65.
Το Δικαστήριο διευκρίνισε περαιτέρω
στην υπόθεση Βαλλιανάτος ότι δεν μπορεί
να υπάρξει βάση για την διάκριση μεταξύ
σταθερών λεσβιακών ζευγαριών που ζουν
μαζί και εκείνων που - για επαγγελματικούς
και κοινωνικούς λόγους - δεν ζουν μαζί,
δεδομένου του γεγονότος πως δεν
συγκατοικούν δεν στερεί από τα
ενδιαφερόμενα ζευγάρια την σταθερότητα
που τα φέρνει
εντός του σκοπού της οικογενειακής
ζωής, κατά την έννοια του Άρθρου 8 (Δείτε
Βαλλιανάτος και λοιπές-οί, προπαραταθείσα,
§ 73).
66. Στην προκειμένη
υπόθεση, το Δικαστήριο σημειώνει πως
δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων
ότι η προσφεύγουσα διατηρεί μια σταθερή
σχέση με την D.B. από τον Οκτώβριο του
2009. Ειδικότερα, ταξιδεύει τακτικά στην
Κροατία και μερικές φορές ξοδεύει τρεις
μήνες που ζουν μαζί με την D.B. στη Sisak,
καθώς αυτή είναι η μόνη της δυνατότητα
να διατηρήσει μια σχέση με την D.B. λόγω
των σχετικών περιορισμών μετανάστευσης
(Δείτε τις παραγράφους 8-9 παραπάνω και
την παράγραφο 19 ανωτέρω, ενότητα 43 του
Νόμου περί Αλλοδαπών). Θα πρέπει επίσης
να σημειωθεί ότι εξέφρασε σοβαρή πρόθεση
να ζουν μαζί στο ίδιο νοικοκυριό στην
Κροατία, και μάλιστα ξεκινώντας μια
κοινή επιχείρηση, το πλαίσιο της οποίας
έχει συσταθεί και δεόντως συνεχίζει
τις σχετικές διαδικασίες.
67. Υπό τις συνθήκες
αυτές, το Δικαστήριο κρίνει ότι το
γεγονός πως δεν συγκατοικεί με την D.B.
προκαλείται από αντικειμενικούς λόγους
αναγόμενους στην επίδικο μεταναστευτική
πολιτική της Χώρας, δεν στερεί από τη
σχέση της προσφεύγουσας τη σταθερότητα
που φέρνει την κατάστασή της στο πεδίο
της οικογενειακής ζωής, κατά την έννοια
του Άρθρου 8 της Σύμβασης.
68. Το Δικαστήριο ως
εκ τούτου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι
τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας
υπόθεσης, εμπίπτουν στην έννοια της
“ιδιωτικής ζωής”, καθώς και της
“οικογενειακής ζωής”, κατά την έννοια
του Άρθρου 8. Το Άρθρο 14 σε συνδυασμό με
το Άρθρο 8 της Σύμβασης.
(ii) αν υπήρχε διαφορετική
μεταχείριση μεταξύ προσώπων σε σχετικά
παρόμοιες θέσεις
69. Το Δικαστήριο ξεκινά με την παρατήρηση ότι έχει αποφασιστεί πως ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι μια έννοια που καλύπτεται από το Άρθρο 14 (Δείτε, για παράδειγμα, EB κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσα, § 50 και Βαλλιανάτος και λοιπές-οί, προπαρατεθείσα, § 77).
69. Το Δικαστήριο ξεκινά με την παρατήρηση ότι έχει αποφασιστεί πως ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι μια έννοια που καλύπτεται από το Άρθρο 14 (Δείτε, για παράδειγμα, EB κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσα, § 50 και Βαλλιανάτος και λοιπές-οί, προπαρατεθείσα, § 77).
70. σημειώνει επιπλέον
ότι η υπόθεση αφορά την αιτίαση της
προσφεύγουσας ότι ήταν διακρίσεις λόγω
του σεξουαλικού προσανατολισμού της
στην απόκτηση άδειας διαμονής οικογενειακής
επανένωσης με την συντρόφισά της D.B. σε
σύγκριση με άγαμα ετερό ζευγάρια.
