Γενική Γραμματεία Ισότητας
Αθήνα, 2 Ιουνίου 2011
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Σήμερα, 2 Ιουνίου 2011, η Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων διοργάνωσε Δημόσια Συζήτηση με θέμα: «Η Σεξουαλική Παρενόχληση στην Ελλάδα: Νομικό πλαίσιο, διαστάσεις, επιπτώσεις», με τη συμμετοχή εκπροσωπισών γυναικείων οργανώσεων και κοινωνικών φορέων καθώς ειδικών σε θέματα φύλου.
Η Γενική Γραμματέας Ισότητας των Φύλων, κ. Μαρία Στρατηγάκη άνοιξε την εκδήλωση τονίζοντας τη διεθνή και ελληνική επικαιρότητα του θέματος, η οποία λειτούργησε ως έναυσμα για τη δημόσια συζήτηση. Επισήμανε επίσης ότι η σεξουαλική παρενόχληση αντιμετωπίζεται από την ΓΓΙ και το Εθνικό Πρόγραμμα για την ουσιαστική ισότητα των φύλων 2010-2013 ως μια από πολλές μορφές βίας κατά των γυναικών. Ως εκ τούτου, τα Έργα της ΓΓΙΦ, όπως η τηλεφωνική γραμμή SOS 15900 που λειτουργεί ήδη, και τα υπό σύσταση Συμβουλευτικά Κέντρα στα οποία θα παρέχεται νομική βοήθεια, απευθύνονται και σε γυναίκες θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης.
Η Υφυπουργίνα Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, κα. Θεοδώρα Τζάκρη, απηύθυνε χαιρετισμό όπου, μεταξύ άλλων, δήλωσε: «Η σεξουαλική παρενόχληση συνιστά μια καθημερινή μορφή απειλής, μια σύγχρονη μάστιγα η οποία απειλεί όχι μόνο τις ίδιες τις γυναίκες αλλά και την ίδια την κοινωνία. Όσο η συμπεριφορά αυτή αποκρύπτεται και δεν καταγγέλλεται, ένα ζωτικό μέρος της κοινωνίας θα τρομοκρατείται, θα απαξιώνεται, θα βρίσκεται σε συνεχή ομηρία. Μέσα από τις δράσεις που εξελίσσουμε, τις δομές που συστήνουμε και τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουμε ως κυβέρνηση, στοχεύουμε στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτισών και στην ενίσχυση της σχετικής νομοθεσίας προκειμένου να ενισχύσουμε την πρόληψη και καταστολή αυτής της επαίσχυντης συμπεριφοράς. Μέσα από την πολιτική μας για την ισότητα των φύλων αποσκοπούμε στην ανάδειξη της γυναίκας ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας που χαίρει αλλά και απαιτεί τον ανάλογο σεβασμό και ξέρει να διεκδικεί τα δικαιώματά της. Γιατί όσο παραμένουμε θεάτριες γινόμαστε συνυπεύθυνες ενός αθέατου εγκλήματος».
Η βοηθός Συνήγορος του Πολίτη, κ. Ματίνα Γιαννακούρου, παρουσίασε την εμπειρία της Ανεξάρτητης Αρχής στο θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης για την περίοδο 2008-2010. Επεσήμανε ότι παρότι ο συνολικός αριθμός των καταγγελιών το παραπάνω διάστημα αποδεικνύεται μικρός (17 καταγγελίες), εμφανίζει εντυπωσιακή αύξηση το πρώτο πεντάμηνο του 2011. Επιπλέον, απέδωσε την αύξηση αυτή στην επιδείνωση των συνθηκών εργασίας στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα λόγω της οικονομικής κρίσης. Παράλληλα, τόνισε ότι «η διερεύνηση των καταγγελιών για σεξουαλική παρενόχληση από τον Συνήγορο του Πολίτη προσκρούει στην έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων. Τέλος, υπογράμμισε ότι ο Συνήγορος του Πολίτη έχει σημαντικό ρόλο και στην πρόληψη του φαινόμενου και σκοπεύει να συνεργαστεί με τη Γενική Γραμματεία Ισότητας για να τον πραγματώσει».
Η δικηγορίνα και ανεξάρτητη ειδικός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Σοφία Σπηλιωτοπούλου, τόνισε ότι «οι Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ελληνική νομοθεσία απαγορεύουν τη σεξουαλική παρενόχληση στον τομέα της απασχόλησης και της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Επισήμανε ότι κύρια θύματά της είναι οι γυναίκες, που φοβούνται όμως να την καταγγείλουν. Οι Οδηγίες απαιτούν να υπάρχει η δυνατότητα των ΜΚΟ να προσφεύγουν για λογαριασμό της γυναίκας θύματος στα δικαστήρια ή τις αρμόδιες αρχές, με «έγκριση» της γυναίκας θύματος». Η κ. Σπηλιωτοπούλου έκανε λόγο για «τον ελληνικό νόμο που απαιτεί τη «συναίνεση» η οποία πρέπει να δοθεί εκ των προτέρων, πράγμα που δημιουργεί κίνδυνο παρόδου της προθεσμίας προσφυγής. Επίσης, απαιτείται μεταφορά του βάρους απόδειξης στο πρόσωπο που κατηγορείται για παρενόχληση, εφόσον το θύμα θεμελιώσει τεκμήριο παρενόχλησης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε πρόσφατα ότι η παρενόχληση ήταν αποδεδειγμένη, σε περίπτωση που και άλλες γυναίκες κατέθεσαν ότι ήταν και αυτές θύματα παρενόχληση από το ίδιο πρόσωπο».
Τέλος, η κοινωνιολόγος και μέλος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής της ΓΓΙ για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, κ. Καίτη Κωσταβάρα, δήλωσε ότι: «στόχος της σεξουαλικής παρενόχλησης αποτελεί η απομάκρυνση των γυναικών από την αμειβόμενη εργασία και η επιστροφή της στον «παραδοσιακό» ρόλο της. Ο νόμος πρέπει να εμπλουτιστεί με στοιχεία που θα αποβλέπουν στην εξαφάνιση του προβλήματος, επωφελούμενος του παιδαγωγικού του χαρακτήρα»