ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα) της 27ης Νοεμβρίου 2007
Υπόθεση F-122/06
Η απόφαση λόγω του μεγέθους της χωρίστηκε σε 7 μέρη βρίσκεστε στο 2 μέρος.
4 Το άρθρο 12 της ρύθμισης σχετικά με την ασφάλιση των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά των κινδύνων ασθενείας (στο εξής: κοινή ρύθμιση) ορίζει τα εξής:
«Είναι έμμεσα ασφαλισμένες-οι, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στα άρθρα 13 και 14:
– η, ο σύζυγος της-του άμεσα ασφαλισμένης-ου, εφόσον δεν είναι η, ο ίδια-ος άμεσα ασφαλισμένη-ος στο παρόν [καθεστώς],
– η,ο αναγνωρισμένη-ος σύντροφος της-του άμεσα ασφαλισμένης-ου, ακόμα και στην περίπτωση που δεν πληρούται ο όρος ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, [στοιχείο] γ΄, τελευταίο εδάφιο του παραρτήματος VII του [κ]ανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,
–η,ο σύζυγος ή η,ο αναγνωρισμένη-ος σύντροφος που βρίσκεται σε άδεια για προσωπικούς λόγους όπως προβλέπεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.»
5 Όπως προκύπτει από το φυλλάδιο που επισύναψε η Επιτροπή στο υπόμνημά της αντικρούσεως και το οποίο, κατά την Επιτροπή, προέρχεται από την ολλανδική διοίκηση, το ολλανδικό δίκαιο προβλέπει, εκτός από τον παραδοσιακό γάμο, δύο μορφές ένωσης, ήτοι την καταχωρημένη σχέση συμβίωσης (geregistreerd partnerschap) και τη σύμβαση συμβίωσης (samenlevingsovereenkomst). Μολονότι η πρώτη μορφή ένωσης συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα, περιουσιακά και μη, παρόμοια, εν πολλοίς, με τα αποτελέσματα της σύμβασης γάμου, η δεύτερη μορφή ένωσης, αντιθέτως, εξαρτάται από την αυτονομία της βούλησης των μερών και επιφέρει, μεταξύ των ενδιαφερομένων, τα αποτελέσματα που απορρέουν από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που τα μέρη περιέλαβαν στη σύμβαση.
Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς
6 Ο προσφεύγων, ολλανδικής ιθαγένειας, είναι υπάλληλος της Eurostat από τις 15 Φεβρουαρίου 2006. Στις 20 Φεβρουαρίου 2006, ζήτησε από την Επιτροπή να αναγνωρίσει τη συμβίωσή του με τη Maria Helena Astrid Hart, η οποία ρυθμίζεται από σύμβαση συμβίωσης (samenlevingsovereenkomst) που καταρτίστηκε στις Κάτω Χώρες ενώπιον συμβολαιογράφου στις 29 Δεκεμβρίου 2005, προκειμένου η σύντροφός του να υπαχθεί στο ΣΥΑ.
7 Η Υπηρεσία διαχείρισης και εκκαθάρισης ατομικών δικαιωμάτων (ΡΜΟ), με έγγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2006, απέρριψε την αίτησή του με την αιτιολογία ότι η σύμβαση συμβίωσης που καταρτίστηκε μεταξύ του προσφεύγοντος και της συντρόφου του δεν δύναται να θεωρηθεί ως σχέση συμβίωσης αναγνωριζόμενη από την ολλανδική νομοθεσία (νόμος περί geregistreerd partnerschap που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1998) όπως απαιτεί το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.
8 Στις 13 Μαρτίου 2006, ο προσφεύγων αμφισβήτησε την απόρριψη της αίτησής του και προσκόμισε βεβαίωση της πρεσβείας των Κάτω Χωρών στο Λουξεμβούργο, σύμφωνα με την οποία το samenlevingsovereenkomst που υπογράφηκε ενώπιον συμβολαιογράφου μεταξύ του προσφεύγοντος και της συντρόφου του αναγνωρίζεται από τις Κάτω Χώρες και, ως εκ τούτου, βεβαιώνει την ιδιότητά τους ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης.
