8 Μαρ 2016

ΕΔΑΔ υπόθεση των Oliari και λοιπών κατά Ιταλίας 12

(ii) Πρόσφατη σχετική δικαστηριακή νομολογία και το πεδίο εφαρμογής της παρούσας υποθέσεως

163. Το Δικαστήριο έχει έρθει ήδη αντιμέτωπο με προσφυγές που αφορούν την έλλειψη αναγνώρισης των λεσβιακών ενώσεων. Ωστόσο, στην πιο πρόσφατη υπόθεση Schalk και Kopf κατά Αυστρίας, όταν το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση, οι προσφεύγοντες είχαν ήδη λάβει την ευκαιρία να συνάψουν καταχωρημένη συντροφική σχέση. Έτσι, το Δικαστήριο είχε αποκλειστικά και μόνο να καθορίσει αν η εναγόμενη Χώρα θα έπρεπε να είχε παράσχει στους προσφεύγοντες ένα εναλλακτικό μέσο νομικής αναγνώρισης της συντροφικής τους σχέσης νωρίτερα από ό,τι το έκανε (δηλαδή, πριν από την 1η Ιανουαρίου 2010). Έχοντας λάβει υπόψη την ταχεία ανάπτυξη της ευρωπαϊκής συναίνεσης που προέκυψε κατά την προηγούμενη δεκαετία, αλλά ότι δεν υπήρχε ακόμα η πλειοψηφία των Χωρών όπου παρέχουν τη νομική αναγνώριση σε λεσβιακά ζευγάρια (αυτή τη στιγμή δεκαεννέα Χώρες), το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω περιοχή είναι μία περιοχή όπου τα δικαιώματα εξελίσσονται χωρίς να υπάρξει συναίνεση, όπου οι Χώρες διαθέτουν ένα περιθώριο εκτιμήσεως κατά τη χρονική στιγμή της εισαγωγής των νομοθετικών αλλαγών (§ 105). Έτσι, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν και δεν είναι στην πρωτοπορία, το νομθετικό σώμα της Αυστρίας δεν θα μπορούσε να προσαφθεί ότι δεν εισήγαγε Νόμο Καταχωρημένης Συντροφικής Σχέσης, νωρίτερα από το 2010 (Δείτε
στο ίδιο, § 106). Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το Άρθρο 14, σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 δεν επιβάλλει την υποχρέωση στις Συμβαλλόμενες Χώρες να χορηγούν στα λεσβιακά ζευγάρια πρόσβαση στο γάμο (αυτόθι, § 101).

164. Στη παρούσα υπόθεση, οι προσφεύγοντες ακόμη και σήμερα δεν έχουν την ευκαιρία να εισέλθουν σε μια πολιτική ένωση ή σε μία καταχωρημένη συντροφική σχέση (σε περίπτωση απουσίας του γάμου) στην Ιταλία. Επομένως, εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει αν η Ιταλία, κατά την ημερομηνία της ανάλυσης του Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα το 2015, απέτυχε να συμμορφωθεί με τη θετική υποχρέωση να διασφαλίσει το σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των προσφευγόντων, ιδίως μέσω της παροχής ενός νομικού πλαισίου που να τις-τους επιτρέπει η σχέση τις να αναγνωρίζεται και να προστατεύεται βάσει του εγχώριου δικαίου.

(iii) Εφαρμογή των γενικών αρχών στην παρούσα υπόθεση
165. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι έχει ήδη κρίνει ότι τα λεσβιακά ζευγάρια είναι εξίσου ικανά με τα ετερό ζευγάρια που εισέρχονται σε σταθερές, δεσμευτικές σχέσεις, και ότι είναι σε σχετικά παρόμοια κατάσταση με ένα ετερό ζευγάρι, όσον αφορά την ανάγκη τους για νομική αναγνώριση και προστασία της σχέσης τους (Δείτε υπόθεση Schalk και Kopf, § 99, και υπόθεση Βαλλιανάτος, §§ 78 και 81, οι δύο προαναφέρονται). Προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει ότι λεσβιακά ζευγάρια έχουν ανάγκη νομικής αναγνώρισης και προστασίας της σχέσης τους.

166. Την ίδια ανάγκη, καθώς και την βούληση να το παρέχει, έχει εκφραστεί από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία συνέστησε στην Υπουργική Επιτροπή να καλέσει τις Χώρες μέλη, μεταξύ άλλων, “να υιοθετήσουν μία νομοθεσία για την λήψη πρόβλεψης καταχωρημένης συντροφικής σχέσης" εδώ και δεκαπέντε χρόνια, και πιο πρόσφατα από την Υπουργική Επιτροπή (στη Σύσταση CM/Rec(2010) 5), η οποία κάλεσε τις Χώρες μέλη, όπου η εθνική νομοθεσία δεν αναγνωρίζει ούτε παρέχει δικαιώματα ή υποχρεώσεις στις καταχωρημές συντροφικές σχέσεις λεσβιών, να εξετάσει τη δυνατότητα παροχής (καταχωρημένων συντροφικών σχέσεων) σε λεσβιακά ζευγάρια με νομικά ή άλλα μέσα για την αντιμετώπιση των πρακτικών προβλημάτων που σχετίζονται με την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία ζουν (Δείτε παραγράφους 57 και 59 ανωτέρω).

167. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι προσφεύγοντες στην παρούσα υπόθεση, οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να συνάψουν γάμο, δεν ήταν σε θέση να έχουν πρόσβαση σε ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο (όπως αυτό των πολιτικών ενώσεων ή της καταχωρημένης συντροφικής σχέσης) ικανό να τους παρέχει την αναγνώριση της κατάστασης-status και εξασφαλίζοντας τους ορισμένα δικαιώματα που σχετίζονται με ένα ζευγάρι σε μια σταθερή και δεσμευτική σχέση.

