14 Νοε 2009

Ορκωμοσία Β

Το κείμενο λόγω του μεγέθους του, χωρίστηκε σε δύο μέρη. Βρίσκεστε στο δεύτερο μέρος- Β
Το πρώτο μέρος είναι εδώ.
Nο Φ.092.22 / 1630 – 1 / 1
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΔΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
(Προσφυγή υπ’ αριθ. 19516/06)

Β. Επί της ουσίας
1. Οι θέσεις των διαδίκων
28. Η Κυβέρνηση αποδίδει μεγάλη σημασία, στο πλαίσιο της δικής της εκδοχής όσον αφορά τα γεγονότα, στη δήθεν αμελή συμπεριφορά του προσφεύγοντος. Αναφέρει δε ότι αποκλειστικώς υπεύθυνος για την κατάσταση για την οποία παραπονείται ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι ο ίδιος ο προσφεύγων, αφού δεν επέδειξε επιμέλεια και δεν συμμορφώθηκε προς τη διαδικασία της ορκωμοσίας.
Πράγματι, ο προσφεύγων εμφανίσθηκε κατευθείαν ενώπιον της προέδρου του δικαστηρίου, χωρίς το κατάλληλο έντυπο. Ενώ υπήρχαν δύο διαφορετικά έντυπα πρακτικού, ένα για τον θρησκευτικό όρκο και ένα για τον πολιτικό όρκο, ο προσφεύγων δεν χρησιμοποίησε το αντίστοιχο προς την περίπτωσή του έντυπο. Η Κυβέρνηση προσκομίζει ενώπιον του Δικαστηρίου δύο αντίτυπα αυτών των εντύπων, του έτους 2007. Κατά την Κυβέρνηση, ο προσφεύγων δεν ήταν υποχρεωμένος να εκδηλώσει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του. Επικουρικώς, η Κυβέρνηση επισημαίνει ότι, ακόμα και αν η-ο προσφεύγουσα-ων ήταν υποχρεωμένη-ος να αποκαλύψει ότι δεν ήταν χριστιανή-ος ορθόδοξη-ος, τούτο ήταν δικαιολογημένο από έναν σκοπό δημοσίου συμφέροντος και ήταν σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας.

29. Ο προσφεύγων αντικρούει την επιχειρηματολογία της Κυβερνήσεως και ισχυρίζεται ότι, όπως συμβαίνει με όλες τις δικηγορίνες-ους, οι οποίες εμφανίζονται ενώπιον των δικαστηρίων για να παράσχουν όρκο, θεωρήθηκε, εσφαλμένως, ότι είναι χριστιανός ορθόδοξος και έπρεπε να δηλώσει τη θρησκεία του πριν του δοθεί η άδεια να παράσχει διαφορετικό όρκο. Αυτό εξηγεί, κατά τον προσφεύγοντα, και το γεγονός ότι το πρακτικό τον εμφανίζει ωσάν να έχει παράσχει τον θρησκευτικό όρκο. Ο προσφεύγων προσθέτει ότι τα έντυπα με τυποποιημένο
κείμενο, τα οποία χρησιμοποιούνται ενώπιον των δικαστηρίων, όπως οι εκθέσεις
καταθέσεως μαρτύρων, αναφέρουν, στην πλειοψηφία τους, το ορθόδοξο θρήσκευμα.

30. Όσον αφορά τις παρατηρήσεις της Κυβερνήσεως, ο προσφεύγων αναφέρει ότι οι διάφορες εκδοχές των περιστατικών, τις οποίες παρουσιάζει η Κυβέρνηση στα διάφορα προσκομισθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφα, είναι αντιφατικές και άνευ συνοχής. Σε κάθε περίπτωση, ο προσφεύγων αναφέρει ότι δεν προβλέπεται καν να παρέχει η πρόεδρος του δικαστηρίου την άδεια να παράσχει όρκο σε μια νέα δικηγορίνα-ο, η οποία-ος εμφανίζεται ενώπιόν της χωρίς τα απαιτούμενα έγγραφα. Εξ άλλου, ο προσφεύγων επισημαίνει ότι τα αντίτυπα πρακτικού τα οποία προσκομίζει η Κυβέρνηση, χρονολογούνται από το 2007, και ότι, το 2005, υπήρχε
μόνον ένα έντυπο, και αυτό αφορούσε τον θρησκευτικό όρκο.

2. Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
α) Γενικές Αρχές
31. Το Δικαστήριο υπομιμνήσκει ότι, όπως προστατεύεται από το άρθρο 9, η ελευθερία σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας αποτελεί ένα από τα θεμέλια κάθε «δημοκρατικής κοινωνίας» κατά την έννοια της Συμβάσεως. Συγκαταλέγεται, όσον αφορά τη θρησκευτική της διάσταση, μεταξύ των κυριοτέρων στοιχείων της ταυτότητος των πιστών και της αντιλήψεώς τες όσον αφορά τη ζωή, αλλά αποτελεί πολύτιμο αγαθό και για τις άθεες-ους, τις αγνωστικίστριες-ες, τις σκεπτικίστριες-ες ή τις αδιάφορες-ους. Είναι προϊόν του πλουραλισμού – ο οποίος κατακτήθηκε με επώδυνους αγώνες ανά τους αιώνες – πεμπτουσία μιας τέτοιας κοινωνίας. Η ελευθερία αυτή συνεπάγεται, ειδικότερα, την ελευθερία ενός προσώπου να ασπάζεται ή όχι μια θρησκεία και την ελευθερία να ασκεί ή να μην ασκεί τις θρησκευτικές υποχρεώσεις του (βλ., μεταξύ άλλων, Κοκκινάκης κατά Ελλάδος, απόφαση της 25ης Μαΐου 1993, série A nο 260-A, σελ. 17, παρ. 31, και Buscarini κ.λ.π. κατά Αγίου Μαρίνου [GC], nο 24645/94, παρ. 34, ΕΔΔΑ 1999-Ι)

32. Αν και η θρησκευτική ελευθερία είναι, κατ’ αρχάς, μια εσωτερική για την ψυχή της καθεμίας-νος υπόθεση, συνεπάγεται, εν τούτοις, η ελευθερία αυτή, την ελευθερία της θρησκευτικής εκδήλωσης όχι μόνον συλλογικά, δημόσια ή εντός του κύκλου αυτών που συμμετέχουν στην ίδια πίστη. Εξ άλλου, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διαπιστώσει αρνητικά δικαιώματα στο πλαίσιο του άρθρου 9 της Συμβάσεως, και ειδικότερα την ελευθερία να μην ασπάζεται κάποια-ος μια θρησκεία και την ελευθερία να μην ασκεί τις θρησκευτικές υποχρεώσεις της (βλ., στην περίπτωση αυτή, προαναφερθείσες αποφάσεις Κοκκινάκης κατά Ελλάδος και Buscarini κ.λ.π. κατά Αγίου Μαρίνου).

β) Εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση
33. Το Δικαστήριο παρατηρεί, πρωτίστως, ότι ευρίσκεται αντιμέτωπο με διαφορετικές εκδοχές για ορισμένα στοιχεία, κυρίως όσον αφορά το ερώτημα εάν ο προσφεύγων τήρησε την ακολουθητέα διαδικασία ορκοδοσίας. Στο σημείο αυτό, η Κυβέρνηση, η οποία αμφισβητεί την εκδοχή του προσφεύγοντος, παρουσιάζει δύο σχεδόν αντιφατικές μεταξύ τους εκδοχές. Ενώ, στις αρχικές παρατηρήσεις της, αναφέρει με κατηγορηματικό τρόπο ότι ο προσφεύγων εμφανίσθηκε κατευθείαν ενώπιον της προέδρου, χωρίς το έντυπο του πρακτικού, στις συμπληρωματικές παρατηρήσεις της, υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων παρέδωσε στην πρόεδρο του δικαστηρίου ένα έντυπο πρακτικού το οποίο δεν ανταποκρινόταν στην περίπτωσή του.

34. Το Δικαστήριο, το οποίο παραμένει ελεύθερο να προχωρήσει στη δική του εκτίμηση υπό το φως του συνόλου των στοιχείων που διαθέτει (Ribitsch κατά Αυστρίας, απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1995, série A nο 336, σελ. 24, παρ. 32), επισημαίνει ότι από κανένα έγγραφο δεν προκύπτει ότι ο προσφεύγων δεν τήρησε την προβλεπόμενη διαδικασία. Εξ άλλου, η Κυβέρνηση δεν προσκόμισε κάποιο άλλο στοιχείο εις επίρρωση της εκδοχής αυτής. Αντιθέτως, το πρακτικό της συνεδριάσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών, από 2 Νοεμβρίου 2005 (βλ. παρ. 16 ανωτέρω), μοναδικό επίσημο έγγραφο συνταχθέν μετά το πέρας της επίδικης διαδικασίας, συμφωνεί με την εκδοχή του προσφεύγοντος. Πράγματι, το έγγραφο αυτό φέρει τις υπογραφές της προέδρου και του γραμματέα του δικαστηρίου, γεγονός από το οποίο επαληθεύεται η
εκδοχή του προσφεύγοντος, κατά την οποία το έντυπο πρακτικού παρεδόθη στην πρόεδρο κατά τη συνεδρίαση, συμφώνως προς τη διαδικασία. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν δύναται να προσδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στο επιχείρημα της Κυβερνήσεως, ότι, δηλαδή, ο προσφεύγων δεν τήρησε την ακολουθητέα διαδικασία.

