18 Αυγ 2016

Ο J. Alito μειοψηφεί στην υπόθεση Whole Woman's Health κατά John Hellerstedt 4

Επιπλέον, το Δικαστήριο κάνει επίσης λάθος στην κατανόηση των αποδεικτικών στοιχείων των εναγουσών στην πρώτη υπόθεση. Προς στήριξη του, έκρινε πως η απαίτηση ομολογουμένων προνομίων τώρα "θέτει ένα «σημαντικό εμπόδιο στην πορεία της επιλογής μιας γυναίκας", το Δικαστήριο στηρίζεται σε δύο γεγονότα:


"Οκτώ κλινικές αμβλώσεων έκλεισαν κατά τους μήνες που προηγήθηκαν της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της απαίτησης» και «[έ] ντεκα ακόμη έκλεισαν την ημέρα που η απαίτηση ομολογουμένων προνομίων τέθηκε σε ισχύ. "Προηγούμενο, στην 24. Αλλά οι ενάγουσες θέτουν τα αποδεικτικά στοιχεία σε συζήτηση ακριβώς αυτό το θέμα στην πρώτη δίκη τις. Αυτές οι 27 προφανώς συμμετείχαν στην έρευνα από τις 36 κλινικές αμβλώσεων που αναγνωρίζονταν από το κράτος, συμπεριλαμβανομένων όλων των 24 από τις κλινικές που τις ανήκουν ή οι από κοινού ενάγουσες, για να μάθουν τι επιπτώσεις θα έχει η απαίτηση στις χειροργικές κλινικές. Δείτε Appendix, infra (App. K to Emergency Application To Vacate Stay in Planned Parenthood of Greater Tex. Surgical Health Servs. v. Abbott, Ο. Τ. 2013, αριθ. 13A452, Plaintiffs’ Trial Exh. 46).
Η εν λόγω έρευνα ισχυρίστηκε να δείξει ότι η απαίτηση ομολογουμένων προνομίων θα προκαλέσει το κλείσιμο 15 κλινικών. 8 Δείτε ibid. Η Πέμπτη Περιφέρεια είχε τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία πριν από αυτό, και δεν αρνήθηκε να το εξετάσει. 9

Αν τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία ήταν επαρκή για να δείξουν πως ο κανόνας ομολογουμένων προνομίων δημιούργησε ένα παράνομο εμπόδιο στην πρόσβαση για άμβλωση (και το Επαρχιακό Δικαστήριο πράγματι θεωρεί ότι είναι επαρκές), τότε η απόφαση της Πέμπτης Περιφέρειας στην πρώτη υπόθεση ήταν λάθος ως ζήτημα του νόμου. Οι ενάγουσες θα μπορούσαν να μας ζητήσουν να επανεξετάσουμε την απόφαση αυτή, αλλά επέλεξαν να μην το κάνουν. Μια στρατηγική απόφαση αυτού του είδους έχει συνέπειες. Ενώ αυτό δεν σημαίνει ότι η απαίτηση ομολογουμένων προνομίων έχει ανοσία στην αμφισβήτηση, αυτό σημαίνει ότι αυτές και οι άλλες ενάγουσες στην πρώτη υπόθεση δεν μπορούν να εξαπολύσουν μια τέτοια αξίωση.



Ακόμη και αν το Δικαστήριο κρίνει ότι οι αποδείξεις των εναγουσών στην πρώτη υπόθεση ήταν ανεπαρκείς, το Δικαστήριο δεν ισχυρίζεται ότι οι ενάγουσες, με εύλογη προσπάθεια, δεν θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν με κάποιο βαθμό ακρίβειας ποιες είναι οι επιπτώσεις της απαίτησης ομολογουμένων προνομίων. Όπως μόλις εξήγησα, στην πρώτη δίκη οι ενάγουσες παρουσίασαν μια έρευνα των 27 κλινικών αμβλώσεων που δείχνει ότι οι 15 θα κλείσουν λόγω της απαίτησης των ομολογουμένων προνομίων. Το Δικαστήριο δεν προσδιορίζει ποιά πρόσθετη απόδειξη χρειάζεται αλλά δεν ήταν σε θέση να αναφέρει. Απλούστατα, δεν υπάρχει λόγος για τον οποίο θα πρέπει να επιτρέπεται οι ενάγουσες να επαναδιεκδικήσουν δικαστικά την αξίωση τις.


