122. Η Κυβέρνηση σημείωσε ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε το δικαίωμα της Σύμβασης για τα λεσβιακά ζευγάρια να δουν την ένωσή τους να αναγνωρίζεται νομικά, αλλά έκρινε ότι οι σχετικές διατάξεις (Άρθρα 8, 12 και 14) δεν δημιουργούν νομική υποχρέωση στις Συμβαλλόμενες Χώρες, καθώς η τελευταία απολαμβάνει ένα ευρύτερο περιθώριο εκτιμήσεως κατά την έγκριση των νομοθετικών αλλαγών είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην αλλαγή της "κοινής λογικής" της κοινότητας.
Πράγματι,
υπό το πρίσμα αυτό, στην υπόθεση Schalk και
Kopf, παρόλο που δεν θεσπίστηκε νομοθεσία
για το γάμο ή άλλες μορφές αναγνώρισης
των λεσβιακών ενώσεων, η Χώρα της
Αυστρίας δεν φέρει καμία ευθύνη για
παραβιάσεις της Σύμβασης. Κατά την άποψη
της κυβέρνησης, όπως στην υπόθεση Gas και
Dubois κατά Γαλλίας, (αριθ. 25951/07, ΕΔΑΔ 2012),
το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το κράτος
δεν είχε καμία υποχρέωση να παρέχει
τον γάμο σε πρόσωπα που είναι λεσβίες, έτσι
δεν είχε επίσης κάποια υποχρέωση να
παρέχει άλλες λεσβιακές ενώσεις.
123. Αναφορικά
με τις αρχές που ορίσθηκαν από το
Δικαστήριο, η Κυβέρνηση παρατήρησε ότι
οι κοινωνικές και πολιτιστικές ευαισθησίες
του ζητήματος της νομικής αναγνώρισης
των λεσβιακών ζευγαριών έδωσε σε
κάθε Χώρα που συμμετέχει στη Σύμβαση
ένα ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για την
επλογή της στιγμής και τις λειτουργίες
ενός συγκεκριμένου νομικού πλαισίου.
Περαιτέρω στηρίχθηκε στις διατάξεις
του Πρωτοκόλλου Αριθ. 15. Σημείωσε ότι
το ίδιο περιθώριο είχε προβλεφθεί στη
νομοθεσία της ΕΕ, και ιδίως στο Άρθρο 9
της Χάρτας των Δικαιωμάτων. Το θέμα αυτό
είχε ως συνέπεια να αφεθεί ατομικά στη
Χώρα (στην προκειμένη περίπτωση της
Ιταλίας), η οποία ήταν ο μόνος φορέας
που μπορεί να έχει γνώση της "κοινής
λογικής" της δικής της κοινότητας,
ιδίως όσον αφορά ένα ευαίσθητο θέμα που
επηρέασε την ευαισθησία των προσώπων
και την πολιτιστική τους ταυτότητα, και
όπου ήταν καιρός κατ' ανάγκη να επιτευχθεί
η σταδιακή ωρίμανση μιας κοινής αίσθησης
της εθνικής κοινότητας σχετικά με την
αναγνώριση αυτής της νέας μορφής της
οικογένειας κατά την έννοια της Σύμβασης.
124.
Κατά την άποψη της Κυβέρνησης, το
Δικαστήριο δεν είχε την εξουσία να
επιβάλει μια τέτοια υποχρέωση. Ούτε θα
μπορούσε μια τέτοια υποχρέωση να
υπαγορεύεται από άλλες Χώρες, οι οποίες,
εν τω μεταξύ - οι περισσότερες από αυτές
μόλις πρόσφατα (Δείτε για παράδειγμα,
τη Μάλτα, 2014) - είχαν ψηφίσει έναν
νόμο, ως αποτέλεσμα μιας εγχώριας
διαδικασίας της κοινωνικής ωρίμανσης.