168. Το Δικαστήριο σημείωσε την κατάσταση των προσφευγόντων στο πλαίσιο του ιταλικού εθνικού συστήματος. Όσον αφορά την καταχώρηση των λεσβιακών, γκέι ενώσεων των προσφευγόντων στα "τοπικά ληξειαρχεία για τις πολιτικές ενώσεις", το Δικαστήριο σημειώνει ότι, όπου αυτό είναι εφικτό (δηλαδή σε λιγότερο από το 2% των υφιστάμενων Δήμων) η δράση αυτή έχει απλώς συμβολική αξία και είναι σχετική με στατιστικούς σκοπούς, δεν παρέχει στους προσφεύγοντες καμία επίσημη οικογενειακή κατάσταση, και σε καμία περίπτωση δεν παρέχει δικαιώματα στα λεσβιακά ζευγάρια. Ακόμη στερείται αποδεικτικής αξίας (μιας σταθερής ένωσης) ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (Δείτε ανωτέρω παράγραφος 115).

169. Η τρέχουσα κατάσταση των προσφευγόντων στο εγχώριο νομικό πλαίσιο μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως μια ένωση "de facto", η οποία μπορεί να ρυθμιστεί από ορισμένες ιδιωτικές συμβολαιογραφικές συμφωνίες περιορισμένης εμβέλειας. Όσον αφορά τις αναφερθείσες συμφωνίες συγκατοίκησης, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, ενώ προβλέπουν ορισμένες εγχώριες ρυθμίσεις σε σχέση με τη συγατοίκηση (Δείτε παραγράφους 41 και 129 ανωτέρω), τέτοιες ιδιωτικές συμφωνίες δεν προβλέπουν κάποιες βασικές ανάγκες οι οποίες είναι θεμελιώδεις για τη ρύθμιση της σχέσης μεταξύ ενός ζευγαριού σε μια σταθερή και δεσμευτική σχέση, όπως, μεταξύ άλλων, τα αμοιβαία δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχουν η μία προς την άλλη και ο ένας προς τον άλλο, συμπεριλαμβανομένων της ηθικής και της υλικής υποστήριξης, της υποχρέωσης συντήρησης και των κληρονομικών δικαιωμάτων (Συγκρίνετε την υπόθεση Βαλλιανάτος, § 81, και την υπόθεση Schalk και Kopf, § 109, αμφότερες προπαρατεθείσες). Το γεγονός ότι ο στόχος των συμβολαίων αυτών δεν είναι αυτός της αναγνώρισης και της προστασίας του ζευγαριού είναι εμφανής από το γεγονός ότι είναι ανοικτά σε οποιανδήποτε συγκατοικεί, ανεξάρτητα από το αν είναι ένα ζευγάρι σε μια δεσμευτική σταθερή σχέση (Δείτε ανωτέρω παράγραφος 41). Επιπλέον, ένα τέτοιο συμβόλαιο απαιτεί από τα πρόσωπα να συγκατοικούν, ωστόσο, το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι η ύπαρξη μιας σταθερής ένωσης είναι ανεξάρτητη της συμβίωσης (Δείτε Βαλλιανάτος, §§ 49 και 73). Πράγματι, στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο του σήμερα διάφορα έγγαμα ζευγάρια ή σε καταχωρημένη συντροφική σχέση, έχουμε την εμπειρία περιόδων κατά τη διάρκεια των οποίων διατηρούν τη σχέση τους ενώ βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, που χρειάζεται να παραμείνουν σε διάφορες χώρες, για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι το γεγονός αυτό από μόνο του δεν έχει καμία σχέση με την ύπαρξη μίας σταθερής δεσμευτικής σχέσης και την ανάγκη να προστατευτεί αυτή. Επομένως, πέρα από το γεγονός ότι οι συμφωνίες συγκατοίκησης δεν ήταν καν στη διάθεση των προσφευγόντων πριν από τον Δεκέμβριο 2013, αυτές οι συμφωνίες δεν μπορεί να θεωρηθεί πως δίνουν την αναγνώριση και την απαιτούμενη προστασία στις ενώσεις των προσφευγόντων.

170. Περαιτέρω, δεν έχει αποδειχθεί ότι τα εθνικά δικαστήρια θα μπορούσαν να εκδώσουν μια δήλωση επίσημης αναγνώρισης, ούτε η Κυβέρνηση εξήγησε ποιές θα ήταν οι συνέπειες μιας τέτοιας δήλωσης (Δείτε ανωτέρω παράγραφο 82). Ενώ τα εθνικά δικαστήρια έχουν κατ' επανάληψη τονίσει την ανάγκη να εξασφαλιστεί η προστασία των λεσβιακών ενώσεων και να αποφευχθεί η διακριτική μεταχείριση, επί του παρόντος, πρέπει να λάβουν τέτοια προστασία οι προσφεύγοντες, όπως και όλες οι άλλες που είναι στην ίδια θέση, πρέπει να αρθεί μια σειρά επαναλαμβανομένων προβλημάτων με τα εθνικά δικαστήρια και, ενδεχομένως, ακόμη και με το Συνταγματικό Δικαστήριο (Δείτε παράγραφο 16 ανωτέρω), στο οποίο οι προσφεύγοντες δεν έχουν άμεση πρόσβαση (Δείτε υπόθεση Scoppola κατά Ιταλίας (αριθ. 2) [GC], αριθ. 10249/03, § 70, 17 Σεπτεμβρίου 2009 ). Από τη δικαστηριακή νομολογία που επήλθε στην προσοχή του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι, ενώ η αναγνώριση ορισμένων δικαιωμάτων έχει γίνει αυστηρά δεκτή, άλλα θέματα σε σχέση με την ένωση λεσβιών παραμένουν αβέβαια, δεδομένου ότι, όπως επανέλαβε η κυβέρνηση, τα δικαστήρια κάνουν διαπιστώσεις σχετικά με βάση την κάθε υπόθεση. Η κυβέρνηση παραδέχθηκε, επίσης, ότι η προστασία των λεσβιακών ενώσεων έλαβε μεγαλύτερη αποδοχή σε ορισμένους κλάδους από ό,τι σε άλλους (Δείτε ανωτέρω παράγραφος 131). Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνεται επίσης ότι η κυβέρνηση επιμένει πως ασκεί το δικαίωμά της να αντιταχθεί σε τέτοιες απαιτήσεις (Δείτε, για παράδειγμα, την προσφυγή κατά της απόφασης του δικαστηρίου του Grosseto) και έτσι δείχνει μικρή υποστήριξη στις διαπιστώσεις πάνω στις οποίες επί του παρόντος στηρίζεται.