Συγκεκριμένα, ενώ η δυνατότητα απόκτησης
άδειας διαμονής για οικογενειακή
επανένωση ήταν ανοικτή σε άγαμα ετερό
ζευγάρια, αποκλείοντας τα λεσβιακά
ζευγάρια αφ' ότου η σχέση τους δεν
καλύπτεται από τον όρο “μέλος της
οικογένειας” δυνάμει του Άρθρου 56 § 3
του Νόμου περί Αλλοδαπών και ο όρος
«άλλες συγγενείς» σύμφωνα με την ενότητα
4 του ίδιου Άρθρου του Νόμου περί Αλλοδαπών
(Δείτε τις παραγράφους 14 και 19 ανωτέρω).
71. Έτσι, το αρχικό
ερώτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί
από το Δικαστήριο είναι αν η κατάσταση
της προσφεύγουσας είναι συγκρίσιμη με
εκείνη των άγαμων ετερό ζευγαριών που
υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση άδειας
διαμονής οικογενειακής επανένωσης στην
Κροατία. Κατά την εκτίμηση αυτή, το
Δικαστήριο θα έχει κατά νου ότι στο
πλαίσιο της διαδικασίας που προέρχεται
από μία ατομική προσφυγή πρέπει να
περιοριστεί, στο μέτρο του δυνατού, στην
εξέταση της συγκεκριμένης υπόθεσης
(Δείτε, για παράδειγμα, Schalk και Kopf,
παρατίθενται ανωτέρω, § 103). Λέγοντας
αυτό, και ενόψει της συγκεκριμένης
καταγγελίας της προσφεύγουσας, το
Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάρχει λόγος
να εξετάσει αν η προσφεύγουσα ήταν σε
μια κατάσταση που είναι σχετικά παρόμοια
με εκείνη της συζύγου σε ένα έγγαμο
ετερό ζευγάρι που υποβάλλει αίτηση
οικογενειακής επανένωσης.
72. Το Δικαστήριο
παρατηρεί ότι στο κροατικό νομικό
σύστημα μια εκτός γάμου σχέση ορίζεται
ως μια ένωση μεταξύ μίας άγαμης γυναίκας
και ενός άγαμου άνδρα, η οποία διήρκεσε
τρία τουλάχιστον έτη, ή λιγότερο εάν
ένα παιδί γεννήθηκε από την ένωση. Κατά
τον κρίσιμο χρόνο ο ορισμός αυτός δόθηκε
στο πλαίσιο του Οικογενειακού Νόμου
ενώ ο εφαρμοστέος Νόμος περί Αλλοδαπών,
κατά τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής
του όρου "οικογένεια" στην ενότητα
56, γίνεται μόνο αναφορά σε “εκτός γάμου
σχέση" (Δείτε παραγράφους 19-20 ανωτέρω).
Ταυτόχρονα, η λεσβιακή ένωση ορίστηκε
ως μια ένωση μεταξύ δύο προσώπων που
είναι γυναίκες και άγαμες, ή σε μια εκτός
γάμου σχέση ή άλλες ενώσεις λεσβιών, η
οποία διήρκεσε τρία τουλάχιστον έτη
και η οποία βασίζεται στις αρχές της
ισότητας των εταίρων, στον αμοιβαίο
σεβασμό στην παροχή υποστήριξης, και
στο συναισθηματικό δεσμό των εταίρων
(Δείτε την παράγραφο 22 ανωτέρω). Ο Νόμος
περί Αλλοδαπών δεν κάνει καμία αναφορά
σε μια ένωση προσώπων που είναι λεσβίες
σε σχέση με τη δυνατότητα απόκτησης
άδειας διαμονής για οικογενειακή
επανένωση (Δείτε παράγραφο 19 ανωτέρω).
73. Από τα
ανωτέρω συνάγεται ότι, αναγνωρίζοντας
τόσο τις εκτός γάμου σχέσεις των
λεσβιακών όσο και των ετερό ζευγαριών
το κροατικό νομικό σύστημα αναγνωρίζει
γενικά την πιθανότητα ότι και οι δύο
κατηγορίες των ζευγαριών είναι ικανές
να σχηματίζουν σταθερές δεσμευτικές
σχέσεις (Δείτε, από αυτή την άποψη, Schalk
και Kopf, ανωτέρω, 99, και Βαλλιανάτος και
λοιπές-οί, ανωτέρω, § 78). Σε κάθε περίπτωση,
μία εταίρος σε μια λεσβιακή σχέση, όπως
η προσφεύγουσα η οποία υποβάλει αίτηση
άδειας διαμονής λόγω οικογενειακής
επανένωσης έτσι ώστε αυτή θα μπορούσε
να ακολουθήσει την προβλεπόμενη
οικογενειακή ζωή στην Κροατία, είναι
σε παρόμοια κατάσταση με μία εταίρο σε
μια εκτός γάμου ετερό σχέση όσον αφορά
τον ίδιο επιδιωκόμενο τρόπο να καταστεί
δυνατή η οικογενειακή ζωή της.