9 Ωστόσο, η Επιτροπή, με έγγραφο της 20ής Μαρτίου 2006, επιβεβαίωσε την απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2006. Κατά την Επιτροπή, αν και η σύμβαση συμβίωσης βεβαιώνει τυπικά την ιδιότητα του προσφεύγοντος και της συντρόφου του ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, δημιουργεί, ωστόσο, μόνον τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που οι σύντροφοι συναποδέχθηκαν εγγράφως. Το γεγονός ότι η σύμβαση υπογράφηκε ενώπιον συμβολαιογράφου δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι πρόκειται απλώς για ιδιωτική σύμβαση, χωρίς έννομες συνέπειες για τους τρίτους και χωρίς υποχρέωση καταχώρησης. Πάντως, το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ απαιτεί από τις-τους συντρόφους μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης την καταχώρηση αυτή, αφού η καταχώρηση δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις αντίστοιχα με τις έννομες συνέπειες του γάμου.
10 Ο προσφεύγων υπέβαλε ένσταση στις 31 Μαρτίου 2006, με την οποία έβαλε κατά της υπερβολικά στενής, κατά την άποψή του, ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ από την Επιτροπή. Με την ένσταση αυτή, υποστήριξε ότι ο συμβολαιογραφικός τύπος της σύμβασης αρκεί και επικαλέστηκε ορισμένες περιστάσεις που αποδεικνύουν ότι υπάρχουν λίγες διαφορές μεταξύ της σχέσης συμβίωσής του και του θεσμού του γάμου. Επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η σχέση με τη σύντροφό του είχε διάρκεια πάνω από δύο χρόνια, ότι έχουν μαζί ένα τέκνο, το οποίο έχει αναγνωρίσει επισήμως και ότι περίμεναν και δεύτερο τέκνο. Ο προσφεύγων πρόσθετε ότι έχουν συντάξει με τη σύντροφό του αμοιβαίες διαθήκες και ότι έχει συνάψει ασφάλιση ζωής υπέρ της συντρόφου του.
11 Η διαχειριστική επιτροπή του ΣΥΑ (στο εξής: διαχειριστική επιτροπή), με γνωμοδότηση της 1ης Ιουνίου 2006, έκρινε, βάσει των εγγράφων που προσκόμισε ο προσφεύγων, ιδίως δε της σύμβασης συμβίωσης που καταρτίστηκε ενώπιον συμβολαιογράφου και της βεβαίωσης της πρεσβείας των Κάτω Χωρών στο Λουξεμβούργο, ότι η επίμαχη σχέση συμβίωσης πρέπει να θεωρηθεί ότι πληροί του όρους του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης, ιδίως δε τον όρο του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ', σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.
12 Παρά τη θετική αυτή γνωμοδότηση της διαχειριστικής επιτροπής, η ΑΔΑ, με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2006, απέρριψε την ένσταση του προσφεύγοντος. Θεώρησε ότι οι διατάξεις του ΚΥΚ έχουν ως σκοπό την υπαγωγή στο ΣΥΑ μόνο των συντρόφων που δεσμεύονται στο πλαίσιο παρόμοιας με τον γάμο σχέσης, η οποία περιλαμβάνει αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις που καθορίζει ο νόμος. Η ΑΔΑ επισήμανε ότι η σύμβαση συμβίωσης αποτελεί απλώς ιδιωτική σύμβαση που μπορεί να συναφθεί από περισσότερα από δύο άτομα, το περιεχόμενό της μπορεί να συναποφασιστεί από τα μέρη και, μολονότι η εν λόγω σχέση συμβίωσης εν τοις πράγμασι καταρτίζεται ενώπιον συμβολαιογράφου, δεν δημιουργεί έννομες συνέπειες και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη έγγαμη σχέση συμβίωσης που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.
13 Η απόφαση της ΑΔΑ κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 13 Ιουλίου 2006.
Αιτήματα των διαδίκων
14 O προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
– να ακυρώσει την απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2006 που επιβεβαιώθηκε στις 20 Μαρτίου 2006, με την οποία δεν αναγνωρίζεται η σχέση συμβίωσής του με τη Maria Helena Astrid Hart ως μη έγγαμη σχέση συμβίωσης έναντι του ΣΥΑ·
– να ακυρώσει την απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που υπέβαλε στις 27 Μαρτίου 2006, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η οποία εκδόθηκε στις 12 Ιουλίου 2006 και κοινοποιήθηκε στις 13 Ιουλίου 2006·
εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας του Πρωτοδικείου.