Η Κυβέρνηση σημείωσε ότι, κατά τη στιγμή
της υποβολής των παρατηρήσεών της,
λιγότερο από το ήμισυ των ευρωπαϊκών
Συμβαλλόμενων Χωρών είχαν παράσχει
νομικές μορφές προστασίας για άγαμα
ζευγάρια, περιλαμβανομένων των
λεσβιακών ζευγαριών, και πολλές
το είχαν πράξει μόλις πρόσφατα (για
παράδειγμα, η Αυστρία το 2010, η Ιρλανδία
το 2011, και η Φινλανδία το 2012), και οι άλλες
μισές δεν προέβλεπαν κάτι. Περαιτέρω
έκρινε πως το γεγονός ότι στο τέλος της
σταδιακής εξέλιξης της Χώρας ήταν σε
μια απομονωμένη θέση όσον αφορά την
πτυχή της νομοθεσίας της δεν σημαίνει
απαραίτητα ότι η πτυχή αυτή ήταν σε
σύγκρουση με τη Σύμβαση (αναφέρθηκε
στην υπόθεση Βαλλιανάτος, § 92, ). Η
κυβέρνηση, συνεπώς, θεωρεί ότι καμία
θετική υποχρέωση να νομοθετήσει στο
θέμα των λεσβιακών ζευγαριών δεν
προέρχονταν από οποιοδήποτε Άρθρο της
Σύμβασης. Ήταν μόνη η Χώρα αυτή που
έπρεπε να αποφασίσει εάν θα απαγορεύσει
ή θα επιτρέψει τις λεσβιακές ενώσεις, και επί του παρόντος δεν υπάρχει
τάση για το σκοπό αυτό (για αυτή τη
διαδικασία και το αποτέλεσμα θα μπορούσε
επίσης να δει τις Ηνωμένες Πολιτείες,
όπου κάθε Πολιτεία έχει το δικαίωμα να
ρυθμίζει το θέμα).
125. Όσον αφορά την
κατάσταση που επικρατεί στην Ιταλία, η
Κυβέρνηση αναφέρεται στην απόφαση αριθ.
138/10 (Δείτε παράγραφο 16 ανωτέρω), με την
οποία το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε
αναγνωρίσει τη σημασία που έχει για τα
λεσβιακά ζευγάρια να είναι σε θέση
να δουν την ένωσή τις να αναγνωρίζεται
νομικά, αλλά είχε αφήσει στη Βουλή να
ορίσει την στιγμή, τις μεθόδους και τα
όρια ενός τέτοιου ρυθμιστικού πλαισίου.
Έτσι, σε αντίθεση με την άποψη των
προσφευγόντων, δεν υπήρξε καμία άμεση
υποχρέωση, και το Συνταγματικό Δικαστήριο
δεν κατοχύρωσε μια τέτοια Συνταγματική
υποχρέωση.
Παραπομπή
σε αυτό το εύρημα είχε γίνει στην πρόσφατη
απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου
αριθ. 170/14 σχετικά με το "αναγκαστικό
διαζύγιο" μετά την μετάβαση φύλου.
Ωστόσο, σε αντίθεση με την παρούσα
υπόθεση, στην τελευταία υπόθεση, το
Συνταγματικό Δικαστήριο είχε καλέσει
το νομοθετικό σώμα να ενεργήσει άμεσα,
διότι αφορά πρόσωπα που είχαν ήδη
δημιουργήσει μια συζυγική σχέση που
παρήγαγε επιπτώσεις και συνέπειες που
είχαν ξαφνικά να ανακοπεί. Στην προκειμένη
υπόθεση, το Συνταγματικό Δικαστήριο
αναγνώρισε την ύπαρξη ενός θεμελιώδους
δικαιώματος, με αποτέλεσμα την ανάγκη
να εξασφαλιστεί η νομική προστασία των λεσβιακών ενώσεων, όποτε και όταν
προέκυψε η άνιση μεταχείριση.
Ωστόσο,
είχε ανατεθεί στα τακτικά εθνικά
δικαστήρια ο ρόλος του ελέγχου, για κάθε
υπόθεση χωριστά, αν σε κάθε συγκεκριμένη
υπόθεση, οι κανόνες που προβλέπονται
για ετερό ενώσεις ήταν
επεκτάσιμες στα λεσβιακά ζευγάρια.
Εάν, κατά την άποψη των δικαστηρίων,
υπήρξε άνιση μεταχείριση εις βάρος των λεσβιακών
ζευγαριών, θα μπορούσαν να
παραπέμψουν το ζήτημα στο Συνταγματικό
Δικαστήριο υποστηρίζοντας τον κανόνα
να εξετάζεται αν δημιουργούν διάκριση
και να ζητούν διορθωτικές παρεμβάσεις
από την δικαστίνα.