Ε 
Μέχρι στιγμής, έχω συζητήσει μόνο τη πρώτη από τις δύο προτάσεις στο σχόλιο στ', αλλά το Δικαστήριο επικαλείται επίσης την δεύτερη φράση. Επαναλαμβάνω αυτό που λέει η δεύτερη φράση: "Όταν σημαντικές ανθρώπινες αξίες, όπως είναι η νομιμότητα μιας συνεχούς προσωπικής ανικανότητας ή περιορισμού-διακυβεύονται, ακόμη και μια μικρή αλλαγή των συνθηκών μπορεί να δώσει μία επαρκή βάση για το συμπέρασμα ότι μια δεύτερη προσφυγή μπορεί να ασκηθεί". Επαναδιατύπωση (δεύτερη) των δικαστικών αποφάσεων §24, Σχόλιο στ'. Η δεύτερη Επαναδιατύπωση δεν προσφέρει καμία δικαστική υποστήριξη για την πρόταση αυτή, και ως εκ τούτου το σχόλιο "πρέπει να θεωρηθεί ως πρόταση για αλλαγή και όχι μια επαναδιατύπωση του υφιστάμενου δόγματος, αφού το σχόλιο αναφέρεται όχι σε μια μεμονωμένη υπόθεση, αυτού ή οποιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών". United States κατά Stuart, 489 US 353, 375 (1989) (ο J. Scalia, συμφωνεί με την απόφαση). Η φράση επίσης είναι σε μεγάλη ένταση με τις αποφάσεις μας, δηλώνοντας ότι το δεδικασμένο πρέπει να εφαρμόζεται ομοιόμορφα και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη τι μπορεί ένα δικαστήριο να νομίζει ότι είναι μόνο για μια συγκεκριμένη υπόθεση. Βλέπε, π.χ., Moitie, 452 U. S., στην 401 («Το δόγμα του δεδικασμένου εξυπηρετεί ζωτικά δημόσια συμφέροντα πέρα από τον ad hoc καθορισμό οποιασδήποτε δικαστίνας-ή σε μια συγκεκριμένη περίπτωση»). Όχι μόνο αυτή η πρόταση φαινομενικά έρχεται από το πουθενά, αλλά φαίνεται ότι δεν θα υπάρξει δικαστήριο να επικαλεστεί τη φράση αυτή ως λόγο για τη λήψη απόφασης. Και ενώ μερικές αποφάσεις έχουν αναφέρει την γλώσσα-τρόπο-στυλ των «σημαντικών ανθρώπινων αξιών", οι υποθέσεις αυτές αφορούν πάντα την δικαστική επαναδιεκδίκηση του προσδιορισμού του προσωπικού καθεστώτος, όπως αναφέρεται στο σχόλιο στ' στην Illustration 11. Δείτε, π.χ., People ex rel. Leonard HH. κατά Nixon, 148 App. Div. 2d 75, 79-80, 543 N. Y. S. 2d 998, 1001 (1989) ("[Α]πό την ίδια της τη φύση, η άσκηση της προσφυγής σχετικά με το καθεστώς των νοητικών ικανοτήτων ενός προσώπου δεν προσφέρεται για την αυστηρή εφαρμογή του δεδικασμένου σε συναλλακτική αναλυτική βάση»). 10

