

3. Οι προσφεύγοντες παραπονούνται ότι η ιταλική νομοθεσία δεν τους επιτρέπει να συνάψουν γάμο ή να προβούν σε οποιοδήποτε άλλο είδος πολιτικής ένωσης και ως εκ τούτου υφίστανται διακρίσεις, ως αποτέλεσμα του σεξουαλικού τους προσανατολισμού. Ανέφεραν τα άρθρα 8, 12 και 14 της Σύμβασης.

4. Στις 3 Δεκεμβρίου 2013, το τμήμα στο οποίο είχε χορηγηθεί η υπόθεση αποφάσισε ότι οι καταγγελίες σχετικά με το Άρθρο 8, μεμονωμένα και σε συνδυασμό με το Άρθρο 14 έπρεπε να κοινοποιηθούν στην κυβέρνηση. Αποφάσισε, επίσης, ότι οι προσφυγές θα πρέπει να ενωθούν.
5. Στις 7 Ιανουαρίου 2013, η αντιπρόεδρος του τμήματος στο οποίο είχε χορηγηθεί η υπόθεση αποφάσισε να χορηγήσει την ανωνυμία σε έναν από τους προσφεύγοντες σύμφωνα με το άρθρο 47 § 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.

6. Γραπτές παρατηρήσεις ελήφθησαν επίσης από την FIDH, την AIRE Centre, την ILGA-Europe, την ECSOL, την UFTDU και την Udu από κοινού, με την Associazione Radicale Certi Diritti, και την ECLJ (Ευρωπαϊκό Κέντρο Νόμου και Δικαιοσύνης), στις οποίες επέτρεψε να παρέμβουν η Αντιπροεδρίνα του Τμήματος (άρθρο 36 § 2 της σύμβασης). Ο Pavel Parfenov για λογαριασμό επτά ρωσικών ΜΚΟ, την ΜΚΟ (Ίδρυμα Οικογένειας και Δημογραφίας, για τα δικαιώματα της οικογένειας, την ΜΚΟ Επιτροπή Γονέων Μόσχας, την ΜΚΟ Επιτροπή Γονέων της Πόλης Saint-Petersburg, την ΜΚΟ Επιτροπή Γονέων της πόλης Volgodonsk, Την περιφερειακή ΜΚΟ Κέντρο Πολιτισμού Γονέων “Svetlitsa”, και η ΜΚΟ Κοινωνική Οργάνωση "Peterburgskie mnogobatko"), και τρεις ουκρανικές ΜΚΟ (η ΜΚΟ Γονική Επιτροπή της Ουκρανίας, η ΜΚΟ Επιτροπή Ορθόδοξων Γονέων και την ΜΚΟ Κοινωνική Οργάνωση Υγείας του Έθνους), στις  οποίες επίσης επέτρεψε να παρέμβουν η Αντιπροεδρίνα του Τμήματος. Ωστόσο, τις παρεμβάσεις των τελευταίων δεν τις παρέλαβε ποτέ το Δικαστήριο.

7. Η Κυβέρνηση αμφισβήτησε τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν η FIDH, η AIRE Centre, η ILGA-Europe, η ECSOL, τις από κοινού παρατηρήσεις της UFTDU και της UDU, καθώς έφτασαν εκπρόθεσμα στο Δικαστήριο, δηλαδή στις 27 Μαρτίου του 2014, αντί της 26ης Μαρτίου 2014. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο η Αντιπροεδρίνα του Τμήματος δεν αποφάσισε να απορρίψει τα επιχειρήματα που παρουσιάστηκαν, τα οποία στην πραγματικότητα είχαν αποσταλεί στα μέρη για σχολιασμό. Το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι οι παρατηρήσεις που είχαν προβλεφθεί με e-mail και περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 0.2 π.μ στις 27 Μαρτίου 2014 και ότι η έντυπη μορφή που έλαβε με φαξ αργότερα την ίδια ημέρα περιείχε μια συγγνώμη, καθώς και μια εξήγηση για την καθυστέρηση, απορρίπτει την ένσταση της κυβέρνησης.

8. Οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αριθ.. 18766/11 ζήτησαν να πραγματοποιηθεί μια προφορική ακρόαση για την υπόθεση. Στις 30 Ιουνίου 2015 το Δικαστήριο εξέτασε το αίτημα αυτό. Αποφάσισε ότι έχοντας ενώπιόν του το υλικό μια προφορική ακρόαση δεν ήταν απαραίτητη.

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
I. ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
9. Οι λεπτομέρειες σχετικά με τις προσφεύγοντες μπορούν να βρεθούν στο Παράρτημα.
Το ιστορικό της υπόθεσης
1. Ο Oliari και ο A.

10. Τον Ιούλιο του 2008 οι δύο προσφεύγοντες, οι οποίοι ήταν σε μια δεσμευτική σταθερή σχέση μεταξύ τους, δήλωσαν την πρόθεσή τις να συνάψουν γάμο, και αιτήθηκαν στο Γραφείο Πολιτικού Καθεστώτος-Status του Δήμου της Trent την έκδοση των σχετικών διαδικασιών για την αναγγελία γάμου.

