24 Μαρ 2009

Απόφαση Ε.Ε υπόθεσης F-122/06 4

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα) της 27ης Νοεμβρίου 2007 Υπόθεση F-122/06,

Η απόφαση λόγω του μεγέθους της χωρίστηκε σε 7 μέρη, βρίσκεστε στο 4 μέρος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

29 Από το γράμμα του άρθρου 72 του ΚΥΚ προκύπτει ότι,
για να καθοριστεί η έννοια του όρου «σύντροφος υπαλλήλου στο πλαίσιο μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης», το άρθρο αυτό παραπέμπει ευθέως στις τρεις πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, αφού το ζήτημα της καταχώρησης της σχέσης συμβίωσης, που περιλαμβάνεται στην εισαγωγική περίοδο του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, δεν δύναται να θεωρηθεί ως προαπαιτούμενο. Αν ο νομοθέτης ήθελε να ορίσει διαφορετικά, το άρθρο 72 του ΚΥΚ και το άρθρο 12 της κοινής ρύθμισης δεν θα αναφέρονταν αντιστοίχως στον «σύντροφο μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης» και στον «αναγνωρισμένο σύντροφο σχέσης συμβίωσης» ενός υπαλλήλου, αλλά στον σύντροφο «που έχει καταχωρηθεί», όρος που χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ· σημειωτέον, εξάλλου, ότι η αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (ΕΕ L 124, σ. 1), η οποία αφορά την επέκταση των πλεονεκτημάτων των έγγαμων ζευγαριών σε διαφορετικές από τον γάμο μορφές ένωσης, αναφέρεται στους «υπαλλήλ[ους] που τελούν σε μη έγγαμη σχέση συμβίωσης αναγνωρισμένη από ένα κράτος μέλος ως σταθερή σχέση συμβίωσης», χωρίς να κάνει μνεία σε προϋποθέσεις σχετικές με την καταχώρηση της επίμαχης σχέσης. Στο ίδιο πλαίσιο, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι, στην ουσία, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των εννοιών της, του συντρόφου μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης υπαλλήλου του άρθρου 72 του ΚΥΚ και του αναγνωρισμένου συντρόφου σχέσης συμβίωσης υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης.

30 Επομένως, στον κοινοτικό δικαστή εναπόκειται, προκειμένου να αποφανθεί ως προς την επέκταση της δυνατότητας υπαγωγής στο ΣΥΑ του συντρόφου μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης υπαλλήλου, να ελέγξει την τήρηση των τριών πρώτων προϋποθέσεων, και μόνον, του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

31 Όσον αφορά τις τρεις πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι πληρούνται εν προκειμένω οι δύο τελευταίες από αυτές, οι οποίες αναφέρονται, αντιστοίχως, στη μη δέσμευση των συντρόφων σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης σε άλλη μη έγγαμη σχέση συμβίωσης και στη μη ύπαρξη συγγενικών δεσμών μεταξύ τους.

32 Εξάλλου, η πρώτη προϋπόθεση στην οποία ερείδεται ουσιαστικώς η διαφορά της ερμηνείας μεταξύ των διαδίκων (στο εξής: επίμαχη προϋπόθεση) ορίζει ότι το ζεύγος πρέπει να προσκομίσει επίσημο έγγραφο, αναγνωριζόμενο ως τέτοιο από κράτος μέλος ή από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή κράτους μέλους που πιστοποιεί το καθεστώς τους ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης. Η προϋπόθεση αυτή περιλαμβάνει τρία σκέλη:

-το πρώτο σκέλος αφορά την προσκόμιση «επίσημου» εγγράφου σχετικά με το καθεστώς των προσώπων·

– το δεύτερο σκέλος απαιτεί το εν λόγω επίσημο έγγραφο να «αναγνωρίζεται» ως τέτοιο από κράτος μέλος·

– τέλος, το τρίτο σκέλος απαιτεί το επίσημο αυτό έγγραφο σχετικά με το καθεστώς των προσώπων να πιστοποιεί το καθεστώς των ενδιαφερομένων ως «συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης».

33 Στην προκειμένη περίπτωση, η επίμαχη προϋπόθεση πληρούται ως προς τα δύο πρώτα σκέλη της. Πράγματι, ο προσφεύγων προσκόμισε τη σύμβαση συμβίωσης που έχει καταρτίσει με τη σύντροφό του ενώπιον συμβολαιογράφου στις Κάτω Χώρες και βεβαίωση της πρεσβείας των Κάτω Χωρών στο Λουξεμβούργο που βεβαιώνει ότι το έγγραφο αυτό που πιστοποιεί το καθεστώς του προσφεύγοντος και της συντρόφου του ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης αναγνωρίζεται στις Κάτω Χώρες. Η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε ούτε τον «επίσημο» χαρακτήρα της εν λόγω σύμβασης συμβίωσης, ούτε την «αναγνώρισή» της από κράτος μέλος.

