24 Μαρ 2009

Απόφαση Ε.Ε υπόθεσης F-122/06 3

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα) της 27ης Νοεμβρίου 2007

Υπόθεση F-122/06,

Η απόφαση λόγω του μεγέθους της χωρίστηκε σε 7 μέρη, βρίσκεστε στο 3 μέροος



15 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
– να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·
– να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.
Επί του αντικειμένου της διαφοράς

16 Ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της απόφασης της 28ης Φεβρουαρίου 2006 που επιβεβαιώθηκε στις 20 Μαρτίου 2006, με την οποία δεν αναγνωρίζεται η σχέση συμβίωσής του με τη σύντροφό του και, ως εκ τούτου, αυτή δεν μπορεί να υπαχθεί στο ΣΥΑ, καθώς και την ακύρωση της απόφασης με την οποία η ΑΔΑ απέρριψε την ένσταση στις 12 Ιουλίου 2006. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το Δικαστήριο ΔΔ επιλαμβάνεται στην πραγματικότητα, κατά πάγια νομολογία, μόνον των βλαπτικών πράξεων κατά των οποίων υποβλήθηκε η ένσταση (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 8· απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Νοεμβρίου 2006, F-100/05, Χατζηιωαννίδου κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 24). Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα αιτήματα του προσφεύγοντος αφορούν την ακύρωση της απόφασης της 28ης Φεβρουαρίου 2006, όπως επιβεβαιώθηκε στις 20 Μαρτίου 2006.

Σκεπτικό

17 Ο προσφεύγων, προς στήριξη των αιτημάτων του, προβάλλει παράβαση του άρθρου 72 του ΚΥΚ, του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης, πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παραβίαση γενικών αρχών του δικαίου, ιδίως δε της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων των υπαλλήλων, της αρχής της χρηστής διοίκησης και του καθήκοντος αρωγής, καθώς και παραβίαση των αρχών που επιβάλλουν στην ΑΔΑ να αποφασίζει μόνον βάσει ενός νομικά βάσιμου σκεπτικού, δηλαδή βάσει ορθών σκέψεων απαλλαγμένων από νομικό ή πραγματικό πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

18 Το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς τους λόγους που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 72 του ΚΥΚ, του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης.

Επιχειρήματα των διαδίκων

19 Αφενός, ο προσφεύγων φρονεί ότι από το άρθρο 72 του ΚΥΚ, το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και το άρθρο 12 της κοινής ρύθμισης που πρέπει να ερμηνευθούν συστηματικά προκύπτει ότι, βάσει του άρθρου 72 του ΚΥΚ και του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης, η, ο σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης υπαλλήλου πρέπει, για να υπαχθεί στο ΣΥΑ, να πληροί απλώς τις τρεις πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, ήτοι τις προϋποθέσεις που προβλέπουν τα σημεία i, ii και iii. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων επισήμανε επίσης ότι η γραμματική ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων επιβεβαιώνει την ανάλυση αυτή. Κατά συνέπεια, σε αντίθεση προς αυτά που υποστηρίζει η ΡΜΟ με την απορριπτική της αίτησης αναγνώρισης της σχέσης συμβίωσης του προσφεύγοντος απόφαση και, στη συνέχεια, η ΑΔΑ με την απορριπτική της ένστασης απόφασή της, οι μη έγγαμες σχέσεις συμβίωσης που έχουν καταρτιστεί ενώπιον συμβολαιογράφου θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές στο πλαίσιο του ΣΥΑ χωρίς να πρέπει υποχρεωτικώς και να καταχωρηθούν· η Επιτροπή δεν μπορεί έτσι να προσθέτει στα προπαρατεθέντα άρθρα προϋποθέσεις που αυτά δεν περιλαμβάνουν. Συνεπώς, οι συντρόφισσες-οι μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης που αναγνωρίζονται υπό την ιδιότητα αυτή από κράτος μέλος, όπως προδήλως ισχύει στην περίπτωση της σχέσης συμβίωσης μεταξύ του προσφεύγοντος και της συντρόφου του, πρέπει να μπορούν να τύχουν των προνομίων που προβλέπει ο ΚΥΚ.