* * *

Εν ολίγοις, η απόφαση του Δικαστηρίου ότι η δεύτερη αμφισβήτηση των εναγουσών με την απαίτηση ομολογουμένων προνομίων δεν έχει αποκλειστεί από την αξίωση αποκλεισμού δεν υποστηρίζεται από κάποια από τις υποθέσεις μας ή οποιοδήποτε όργανο προηγούμενο κατώτερο δικαστήριο, είναι αντίθετη προς τον σκληρό κανόνα μία διάδικος δεν μπορεί να επαναδιεκδικήσει δικαστικά μια αξίωση απλώς και μόνο επειδή η διάδικος έχει αποκτήσει νέα και καλύτερα αποδεικτικά στοιχεία, είναι αντίθετη προς την πρώτη Επαναδιατύπωση των αποφάσεων και των πραγματικών κανόννων της δεύτερης Επαναδιατύπωσης της Απόφασης, και υποτίθεται ότι βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ένα σχόλιο στη δεύτερη Επαναδιατύπωση, αλλά δεν αντιπροσωπεύει καν μια λογική ανάγνωση αυτού του σχολίου. Σε μια κανονική υπόθεση, μια προσπάθεια από τις ενάγουσες να επαναδιεκδικήσουν δικαστικώς παρελθούσα ανεπιτυχή αμφισβήτηση απαίτησης ομολογουμένων προνομίων θα είχε απορριφθεί από χέρι-πράγματι, θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή κυρώσεων σύμφωνα με τον Ομοσπονδιακό Κανόνα Πολιτικής Δικονομίας 11. Κανένα δικαστήριο ούτε που θα σκεφτόταν την παραλαβή της αξίωσης από μόνο του. Αλλά σε αυτή την υπόθεση έκτρωσης, οι απλοί κανόνες του νόμου και της δικαιοσύνης, αναστάλθηκαν.


II
Α Έρχομαι τώρα στην εφαρμογή των αρχών της αξίωσης αποκλεισμού της αξίωσης ότι οι ενάγουσες δεν περιλαμβάνονται στη δεύτερη προσφυγή τις, δηλαδή, την αμφισβήτηση τις για την απαίτηση του H. Β. 2 ότι κλινικές αμβλώσεων συμμορφώνονται με τους κανόνες που διέπουν τα χειρουργικά κέντρα παροχής αυθημερόν χειρουργικής περίθαλψης (ASCs). Όπως έχουμε πει πολλές φορές, το δόγμα της αξίωσης αποκλεισμού απαγορεύει όχι μόνο την επαναδιεκδίκηση δικαστικώς προηγούμενων εκδικασμένων αξιώσεων, μπορεί επίσης να εμποδίσει αξιώσεις που συνδέονται στενά με τις αξιώσεις που ανεπιτυχώς εκδικάστηκαν σε μια προηγούμενη υπόθεση. Δείτε Moitie, ανωτέρω, στην 398, Montana, 440 U. S., στην 153. Όπως έχουμε πει, η απόφαση του Δικαστηρίου στο θέμα ομολογουμένων προνομίων βασίζεται κυρίως στο σχόλιο της §24 της δεύτερης Επαναδιατύπωσης, και συνεπώς, θα μπορούσε κάποια να σκεφτεί ότι η συνέπεια θα υπαγόρευε την εξέταση του τι έχει να πει η §24 σχετικά με το ζήτημα αν η αμφισβήτηση της ASC θα πρέπει να παραγραφεί. Αλλά η συνέπεια δεν είναι το σύνθημα του εδώ Δικαστηρίου.

Η ενότητα 24 καθορίζει το γενικό κανόνα σχετικά με την "'[δ] ύναμη' “ των αξιώσεων. Αυτός είναι ο κανόνας που καθορίζει πότε η παραγραφή της αξίωσης που είχε προηγουμένως αμφισβητήσει δικαστικώς ανεπιτυχώς να παυθεί μια αξίωση που η ενάγουσα θα μπορούσε να έχει, αλλά δεν έφερε στην πρώτη υπόθεση. Η ενότητα 24 (1) αναφέρει ότι η νέα αξίωση παραγράφεται αν είναι «κάθε μέρος της συναλλαγής ή σειράς συνδεδεμένων συναλλαγών, εκτός των οποίων προέκυψε η δίκη". Εδώ, είναι προφανές ότι οι αμφισβητήσεις των εναγουσών για την απαίτηση ομολογουμένων προνομίων και η απαίτηση ASC αποτελούν μέρος της ίδιας συναλλαγής ή σειρά συνδεδεμένων συναλλαγών. Αν, όπως πιστεύω, η «συναλλαγή» είναι η ψήφιση του H. Β. 2, τότε οι δύο αξιώσεις είναι μέρος της ίδιας συναλλαγής. Και το ίδιο ισχύει ακόμη και αν οι πιθανότητες ή οι πραγματικές συνέπειες των δύο αυτών διατάξεων αποτελούν τις σχετικές συναλλαγές. Οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι η απαίτηση ομολογουμένων προνομίων και οι απαιτήσεις ASC σε συνδυασμό έχουν ως αποτέλεσμα τον αντισυνταγματικό περιορισμό της πρόσβασης σε αμβλώσεις.

