Ι. Β. κατά Ελλάδας, αριθμός υποθέσεως 552/10 μέρος Γ'
Με απόφαση της 13ης Ιουνίου 2006, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόλυση ήταν παράνομη, επειδή αντιβαίνει το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα που απαγορεύει την άσκηση ενός δικαιώματος αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τις κοινωνικές πρακτικές-συνήθειες. Το δικαστήριο αναγνώρισε ότι η λήξη της σύμβασης είχε ως κίνητρο αποκλειστικά την ασθένεια του προσφεύγοντος και του επιδίκασε το ποσό των 6.339,18 € ως αποζημίωση, που αντιστοιχούσε στο ποσό της μη καταβολής μισθών από την απόλυσή του.
Το δικαστήριο τόνισε ότι η στάση της εργοδοσίας, ακόμα και αν έλαβε υπόψη της την πίεση των εργαζομένων της, συνιστά κατάχρηση του δικαιώματος. Είπε πως η εργοδοσία, για να εξασφαλίσει την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης και να αποφύγει τις διαμαρτυρίες και τις καταγγελίες, αποφάσισε να απολύση τον προσφεύγοντα για να κερδίσει την εύνοια της πλειονότητας του προσωπικού.
Ωστόσο, το δικαστήριο απέρριψε την αιτίαση του προσφεύγοντος ότι η απόλυσή του είχε επηρεάσει την προσωπικότητά του, επειδή δεν είχε αποδειχθεί ότι η απόλυση οφείλεται σε εγκληματική πρόθεση ή την επιθυμία να τον δυσφημίσει. Το δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι η Σ.Κ. είχε απολύσει τον προσφεύγοντα, λανθασσμένα προκειμένου να διασφαλιστούν, οι ειρηνικές σχέσεις εργασίας στην επιχείρηση.
Το Φεβρουάριο 26 και 15 Μαρτίου 2007, η Σ.Κ. και ο προσφεύγων άσκησαν προσφυγή κατά της αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Με αποφασή του στις 29 Ιανουαρίου 2008, το Εφετείο απέρριψε την έφεση της Σ.Κ. και εξέφρασε την ικανοποίηση του προσφεύγοντος με δύο τρόπους, δηλαδή τη κατάχρηση του νόμου και τη παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. Όπως και το πρώτο δικαστήριο, το Εφετείο παραδέχτηκε ότι η Σ.Κ. είχε απολύσει τον προσφεύγοντα υποκύπτοντας στην πίεση του προσωπικού ώστε να διατηρηθεί ένα καλό κλίμα μέσα στην επιχείρηση.
Το Εφετείο σημείωσε ότι οι φόβοι των εργαζομένων στην εταιρεία με το κίνητρο να ζητήσουν την απόλυση του προσφεύγοντος, ήταν επιστημονικά αδικαιολόγητοι, όπως είχε παρουσιάσει η σύμβουλος γιατρίνα στην πράξη, λόγω του τρόπου μετάδοσης ιού, δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος για την υγεία του προσωπικού. Κατά συνέπεια, αυτοί οι φόβοι στην πραγματικότητα βασίστηκαν σε προκαταλήψεις και όχι σε ενα αποδεδειγμένο κίνδυνο από τον προσφεύγοντα και η ασθένεια δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας στο μέλλον.
Το Εφετείο σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης έθεσε από τη μια πλευρά την ανάγκη να διαφυλαχθεί η ομαλή λειτουργία της εταιρείας, που απειλήθηκε από αντιδράσεις επιστημονικά αδικαιολόγητες και, δεύτερον, η δικαιολογημένη ελπίδα και το καθήκον να προστατευθεί ο προσφεύγων κατά τη διάρκεια μιας δύσκολης περιόδου για τον ίδιο. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "η παραχώρηση στα αιτήματα του προσωπικού, η απόλυση του προσφεύγοντος και το να θέσει τέλος στη σύμβασή του δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από την καλή πίστη και το στενό ενδιαφέρον της εργοδοσίας του με την καλή έννοια του όρου".
Αποφάσισε την αποζημείωση του προσφεύγοντος το ποσό των 339,18 € για τη μη καταβολή έξι μισθών από την ημερομηνία απόλυσης. Επεσήμανε επίσης ότι η προσωπικότητα του προσφεύγοντος έγινε αντικείμενο παράβασης, επειδή η παράνομη απόλυση είχε αντίκτυπο στην επαγγελματική και κοινωνική του κατάσταση. Του επιδίκασε 1.200 € επιπλέον για ηθική βλάβη.
Στις 4 Ιουλίου 2008, η έφεση της Σ.Κ. περιορίστηκε σε νομικά ζητήματα.