171. Όπως αναφέρεται από την ARCD ο νόμος προβλέπει ρητά την αναγνώριση της λεσβίας συντρόφισας σε πολύ περιορισμένες περιστάσεις (Δείτε ανωτέρω παράγραφο 146). Επομένως, ακόμη και οι πιο συνήθεις "ανάγκες" που προκύπτουν στο πλαίσιο ενός λεσβιακού ζευγαριού πρέπει να καθοριστούν δικαστικώς, στις αβέβαιες περιστάσεις που αναφέρονται παραπάνω. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η ανάγκη να αναφερθεί επανειλημμένα στα εθνικά δικαστήρια που ζητούν την ίση μεταχείριση σε σχέση με κάθε μία από το πλήθος των πτυχών που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μεταξύ ενός ζευγαριού, ειδικά σε ένα επιβαρυμένο σύστημα δικαιοσύνης, όπως εκείνο της Ιταλίας, ανέρχεται ήδη σε ένα μη ευκαταφρόνητο εμπόδιο στις προσπάθειες των προσφευγόντων να αποκτήσουν σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής τους. Αυτό επιδεινώνεται περαιτέρω από μια κατάσταση αβεβαιότητας.

172. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προς το παρόν διαθέσιμη προστασία όχι μόνο στερείται περιεχομένου, στο μέτρο που δεν προβλέπει τον πυρήνα των αναγκών σχετικά με την σταθερή δεσμευτική σχέση ενός ζευγαριού, αλλά δεν είναι επίσης αρκετά σταθερή - αυτή εξαρτάται από την συγκατοίκηση, καθώς και από τη δικαστική (ή μερικές φορές τη διοικητική) στάση στο πλαίσιο μιας χώρας που δεν δεσμεύεται από ένα σύστημα δικαστικού δεδικασμένου (Δείτε υπόθεση Torri και άλλες-οι κατά Ιταλίας, (Dec.), αριθ. 11838/07 και 12302/07, § 42, 24 Ιανουαρίου 2012). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η συνοχή των διοικητικών και νομικών πρακτικών στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος πρέπει να θεωρηθεί ως ένας σημαντικός παράγοντας στην εκτίμηση που διενεργείται σύμφωνα με το Άρθρο 8 (Δείτε παραπάνω παράγραφο 161).

173. Σε σχέση με τις γενικές αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 161 ανωτέρω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει επίσης από την ανωτέρω εξέταση του εθνικού πλαισίου υπάρχει μια σύγκρουση μεταξύ της κοινωνικής της πραγματικότητας των προσφευγόντων, οι οποίοι ως επί το πλείστον ζουν την σχέση τους ανοιχτά στην Ιταλία, και του δικαίου, το οποίο δεν τους δίνει καμία επίσημη αναγνώριση στο έδαφος της. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η υποχρέωση να προβλέπουν την αναγνώριση και την προστασία των λεσβιακών ενώσεων, και έτσι να καταστεί δυνατή η νομοθεσία που να αντανακλά τις πραγματικότητες των καταστάσεων των προσφευγόντων, δεν θα ισοδυναμούσε με οποιαδήποτε συγκεκριμένη επιβάρυνση για το ιταλικό κράτος η οποία είναι νομοθετική, διοικητική ή άλλη. Επιπλέον, μια τέτοια ρύθμιση θα αποτελέσει μια σημαντική κοινωνική ανάγκη - όπως παρατηρείται από την ARCD, οι επίσημες εθνικές στατιστικές δείχνουν ότι υπάρχουν περίπου ένα εκατομμύριο λεσβίες, γκέι (ή αμφισεξουαλικές), στην κεντρική Ιταλία και μόνο.

174. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι, ελλείψει του γάμου, τα λεσβιακά ζευγάρια, όπως και οι προσφεύγοντες έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την απόκτηση της δυνατότητας να εισέλθουν σε μια μορφή πολιτικής ένωσης ή καταχωρημένης συντροφικής σχέσης, δεδομένου ότι αυτός θα ήταν ο πιο κατάλληλος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν να έχουν τη σχέση τους νομικά αναγνωρισμένη και ο οποίος θα τους εξασφαλίσει τη σχετική προστασία - με τη μορφή των βασικών δικαιωμάτων που σχετίζονται με ένα ζευγάρι σε μια σταθερή και δεσμευτική σχέση - χωρίς περιττά εμπόδια. 
(ii) Πρόσφατη σχετική δικαστηριακή νομολογία και το πεδίο εφαρμογής της παρούσας υποθέσεως

