ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)
της 27ης Νοεμβρίου 2007 (*)
Η απόφαση λόγω του μεγέθους της χωρίστηκε σε πέντε συνολικά αναρτήσεις, βρίσκεστε στο Β' μέρος.
7 Η Υπηρεσία διαχείρισης και εκκαθάρισης ατομικών δικαιωμάτων (ΡΜΟ), με έγγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2006, απέρριψε την αίτησή του με την αιτιολογία ότι η σύμβαση συμβίωσης που καταρτίστηκε μεταξύ του προσφεύγοντος και της συντρόφου του δεν δύναται να θεωρηθεί ως σχέση συμβίωσης αναγνωριζόμενη από την ολλανδική νομοθεσία (νόμος περί geregistreerd partnerschap που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1998) όπως απαιτεί το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.
8 Στις 13 Μαρτίου 2006, ο προσφεύγων αμφισβήτησε την απόρριψη της αίτησής του και προσκόμισε βεβαίωση της πρεσβείας των Κάτω Χωρών στο Λουξεμβούργο, σύμφωνα με την οποία το samenlevingsovereenkomst που υπογράφηκε ενώπιον συμβολαιογράφου μεταξύ του προσφεύγοντος και της συντρόφου του αναγνωρίζεται από τις Κάτω Χώρες και, ως εκ τούτου, βεβαιώνει την ιδιότητά τους ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης.
9 Ωστόσο, η Επιτροπή, με έγγραφο της 20ής Μαρτίου 2006, επιβεβαίωσε την απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2006. Κατά την Επιτροπή, αν και η σύμβαση συμβίωσης βεβαιώνει τυπικά την ιδιότητα του προσφεύγοντος και της συντρόφου του ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, δημιουργεί, ωστόσο, μόνον τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που οι σύντροφοι συναποδέχθηκαν εγγράφως. Το γεγονός ότι η σύμβαση υπογράφηκε ενώπιον συμβολαιογράφου δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι πρόκειται απλώς για ιδιωτική σύμβαση, χωρίς έννομες συνέπειες για τους τρίτους και χωρίς υποχρέωση καταχώρησης. Πάντως, το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ απαιτεί από τους συντρόφους μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης την καταχώρηση αυτή, αφού η καταχώρηση δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις αντίστοιχα με τις έννομες συνέπειες του γάμου.
10 Ο προσφεύγων υπέβαλε ένσταση στις 31 Μαρτίου 2006, με την οποία έβαλε κατά της υπερβολικά στενής, κατά την άποψή του, ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ από την Επιτροπή. Με την ένσταση αυτή, υποστήριξε ότι ο συμβολαιογραφικός τύπος της σύμβασης αρκεί και επικαλέστηκε ορισμένες περιστάσεις που αποδεικνύουν ότι υπάρχουν λίγες διαφορές μεταξύ της σχέσης συμβίωσής του και του θεσμού του γάμου. Επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η σχέση με τη σύντροφό του είχε διάρκεια πάνω από δύο χρόνια, ότι έχουν μαζί ένα τέκνο, το οποίο έχει αναγνωρίσει επισήμως και ότι περίμεναν και δεύτερο τέκνο. Ο προσφεύγων πρόσθετε ότι έχουν συντάξει με τη σύντροφό του αμοιβαίες διαθήκες και ότι έχει συνάψει ασφάλιση ζωής υπέρ της συντρόφου του.
11 Η διαχειριστική επιτροπή του ΣΥΑ (στο εξής: διαχειριστική επιτροπή), με γνωμοδότηση της 1ης Ιουνίου 2006, έκρινε, βάσει των εγγράφων που προσκόμισε ο προσφεύγων, ιδίως δε της σύμβασης συμβίωσης που καταρτίστηκε ενώπιον συμβολαιογράφου και της βεβαίωσης της πρεσβείας των Κάτω Χωρών στο Λουξεμβούργο, ότι η επίμαχη σχέση συμβίωσης πρέπει να θεωρηθεί ότι πληροί του όρους του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης, ιδίως δε τον όρο του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.
12 Παρά τη θετική αυτή γνωμοδότηση της διαχειριστικής επιτροπής, η ΑΔΑ, με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2006, απέρριψε την ένσταση του προσφεύγοντος. Θεώρησε ότι οι διατάξεις του ΚΥΚ έχουν ως σκοπό την υπαγωγή στο ΣΥΑ μόνο των συντρόφων που δεσμεύονται στο πλαίσιο παρόμοιας με τον γάμο σχέσης, η οποία περιλαμβάνει αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις που καθορίζει ο νόμος. Η ΑΔΑ επισήμανε ότι η σύμβαση συμβίωσης αποτελεί απλώς ιδιωτική σύμβαση που μπορεί να συναφθεί από περισσότερα από δύο άτομα, το περιεχόμενό της μπορεί να συναποφασιστεί από τα μέρη και, μολονότι η εν λόγω σχέση συμβίωσης εν τοις πράγμασι καταρτίζεται ενώπιον συμβολαιογράφου, δεν δημιουργεί έννομες συνέπειες και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη έγγαμη σχέση συμβίωσης που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.
13 Η απόφαση της ΑΔΑ κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 13 Ιουλίου 2006.
