22 Ιαν 2010

Ισπανία 17


Δέκατη έβδομη Συμπληρωματική Διάταξη. Τροποποιήσεις του νόμου για την Απασχόληση
Προστίθεται ένα νέο άρθρο 22 α στο νόμο 56/2003, της 16ης Δεκεμβρίου για την Απασχόληση με την ακόλουθη διατύπωση:
«Άρθρο 22 α. Διακριτική μεταχείριση κατά την πρόσβαση στην απασχόληση.
1. Οι δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης, οι συνεργαζόμενοι οργανισμοί τους και οι τα γραφεία εύρεσης εργασίας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, κατά την παροχή των υπηρεσιών διαμεσολάβησης, οφείλουν να επαγρυπνούν συγκεκριμένα ώστε να αποφεύγονται οι διακρίσεις κατά την πρόσβαση στην απασχόληση.
Όταν οι διαμεσολαβητές στην αγορά εργασίας εντοπίζουν κρούσματα διακρίσεων στις προσφορές εργασίας, κοινοποιούν το γεγονός στους υποβάλλοντες την προσφορά..
2. Συγκεκριμένα, θεωρούνται διακριτικής φύσεως οι προσφορές που αναφέρονται σε ένα από τα δύο φύλα, εκτός από την περίπτωση ειδικών επαγγελματικών προϋποθέσεων που είναι αποφασιστικής σημασίας για την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας.
Σε κάθε περίπτωση, θεωρούνται διακριτικής φύσεως οι προσφορές που αναφέρονται αποκλειστικά σε ένα από τα δύο φύλα λόγω των απαιτήσεων της συγκεκριμένης θέσης εργασίας που συνδέονται με τη σωματική δύναμη ».
Δέκατη όγδοη Συμπληρωματική Διάταξη. Τροποποιήσεις του Γενικού Νόμου περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων
Το Αναθεωρημένο κείμενο του Γενικού Νόμου περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων που εγκρίθηκε με το Βασιλικό Νομοθετικό Διάταγμα 1/1994, της 20ης Ιουνίου, τροποποιείται ως ακολούθως:
Πρώτον. Τροποποιείται το πρώτο εδάφιο του στοιχείου γ ) της παραγράφου 1 του άρθρου 38, με την ακόλουθη διατύπωση:
«γ) Οικονομικά επιδόματα σε περίπτωση προσωρινής αναπηρίας, μητρότητας, πατρότητας, κινδύνου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κινδύνου κατά τη διάρκεια του μητρικού θηλασμού, σύνταξης αναπηρίας ανταποδοτικής ή μη ανταποδοτικής, σύνταξης γήρατος ανταποδοτικής ή μη ανταποδοτικής , επιδόματος ανεργίας ανταποδοτικού ή προνοιακού, θανάτου και επιβίωσης καθώς και αυτά που χορηγούνται σε έκτακτες και ειδικές περιπτώσεις όπως θεσπίζονται νομοθετικά με Βασιλικό Διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων».
Δεύτερον. Τροποποιείται η παράγραφος 4 του άρθρου106, ως ακολούθως:
«4. Η υποχρέωση καταβολής εισφορών υφίσταται και στην περίπτωση προσωρινής αναπηρίας ανεξαρτήτως αιτίας, κατά τη μητρότητα, την πατρότητα, τον κίνδυνο κατά την εγκυμοσύνη και το μητρικό θηλασμό καθώς και στις υπόλοιπες περιπτώσεις που προβλέπονται στις νομοθετικές διατάξεις του άρθρου 125.».
Τρίτον. Τροποποιείται η παράγραφος 3 του άρθρου 124, ως ακολούθως:
«3. Οι εισφορές που αντιστοιχούν στην περίπτωση προσωρινής αναπηρίας ανεξαρτήτως αιτίας, κατά τη μητρότητα, την πατρότητα, τον κίνδυνο κατά την εγκυμοσύνη και το μητρικό θηλασμό, υπολογίζονται με βάση τις προηγούμενες περιόδους εισφορών που απαιτούνται για το δικαίωμα στα επιδόματα ».
Τέταρτον. Προστίθεται μια νέα παράγραφος 6 στο άρθρο 124, με την ακόλουθη διατύπωση:
«6. Η άδεια μητρότητας ή πατρότητας στην οποία βρίσκεται ο εργαζόμενος στην ημερομηνία λύσης της σύμβασης εργασίας ή που αρχίζει κατά την περίοδο χορήγησης του επιδόματος ανεργίας, θεωρείται ως περίοδος πραγματικής καταβολής των εισφορών για τους σκοπούς των αντίστοιχων επιδομάτων της Κοινωνικής Ασφάλισης λόγω σύνταξης, μόνιμης αναπηρίας, θανάτου και επιβίωσης, μητρότητας ή πατρότητας».
Πέμπτον. Τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 125, ως ακολούθως:
«1. Η κατάσταση πλήρους ανεργίας σύμφωνα με το νόμο, κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος λαμβάνει το επίδομα που αντιστοιχεί στην κατάσταση αυτή, θεωρείται ότι εξομοιώνεται με την κατάσταση απασχόλησης. Επίσης θεωρείται ότι εξομοιώνεται με την κατάσταση απασχόλησης με καταβολή εισφορών, με εξαίρεση το επίδομα λόγω κινδύνου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του μητρικού θηλασμού, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο εργαζόμενος κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε περίοδο ετήσιας άδειας με αποδοχές και το οποίο δεν είχε λάβει πριν τη λήξη της σύμβασης. ».
Έκτον. Τροποποιείται το Κεφάλαιο IV α του Τίτλου II, με την ακόλουθη διατύπωση:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV Α
Μητρότητα
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ. ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Άρθρο 133 α. Προστατευόμενες καταστάσεις .