Η επιστολή τις αναφέρεται επανειλημμένα στη συλλογική δράση των «απαιτήσεων». Επιστολή εναγουσών 40, 41, 42, 43, 44. Περιγράφουν τα ομολογουμένα προνόμια και τις απαιτήσεις ASC ως δημιουργία «μίας-δύο γροθιών". Στο ίδιο, στην 40 . Αυτές δεν κάνουν καμία απολύτως προσπάθεια να διαχωριστούν οι επιδράσεις των δύο αυτών διατάξεων.


Βρίσκεστε στο Δ' μέρος για να βρεθείτε στο Ε' μέρος πατήστε εδώ


Την είδηση την βρήκαμε στις 27.6.2016 στην supremecourt.gov και το μεταφράσαμε από την https://www.supremecourt.gov/opinions/15pdf/15-274_p8k0.pdf



8 Όπως εξηγώ, κατωτέρω, στην 29, και n. 18, μερικά από τα 19 κλεισίματα που περιλαμβάνονται πιθανόν στη καταμέτρηση του Δικαστηρίου δεν αποδόθηκαν στο νόμο H. Β. 2 κατά την πρώτη δίκη, ακόμη και από τις ενάγουσες.

9 Η άρνηση να εξετάσουν στο πίνακα Abbott «οι εξελίξεις μετά την ολοκλήρωση της δίκης" 748 F. 3d, στην 599, n. 14, δεν απευθύνεται στα αποδεικτικά στοιχεία των 15 κλεισιμάτων παρουσιάστηκαν στη δίκη. Το Εφετείο στην πραγματικότητα πιστώνεται ότι υποθετικά στοιχεία πως "μερικές κλινικές μπορεί να χρειαστεί να κλείσουν τις πόρτες τις”, αλλά παρ' όλα αυτά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "δεν υπάρχει κανένα απολύτως (στοιχείο) που δείχνει ότι κάθε γυναίκα θα στερείται την εύλογη πρόσβαση σε μια κλινική στο Τέξας." Id., στην 598. Ως εκ τούτου, η απόφαση Abbott αποδέχθηκε την πραγματική κοινή προϋπόθεση για τους δύο αυτούς νόμους-ενέργειες, δηλαδή, ότι η απαίτηση ομολογουμένων προνομίων θα προκαλέσει κάποιες κλινικές να κλείσουν-αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι οι ενάγουσες δεν απέδειξαν μια επιβάρυνση ανεξαρτήτως πρόσβασης. Απορρίπτοντας το συμπέρασμα της Abbott, το Δικαστήριο φαίνεται να πιστεύει ότι η Abbott, επίσης, έπρεπε να έχει αρνηθεί να αποδεχθεί την πραγματική υπόθεση. Δείτε προηγούμενο, στην 13-15.
Αντ' αυτού, η υποσημείωση 14 δείχνει πως η Abbott έχει ασχοληθεί με τα ακόλουθα μετά τις εξελίξεις της δίκης: (1) το οριστικό κλείσιμο της κλινικής Lubbock, Επιστολή εναγουσών-αναίρεσης στην Abbott (CA5), στην 5, n. 3 (αντιπροσώπευαν μεταξύ των 15 αναμενόμενων κλεισιμάτων, Δείτε Appendix, κατωτέρω), (2) η επανάληψη των υπηρεσιών αμβλώσεων στο Fort Worth, Επιστολή για τις ενάγουσες-αναίρεσης, στην 5, n. 3, (3) η απόκτηση άδειας ομολογουμένων προνομίων από μία κλινική άμβλωσης στο Austin, id., στην 