163. Το Δικαστήριο έχει έρθει ήδη αντιμέτωπο με προσφυγές που αφορούν την έλλειψη αναγνώρισης των ενώσεων ιδίου φύλου. Ωστόσο, στην πιο πρόσφατη υπόθεση Schalk και Kopf κατά Αυστρίας, όταν το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση, οι προσφεύγοντες είχαν ήδη λάβει την ευκαιρία να συνάψουν καταχωρημένη συντροφική σχέση. Έτσι, το Δικαστήριο είχε αποκλειστικά και μόνο να καθορίσει αν η εναγόμενη Χώρα θα έπρεπε να είχε παράσχει στους προσφεύγοντες ένα εναλλακτικό μέσο νομικής αναγνώρισης της συντροφικής τους σχέσης νωρίτερα από ό,τι το έκανε (δηλαδή, πριν από την 1η Ιανουαρίου 2010). Έχοντας λάβει υπόψη την ταχεία ανάπτυξη της ευρωπαϊκής συναίνεσης που προέκυψε κατά την προηγούμενη δεκαετία, αλλά ότι δεν υπήρχε ακόμα η πλειοψηφία των Χωρών όπου παρέχουν τη νομική αναγνώριση των ζευγαριών ιδίου φύλου (αυτή τη στιγμή δεκαεννέα Χώρες), το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω περιοχή είναι μία περιοχή όπου τα δικαιώματα εξελίσσονται χωρίς να υπάρξει συναίνεση, όπου οι Χώρες διαθέτουν ένα περιθώριο εκτιμήσεως κατά τη χρονική στιγμή της εισαγωγής των νομοθετικών αλλαγών (§ 105). Έτσι, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν και δεν είναι στην πρωτοπορία, το νομθετικό σώμα της Αυστρίας δεν θα μπορούσε να προσαφθεί ότι δεν εισήγαγε Νόμο Καταχωρημένης Συντροφικής Σχέσης, νωρίτερα από το 2010 (Δείτε
στο ίδιο, § 106). Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το Άρθρο 14, σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 δεν επιβάλλει την υποχρέωση στις Συμβαλλόμενες Χώρες να χορηγούν στα ζευγάρια ιδίου φύλου πρόσβαση στο γάμο (αυτόθι, § 101).

164. Στη παρούσα υπόθεση, οι προσφεύγοντες ακόμη και σήμερα δεν έχουν την ευκαιρία να εισέλθουν σε μια πολιτική ένωση ή σε μία καταχωρημένη συντροφική σχέση (σε περίπτωση απουσίας του γάμου) στην Ιταλία. Επομένως, εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει αν η Ιταλία, κατά την ημερομηνία της ανάλυσης του Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα το 2015, απέτυχε να συμμορφωθεί με τη θετική υποχρέωση να διασφαλίζει το σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των προσφευγόντων, ιδίως μέσω της παροχής ενός νομικού πλαισίου που να τις-τους επιτρέπει η σχέση τους να αναγνωρίζεται και να προστατεύεται βάσει του εγχώριου δικαίου.

(iii) Εφαρμογή των γενικών αρχών στην παρούσα υπόθεση
165. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι έχει ήδη κρίνει ότι τα ζευγάρια ίδιου φύλου είναι εξίσου ικανά με τα ζευγάρια διαφορετικού φύλου που εισέρχονται σε σταθερές, δεσμευτικές σχέσεις, και ότι είναι σε σχετικά παρόμοια κατάσταση με ένα ζευγάρι διαφορετικού φύλου, όσον αφορά την ανάγκη τους για νομική αναγνώριση και προστασία της σχέσης τους (Δείτε υπόθεση Schalk και Kopf, § 99, και υπόθεση Βαλλιανάτος, §§ 78 και 81, οι δύο προαναφέρονται). Προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει ότι ζευγάρια ιδίου φύλου έχουν ανάγκη νομικής αναγνώρισης και προστασίας της σχέσης τους.

166. Την ίδια ανάγκη, καθώς και την βούληση να το παρέχει, έχει εκφραστεί από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία συνέστησε στην Υπουργική Επιτροπή να καλέσει τις Χώρες μέλη, μεταξύ άλλων, “να υιοθετήσουν μία νομοθεσία για την λήψη πρόβλεψης καταχωρημένης συντροφικής σχέσης” εδώ και δεκαπέντε χρόνια, και πιο πρόσφατα από την Υπουργική Επιτροπή (στη Σύσταση CM/Rec(2010) 5), η οποία κάλεσε τις Χώρες μέλη, όπου η εθνική νομοθεσία δεν αναγνωρίζει ούτε παρέχει δικαιώματα ή υποχρεώσεις στις καταχωρημές συντροφικές σχέσεις ιδίου φύλου, να εξετάσει τη δυνατότητα παροχής (καταχωρημένων συντροφικών σχέσεων) σε ζευγάρια ίδιου φύλου με νομικά ή άλλα μέσα για την αντιμετώπιση των πρακτικών προβλημάτων που σχετίζονται με την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία ζουν (Δείτε παραγράφους 57 και 59 ανωτέρω).

167. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι προσφεύγοντες στην παρούσα υπόθεση, οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να συνάψουν γάμο, δεν ήταν σε θέση να έχουν πρόσβαση σε ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο (όπως αυτό των πολιτικών ενώσεων ή της καταχωρημένης συντροφικής σχέσης) ικανό να τους παρέχει την αναγνώριση της κατάστασης-status και εξασφαλίζοντας σε αυτούς ορισμένα δικαιώματα που σχετίζονται με ένα ζευγάρι σε μια σταθερή και δεσμευτική σχέση.