34 Όσον αφορά το τρίτο σκέλος, ο προσφεύγων φρονεί ότι, στο μέτρο που η βεβαίωση της πρεσβείας των Κάτω Χωρών στο Λουξεμβούργο βεβαιώνει ρητά ότι το samenlevingsovereenkomst αναγνωρίζει σε αυτόν και τη σύντροφό του το καθεστώς τους ως «συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης», το έγγραφο αυτό αρκεί για να θεωρηθεί ότι πληρούται η επίμαχη προϋπόθεση και ως προς το τρίτο σκέλος της.

35 Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή από το Δικαστήριο ΔΔ. Το ζήτημα αν δύο άτομα εμπίπτουν στο καθεστώς των «συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης», κατά την έννοια του ΚΥΚ, δεν μπορεί να εξαρτάται αποκλειστικώς από την εκτίμηση των εθνικών αρχών ενός κράτους μέλους. Συνεπώς, ειδικότερα το samenlevingsovereenkomst δεν πιστοποιεί το καθεστώς των ενδιαφερομένων ως «συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης» αποκλειστικώς επειδή ένα επίσημο έγγραφο αναγνωριζόμενο ως τέτοιο από κράτος μέλος πιστοποιεί την ύπαρξη ενός τέτοιου καθεστώτος. Πράγματι, η σύμβαση συμβίωσης του ολλανδικού δικαίου αποτελεί σύμβαση της οποίας το περιεχόμενο συναποφασίζεται ελεύθερα από τα μέρη υπό την επιφύλαξη της τήρησης των κανόνων περί δημοσίας τάξεως και χρηστών ηθών. Η εν λόγω σύμβαση μπορεί να συναφθεί μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων και δεν υπάρχει νομική υποχρέωση να περιληφθούν σε αυτή δεσμεύσεις ή δηλώσεις σχετικά, μεταξύ άλλων, με την υποχρέωση συμβίωσης. Εξάλλου, η εν λόγω σύμβαση δεσμεύει καταρχήν τα μέρη αποκλειστικώς ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αυτά προβλέπουν και τα περιορισμένα, εν πάση περιπτώσει, έννομα αποτελέσματά της έναντι των τρίτων απαιτούν ειδικές διαδικασίες και δηλώσεις.


36 Αντιθέτως, πρέπει να γίνει δεκτή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ως ένα βαθμό, η θέση της Επιτροπής, καθό μέτρο δέχεται ότι το άρθρο 72 του ΚΥΚ και το άρθρο 12 της κοινής ρύθμισης αφορούν τις σχέσεις συμβίωσης που μπορούν να «εξομοιωθούν» με τον γάμο και ότι μια σχέση συμβίωσης, για να εμπίπτει στις εν λόγω διατάξεις, πρέπει να παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με τον γάμο.

37 Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι το τρίτος σκέλος της επίμαχης προϋπόθεσης πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει αθροιστικώς τρεις επιμέρους προϋποθέσεις.

38 Πρώτον, το τρίτο αυτό σκέλος της επίμαχης προϋπόθεσης προϋποθέτει, το δε γράμμα της εφαρμοστέας διάταξης του ΚΥΚ επιβεβαιώνει την ερμηνεία αυτή, ότι οι σύντροφοι σχέσης συμβίωσης πρέπει να αποτελούν «ζεύγος», ήτοι ένωση δύο προσώπων, αντίθετα προς άλλες ενώσεις προσώπων που μπορούν να αποτελούν μέρη της σύμβασης συμβίωσης του ολλανδικού δικαίου. Διαπιστώνεται, χωρίς να το αμφισβητούν οι διάδικοι, ότι περί αυτού πρόκειται στην υπό κρίση υπόθεση.

39 Περαιτέρω, η χρήση του όρου «καθεστώς» αποδεικνύει ότι η σχέση των συντρόφων σχέσης συμβίωσης πρέπει να παρουσιάζει στοιχεία δημοσιότητας και τύπου. Η δεύτερη αυτή επιμέρους προϋπόθεση του τρίτου σκέλους, η οποία συνδέεται εν μέρει με το πρώτο σκέλος της επίμαχης προϋπόθεσης (βλ. σκέψη 32 της παρούσας απόφασης), εκτείνεται πάντως πέρα από την απλή απαίτηση προσκόμισης ενός «επίσημου» εγγράφου. Δεν αμφισβητείται ότι πληρούται στην προκειμένη περίπτωση. Αφενός, η σύμβαση που ρυθμίζει τη συμβίωση του προσφεύγοντος και της συντρόφου του, η οποία καταρτίστηκε ενώπιον συμβολαιογράφου χωρίς να υφίσταται υποχρέωση προς τούτο, αποτελεί δημόσιο έγγραφο αφού έχει περιβληφθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο· αφετέρου, ρυθμίζει τη συμβίωση των συντρόφων κατά τρόπο συστηματικό και λεπτομερή ακολουθώντας τον τρόπο διατύπωσης των νομικών κειμένων.