126.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε περαιτέρω ότι
το ιταλικό κράτος είχε εμπλακεί στην
ανάπτυξη του νομικού καθεστώτος για
την ένωση προσώπων που είναι λεσβίες από
το 1986, μέσω της έντονης συζήτησης και
μια ποικιλία νόμων σχετικά με την
αναγνώριση της πολιτικής ένωσης (και
μεταξύ λεσβιακών ζευγαριών). Το
θέμα πάντα θεωρήθηκε έγκαιρο και σχετικό,
και ο πρόσφατος νόμος για το σκοπό αυτό,
ο οποίος εισήχθη από διάφορα πολιτικά
κόμματα, ήταν στη διαδικασία που
υποβάλλεται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο
(Δείτε παραγράφους 46-47 ανωτέρω). Έτσι,
ενώ σημειώνει την ευρεία κοινωνική και
νομική ζύμωση για το θέμα, η κυβέρνηση
τόνισε ότι το θέμα συνέχισε να συζητείται
τα τελευταία χρόνια. Αναφέρθηκαν
ιδιαίτερα στον Πρόεδρο του ιταλικού
Υπουργικού Συμβουλίου, ο οποίος είχε
δημοσίως υποστηρίξει ότι έχει τεθεί ως
κορυφαία προτεραιότητα η νομική
αναγνώριση των λεσβιακών ενώσεων
και η επικείμενη συζήτηση καθώς και η
εξέταση του νομοσχεδίου
αριθ. 14 από τη Γερουσία σχετικά με την πολιτική ένωση
λεσβιακών ζευγαριών, η οποία, όσον
αφορά τις υποχρεώσεις, αντιστοιχεί
συγκεκριμένα στο θεσμό του γάμου και
τα δικαιώματα επ' αυτών, συμπεριλαμβανομένης
της παιδοθεσίας, των κληρονομικών
δικαιωμάτων, της κατάστασης-status
των παιδιών ενός ζευγαριού, της
υγειονομικής περίθαλψης και της
σωφρονιστικής φροντίδας, της διαμονής
και των οφελημάτων εργασίας. Έτσι, η
Ιταλία ήταν απόλυτα σύμφωνη με το ρυθμό
της ωρίμανσης η οποία θα οδηγήσει σε
μια ευρωπαϊκή συναίνεση, και δεν θα
μπορούσε να κατηγορηθεί που δεν έχει
ακόμα νομοθετήσει επί του θέματος. Αυτή
η έντονη δραστηριότητα τα τελευταία
τριάντα χρόνια έδειξε την πρόθεση εκ
μέρους της Χώρας να βρει μια λύση η οποία
θα συναντηθεί με την δημόσια έγκριση, καθώς
ανταποκρινεται στην ανάγκη προστασίας
ενός μέρους της κοινότητας. Έδειξε
επίσης, ωστόσο, ότι παρά την προσοχή που
δίνεται στο θέμα από διάφορες πολιτικές
δυνάμεις, ήταν δύσκολο να επιτευχθεί
μια ισορροπία μεταξύ των διαφόρων
ευαισθησιών σε ένα τόσο λεπτό και βαθύ
κοινωνικό ζήτημα. Σημείωσε ότι οι λεπτές
επιλογές που συμπεριελήφθησαν στην
κοινωνική και στην νομοθετική πολιτική
χρειάστηκε να επιτύχουν την ομόφωνη
συναίνεση των διαφόρων ρευμάτων σκέψης
και συναισθήματων, καθώς και το θρησκευτικό
συναίσθημα, τα οποία ήταν παρόντα στην
κοινωνία. Προκύπτει λοιπόν ότι το ιταλικό
κράτος δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο
για τη βασανιστική πορεία προς την
αναγνώριση των λεσβιακών ενώσεων.
127. Η κυβέρνηση, ωστόσο, υποστήριξε ότι είχε
ακόμα, με πολλούς τρόπους, αποδείξει
ότι αναγνωρίζονται οι λεσβιακές
ενώσεις ως νομικά υπάρχουσες και
σχετικές, και ότι τους είχε προσφέρει
ειδικές και συγκεκριμένες μορφές νομικής
προστασίας, μέσω δικαστικών και
εξωδικαστικών μέσων. Η εγχώρια δικαστική νομολογία είχε στις περισσότερες υποθέσεις
αναγνωρίσει τις λεσβιακές ενώσεις ως
μια πραγματικότητα, με τη νομική και
κοινωνική σημασία. Πράγματι, τα ιταλικά
ανώτατα δικαστήρια αναγνώρισαν ότι, σε
ορισμένες συγκεκριμένες περιστάσεις,
τα λεσβιακά ζευγάρια μπορεί να έχουν
τα ίδια δικαιώματα με τα έγγαμα ετερό ζευγάρια: αναφέρθηκε στις αποφάσεις
Συνταγματικού Δικαστηρίου αριθ. 138/10,
276/2010 και 4/2011 (όλες αναφέρονται παραπάνω)
και ιδιαίτερα στον Άρειο Πάγο στην
απόφαση αριθ. 4184/12, καθώς και το διάταγμα
Reggio Emilia, της 13ης Φεβρουαρίου 2012 και στην
απόφαση του Δικαστηρίου της Grosseto (Δείτε
παράγραφο 37 ανωτέρω): σύμφωνα με την
κυβέρνηση, μετά την τελευταία απόφαση
καταχώρησης τέτοιων γάμων έγινε κοινή
πρακτική (ένα παράδειγμα ήταν η απόφαση
του Δήμου του Μιλάνο, της 7ης Μαΐου 2013).