168. Το Δικαστήριο σημείωσε την κατάσταση των προσφευγόντων στο πλαίσιο του ιταλικού εθνικού συστήματος. Όσον αφορά την καταχώρηση των ενώσεων ιδίου φύλου των προσφευγόντων με τα “τοπικά μητρώα-ληξειαρχεία για τις πολιτικές ενώσεις”, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, όπου αυτό είναι εφικτό (δηλαδή σε λιγότερο από το 2% των υφιστάμενων Δήμων) η δράση αυτή έχει απλώς συμβολική αξία και είναι σχετική με στατιστικούς σκοπούς, δεν παρέχει στους προσφεύγοντες καμία επίσημη οικογενειακή κατάσταση, και σε καμία περίπτωση δεν παρέχει δικαιώματα στα ζευγάρια ίδιου φύλου. Ακόμη στερείται αποδεικτικής αξίας (μιας σταθερής ένωσης) ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (Δείτε ανωτέρω παράγραφος 115).

169. Η τρέχουσα κατάσταση των προσφευγόντων στο εγχώριο νομικό πλαίσιο μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως μια ένωση "de facto", η οποία μπορεί να ρυθμιστεί από ορισμένες ιδιωτικές συμβολαιογραφικές συμφωνίες περιορισμένης εμβέλειας. Όσον αφορά τις αναφερθείσες συμφωνίες συγκατοίκησης, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, ενώ προβλέπουν ορισμένες εγχώριες ρυθμίσεις σε σχέση με τη συγατοίκηση (Δείτε παραγράφους 41 και 129 ανωτέρω), τέτοιες ιδιωτικές συμφωνίες δεν προβλέπουν κάποιες βασικές ανάγκες οι οποίες είναι θεμελιώδεις για τη ρύθμιση της σχέσης μεταξύ ενός ζευγαριού σε μια σταθερή και δεσμευτική σχέση, όπως, μεταξύ άλλων, τα αμοιβαία δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχουν η μία-ένας προς την άλλη-ο, συμπεριλαμβανομένων της ηθικής και της υλικής υποστήριξης, της υποχρέωσης συντήρησης και τα κληρονομικά δικαιώματα (Συγκρίνετε υπόθεση Βαλλιανάτος, § 81, και την υπόθεση Schalk και Kopf, § 109, αμφότερες προπαρατεθείσες). Το γεγονός ότι ο στόχος των συμβολαίων αυτών δεν είναι αυτός της αναγνώρισης και της προστασίας του ζευγαριού είναι εμφανής από το γεγονός ότι είναι ανοικτά σε οποιανδήποτε-οποιονδήποτε συγκατοικεί, ανεξάρτητα από το αν είναι ένα ζευγάρι σε μια δεσμευτική σταθερή σχέση (Δείτε ανωτέρω παράγραφος 41). Επιπλέον, ένα τέτοιο συμβόλαιο απαιτεί από τα πρόσωπα να συγκατοικούν, ωστόσο, το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι η ύπαρξη μιας σταθερής ένωσης είναι ανεξάρτητη της συμβίωσης (Δείτε Βαλλιανάτος, §§ 49 και 73). Πράγματι, στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο του σήμερα διάφορα έγγαμα ζευγάρια ή σε καταχωρημένη συντροφική σχέση, έχουμε την εμπειρία περιόδων κατά τη διάρκεια των οποίων διατηρούν τη σχέση τους ενώ βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, που χρειάζεται να παραμείνουν σε διάφορες χώρες, για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι το γεγονός αυτό από μόνο του δεν έχει καμία σχέση με την ύπαρξη μίας σταθερής δεσμευτικής σχέσης και την ανάγκη να προστατευτεί αυτή. Επομένως, πέρα από το γεγονός ότι οι συμφωνίες συγκατοίκησης δεν ήταν καν στη διάθεση των προσφευγόντων πριν από τον Δεκέμβριο 2013, αυτές οι συμφωνίες δεν μπορεί να θεωρηθεί πως δίνουν την αναγνώριση και την απαιτούμενη προστασία στις ενώσεις των προσφευγόντων.

170. Περαιτέρω, δεν έχει αποδειχθεί ότι τα εθνικά δικαστήρια θα μπορούσαν να εκδώσουν μια δήλωση επίσημης αναγνώρισης, ούτε η Κυβέρνηση εξήγησε ποιές θα ήταν οι συνέπειες μιας τέτοιας δήλωσης (Δείτε ανωτέρω παράγραφο 82). Ενώ τα εθνικά δικαστήρια έχουν κατ' επανάληψη τονίσει την ανάγκη να εξασφαλιστεί η προστασία των ενώσεων ίδιου φύλου και να αποφευχθεί η διακριτική μεταχείριση, επί του παρόντος, πρέπει να λάβουν τέτοια προστασία οι προσφεύγοντες, όπως και όλες οι άλλες-ους που είναι στην ίδια θέση, πρέπει να αρθεί μια σειρά επαναλαμβανομένων προβλημάτων με τα εθνικά δικαστήρια και, ενδεχομένως, ακόμη και με το Συνταγματικό Δικαστήριο (Δείτε παράγραφο 16 ανωτέρω), στο οποίο οι προσφεύγοντες δεν έχουν άμεση πρόσβαση (Δείτε υπόθεση Scoppola κατά Ιταλίας (αριθ. 2) [GC], αριθ. 10249/03, § 70, 17 Σεπτεμβρίου 2009 ). Από τη δικαστηριακή νομολογία που επήλθε στην προσοχή του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι, ενώ η αναγνώριση ορισμένων δικαιωμάτων έχει γίνει αυστηρά δεκτή, άλλα θέματα σε σχέση με την ένωση προσώπων ιδίου φύλου παραμένουν αβέβαια, δεδομένου ότι, όπως επανέλαβε η κυβέρνηση, τα δικαστήρια κάνουν διαπιστώσεις σχετικά με βάση την κάθε υπόθεση. Η κυβέρνηση παραδέχθηκε, επίσης, ότι η προστασία των ενώσεων ιδίου φύλου έλαβε μεγαλύτερη αποδοχή σε ορισμένους κλάδους από ό,τι σε άλλους (Δείτε ανωτέρω παράγραφος 131). Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνεται επίσης ότι η κυβέρνηση επιμένει πως ασκεί το δικαίωμά της να αντιταχθεί σε τέτοιες απαιτήσεις (Δείτε, για παράδειγμα, την προσφυγή κατά της απόφασης του δικαστηρίου του Grosseto) και έτσι δείχνει μικρή υποστήριξη στις διαπιστώσεις πάνω στις οποίες επί του παρόντος στηρίζεται.