74. Το Δικαστήριο
σημειώνει, ωστόσο, ότι οι σχετικές
διατάξεις του Νόμου περί Αλλοδαπών
επιφυλάσσουν ρητώς τη δυνατότητα
υποβολής αίτησης για τη χορήγηση άδειας
διαμονής οικογενειακής επανένωσης σε
ετερό ζευγάρια, σε έγγαμες ή σε όσες
ζουν σε μια εκτός γάμου σχέση (Δείτε
παραγράφους 19 και 20 ανωτέρω). Κατά
συνέπεια, σιωπηρά αποκλείοντας τα
λεσβιακά ζευγάρια από το πεδίο εφαρμογής
του, ο Νόμος περί Αλλοδαπών εισήγαγε
διαφορετική μεταχείριση βάσει του
σεξουαλικού προσανατολισμού των
ενδιαφερομένων (συγκρίνετε Βαλλιανάτος
και άλλες-οι, προπαραταθείσα, § 79 και
την παράγραφο 23 ανωτέρω, σχετικά με τις
μεταγενέστερες αλλαγές στη σχετική
νομοθεσία).
75. Όσον αφορά το
επιχείρημα της κυβέρνησης ότι η
προσφεύγουσα δεν ήταν σε ανάλογη
κατάσταση με τα ετερό ζευγάρια που ζουν
σε μια εκτός γάμου σχέση, δεδομένου ότι
δεν ήταν σε μια σχέση με την D.B. για μια
περίοδο τριών ετών, το Δικαστήριο
διαπιστώνει, πρώτον, ότι, όταν απορρίφθηκε
η προσφυγή της προσφεύγουσας, το
Διοικητικό Δικαστήριο δεν προέβη σε
καμία έρευνα σχετικά με τις περιστάσεις
της υπόθεσης ούτε ασχολείθηκε με το
ζήτημα της σημασίας της περιόδου κατά
την οποία η προσφεύγουσα ήταν σε μια
σχέση με την D.B. για την απόφασή της
σχετικά με το αίτημα της για οικογενειακή
επανένωση. Αντ' αυτού, επικαλείται από
μόνο του την αδυναμία νομικής
επιχειρηματολογίας, διαπιστώνοντας
ότι δεν ήταν δυνατό υπό τους περιορισμούς
που επιβάλλονται από το Νόμο περί
Αλλοδαπών να γίνει δεκτό το αίτημα της
προσφεύγουσας (Δείτε παράγραφο 14
ανωτέρω). Όπως προκύπτει και από την
απόφαση του Υπουργείου η νομική αδυναμία
απόκτησης άδειας διαμονής για οικογενειακή
επανένωση από μία εταίρο σε λεσβιακή
σχέση ήταν στο επίκεντρο των σκέψεων
των εγχώριων αρχών (Δείτε παραπάνω την
παράγραφο 12 και συγκρίνετε την υπόθεση
Χ και άλλες-οι κατά Αυστρίας, προαναφερθείσα,
§§ 118-119 και 123).
76. Επιπλέον, το
Δικαστήριο σημειώνει ότι ήδη από τη
στιγμή που η υπόθεση της προσφεύγουσας
έφτασε στο στάδιο της διαδικασίας
ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου,
η σχέση της προσφεύγουσας με την D.B. είχε
διαρκέσει περισσότερο από τρία έτη
(Δείτε παραγράφους 9 και 14 ανωτέρω). Παρ'
όλα αυτά, όπως ήδη προαναφέρθηκε, το
Διοικητικό Δικαστήριο δεν θεώρησε
σκόπιμο να εξετάσει τις σχετικές
πραγματικές πτυχές της υπόθεσης της
προσφεύγουσας, καθώς αυτή στηρίχθηκε
στη νομική αδυναμία απόκτησης άδειας
διαμονής οικογενειακής επανένωσης από
μία εταίρο σε μια λεσβιακή σχέση. Αυτό
κατά συνέπεια εμποδίζει το Δικαστήριο
να εικάσει ποια θα μπορούσε να είναι η
πιθανή απόφαση του Διοικητικού
Πρωτοδικείου αν είχε θεωρηθεί ότι η
οικογενειακή επανένωση των λεσβιακών
ζευγαριών ήταν δυνατή σύμφωνα με τη
σχετική εγχώρια νομοθεσία.