35. Αρμόζει, επομένως, να εξετασθούν, στη συνέχεια, επί της ουσίας, οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, ακόμα και αν ο θεσμός της ορκωμοσίας θα ηδύνατο να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς την αναγκαιότητά του στο πλαίσιο μιας διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου, ωστόσο, δεν καλείται να αποφανθεί κατά τρόπο αφηρημένο επί της ορκοδοσίας ως προϋποθέσεως ασκήσεως του λειτουργήματος της δικηγορίνας-ου. Το ερώτημα το οποίο τίθεται στην προκειμένη περίπτωση, είναι εάν λόγω του τρόπου με τον οποίο έλαβε χώρα η διαδικασία ενώπιον του πρωτοδικείου, αναγκάσθηκε ο προσφεύγων να αποκαλύψει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, κατά παράβαση του άρθρου 9 της Συμβάσεως.

36. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η διαδικασία ορκωμοσίας των δικηγορίνων-ων, όπως προκύπτει από τα ενώπιόν του προσκομισθέντα στοιχεία, αντικατοπτρίζει την ύπαρξη ενός τεκμηρίου, κατά το οποίο η δικηγορίνα-ος, η οποία εμφανίζεται ενώπιον του δικαστηρίου, είναι χριστιανή-ος ορθόδοξη-ος και επιθυμεί να παράσχει τον θρησκευτικό όρκο. Έτσι, όταν ο προσφεύγων εμφανίσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου, βρέθηκε αναγκασμένος να δηλώσει ότι δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος και, επομένως, να αποκαλύψει, εν μέρει, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, προκειμένου να δυνηθεί να παράσχει την προβλεπόμενη διαβεβαίωση.

37. Εξ άλλου, η ανάγνωση του οικείου εσωτερικού δικαίου υποστηρίζει τη διαπίστωση αυτή. Πράγματι, κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 19 του Κώδικα των Δημοσίων Υπαλλήλων (βλ. παρ. 18 ανωτέρω), ο όρκος τον οποίο καλούνται να παράσχουν όλες οι δημόσιες-οι υπάλληλοι, είναι, κατά κανόνα, ο θρησκευτικός όρκος. Για να επιτραπεί στην ενδιαφερόμενη-ο να παράσχει διαβεβαίωση, πρέπει αυτή-ος να δηλώσει ότι είναι άθεη-ος ή ότι η θρησκεία της δεν επιτρέπει την ορκοδοσία.

38. Ωστόσο, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η ελευθερία εκδηλώσεως των θρησκευτικών πεποιθήσεων εμπεριέχει, επίσης, μία αρνητική πλευρά, δηλαδή το δικαίωμα του ατόμου να μην είναι αναγκασμένο να εκδηλώσει το θρήσκευμά του ή τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και να μην είναι αναγκασμένο να ενεργεί κατά τρόπο που να είναι δυνατόν να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι έχει -ή δεν έχει- τέτοιες πεποιθήσεις. Κατά το Δικαστήριο, οι κρατικές αρχές δεν έχουν το δικαίωμα να επεμβαίνουν στον τομέα της ελευθερίας συνειδήσεως του ατόμου και να ζητούν να μάθουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, ή να το υποχρεώνουν να εκδηλώσει τις πεποιθήσεις του όσον αφορά το θείο. Και αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στην περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο είναι αναγκασμένο να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, προκειμένου να ασκήσει ορισμένα καθήκοντα, ιδία δε στην περίπτωση της ορκωμοσίας.