20 Συναφώς, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, πέρα από τις προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στα σημεία ii και iii, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δυσκολίες στην περίπτωσή του, πληροί επίσης την προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Πράγματι, ο προσφεύγων προσκόμισε επίσημο έγγραφο που αναγνωρίζεται ως τέτοιο από κράτος μέλος, εν προκειμένω τη σύμβαση συμβίωσης, η οποία καταρτίστηκε ενώπιον συμβολαιογράφου και αναγνωρίζει την ιδιότητά του ως συντρόφου μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης· εξάλλου, πέρα από το επίσημο έγγραφο που αρκεί, κατά τον προσφεύγοντα, από μόνο του, στον φάκελο της υπόθεσης περιλαμβάνεται βεβαίωση της πρεσβείας των Κάτω Χωρών στο Λουξεμβούργο που βεβαιώνει την αναγνώριση της σχέσης συμβίωσης. Η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, εν πάση περιπτώσει, να λάβει υπόψη της τη σύμβαση συμβίωσης που διαβιβάστηκε με τον φάκελο και δεν μπορούσε να αρνηθεί στην περίπτωση του προσφεύγοντος τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητά του ως αναγνωρισμένου συντρόφου σχέσης συμβίωσης ούτε να αναγορευθεί σε νομομαθή της εθνικής νομοθεσίας των Κάτω Χωρών.

21 Ο προσφεύγων επισημαίνει επίσης ότι η Επιτροπή αναγνώρισε, με το έγγραφο της 20ής Μαρτίου 2006, ότι η σύμβαση συμβίωσης μεταξύ εκείνου και της συντρόφου του αποτελεί επίσημη βεβαίωση της ιδιότητάς τους ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης. Επομένως, είναι παράδοξο να εμμένει να μην αναγνωρίζει στον προσφεύγοντα και στη σύντροφό του το κεκτημένο δικαίωμα που απορρέει από τη διαπίστωση αυτή. Στο μέτρο που οι διατάξεις του ΚΥΚ παραπέμπουν στην εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση ενός εγγράφου και μιας καταστάσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να οχυρωθεί πίσω από την αρχή της αυτόνομης ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου προκειμένου να αρνηθεί να λάβει υπόψη τα προσκομιζόμενα έγγραφα και την κατάσταση που πιστοποιούν. Περαιτέρω, η σύμβαση που συνήψε με τη σύντροφό του αποτελεί συμβολαιογραφικό έγγραφο, ήτοι πράξη που συντάσσεται από πρόσωπο που ασκεί δημόσια εξουσία και που μπορεί ακόμη να συντάσσει και εκτελεστά δημόσια έγγραφα.

22 Εξάλλου, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, περίπτωση iv, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, που αφορά την προϋπόθεση της αδυναμίας των συντρόφων να τελέσουν πολιτικό γάμο σε κράτος μέλος, αποκλείεται ρητώς από το άρθρο 72 του κανονισμού και το άρθρο 12 της κοινής ρύθμισης, γεγονός που αποδεικνύει σαφώς ότι το ζήτημα του γάμου δεν είναι ουσιώδες για την αναγνώριση της σχέσης συμβίωσης προκειμένου να υπαχθεί στο ΣΥΑ ο σύντροφος υπαλλήλου, αντίθετα προς όσα του αντέτεινε η Επιτροπή. Είτε υπάρχει είτε όχι δυνατότητα γάμου, τα άτομα είναι ελεύθερα να επιλέξουν ή να προτιμήσουν τη σχέση συμβίωσης, αφού οι δύο θεσμοί δεν είναι όμοιοι και οι ομοιότητές τους περιορίζονται στη δημόσια δήλωση και την αναγνώριση που αυτή συνεπάγεται.

23 Τέλος, ο προσφεύγων, επικαλούμενος την απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Απριλίου 1986, 59/85, Reed (Συλλογή 1986, σ.1283, σκέψη 15), θεωρεί ότι η εξέλιξη των ηθών στην κοινωνία, σε πολλά κράτη μέλη, δικαιολογεί ακόμη περισσότερο τη διασταλτική ερμηνεία των όρων «σύζυγος» και «σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης», προκειμένου να συμπεριληφθούν σε αυτούς οι σύντροφοι διαφορετικού φύλου που έχουν δεσμευτεί στο πλαίσιο αναγνωρισμένης μόνιμης σχέσης.

24 Η Επιτροπή αντιτείνει ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, ο νομοθέτης δεν θέλησε να επεκτείνει τη δυνατότητα υπαγωγής στο ΣΥΑ σε όλους τους μόνιμους συντρόφους των υπαλλήλων των οποίων η «σχέση συμβίωσης» είναι «αναγνωρισμένη», αλλά μόνο στους συντρόφους των οποίων η σχέση συμβίωσης προσομοιάζει ευρέως με τον «γάμο» σε κράτος μέλος εντός του οποίου έχει καταρτισθεί.