77. Επομένως, το
Δικαστήριο απορρίπτει το επιχείρημα
της Κυβέρνησης και διαπιστώνει ότι η
προσφεύγουσα είχε επηρεαστεί από τη
διαφορετική μεταχείριση βάσει του
σεξουαλικού προσανατολισμού που
θεσπίστηκε με τον Νόμο περί Αλλοδαπών
(Δείτε ανωτέρω σημείο 74).
(iii) Αν υπήρχε αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση
79. Το Δικαστήριο
επισημαίνει καταρχάς ότι το δικαίωμα
της αλλοδαπής να εισέλθει ή να εγκατασταθεί
σε μια συγκεκριμένη χώρα δεν είναι
εγγυημένο από τη Σύμβαση. Όσον αφορά τη
μετανάστευση, το Άρθρο 8 ή οποιαδήποτε
άλλη διάταξη της Σύμβασης δεν μπορεί
να θεωρηθεί ότι επιβάλλει σε μία Χώρα
τη γενική υποχρέωση, για παράδειγμα, να
επιτρέπει την οικογενειακή επανένωση
στο έδαφός της (Δείτε Jeunesse, ανωτέρω, §
107 και Gül κατά Ελβετίας, 19 Φεβρουαρίου
1996, § 38, 1996-I, και Kiyutin κατά της Ρωσίας,
αριθ. 2700/10, § 38, EΔΑΔ 2011). Ενώ η προσφεύγουσα
δεν φαίνεται να το αμφισβητεί αυτό, η
Κυβέρνηση βασίζεται σε αυτό ως κεντρικό
επιχείρημα της (Δείτε παράγραφο 51
ανωτέρω).
80. Ωστόσο, η παρούσα
υπόθεση αφορά τη συμμόρφωση στο Άρθρο
14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 της Σύμβασης,
με αποτέλεσμα τα μέτρα ελέγχου της
μετανάστευσης, τα οποία μπορεί να βρεθούν
για να είναι συμβατά με το Άρθρο 8 § 2,
περιλαμβανομένης της απαίτησης θεμιτού
σκοπού, μπορεί ωστόσο να ανέλθουν σε
αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση κατά
παράβαση του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με
το Άρθρο 8. Πράγματι, η καθιερωμένη
νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει
ότι αν και το Άρθρο 8 δεν περιλαμβάνει
το δικαίωμα εγκατάστασης σε μια
συγκεκριμένη χώρα ή το δικαίωμα να λάβει
άδεια διαμονής, η Χώρα πρέπει πάντως να
ασκεί τις μεταναστατευτικές πολιτικές
της κατά τρόπο που να είναι συμβατές με
τα ανθρώπινα δικαιώματα των αλλοδαπών,
ιδίως το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής
και οικογενειακής της ζωής και το
δικαίωμα της να μην υπόκειται σε
διακρίσεις (Δείτε Abdulaziz, Cabales και
Balkandali, προαναφερθείσα, §§ 59-60, Kiyutin,
προαναφερθείσα, § 53). Ακόμη και στις
περιπτώσεις κατά τις οποίες η Χώρα έχει
υπερβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει το
Άρθρο 8, για τη δημιουργία ενός δικαιώματος
- μια δυνατότητα που της παρέχει το Άρθρο
53 της Σύμβασης - δεν μπορεί, κατά την
εφαρμογή του εν λόγω δικαιώματος, να
λαμβάνει μέτρα που εισάγουν διακρίσεις
κατά την έννοια του Άρθρου 14 (Δείτε, για
παράδειγμα, EB κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσα,
§ 49, PB και JS κατά Αυστρίας, προπαρατεθείσα,
§ 34 και Χ και λοιπές-οι κατά Αυστρίας,
προπαρατεθείσα, §§ 135-136).
81. Κατά συνέπεια, όταν
το Δικαστήριο έχει βρει μια διαφορετική
μεταχείριση, όπως αυτή που δημιουργήθηκε
στην προκειμένη υπόθεση από το νόμο
περί αλλοδαπών (Δείτε παραπάνω την
παράγραφο 77), τότε είναι η εναγόμενη
κυβέρνηση που πρέπει να αποδείξει ότι
η διαφορετική μεταχείριση θα μπορούσε
να δικαιολογηθεί (Δείτε παράγραφο 60
ανωτέρω). Η αιτιολόγηση αυτή πρέπει να
είναι αντικειμενική και εύλογη ή, με
άλλα λόγια, θα πρέπει να επιδιώκει θεμιτό
σκοπό και πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση
αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιουμένων
μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται
να υλοποιηθεί (Δείτε ανωτέρω παράγραφο
55).
