ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα) της 27ης Νοεμβρίου 2007 (*) Υπόθεση F-122/06,
Η απόφαση λόγω του μεγέθους της χωρίστηκε σε 7 μέρη, βρίσκεστε στο 6 μέρος.
54 Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η παραπομπή του άρθρου 72 του ΚΥΚ στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στις προϋποθέσεις i έως iii της τελευταίας αυτής διάταξης, αλλά εκτείνεται και στην εισαγωγική περίοδό της που αναφέρεται στην απαίτηση καταχώρησης, διαπιστώνεται ότι, και αληθούς υποτιθεμένης της ερμηνείας αυτής της παραπομπής του άρθρου 72 του ΚΥΚ, οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος πρέπει εντούτοις να γίνουν δεκτοί. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, όπως επισήμανε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η σύμβαση συμβίωσης καταρτίστηκε ενώπιον συμβολαιογράφου, ήτοι ενώπιον δημόσιου λειτουργού επιφορτισμένου με την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Το έγγραφο αυτό, λόγω του συμβολαιογραφικού του τύπου, «επισημοποιήθηκε», τρόπον τινά, και απέκτησε, ως εκ τούτου, ορισμένα χαρακτηριστικά των δημοσίων εγγράφων που είναι γνωστά στα εθνικά δίκαια, όπως η βεβαίωση τόσο της συναίνεσης και του γνησίου της υπογραφής των μερών όσο και του περιεχομένου της σύμβασης. Τα χαρακτηριστικά αυτά διευκολύνουν όχι μόνον την τήρηση και την εκτέλεση της σύμβασης συμβίωσης μεταξύ των συντρόφων, αλλά καθιστούν επίσης δυνατή την επέκταση των αποτελεσμάτων της σύμβασης συμβίωσης έναντι των τρίτων· πράγματι, όπως προκύπτει από το προαναφερθέν φυλλάδιο της ολλανδικής διοίκησης (βλ. σκέψη 45 της παρούσας απόφασης), τρίτοι, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, μπορούν να εξαρτήσουν την αναγνώριση της σύμβαση συμβίωσης από την τήρηση της προϋπόθεσης η σύμβαση αυτή να έχει καταρτιστεί ενώπιον συμβολαιογράφου. Επομένως, και αν υποτεθεί ως αναγκαία η προϋπόθεση της καταχώρησης, η προϋπόθεση αυτή, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, δεν απαιτεί τη σύναψη ενός geregistreerd partnerschap, αφού ο συμβολαιογραφικός τύπος ικανοποιεί τις απαιτήσεις του κειμένου.
55 Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, ο προσφεύγων δεν ήταν υποχρεωμένος να αποδείξει την ύπαρξη ενός geregistreerd partnerschap μεταξύ αυτού και της συντρόφου του προκειμένου η σύντροφός του να υπαχθεί στο ΣΥΑ.
56 Επιπλέον, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι η άποψη της Επιτροπής ως προς την απαίτηση σύμβασης υπό μορφήν geregistreerd partnerschap του ολλανδικού δικαίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε διάκριση. Πράγματι, δεδομένου ότι πλείονα κράτη δεν αναγνωρίζουν παρόμοιες με το geregistreerd partnerschap μορφές ένωσης, η απαίτηση της Επιτροπής να υπάρχει «καταχωρημένη» σχέση συμβίωσης αυτού του τύπου, θα συνεπαγόταν, για τα μη έγγαμα ζεύγη, που, λόγω, μεταξύ άλλων, τόσο του τόπου κατοικίας τους όσο και της ιθαγένειας των συντρόφων, έχουν στενότερους δεσμούς με τα κράτη αυτά, την οριστική μη υπαγωγή του συντρόφου μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης του υπαλλήλου στο ΣΥΑ. Αντιστρόφως, αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή δέχεται για τα ζεύγη αυτά τις σχέσεις συμβίωσης που συνάπτονται με συμβάσεις συμβίωσης, η άρνησή της να αναγνωρίσει τις «απλές» συμβάσεις συμβίωσης για τα ζεύγη που έχουν στενότερους δεσμούς, κατά την ανωτέρω έννοια, με τα κράτη που αναγνωρίζουν διαφορετικές από τον γάμο ή την «καταχωρημένη» σχέση συμβίωσης μορφές ένωσης, θα οδηγούσε σε διάκριση εις βάρος των ζευγαριών αυτών· πράγματι, για τα ζεύγη αυτά, η επέκταση της δυνατότητας υπαγωγής του συντρόφου στο ΣΥΑ δεν θα γινόταν δεκτή, ενώ θα επιτρεπόταν για τα ζεύγη που έχουν δεσμούς, κατά τον τρόπο που προαναφέρθηκε, με τα κράτη που δεν αναγνωρίζουν «καταχωρημένες» σχέσεις συμβίωσης. Οι διακρίσεις αυτές θα δικαιολογούνταν ακόμη δυσκολότερα προκειμένου