Την είδηση την βρήκαμε στις 10.10.11 και την μεταφράσαμε από την ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην http://cmiskp.echr.coe.int/tkp197/view.asp?action=html&documentId=892900&portal=hbkm&source=externalbydocnumber&table=F69A27FD8FB86142BF01C1166DEA398649
Με απόφαση της 13ης Ιουνίου 2006, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόλυση ήταν παράνομη, επειδή αντιβαίνει το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα που απαγορεύει την άσκηση ενός δικαιώματος αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τις κοινωνικές πρακτικές-συνήθειες. Το δικαστήριο αναγνώρισε ότι η λήξη της σύμβασης είχε ως κίνητρο αποκλειστικά την ασθένεια του προσφεύγοντος και του επιδίκασε το ποσό των 6.339,18 € ως αποζημίωση, που αντιστοιχούσε στο ποσό της μη καταβολής μισθών από την απόλυσή του.
Το δικαστήριο τόνισε ότι η στάση της εργοδοσίας, ακόμα και αν έλαβε υπόψη της την πίεση των εργαζομένων της, συνιστά κατάχρηση του δικαιώματος. Είπε πως η εργοδοσία, για να εξασφαλίσει την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης και να αποφύγει τις διαμαρτυρίες και τις καταγγελίες, αποφάσισε να απολύση τον προσφεύγοντα για να κερδίσει την εύνοια της πλειονότητας του προσωπικού.
Ωστόσο, το δικαστήριο απέρριψε την αιτίαση του προσφεύγοντος ότι η απόλυσή του είχε επηρεάσει την προσωπικότητά του, επειδή δεν είχε αποδειχθεί ότι η απόλυση οφείλεται σε εγκληματική πρόθεση ή την επιθυμία να τον δυσφημίσει. Το δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι η Σ.Κ. είχε απολύσει τον προσφεύγοντα, λανθασσμένα προκειμένου να διασφαλιστούν, οι ειρηνικές σχέσεις εργασίας στην επιχείρηση.
Το Φεβρουάριο 26 και 15 Μαρτίου 2007, η Σ.Κ. και ο προσφεύγων άσκησαν προσφυγή κατά της αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Με αποφασή του στις 29 Ιανουαρίου 2008, το Εφετείο απέρριψε την έφεση της Σ.Κ. και εξέφρασε την ικανοποίηση του προσφεύγοντος με δύο τρόπους, δηλαδή τη κατάχρηση του νόμου και τη παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. Όπως και το πρώτο δικαστήριο, το Εφετείο παραδέχτηκε ότι η Σ.Κ. είχε απολύσει τον προσφεύγοντα υποκύπτοντας στην πίεση του προσωπικού ώστε να διατηρηθεί ένα καλό κλίμα μέσα στην επιχείρηση.
Το Εφετείο σημείωσε ότι οι φόβοι των εργαζομένων στην εταιρεία με το κίνητρο να ζητήσουν την απόλυση του προσφεύγοντος, ήταν επιστημονικά αδικαιολόγητοι, όπως είχε παρουσιάσει η σύμβουλος γιατρίνα στην πράξη, λόγω του τρόπου μετάδοσης ιού, δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος για την υγεία του προσωπικού. Κατά συνέπεια, αυτοί οι φόβοι στην πραγματικότητα βασίστηκαν σε προκαταλήψεις και όχι σε ενα αποδεδειγμένο κίνδυνο από τον προσφεύγοντα και η ασθένεια δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας στο μέλλον.
Το Εφετείο σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης έθεσε από τη μια πλευρά την ανάγκη να διαφυλαχθεί η ομαλή λειτουργία της εταιρείας, που απειλήθηκε από αντιδράσεις επιστημονικά αδικαιολόγητες και, δεύτερον, η δικαιολογημένη ελπίδα και το καθήκον να προστατευθεί ο προσφεύγων κατά τη διάρκεια μιας δύσκολης περιόδου για τον ίδιο. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "η παραχώρηση στα αιτήματα του προσωπικού, η απόλυση του προσφεύγοντος και το να θέσει τέλος στη σύμβασή του δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από την καλή πίστη και το στενό ενδιαφέρον της εργοδοσίας του με την καλή έννοια του όρου".
Αποφάσισε την αποζημείωση του προσφεύγοντος το ποσό των 339,18 € για τη μη καταβολή έξι μισθών από την ημερομηνία απόλυσης. Επεσήμανε επίσης ότι η προσωπικότητα του προσφεύγοντος έγινε αντικείμενο παράβασης, επειδή η παράνομη απόλυση είχε αντίκτυπο στην επαγγελματική και κοινωνική του κατάσταση. Του επιδίκασε 1.200 € επιπλέον για ηθική βλάβη.
Στις 4 Ιουλίου 2008, η έφεση της Σ.Κ. περιορίστηκε σε νομικά ζητήματα.
Την είδηση την βρήκαμε στις 10.10.11 και την μεταφράσαμε από την ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην http://cmiskp.echr.coe.int/tkp197/view.asp?action=html&documentId=892900&portal=hbkm&source=externalbydocnumber&table=F69A27FD8FB86142BF01C1166DEA398649