39. Εξ άλλου, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το γεγονός ότι το πρακτικό - μοναδικό επίσημο έγγραφο με το οποίο αποδεικνύεται η ορκοδοσία- εμφανίζει τον προσφεύγοντα ωσάν να είχε παράσχει τον θρησκευτικό όρκο, σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις του, αφήνει να υπονοηθεί ότι οι δικηγορίνες-οι οι οποίες ορκίζονται, θεωρούνται, κατά κανόνα, χριστιανές-οι ορθόδοξες-οι. Βεβαίως, η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι υπήρχαν δύο έντυπα πρακτικού, ένα για τον θρησκευτικό όρκο και ένα για τη διαβεβαίωση. Εντούτοις, τα αντίτυπα τα οποία η Κυβέρνηση προσκομίζει ενώπιον του Δικαστηρίου εις επίρρωση των επιχειρημάτων της, είναι του έτους 2007. Δεδομένου ότι η Κυβέρνηση δεν προσκομίζει αντίγραφο των πρακτικών τα οποία συντάχθηκαν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, το Δικαστήριο δεν δύναται να συμπεράνει ότι τέτοιου είδους έντυπα υπήρχαν κατά τον χρόνο κατά τον οποίο επισυνέβησαν τα γεγονότα.

40. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν υπήρχαν δύο διαφορετικά έντυπα, το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν θα πρέπει να καταλογισθεί στον προσφεύγοντα δήθεν αμέλεια να εφοδιασθεί με το κατάλληλο έντυπο. Πράγματι, η πρόεδρος και ο γραμματέας του δικαστηρίου έπρεπε να ενημερώσουν τον προσφεύγοντα ότι υπήρχε ένα ειδικό για τη διαβεβαίωση έντυπο.

41. Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο άγεται στο συμπέρασμα ότι λόγω του γεγονότος ότι ο προσφεύγων αναγκάσθηκε να αποκαλύψει ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου ότι δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος και ότι δεν επιθυμούσε να παράσχει τον θρησκευτικό όρκο αλλά την προβλεπόμενη διαβεβαίωση, παραβιάσθηκε η ελευθερία του να μην είναι υποχρεωμένος να εκδηλώσει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του.

Επομένως, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 9 της Συμβάσεως.
ΙΙ. ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΡΟΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΑΙΤΙΑΣΕΩΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 13 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ
42. Ο προσφεύγων παραπονείται ότι δεν διέθετε, στο εσωτερικό δίκαιο, κανένα ένδικο μέσο, με το οποίο θα μπορούσε να προβάλει τις αιτιάσεις του όσον αφορά την παραβίαση της ελευθερίας θρησκείας. Επικαλείται δε το άρθρο 13 της Συμβάσεως, το οποίο ορίζει τα εξής :
«Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των».

Α. Επί του παραδεκτού
43. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 παρ. 3 της Συμβάσεως. Το Δικαστήριο επισημαίνει, εξ άλλου, ότι δεν προσκρούει σε άλλον λόγο απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, να γίνει η αιτίαση αυτή δεκτή ως παραδεκτή.

Β. Επί της ουσίας
44. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν παραβιάσθηκε η διάταξη αυτή. Πράγματι, ο ενδιαφερόμενος ηδύνατο να ζητήσει τη διόρθωση του πρακτικού δυνάμει του άρθρου 145 ΚΠΔ.
45. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν διέθετε ένδικο μέσο το οποίο θα ηδύνατο να του παράσχει πλήρη επανόρθωση για τη διαπιστωθείσα παραβίαση.

46. Το Δικαστήριο υπομιμνήσκει ότι το άρθρο 13 της Συμβάσεως εγγυάται την ύπαρξη, στο εσωτερικό δίκαιο, προσφυγής για τις αιτιάσεις, οι οποίες δύνανται να θεωρηθούν ως «μάχιμες» έναντι της Συμβάσεως. Τέτοιου είδους προσφυγή πρέπει να νομιμοποιεί την αρμόδια εθνική αρχή να αποφαίνεται επί του περιεχομένου της ερειδομένης στη Σύμβαση αιτιάσεως και να παρέχει την κατάλληλη επανόρθωση, ακόμα και αν τα Συμβαλλόμενα Κράτη διαθέτουν ένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τον τρόπο συμμορφώσεώς τους προς τις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν για τα εν λόγω Κράτη από τη διάταξη αυτή. Η απαιτούμενη από το άρθρο 13 προσφυγή πρέπει να είναι «πραγματική/αποτελεσματική», τόσο στο πλαίσιο της πρακτικής όσο και στο πλαίσιο του νόμου (Hassan και Tchaouch κατά Βουλγαρίας [GC], αριθ. προσφυγής 30985/96, παρ. 96-98, ΕΔΔΑ 2000-ΧΙ και Μητροπολιτική Εκκλησία της Βεσσαραβίας κ.λ.π. κατά Μολδαβίας, αριθ. προσφυγής 45701/99, παρ. 136-137, ΕΔΔΑ 2001-ΧΙΙ).

47. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος, βάσει του άρθρου 9 της Συμβάσεως. Επομένως, οι αιτιάσεις του διέθεταν μαχητό χαρακτήρα κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου.

48. Λαμβανομένων υπόψη των λόγων για τους οποίους απερρίφθη η ένσταση περί μη εξαντλήσεως των εσωτερικών ενδίκων μέσων, την οποία η Κυβέρνηση στήριξε στο άρθρο 145 ΚΠΔ (βλ. παρ. 25 ανωτέρω) και δεδομένου ότι η Κυβέρνηση δεν αναφέρει κάποιο άλλο ένδικο μέσο το οποίο ο προσφεύγων θα ηδύνατο να ασκήσει προκειμένου να επιτύχει τη θεραπεία της παραβιάσεως της ελευθερίας θρησκείας, πρέπει το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Κράτος δεν τήρησε τις απορρέουσες από το άρθρο 13 της Συμβάσεως υποχρεώσεις του.

49. Επομένως, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της Συμβάσεως.

ΙΙΙ. ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ
50. Το άρθρο 41 της Συμβάσεως ορίζει ότι :
«Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Συμβάσεως ή των Πρωτοκόλλων αυτής, και εάν το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλομένου Μέρους δεν επιτρέπει ειμή την ατελή επανόρθωση των συνεπειών της παραβιάσεως αυτής, το Δικαστήριο χορηγεί, εν ανάγκη, στο αδικηθέν μέρος δικαία ικανοποίηση.»

Α. Ζημία
51. Ο προσφεύγων ζητά 3.000 ευρώ για την ηθική ζημία, την οποία, όπως ισχυρίζεται, υπέστη.

52. Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι και μόνον η διαπίστωση παραβιάσεως θα συνιστούσε επαρκή δικαία ικανοποίηση.

53. Το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει λόγος επιδικάσεως στον προσφεύγοντα 2.000 ευρώ για ηθική ζημία.

Β. Έξοδα και δικαστική δαπάνη
54. Ο προσφεύγων δεν υποβάλλει αίτημα επιδικάσεως εξόδων και δικαστικής δαπάνης.

55. Επομένως, το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν συντρέχει λόγος επιδικάσεως
ποσού για την αιτία αυτή.

Γ. Τόκοι υπερημερίας
56. Το Δικαστήριο κρίνει ότι αρμόζει να υπολογισθούν οι τόκοι υπερημερίας βάσει του επιτοκίου της διευκολύνσεως οριακού δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης, προσαυξανόμενου κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΟΜΟΦΩΝΩΣ,
1. Κάνει δεκτή την προσφυγή ως παραδεκτή.
2. Κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 9 της Συμβάσεως.
3. Κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της Συμβάσεως.
4. Κρίνει ότι
α) το διάδικο Κράτος υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα, εντός τριών μηνών από της ημερομηνίας κατά την οποία η απόφαση θα καταστεί οριστική συμφώνως προς το άρθρο 44 παρ. 2 της Συμβάσεως, 2.000 ευρώ για ηθική ζημία, πλέον οιουδήποτε ποσού ήθελε οφείλεται ως φόρος,
β) από της εκπνοής της προθεσμίας αυτής και μέχρι της καταβολής του, το ποσό αυτό θα προσαυξάνεται με απλό τόκο ίσο προς το ισχύον κατ’ αυτό το χρονικό διάστημα επιτόκιο της διευκολύνσεως οριακού δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης, προσαυξανόμενο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
5. Απορρίπτει το αίτημα περί δικαίας ικανοποιήσεως κατά τα λοιπά.

Συντάχθηκε στη Γαλλική γλώσσα, εν συνεχεία κοινοποιήθηκε εγγράφως στις 21 Φεβρουαρίου 2008 κατ’ εφαρμογή του άρθρου 77 παρ. 2 και 3 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

- υπογραφή - - υπογραφή -
Søren Nielsen Λουκής Λουκαΐδης
Γραμματέας Πρόεδρος

Ακριβής μετάφραση από το συνημμένο υπηρεσιακό έγγραφο στη Γαλλική γλώσσα.
Η Μεταφράστρια Μαρία Παν. Παπαδοπούλου

Το κείμενο το βρήκαμε στην http://www.nsk.gr/edad/ee453.pdf