171. Όπως αναφέρεται από την ARCD ο νόμος προβλέπει ρητά την αναγνώριση της συντρόφισας-ου ιδίου φύλου σε πολύ περιορισμένες περιστάσεις (Δείτε ανωτέρω παράγραφο 146). Επομένως, ακόμη και οι πιο συνήθεις “ανάγκες” που προκύπτουν στο πλαίσιο ενός ζευγαριού ιδίου φύλου πρέπει να καθοριστούν δικαστικώς, στις αβέβαιες περιστάσεις που αναφέρονται παραπάνω. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η ανάγκη να αναφερθεί επανειλημμένα στα εθνικά δικαστήρια που ζητούν την ίση μεταχείριση σε σχέση με κάθε μία από το πλήθος των πτυχών που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μεταξύ ενός ζευγαριού, ειδικά σε ένα επιβαρυμένο σύστημα δικαιοσύνης, όπως εκείνο της Ιταλίας, ανέρχεται ήδη σε ένα μη ευκαταφρόνητο εμπόδιο στις προσπάθειες των προσφευγόντων να αποκτήσουν σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής τους. Αυτό επιδεινώνεται περαιτέρω από μια κατάσταση αβεβαιότητας.

172. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προς το παρόν διαθέσιμη προστασία όχι μόνο στερείται περιεχομένου, στο μέτρο που δεν προβλέπει τον πυρήνα των αναγκών σχετικά με την σταθερή δεσμευτική σχέση ενός ζευγαριού, αλλά δεν είναι επίσης αρκετά σταθερή - αυτή εξαρτάται από την συγκατοίκηση, καθώς και από τη δικαστική (ή μερικές φορές τη διοικητική) στάση στο πλαίσιο μιας χώρας που δεν δεσμεύεται από ένα σύστημα δικαστικού δεδικασμένου (Δείτε υπόθεση Torri και άλλες-οι κατά Ιταλίας, (Dec.), αριθ. 11838/07 και 12302/07, § 42, 24 Ιανουαρίου 2012). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η συνοχή των διοικητικών και νομικών πρακτικών στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος πρέπει να θεωρηθεί ως ένας σημαντικός παράγοντας στην εκτίμηση που διενεργείται σύμφωνα με το Άρθρο 8 (Δείτε παραπάνω παράγραφο 161).

173. Σε σχέση με τις γενικές αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 161 ανωτέρω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει επίσης από την ανωτέρω εξέταση του εθνικού πλαισίου υπάρχει μια σύγκρουση μεταξύ της κοινωνικής της πραγματικότητας των προσφευγόντων, οι οποίοι ως επί το πλείστον ζουν την σχέση τους ανοιχτά στην Ιταλία, και του δικαίου, το οποίο δεν τους δίνει καμία επίσημη αναγνώριση στο έδαφος της. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η υποχρέωση να προβλέπουν την αναγνώριση και την προστασία των ενώσεων του ίδιου φύλου, και έτσι να καταστεί δυνατή η νομοθεσία που να αντανακλά τις πραγματικότητες των καταστάσεων των προσφευγόντων, δεν θα ισοδυναμούσε με οποιαδήποτε συγκεκριμένη επιβάρυνση για το ιταλικό κράτος η οποία είναι νομοθετική, διοικητική ή άλλη. Επιπλέον, μια τέτοια ρύθμιση θα αποτελέσει μια σημαντική κοινωνική ανάγκη - όπως παρατηρείται από την ARCD, οι επίσημες εθνικές στατιστικές δείχνουν ότι υπάρχουν περίπου ένα εκατομμύριο λεσβίες, γκέι (ή αμφισεξουαλικές-οι), στην κεντρική Ιταλία και μόνο.

174. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι, ελλείψει του γάμου, τα ζευγάρια ίδιου φύλου, όπως οι προσφεύγοντες έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την απόκτηση της δυνατότητας να εισέλθουν σε μια μορφή πολιτικής ένωσης ή καταχωρημένης συντροφικής σχέσης, δεδομένου ότι αυτός θα ήταν ο πιο κατάλληλος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν να έχουν τη σχέση τους νομικά αναγνωρισμένη και ο οποίος θα τους εξασφαλίσει τη σχετική προστασία - με τη μορφή των βασικών δικαιωμάτων που σχετίζονται με ένα ζευγάρι σε μια σταθερή και δεσμευτική σχέση - χωρίς περιττά εμπόδια. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι οι εν λόγω πολιτικές συντροφικές σχέσεις έχουν μια εγγενή αξία για πρόσωπα που βρίσκονται στη θέση των προσφευγόντων, ανεξάρτητα από τις έννομες συνέπειες, οσοδήποτε στενές ή εκτεταμένες, είναι που αυτές θα παράξουν (Δείτε Βαλλιανάτος, προπαρατεθείσα § 81). Η αναγνώριση αυτή θα επιφέρει περαιτέρω την αίσθηση της νομιμότητας στα λεσβιακά ζευγάρια.

175. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι κατά την αξιολόγηση οι θετικές υποχρεώσεις μίας Χώρας πρέπει να λάβουν υπόψη την δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων του προσώπου και της κοινότητας ως σύνολο. Έχοντας ορίσει ως υπεράνω τα συμφέροντα των ιδιωτών στο παιχνίδι, το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει σε αυτά ζυγίζοντας κατά των συμφερόντων της κοινότητας.