11. Στις 25 Ιουλίου 2008 η αίτηση τους απορρίφθηκε.

12. Οι δύο προσφεύγοντες αμφισβήτησαν την απόφαση αυτή ενώπιον του Δικαστηρίου της Trent (σύμφωνα με το Άρθρο 98 του Αστικού Κώδικα). Υποστήριξαν ότι η ιταλική νομοθεσία δεν απαγορεύει ρητά το γάμο μεταξύ λεσβιών, και ότι, ακόμη και αν συνέβαινε αυτό, μια τέτοια θέση ήταν αντισυνταγματική.

13. Με απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2009, το Δικαστήριο της Trent απέρριψε τον ισχυρισμό τους. Σημείωσε ότι το Σύνταγμα δεν καθορίζει τις προϋποθέσεις για τη σύμβαση του γάμου, αλλά ο Αστικός Κώδικας καθόριζε και προέβλεπε επ' ακριβώς ότι μια τέτοια απαίτηση {για την σύμβαση γάμου} ήταν οι σύζυγοι να είναι ετερό. Έτσι, ένας γάμος μεταξύ προσώπων που ίδιου είναι λεσβίες δεν διέθετε μία από τις πιο βασικές απαιτήσεις για να κατασταθεί ως έγκυρη νόμμη πράξη, δηλαδή την διαφορά του φύλου μεταξύ των μερών. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπήρχε το θεμελιώδες δικαίωμα να συνάψουν γάμο, ούτε θα μπορούσαν οι διατάξεις περιορισμένου δικαίου να συνιστούν διάκριση, δεδομένου ότι οι περιορισμοί που υπέστησαν οι προσφεύγοντες ήταν οι ίδιες με εκείνες που ισχύουν για όλες-ους. Επιπλέον, σημείωσε ότι ο νόμος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ("ΕΕ") άφησε να ρυθμίζονται από το εθνικό πλαίσιο τα εν λόγω δικαιώματα.

14. Οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση ενώπιον του Εφετείου της Trent. Ενώ το δικαστήριο επανέλαβε την ομόφωνη ερμηνεία που δόθηκε στην ιταλική νομοθεσία στο πεδίο αυτό, σύμφωνα με την οποία το κοινό δίκαιο, συγκεκριμένα ο Αστικός Κώδικας δεν επιτρέπει το γάμο μεταξύ λεσβιών, έκρινε πως είναι σχετικό για να κάνει μια παραπομπή στο Συνταγματικό Δικαστήριο σε σχέση με τις αξιώσεις της αντισυνταγματικότητας του νόμου που είναι σε ισχύ.

15. Το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο στην απόφασή αριθ. 138 της 15ης Απριλίου 2010 κήρυξε απαράδεκτη τη συνταγματική αμφισβήτηση των προσφευγόντων με τα άρθρα 93, 96, 98, 107, 108, 143, 143 έως και 231 του ιταλικού Αστικού Κώδικα, καθώς είχαν απευθύνθεί προς την απόκτηση των πρόσθετων κανόνων που δεν προβλέπονται από το Σύνταγμα (απευθύνθηκαν για την απόκτηση μιας πρόσθετης κρίσης για μη συνταγματική υποχρέωση -diretta ad ottenere una pronunzia additiva non costituzionalmente obbligata)

16. Το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Άρθρο 2 του Ιταλικού Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι η Δημοκρατία αναγνωρίζει και εγγυάται τα απαραβίαστα δικαιώματα του προσώπου, ως άτομο και ως κοινωνικές ομάδες, όπου εκφράζεται η προσωπικότητα, καθώς και τα καθήκοντα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής αλληλεγγύης έναντι των οποίων δεν υπήρξε παρέκκλιση. Σημείωσε ότι με τις λέξεις κοινωνική ομάδα έπρεπε καμιά να κατανοήσει οποιαδήποτε μορφή κοινότητας, απλής ή σύνθετης, με σκοπό να επιτρέψει και να ενθαρρύνει την ελεύθερη ανάπτυξη του κάθε προσώπου με τη βοήθεια των σχέσεων. Σε μία τέτοια αντίληψη περιλαμβάνονται οι λεσβιακές, αμφισεξουαλικές ενώσεις, οι οποίες νοούνται ως μια σταθερή συμβίωση των δύο προσώπων που είναι λεσβίες, οι οποίες έχουν το θεμελιώδες δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους ως ζευγάρι, να αποκτήσουν -με το χρόνο, τα μέσα και τα όρια που πρέπει να καθορίζονται από το νόμο- δικαστική αναγνώριση των σχετικών δικαιωμάτων και καθηκόντων. Ωστόσο, η αναγνώριση αυτή, η οποία απαιτεί αναγκαστικά γενικό νομικό κανονισμό που αποσκοπεί στον καθορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των εταίρων σε ένα ζευγάρι, θα μπορούσε να επιτευχθεί και με άλλους τρόπους εκτός από το θεσμό του γάμου μεταξύ λεσβιών, αμφισεξουαλικών. Όπως φαίνεται από τα διάφορα συστήματα στην Ευρώπη, το ζήτημα της μορφής της αναγνώρισης αφέθηκε να ρυθμιστεί από τη Βουλή, κατά την άσκηση της πλήρους διακριτικής της ευχέρειας. Παρ' όλα αυτά, το Συνταγματικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι με την επιφύλαξη της διακριτικής ευχέρειας της Βουλής, θα μπορούσε ωστόσο να παρέμβει σύμφωνα με την αρχή της ισότητας σε συγκεκριμένες καταστάσεις που σχετίζονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα ενός λεσβιακού, αμφισεξουαλικού ζευγαριού, όπου ζητήθηκε η ίδια μεταχείριση των έγγαμων ζευγαριών και των λεσβιακών, αμφισαξουαλικών ζευγαριών. Το δικαστήριο σε τέτοιες περιπτώσεις εκτιμά το ευλόγο των μέτρων.

17. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι ήταν αλήθεια ότι οι έννοιες της οικογένειας και του γάμου δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν "αποκρυσταλλωμένες" σε σχέση με τη στιγμή που τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα, δεδομένου ότι οι συνταγματικές αρχές πρέπει να ερμηνεύονται λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές στην έννομη τάξη στην εξέλιξη της κοινωνίας και στα έθιμα της. Παρ' όλα αυτά, μια τέτοια ερμηνεία δεν θα μπορούσε να επεκταθεί σε σημείο ώστε να επηρεάσει την ίδια την ουσία των νομικών κανόνων, τροποποιώντας τους με τέτοιο τρόπο ώστε να περιλαμβάνουν φαινόμενα και προβλήματα που δεν είχαν εξεταστεί με οποιοδήποτε τρόπο, όταν τέθηκαν σε ισχύ. Στην πραγματικότητα εμφανίστηκε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Συντάγματος το ζήτημα των λεσβιακών, αμφισεξουαλικών ενώσεων που δεν είχε συζητηθεί από την Ολομέλεια, παρά το γεγονός ότι η λεσβιοσύνη, ομοερωτικότητα δεν ήταν άγνωστη. Κατά τη σύνταξη του άρθρου 29 του Συντάγματος, η επιτροπή είχε συζητήσει για ένα θεσμό με συγκεκριμένη μορφή και μια διατύπωση πειθαρχίας, που προβλέπεται από τον Αστικό Κώδικα. Έτσι, εν απουσία οποιασδήποτε τέτοιας αναφοράς, ήταν αναπόφευκτο να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αυτό είχε θεωρηθεί πως ήταν η έννοια του γάμου, όπως ορίζεται στον Αστικό Κώδικα, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1942 και η οποία κατά το χρόνο εκείνο, και ακόμα και σήμερα, καθόρισε ότι σύζυγοι έπρεπε να είναι ετερό. Ως εκ τούτου, η έννοια του παρόντος συνταγματικού κανόνα δεν μπορεί να μεταβληθεί από μια δημιουργική ερμηνεία. Κατά συνέπεια, ο συνταγματικός κανόνας δεν επεκτείνεται σε λεσβιακές, αμφισεξουαλικές ενώσεις, και είχε ως στόχο να αναφερθεί στο γάμο με την παραδοσιακή έννοια.

18. Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι, με σεβασμό στο άρθρο 3 του Συντάγματος όσον αφορά την αρχή της ισότητας, η σχετική νομοθεσία δεν δημιουργεί παράλογες διακρίσεις, δεδομένου ότι λεσβιακές, αμφισεξουαλικές ενώσεις δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ισοδύναμες προς τον γάμο. Ακόμη και το άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Άρθρο 9 της Χάρτας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν απαιτούν την πλήρη ισότητα μεταξύ των λεσβιακών ενώσεων και των ετερό γάμων, καθώς αυτό ήταν ένα θέμα της Κοινοβουλευτικής διακριτικής ευχέρειας ώστε να ρυθμίζεται από την εθνική νομοθεσία, όπως αποδεικνύεται από τις διαφορετικές προσεγγίσεις στην Ευρώπη.

19. Κατά συνέπεια της ανωτέρω απόφασης, με απόφαση (Διάταγμα) που υποβλήθηκε στο σχετικό μητρώο στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, το Εφετείο απέρριψε τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων πλήρως.


Βρίσκεστε στο 1ο μέρος για να βρεθείτε στο 2ο μέρος πατήστε εδώ


Την είδηση την βρήκαμε στις 21.10.2015 και την μεταφράσαμε από την
http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-156265#{%22itemid%22:[%22001-156265%22]}