25 Καταρχάς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του κοινοτικού δικαίου είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της αλλά και το πλαίσιο καθώς και ο σκοπός της ρύθμισης στην οποία εντάσσεται. Αφενός, η Επιτροπή φρονεί ότι δεν αμφισβητείται ότι σκοπός τόσο του άρθρου 72 του ΚΥΚ, όσο και του άρθρου 1 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, είναι να περιλάβει τα πρόσωπα που «εξομοιώνονται» με τους «συζύγους» των υπαλλήλων. Κατά την Επιτροπή, ο σκοπός αυτός διαφαίνεται άλλωστε μέσα από τις διατάξεις του άρθρου72 του ΚΥΚ, που αναφέρεται στον σύντροφο μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης υπαλλήλου που δύναται να «θεωρηθεί» ως σύζυγός του. Αφετέρου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το «ουδέτερο» γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ εξηγείται ειδικότερα από τη μεγάλη ποικιλία των υπαρχουσών εντός των κρατών μελών εθνικών νομοθεσιών περί «σχέσεων συμβίωσης που εξομοιώνονται με τον γάμο» και, κατά συνέπεια, από την αδυναμία του νομοθέτη να υιοθετήσει μια πιο ρητή διατύπωση, η οποία, λόγω της υπερβολικής ακριβολογίας της, θα μπορούσε να παραλείψει τις σχέσεις συμβίωσης που συνάπτονται προς τούτο σε ορισμένα κράτη μέλη.

26 Επομένως, αν ο κοινοτικός νομοθέτης ήθελε να επεκτείνει τη δυνατότητα υπαγωγής στο ΣΥΑ και σε άλλες κατηγορίες μονίμων συντρόφων, θα το είχε διατυπώσει ρητά. Συναφώς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι στις Κάτω Χώρες υπάρχει ένα μόνο είδος «καταχωρημένης σχέσης συμβίωσης» που εξομοιώνεται με τον γάμο. Η σύμβαση συμβίωσης που έχει συνάψει ο προσφεύγων δεν συνιστά νομικώς τέτοια καταχωρημένη σχέση συμβίωσης, αλλά μάλλον συμβόλαιο ή «συμφωνία συγκατοίκησης» που μπορεί να συναφθεί από δύο ή περισσότερα άτομα, ενώ η τελευταία αυτή δυνατότητα αποκλείεται στο πλαίσιο της «καταχωρημένης σχέσης συμβίωσης». Η Επιτροπή επισημαίνει περαιτέρω ότι η κατάρτιση της σύμβασης συμβίωσης ενώπιον συμβολαιογράφου είναι υποχρεωτική μόνο για την απόλαυση ορισμένων προνομίων. Εξάλλου, η πραγματική «καταχωρημένη σχέση συμβίωσης» στηρίζεται στον νόμο, ενώ η σύμβαση συμβίωσης εξαρτάται από την αυτονομία της βούλησης των μερών και μόνον. Επίσης, από την καταχωρημένη σχέση συμβίωσης απορρέουν δικαιώματα και υποχρεώσεις που ορίζει ο νόμος όπως και στην περίπτωση του γάμου, ενώ από τη σύμβαση συμβίωσης απορρέουν μόνον περιουσιακά δικαιώματα.



27 Κατά την Επιτροπή, ο ισχυρισμός ότι η σύμβαση συμβίωσης καταρτίστηκε ενώπιον συμβολαιογράφου και ότι οι Κάτω Χώρες αναγνωρίζουν τη συμφωνία αυτή συγκατοίκησης προβάλλεται αλυσιτελώς. Η αναγνώριση αυτή δεν έχει έννομες συνέπειες ως προς το ζήτημα αν η εν λόγω «συμφωνία συγκατοίκησης» είναι υποχρεωτική για τον κοινοτικό εργοδότη προκειμένου να επεκταθεί η υπαγωγή στο ΣΥΑ στον σύντροφο υπαλλήλου.

28 Τέλος, η Επιτροπή, προς απάντηση στο επιχείρημα του προσφεύγοντος που αντλείται από την προπαρατεθείσα απόφαση Reed, υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 31ης Μαΐου 2001, C-122/99 P και C-125/99 P, D και Σουηδία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2001, σ. Ι-4319, σκέψεις 37 και 38), αποφάνθηκε ρητά ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να ερμηνεύει διασταλτικώς τις έννοιες των όρων «γάμος» ή «καταχωρημένη συμβίωση», αλλά, αντιθέτως, μόνο στον νομοθέτη εναπόκειται να τροποποιήσει τον ΚΥΚ προκειμένου να εξομοιώσει ορισμένα είδη καταχωρημένης σχέσης συμβίωσης με τον γάμο. Η Επιτροπή προσθέτει ότι από την απόφαση αυτή προκύπτει άλλωστε ρητά ότι ο νομοθέτης θέλησε να υπαγάγει στο ΣΥΑ μόνον τα πρόσωπα που έχουν δεσμευθεί στο πλαίσιο μόνιμης σχέσης συμβίωσης της οποίας τα αποτελέσματα είναι αντίστοιχα με εκείνα του γάμου.