176. Παρ' όλα αυτά, στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η ιταλική κυβέρνηση έχει αποτύχει να τονίσει ρητά τι, κατά την άποψή της, αντιστοιχεί στα συμφέροντα της κοινότητας ως σύνολο. Μπορεί, ωστόσο να θεωρείται ότι "ο χρόνος ήταν αναγκαίος για να επιτευχθεί η σταδιακή ωρίμανση μιας κοινής άποψης της εθνικής κοινότητας σχετικά με την αναγνώριση αυτής της νέας μορφής της οικογένειας". Αναφέρθηκε επίσης στις "διαφορετικές ευαισθησίες σε ένα τέτοιο λεπτό και βαθιά συναισθηματικό κοινωνικό ζήτημα" και στην αναζήτηση μιας "ομόφωνης συγκατάθεσης των διαφόρων ρευμάτων σκέψης και συναισθήματος, ακόμη και θρησκευτικής έμπνευσης, που υπάρχουν στην κοινωνία". Την ίδια στιγμή, αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι η απουσία ειδικού νομικού πλαισίου που θα προέβλεπε την αναγνώριση και την προστασία των λεσβιακών ενώσεων προσπάθησε να προστατεύσει την παραδοσιακή έννοια της οικογένειας, ή τα ήθη της κοινωνίας. Η κυβέρνηση αντί να επικαλείται το περιθώριο εκτιμήσεως για την επιλογή του χρόνου και των λειτουργιών ενός συγκεκριμένου νομικού πλαισίου, θεώρησε ότι ήταν σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει τα συναισθήματα της κοινότητάς της.

177. Όσον αφορά το εύρος του περιθωρίου εκτιμήσεως, το Δικαστήριο σημειώνει ότι αυτό εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Ενώ το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί ότι το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως μπορεί να συνδέεται με ευαίσθητα ηθικά ή εθιμικά ζητήματα τα οποία επιτρέπουν ένα ευρύτερο περιθώριο εκτίμησης σε περίπτωση απουσίας συναίνεσης μεταξύ των Χωρών μελών, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η παρούσα υπόθεση δεν αφορά ορισμένα συγκεκριμένα "συμπληρωματικά" (σε αντίθεση με τον πυρήνα) δικαιώματα που μπορεί ή δεν μπορεί να προκύψουν από μια τέτοια ένωση και τα οποία ενδέχεται να υπόκεινται σε σφοδρή αντιπαράθεση, υπό το φως των ευαίσθητων διαστάσεών τους. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι Χώρες διαθέτουν ένα ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά το ακριβές καθεστώς-status που παρέχει εναλλακτικά μέσα αναγνώρισης, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από μια τέτοια ένωση ή μία καταχωρημένη συντροφική σχέση (Δείτε υπόθεση Schalk και Kopf, προπαρατεθείσα, § § 108-09). Πράγματι, η παρούσα υπόθεση αφορά αποκλειστικά και μόνο τη γενική ανάγκη για νομική αναγνώριση και τον πυρήνα της προστασίας των προσφευγόντων ως λεσβιακά, γκέι ζευγάρια. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι το τελευταίο είναι πτυχές της ύπαρξης και της ταυτότητας για την οποία θα πρέπει να ισχύει το σχετικό περιθώριο.

178. Εκτός από τα παραπάνω, ενδιαφέρον για την εξέταση του Δικαστηρίου έχει, επίσης, η κίνηση προς την νομική αναγνώριση των λεσβιακών ζευγαριών που συνέχισε να αναπτύσσεται ραγδαία στην Ευρώπη μετά την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Schalk και Kopf.

Μέχρι σήμερα, μία λεπτή πλειοψηφία των Χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης (είκοσι τέσσερις από τις σαράντα επτά, δείτε παραπάνω παράγραφος 55) έχουν ήδη νομοθετήσει υπέρ της αναγνώρισης και της σχετικής προστασίας. Η ίδια ταχεία ανάπτυξη μπορεί να εντοπιστεί σε παγκόσμιο επίπεδο, με ιδιαίτερη αναφορά στις Ην. Πολιτείες στην Αυστραλία και στην Ασία (Δείτε παραγράφους 65 και 135 ανωτέρω). Οι διαθέσιμες πληροφορίες έρχονται έτσι ώστε να δείξουν τη συνεχιζόμενη διεθνή κίνηση προς τη νομική αναγνώριση, την οποία το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδόσει, αλλά επισυνάπτει κάποια σημασία (Δείτε, τηρουμένων των αναλογιών, υπόθεση Christine Goodwin, § 85, και υπόθεση Βαλλιανάτος, § 91, αμφότερες προπαρατεθείσες).

179. Επιστρέφοντας στην κατάσταση της Ιταλίας, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ενώ η κυβέρνηση είναι συνήθως σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει τα συμφέροντα της Κοινότητας, στην προκειμένη περίπτωση το νομοθετικό σώμα της Ιταλίας δεν φαίνεται να έχει αποδώσει ιδιαίτερη σημασία για τις ενδείξεις που φάνηκαν στην εθνική κοινότητα, συμπεριλαμβανομένου του γενικού ιταλικού πληθυσμού και των ανώτατων δικαστικών αρχών στην Ιταλία. (Δείτε Βαλλιανάτος, προπαρατεθείσα § 81). Η αναγνώριση αυτή θα επιφέρει περαιτέρω την αίσθηση της νομιμότητας στα λεσβιακά ζευγάρια.

175. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι κατά την αξιολόγηση οι θετικές υποχρεώσεις μίας Χώρας πρέπει να λάβουν υπόψη την δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων του προσώπου και της κοινότητας ως σύνολο. Έχοντας ορίσει ως υπεράνω τα συμφέροντα των ιδιωτών στο παιχνίδι, το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει σε αυτά ζυγίζοντας κατά των συμφερόντων της κοινότητας.

176. Παρ' όλα αυτά, στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η ιταλική κυβέρνηση έχει αποτύχει να τονίσει ρητά τι, κατά την άποψή της, αντιστοιχεί στα συμφέροντα της κοινότητας ως σύνολο. Μπορεί, ωστόσο να θεωρείται ότι "ο χρόνος ήταν αναγκαίος για να επιτευχθεί η σταδιακή ωρίμανση μιας κοινής άποψης της εθνικής κοινότητας σχετικά με την αναγνώριση αυτής της νέας μορφής της οικογένειας". Αναφέρθηκε επίσης στις "διαφορετικές ευαισθησίες σε ένα τέτοιο λεπτό και βαθιά συναισθηματικό κοινωνικό ζήτημα" και στην αναζήτηση μιας "ομόφωνης συγκατάθεσης των διαφόρων ρευμάτων σκέψης και συναισθήματος, ακόμη και θρησκευτικής έμπνευσης, που υπάρχουν στην κοινωνία". Την ίδια στιγμή, αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι η απουσία ειδικού νομικού πλαισίου που θα προέβλεπε την αναγνώριση και την προστασία των λεσβιακών ενώσεων προσπάθησε να προστατεύσει την παραδοσιακή έννοια της οικογένειας, ή τα ήθη της κοινωνίας. Η κυβέρνηση αντί να επικαλείται το περιθώριο εκτιμήσεως για την επιλογή του χρόνου και των λειτουργιών ενός συγκεκριμένου νομικού πλαισίου, θεώρησε ότι ήταν σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει τα συναισθήματα της κοινότητάς της.

177. Όσον αφορά το εύρος του περιθωρίου εκτιμήσεως, το Δικαστήριο σημειώνει ότι αυτό εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Ενώ το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί ότι το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως μπορεί να συνδέεται με ευαίσθητα ηθικά ή εθιμικά ζητήματα τα οποία επιτρέπουν ένα ευρύτερο περιθώριο εκτίμησης σε περίπτωση απουσίας συναίνεσης μεταξύ των Χωρών μελών, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η παρούσα υπόθεση δεν αφορά ορισμένα συγκεκριμένα "συμπληρωματικά" (σε αντίθεση με τον πυρήνα) δικαιώματα που μπορεί ή δεν μπορεί να προκύψουν από μια τέτοια ένωση και τα οποία ενδέχεται να υπόκεινται σε σφοδρή αντιπαράθεση, υπό το φως των ευαίσθητων διαστάσεών τους. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι Χώρες διαθέτουν ένα ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά το ακριβές  καθεστώς-status που παρέχει εναλλακτικά μέσα αναγνώρισης, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από μια τέτοια ένωση ή μία καταχωρημένη συντροφική σχέση (Δείτε υπόθεση Schalk και Kopf, προπαρατεθείσα, § § 108-09). Πράγματι, η παρούσα υπόθεση αφορά αποκλειστικά και μόνο τη γενική ανάγκη για νομική αναγνώριση και τον πυρήνα της προστασίας των προσφευγόντων ως λεσβιακά, γκέι ζευγάρια. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι το τελευταίο είναι πτυχές της ύπαρξης και της ταυτότητας για την οποία θα πρέπει να ισχύει το σχετικό περιθώριο.

178. Εκτός από τα παραπάνω, ενδιαφέρον για την εξέταση του Δικαστηρίου έχει, επίσης, η κίνηση προς την νομική αναγνώριση των λεσβιακών ζευγαριών που συνέχισε να αναπτύσσεται ραγδαία στην Ευρώπη μετά την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Schalk και Kopf.

Μέχρι σήμερα, μία λεπτή πλειοψηφία των Χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης (είκοσι τέσσερις από τις σαράντα επτά, δείτε παραπάνω παράγραφος 55) έχουν ήδη νομοθετήσει υπέρ της αναγνώρισης και της σχετικής προστασίας. Η ίδια ταχεία ανάπτυξη μπορεί να εντοπιστεί σε παγκόσμιο επίπεδο, με ιδιαίτερη αναφορά στις Ην. Πολιτείες στην Αυστραλία και στην Ασία (Δείτε παραγράφους 65 και 135 ανωτέρω). Οι διαθέσιμες πληροφορίες έρχονται έτσι ώστε να δείξουν τη συνεχιζόμενη διεθνή κίνηση προς τη νομική αναγνώριση, την οποία το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδόσει, αλλά επισυνάπτει κάποια σημασία (Δείτε, τηρουμένων των αναλογιών, υπόθεση Christine Goodwin, § 85, και υπόθεση Βαλλιανάτος, § 91, αμφότερες προπαρατεθείσες).

179. Επιστρέφοντας στην κατάσταση της Ιταλίας, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ενώ η κυβέρνηση είναι συνήθως σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει τα συμφέροντα της Κοινότητας, στην προκειμένη περίπτωση το νομοθετικό σώμα της Ιταλίας δεν φαίνεται να έχει αποδώσει ιδιαίτερη σημασία στις ενδείξεις που εμφανίζονται στην εθνική κοινότητα, συμπεριλαμβανομένου του γενικού ιταλικού πληθυσμού και των ανώτατων δικαστικών αρχών στην Ιταλία.


Βρίσκεστε στο 12ο μέρος για να βρεθείτε στο 13ο πατήστε εδώ
Την είδηση την βρήκαμε στις 21.10.2015 και την μεταφράσαμε από την
http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-156265#{%22itemid%22:[%22001-156265%22]}