6, n. 4, (4) η απόκτηση των προνομίων από τις γιατρίνες στο Ντάλας και στην Σαν Αντόνιο, δείτε επιστολή από τον J. Crepps προς τον Ν Cayce, γραμματέα του Δικαστηρίου στην Abbott (CA5, 3 Ιανουαρίου 2014), (5) η απόκτηση των προνομίων από τις γιατρίνες στο Ελ Πάσο και στην Κιλίν, δείτε επιστολή του J. Crepps προς τον Ν Cayce, γραμματέα του Δικαστηρίου στην Abbott (CA5, 21 Μαρτίου 2014), και (6) η επιβολή της απαίτησης έναντι μίας κλινικής του Χιούστον που δεν είχε προνόμια, βλ. ό.π. (Αναφέρεται στο δελτίο τύπου Ιατρικού Συμβουλίου του Texas). Στους πέντε μήνες μεταξύ της απαίτησης ομλογουμένων προνομίων που τίθεται σε ισχύ και η απόφαση της Abbott από την Πέμπτη Περιφέρεια, τότε, τα μέρη είχαν αρκετό χρόνο για να ενημερώσουν το δικαστήριο για τις εξελίξεις μετά τη δίκη - και οι ενάγουσες ποτέ δεν προσδιόρισαν τα 15 κλεισίματα ως νέα (επειδή τα κλεισίματα ήδη αντιστοιχούσαν σε στοιχεία της δίκης τις). Στην πραγματικότητα, οι πραγματικές νέες εξελίξεις ευνόησαν σε μεγάλο βαθμό την υπόθεση του κράτους: Στο διάστημα αυτό, οι γιατρίνες στο Austin, Ντάλας, Ελ Πάσο, Fort Worth, Killeen, και Σαν Αντόνιο ήταν σε θέση να συμμορφωθούν, ενώ μόνο μία στο Χιούστον δεν ήταν, και μία κλινική (όπου ήδη είχε εντοπιστεί στη δίκη πως αναμένεται να κλείσει) έκλεισε οριστικά. Έτσι, η απόφαση της Abbott να αγνοήσει τις μετά τη δίκη εξελίξεις πολύ πιθανό ευνόησε τις ενάγουσες.

10 Δείτε επίσης Στην re Marriage of Shaddle, 317 Ill. App. 3d 428, 430–432, 740 N. E. 2d 525, 528–529 (2000) (παιδική επιμέλεια); Στην re Hope M., 1998 ME 170, ¶5, 714 A. 2d 152, 154 (τερματισμός γονικών δικαιωμάτων), In re Connors, 255 Ill. App. 3d 781, 784–785, 627 N. E. 2D 1171, 1173–1174 (1994) (αστική δέσμευση), Kent V. κατά State, 233 P. 3d 597, 601, και n. 12 (Alaska 2010) (εφαρμογή στ' Σχολίου στον τερματισμό των γονικών δικαιωμάτων), Στην re Juvenile Appeal (83–DE), 190 Conn. 310, 318–319, 460 A. 2d 1277, 1282 (1983) (στην ίδια), Στην re Strozzi, 112 N. M. 270, 274, 814 P. 2d 138, 142 (App. 1991) (κηδεμονία και σχέση συντήρισης), Andrulonis κατά Andrulonis, 193 Md. App. 601, 617, 998 A. 2D 898, 908 (2010) (modification of alimony); In re Marriage of Pedersen, 237 Ill. App. 3d 952, 957, 605 N. E. 2d 629, 633 (1992) (στο ίδιο), Friederwitzer v. Friederwitzer, 55 N. Y. 2d 89, 94–95, 432 N. E. 2d 765, 768 (1982) (παιδική επιμέλεια).