περί σχέσεων συμβιώσεως που δεν έχουν «καταχωρηθεί» κατά την έννοια που υποστηρίζει η Επιτροπή, αλλά, εντούτοις, παρουσιάζουν περισσότερες ομοιότητες με τον γάμο συγκριτικά με το geregistreerd partnerschap του ολλανδικού δικαίου. Εξάλλου, αν και αληθεύει ότι, κατά τη νομολογία, τα άρθρα 12 ΕΚ, 39 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, απαγορεύοντας σε κάθε κράτος μέλος να συναρτά τον τρόπο εφαρμογής του δικαίου του προς την ιθαγένεια, δεν αφορούν τις διαφορές μεταχειρίσεως που ενδέχεται να προκύπτουν μεταξύ των κρατών μελών από τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ των νομοθεσιών των διαφόρων κρατών μελών, εφόσον οι νομοθεσίες αυτές εφαρμόζονται σε όλα τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και ασχέτως της ιθαγένειάς τους (βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 1978, 1/78, Kenny, Συλλογή τόμος 1978, σ. 461, σκέψη 18· της 7ης Μαΐου 1992, C-251/90 και C-252/90, Wood και Cowie, Συλλογή 1992, σ. Ι-2873, σκέψη 19· της 3ης Ιουλίου 1979, 185/78 έως 204/78, Van Dam en Zonen κ.λπ., Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 143, σκέψη 10, και της 1ης Φεβρουαρίου 1996, C-177/94, Perfili, Συλλογή 1996, σ. 161, σκέψη 17), διακρίσεις, όπως αυτές που διαπιστώνονται στην παρούσα σκέψη, δεν εμπίπτουν στη νομολογία αυτή· πράγματι, αφενός, και αντιθέτως προς την προϋπόθεση στην οποία στηρίζεται η εν λόγω νομολογία, η διάκριση που επισημαίνεται στην παρούσα σκέψη οφείλεται στην ιθαγένεια των ενδιαφερομένων και στον τόπο κατοικίας τους, κριτήριο που συχνά καλύπτει το κριτήριο της ιθαγένειας, αφετέρου, στις υποθέσεις επί τον οποίων εκδόθηκε η προπαρατεθείσα νομολογία το ζήτημα της διάκρισης ετίθετο αναφορικά με τους κανόνες της ελεύθερης κυκλοφορίας, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται περί της εγγυήσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων ως αρχής του δικαίου της κοινοτικής δημόσιας διοίκησης.
57 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι λόγοι ακυρώσεως του προσφεύγοντος που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 72 του ΚΥΚ, του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως, οι οποίοι άλλωστε, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, αορίστως προβάλλονται ενώ, κατά τα λοιπά, ορισμένοι λόγοι ουδόλως αναπτύσσονται.
58 Πράγματι, η ερμηνεία που υιοθέτησε το Δικαστήριο ΔΔ σχετικά με το άρθρο 72 του ΚΥΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και το άρθρο 12 της κοινής ρύθμισης, ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να οδηγήσει τις υπηρεσίες, στις οποίες υποβάλλονται αιτήσεις για την υπαγωγή στο ΣΥΑ του συντρόφου μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης υπαλλήλου, σε έρευνες και επαληθεύσεις, ενώ ο κοινοτικός νομοθέτης, με τον κανονισμό 723/2004, θέλησε να απλοποιήσει τις διοικητικές διαδικασίες των οργάνων. Πάντως, ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται, σε μεγάλο βαθμό, με τους νέους κανόνες περί αποζημιώσεων και επιδομάτων, μοναδικοί τομείς στους οποίους αναφέρεται ως προς την απλοποίηση ο κανονισμός 723/2004, στην αιτιολογική του σκέψη 26, και οι οποίοι, άλλωστε, όχι μόνο διακρίνονται από την επέκταση της δυνατότητας υπαγωγής στο ΣΥΑ, αλλά και είναι λιγότερο ευαίσθητοι κοινωνικά από τη δυνατότητα αυτή (βλ, σχετικώς, σκέψη 49 της παρούσας απόφασης). Εξάλλου, ο σκοπός της απλοποίησης πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να συνάδει με τις ανώτερες αρχές του δικαίου και τους κανόνες του ΚΥΚ· οι δυσκολίες που μπορούν να ανακύψουν για τις διοικήσεις, από την ερμηνεία που έγινε δεκτή στην προκειμένη περίπτωση, αποτελούν απόρροια αποκλειστικώς της εφαρμογής από το Δικαστήριο ΔΔ των εν λόγω αρχών και κανόνων προκειμένου να καθορίσει το ακριβές περιεχόμενο του όρου «σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης» του άρθρου 72 του ΚΥΚ.