Αιτήματα των διαδίκων
14 O προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
α) να ακυρώσει την απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2006 που επιβεβαιώθηκε στις 20 Μαρτίου 2006, με την οποία δεν αναγνωρίζεται η σχέση συμβίωσής του με τη Maria Helena Astrid Hart ως μη έγγαμη σχέση συμβίωσης έναντι του ΣΥΑ•
β) να ακυρώσει την απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που υπέβαλε στις 27 Μαρτίου 2006, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η οποία εκδόθηκε στις 12 Ιουλίου 2006 και κοινοποιήθηκε στις 13 Ιουλίου 2006•
γ) εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας του Πρωτοδικείου.
15 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
α) να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη•
β) να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.
Επί του αντικειμένου της διαφοράς
16 Ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της απόφασης της 28ης Φεβρουαρίου 2006 που επιβεβαιώθηκε στις 20 Μαρτίου 2006, με την οποία δεν αναγνωρίζεται η σχέση συμβίωσής του με τη σύντροφό του και, ως εκ τούτου, αυτή δεν μπορεί να υπαχθεί στο ΣΥΑ, καθώς και την ακύρωση της απόφασης με την οποία η ΑΔΑ απέρριψε την ένσταση στις 12 Ιουλίου 2006. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το Δικαστήριο ΔΔ επιλαμβάνεται στην πραγματικότητα, κατά πάγια νομολογία, μόνον των βλαπτικών πράξεων κατά των οποίων υποβλήθηκε η ένσταση (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 8• απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Νοεμβρίου 2006, F-100/05, Χατζηιωαννίδου κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 24). Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα αιτήματα του προσφεύγοντος αφορούν την ακύρωση της απόφασης της 28ης Φεβρουαρίου 2006, όπως επιβεβαιώθηκε στις 20 Μαρτίου 2006.
Σκεπτικό
17 Ο προσφεύγων, προς στήριξη των αιτημάτων του, προβάλλει παράβαση του άρθρου 72 του ΚΥΚ, του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης, πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παραβίαση γενικών αρχών του δικαίου, ιδίως δε της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων των υπαλλήλων, της αρχής της χρηστής διοίκησης και του καθήκοντος αρωγής, καθώς και παραβίαση των αρχών που επιβάλλουν στην ΑΔΑ να αποφασίζει μόνον βάσει ενός νομικά βάσιμου σκεπτικού, δηλαδή βάσει ορθών σκέψεων απαλλαγμένων από νομικό ή πραγματικό πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.
18 Το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς τους λόγους που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 72 του ΚΥΚ, του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης.
Επιχειρήματα των διαδίκων
19 Αφενός, ο προσφεύγων φρονεί ότι από το άρθρο 72 του ΚΥΚ, το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και το άρθρο 12 της κοινής ρύθμισης που πρέπει να ερμηνευθούν συστηματικά προκύπτει ότι, βάσει του άρθρου 72 του ΚΥΚ και του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης, ο σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης υπαλλήλου πρέπει, για να υπαχθεί στο ΣΥΑ, να πληροί απλώς τις τρεις πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, ήτοι τις προϋποθέσεις που προβλέπουν τα σημεία i, ii και iii. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων επισήμανε επίσης ότι η γραμματική ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων επιβεβαιώνει την ανάλυση αυτή. Κατά συνέπεια, σε αντίθεση προς αυτά που υποστηρίζει η ΡΜΟ με την απορριπτική της αίτησης αναγνώρισης της σχέσης συμβίωσης του προσφεύγοντος απόφαση και, στη συνέχεια, η ΑΔΑ με την απορριπτική της ένστασης απόφασή της, οι μη έγγαμες σχέσεις συμβίωσης που έχουν καταρτιστεί ενώπιον συμβολαιογράφου θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές στο πλαίσιο του ΣΥΑ χωρίς να πρέπει υποχρεωτικώς και να καταχωρηθούν, η Επιτροπή δεν μπορεί έτσι να προσθέτει στα προπαρατεθέντα άρθρα προϋποθέσεις που αυτά δεν περιλαμβάνουν. Συνεπώς, οι σύντροφοι μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης που αναγνωρίζονται υπό την ιδιότητα αυτή από κράτος μέλος, όπως προδήλως ισχύει στην περίπτωση της σχέσης συμβίωσης μεταξύ του προσφεύγοντος και της συντρόφου του, πρέπει να μπορούν να τύχουν των προνομίων που προβλέπει ο ΚΥΚ.
19 Συναφώς, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, πέρα από τις προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στα σημεία ii και iii, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δυσκολίες στην περίπτωσή του, πληροί επίσης την προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Πράγματι, ο προσφεύγων προσκόμισε επίσημο έγγραφο που αναγνωρίζεται ως τέτοιο από κράτος μέλος, εν προκειμένω τη σύμβαση συμβίωσης, η οποία καταρτίστηκε ενώπιον συμβολαιογράφου και αναγνωρίζει την ιδιότητά του ως συντρόφου μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης• εξάλλου, πέρα από το επίσημο έγγραφο που αρκεί, κατά τον προσφεύγοντα, από μόνο του, στον φάκελο της υπόθεσης περιλαμβάνεται βεβαίωση της πρεσβείας των Κάτω Χωρών στο Λουξεμβούργο που βεβαιώνει την αναγνώριση της σχέσης συμβίωσης. Η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, εν πάση περιπτώσει, να λάβει υπόψη της τη σύμβαση συμβίωσης που διαβιβάστηκε με τον φάκελο και δεν μπορούσε να αρνηθεί στην περίπτωση του προσφεύγοντος τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητά του ως αναγνωρισμένου συντρόφου σχέσης συμβίωσης ούτε να αναγορευθεί σε νομομαθή της εθνικής νομοθεσίας των Κάτω Χωρών.