Για τους σκοπούς του επιδόματος μητρότητας που προβλέπεται στο παρόν Τμήμα, θεωρούνται προστατευόμενες καταστάσεις, η μητρότητα, η υιοθεσία και η αναδοχή, είτε με σκοπό την υιοθεσία, είτε μόνιμη ή απλή, σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα ή τους οικείους αστικούς νόμους των Αυτόνομων Κοινοτήτων, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση η διάρκεια της δεν είναι μικρότερη από ένα έτος, ακόμα και αν είναι προσωρινή, κατά τη διάρκεια της περιόδου αδείας που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι λόγω των καταστάσεων αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48.4 του Αναθεωρημένου Κειμένου του Καταστατικού των Εργαζομένων που εγκρίθηκε από το Βασιλικό Διάταγμα 1/1995, της 24ης Μαρτίου, και του άρθρου 30.3 του νόμου 30/1984, της 2ας Αυγούστου, των Μέτρων για τη Μεταρρύθμιση της Δημόσια Διοίκησης.
Άρθρο 133 β. Δικαιούχοι.
1. Δικαιούνται το επίδομα μητρότητας οι εργαζόμενοι για λογαριασμό τρίτου, ανεξαρτήτου φύλου, που έχουν λάβει τις άδειες που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο εφόσον σύμφωνα με τις γενικές προϋποθέσεις του άρθρου 124.1 και των άλλων εφαρμοστικών διατάξεων, έχουν καταβάλει εισφορές κατ’ ελάχιστο για τα παρακάτω χρονικά διαστήματα:
α) Εάν ο εργαζόμενος είναι ηλικίας κάτω των 21 ετών κατά την ημερομηνία του τοκετού ή κατά την ημερομηνία της διοικητικής ή δικαστικής απόφασης αναδοχής ή της δικαστικής απόφασης περί σύστασης της υιοθεσίας, δεν απαιτείται ελάχιστη περίοδος εισφορών.
β) Εάν ο εργαζόμενος είναι μεταξύ 21 και 26 ετών κατά την ημερομηνία τοκετού ή κατά την ημερομηνία της διοικητικής ή δικαστικής απόφασης αναδοχής ή της δικαστικής απόφασης περί σύστασης της υιοθεσίας, η απαιτούμενη ελάχιστη περίοδος εισφορών είναι 90 ημέρες εισφορών στα 7 τελευταία έτη πριν από την έναρξη της άδειας. Εναλλακτικά, θα θεωρείται ότι ο εργαζόμενος πληροί την προαναφερόμενη προϋπόθεση όταν έχει στο ενεργητικό του 180 ημέρες εισφορών καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του πριν από τη ημερομηνία αυτή .
γ) Εάν ο εργαζόμενος είναι μεγαλύτερος των 26 ετών κατά την ημερομηνία τοκετού ή κατά την ημερομηνία της διοικητικής ή δικαστικής απόφασης αναδοχής ή της δικαστικής απόφασης περί σύστασης της υιοθεσίας η απαιτούμενη ελάχιστη περίοδος εισφορών είναι 180 ημέρες εισφορών στα 7 τελευταία έτη πριν από την έναρξη της άδειας. Εναλλακτικά, θα θεωρείται ότι ο εργαζόμενος πληροί την εν λόγω προϋπόθεση όταν έχει στο ενεργητικό του 360 ημέρες εισφορών καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του πριν από τη ημερομηνία αυτή.
2. Σε περίπτωση τοκετού και με αποκλειστική εφαρμογή στη βιολογική μητέρα, η ηλικία που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο θα είναι η ηλικία της ενδιαφερόμενης κατά την έναρξη της άδειας, λαμβάνοντας ως σημείο αναφοράς την ώρα του τοκετού για τους σκοπούς της επαλήθευσης της ελάχιστης περιόδου εισφορών που αντιστοιχεί στην περίπτωσή της.
3. Στις περιπτώσεις του προτελευταίου εδαφίου του άρθρου 48.4 του Αναθεωρημένου Κειμένου του Νόμου περί Καταστατικού των Εργαζομένων, που εγκρίθηκε από το Βασιλικό Νομοθετικό Διάταγμα 1/1995, της 24ης Μαρτίου και του όγδοου εδαφίου του άρθρου 30.3 του νόμου 30/1984, της 2ας Αυγούστου, περί Μέτρων για τη Μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης, η ηλικία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σχετικά με την επαλήθευση της κατά περίπτωση ελάχιστης περιόδου εισφορών, είναι η ηλικία των ενδιαφερομένων τη στιγμή της έναρξης της άδειας.
Άρθρο 133 γ. Οικονομικό επίδομα.
Το οικονομικό επίδομα λόγω μητρότητας συνίσταται σε επιδότηση που ισοδυναμεί με το 100 τοις 100 της αντίστοιχης βάσης υπολογισμού. Για τους σκοπούς αυτούς η βάση υπολογισμού θα είναι ισοδύναμη με τη βάση που ορίζεται για τον υπολογισμό της προσωρινής αναπηρίας όταν αυτή οφείλεται σε άλλες αιτίες.
Άρθρο133 δ. Απώλεια ή αναστολή του δικαιώματος στο επίδομα μητρότητας.
Το δικαίωμα επιδόματος μητρότητας είναι δυνατόν να μη χορηγηθεί, να ακυρωθεί ή να ανασταλεί όταν ο δικαιούχος έδρασε δόλια για να αποκτήσει ή να διατηρήσει το επίδομα αυτό καθώς και σε περίπτωση που ασκούσε ανεξάρτητη δραστηριότητα ή εργαζόταν για λογαριασμό τρίτου κατά τη διάρκεια των αντίστοιχων περιόδων άδειας .