82.
Σε υποθέσεις στις οποίες το περιθώριο
εκτιμήσεως που παρέχεται στις Χώρες
είναι στενό, όπως η συνθήκη
όπου υπάρχει διαφορετική μεταχείριση
λόγω φύλου ή σεξουαλκού προσανατολισμού
(Δείτε παραπάνω παράγραφο 59), η αρχή της
αναλογικότητας δεν απαιτεί απλώς το
μέτρο που επέλεξαν να είναι κατάλληλο
για την επίτευξη του επιδιωκόμενου
σκοπού. Πρέπει επίσης να αποδειχθεί ότι
ήταν αναγκαίο, για την επίτευξη του
στόχου αυτού, το να εξαιρεθούν ορισμένες
κατηγορίες ανθρώπων - σε αυτό το
παράδειγμα, πρόσωπα σε μια λεσβιακή
σχέση - από το πεδίο εφαρμογής των
σχετικών εγχώριων επίμαχων διατάξεων
(Δείτε Βαλλιανάτος και λοιπές-οι,
παραπάνω, § 85). Η απαίτηση της ισότητας
ισχύει στις υποθέσεις της μετανάστευσης
καθώς και όπου επιτρέπεται στις Χώρες
με διαφορετικούς τρόπους ένα ευρύ
περιθώριο εκτίμησης (Δείτε προπαρατεθείσα
§ 58).
83. Το Δικαστήριο
παρατηρεί ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές
δεν προβάλλουν καμία τέτοια "αιτιολόγηση",
ούτε η Κυβέρνηση προσκόμισε κάποιους
ιδιαίτερα πειστικούς και σοβαρούς
λόγους για να δικαιολογήσει τη διαφορετική
μεταχείριση μεταξύ λεσβιακών και ετερό
ζευγαριών στην απόκτηση της οικογενειακής
επανένωσης (Δείτε υπόθεση Χ και λοιπές-οι
κατά Αυστρίας, ανωτέρω, § 151 και Karner,
ανωτέρω, § 41).
84. Αντ' αυτού, οι
σχετικές διατάξεις του Νόμου περί
Αλλοδαπών προβλέπουν ένα πέπλο αποκλεισμού
των προσώπων που ζουν σε μια λεσβιακή
σχέση από τη δυνατότητα απόκτησης
οικογενειακής επανένωσης, οι οποίες
δεν μπορεί να θεωρηθούν συμβατές με τα
πρότυπα που απορρέουν από τη Σύμβαση
(Συγκρίνετε Kozak, προπαρατεθείσα, § 99).
Πράγματι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η
διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται
αποκλειστικά ή αποφασιστικά σε εκτιμήσεις
σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό
της προσφεύγουσας θα ισοδυναμούσε με
διάκριση η οποία δεν είναι αποδεκτή
σύμφωνα με τη Σύμβαση (Δείτε Salgueiro da
Silva Mouta, προπαρατεθείσα, § 36 και EB κατά
Γαλλίας, προαναφερθείσα, §§ 93-96).
85. Τέλος, το Δικαστήριο
επιθυμεί να τονίσει για μία ακόμη φορά
ότι η παρούσα υπόθεση δεν αφορά το ζήτημα
αν η αίτηση οικογενειακής επανένωσης
της προσφεύγουσας έπρεπε να χορηγηθεί
υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. Αφορά
το ζήτημα αν οι προσφεύγουσες δέχτηκαν
διακρίσεις λόγω του γεγονότος ότι οι
εγχώριες αρχές θεώρησαν ότι μια τέτοια
δυνατότητα ήταν σε κάθε περίπτωση νομικά
αδύνατη. Κατά συνέπεια, υπό το φως των
αιτιών που επικαλείται παραπάνω (Δείτε
παραγράφους 79-84 ανωτέρω), το Δικαστήριο
θεωρεί ότι η διαφορετική μεταχείριση
της κατάστασης της προσφεύγουσας στο
ζήτημα αυτό είναι ασυμβίβαστη με τις
διατάξεις του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με
το Άρθρο 8 της Σύμβασης.
Βρίσκεστε
στο 5ο μέρος για να βρεθείτε στο 6ο μέρος
πατήστε εδώ
Την είδηση την βρήκαμε στις 23.2.2016 και την μεταφράσαμε από την http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-161061#{%22itemid%22:[%22001-161061%22]}