40 Τέλος, η έννοια του όρου «σύντροφοι μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης» πρέπει να νοηθεί ως περιλαμβάνουσα μια κατάσταση στην οποία οι σύντροφοι συμβιώνουν κατά τρόπο σταθερό και δεσμεύονται, στο πλαίσιο της συμβίωσης αυτής, από αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις σχετικά με τον κοινό τους βίο.

41 Περί αυτού πρόκειται στην υπό κρίση υπόθεση.

42 Καταρχάς, ο προσφεύγων και η σύντροφός του, στο προοίμιο του samenlevingsovereenkomst που κατάρτισαν, δηλώνουν ρητά ότι συμβιώνουν και έχουν ένα κοινό νοικοκυριό από την 1η Ιουλίου 2004. Επιπλέον, όπως επισήμανε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το άρθρο 7 της σύμβασης συμβίωσης επιβάλλει στο ζεύγος την υποχρέωση να έχει κοινή κατοικία.

43 Διαπιστώνεται περαιτέρω ότι η σύμβαση συμβίωσης του προσφεύγοντος και της συντρόφου του περιλαμβάνει ευρεία ρύθμιση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σχετικά με τη συμβίωσή τους ως ζεύγους. Μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το άρθρο 3 της σύμβασης, οι σύντροφοι έχουν εξουσιοδοτηθεί αμοιβαίως ως προς τις νομικές πράξεις που πραγματοποιούνται υπέρ του καθημερινού νοικοκυριού. Εξάλλου, το άρθρο 4 της σύμβασης ορίζει ότι τα πράγματα του καθημερινού νοικοκυριού ανήκουν κατά συγκυριότητα και στους δύο, πλην αν τα πράγματα αυτά περιλαμβάνονται στο παράρτημα της σύμβασης ή αν τα μέρη συμφώνησαν διαφορετικώς εγγράφως. Τα κοινά αυτά πράγματα του νοικοκυριού απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της σύμβασης. Οι σύντροφοι υπέχουν, βάσει του άρθρου 5 της σύμβασης, αμοιβαία υποχρέωση να συνεισφέρουν μηνιαίως και κατ’ αναλογία των καθαρών εισοδημάτων της εργασίας τους σε κοινό ταμείο ώστε να αντιμετωπίζονται τα έξοδα του καθημερινού νοικοκυριού. Εξάλλου, το άρθρο 8 της σύμβασης ορίζει ότι, σε περίπτωση αμφισβήτησης της κυριότητας ενός πράγματος, τεκμαίρεται ότι αυτή ανήκει και στους δυο εξ αδιαιρέτου. Επισημαίνεται, τέλος, το άρθρο 9 της σύμβασης, κατά το οποίο κάθε σύντροφος ορίζει τον έτερο ως δικαιούχο της «σύνταξης του συντρόφου» σε περίπτωση που οι αντίστοιχοι κανονισμοί των συντάξεών τους αναγνωρίζουν μια τέτοια σύνταξη.

44 Μολονότι ως προς τα τέκνα δεν ρυθμίζει τίποτε η σύμβαση συμβίωσης, από το φυλλάδιο που επισυνάπτεται στο υπόμνημα αντίκρουσης και μνημονεύεται στη σκέψη 5 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι, στην περίπτωση που οι γονείς είναι απλώς σύντροφοι σχέσης συμβίωσης, το ολλανδικό δίκαιο επιτρέπει στον πατέρα του τέκνου, μέσω της αναγνώρισης του τέκνου αλλά και άλλων διαδικασιών, να αποκτήσει τα ίδια δικαιώματα έναντι του τέκνου ως εάν είχε συνάψει γάμο με τη μητέρα του. Μεταξύ άλλων, ασκεί τη γονική μέριμνα από κοινού με τη μητέρα του· επιπλέον, το τέκνο αποκτά ενδεχομένως το επώνυμο του πατέρα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο προσφεύγων, χωρίς αυτό να αμφισβητείται από την Επιτροπή, δήλωσε ότι έχει αναγνωρίσει το πρώτο τέκνο του από τη γέννησή του, γεγονός που του αναγνωρίζει πλείονα δικαιώματα ως πατέρα.