128. Η Κυβέρνηση τόνισε ότι η προστασία των λεσβιακών ζευγαριών δεν περιορίζεται στην αναγνώριση της ένωσης και της ίδιας της οικογενειακής σχέσης. Ήταν πραγματικά εξασφαλισμένη με ειδική αναφορά σε συγκεκριμένες πτυχές της κοινής ζωής τις. Η Κυβέρνηση αναφέρθηκε σε μια σειρά αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων: την κρίση του Δικαστηρίου της Ρώμης αριθ. 13445/82 της 20ης Νοεμβρίου 1982, το οποίο, σε μια υπόθεση που αφορά τη μίσθωση ενός διαμερίσματος, στην οποία θεωρείται πως η συμβίωση ενός λεσβιακού ζευγαριού είναι επί ίσοις όροις με εκείνη ενός ετερό ζευγαριού, η διαταγή του Δκαστηρίου του Μιλάνο της 13ης Φεβρουαρίου 2011, στην οποία επιζώσα συντρόφισα, η οποία είχε μια μακροχρόνια σχέση με το θύμα, απονεμήθηκε μη χρηματική αποζημίωση για την απώλεια της συντρόφισάς της, η διαταγή του Δικαστηρίου του Μιλάνο της 13ης Νοεμβρίου 2009 [sic] αποδέχθηκε την προσφυγή ως πολιτικώς ενάγουσας της λεσβίας συντρόφισας του θύματος για τους σκοπούς της αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη, απόφαση αριθ. 7176/12 του Εφετείου του Μιλάνο, Εργατικό Τμήμα της 29ης Μαρτίου 2012, που κατατέθηκε στο σχετικό μητρώο στις 31 Αυγούστου 2012, το οποίο χορήγησε στην λεσβία συντρόφισα τα επιδόματα πρόνοιας που καταβάλλονται από την εργοδοσία προς την οικογένεια που ζει με την υπάλληλο, απόφαση του Δικαστηρίου Ανηλίκων της Ρώμης αριθ. 299/14 της 30ης Ιουνίου 2014 χορήγησε "το δικαίωμα σε ένα λεσβιακό ζευγάρι" [sic], σωστά: το δικαίωμα μίας κοινωνικής (μη-βιολογικής) "μητέρας" να παιδοθετήσει το παιδί της λεσβίας συντρόφισάς της (σχεδιάστηκε μέσω ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, στο εξωτερικό, κατ' εφαρμογή της επιθυμίας τις για την από κοινού μητρότητα) με δεδομένο το καλύτερο για το συμφέρον του παιδιού.
129. Η κυβέρνηση τόνισε περαιτέρω ότι τα λεσβιακά ζευγάρια που επιθυμούν να δώσουν ένα νομικό πλαίσιο για τις διάφορες πτυχές της κοινωνικής ζωής τις θα μπορούσαν να συνάψουν συμβόλαια συγκατοίκησης ( contratti di convivenza-συμβόλαια συγκατοίκησης). Τα συμβόλαια αυτά είναι ενεργοποιημένα για τα λεσβιακά ζευγάρια ώστε να ρυθμίζουν τις πτυχές που σχετίζονται με i) τον τρόπο κατανομής των κοινών εξόδων, ii) τα κριτήρια για την κατανομή της κυριότητας των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της συγκατοίκησης, iii) τον τρόπο χρήσης της κοινής κατοικίας (είτε ανήκει στην μία ή και στις δύο εταίρους), iv) την διαδικασία για τη διανομή των περιουσιακών στοιχείων σε περίπτωση καταγγελίας της συγκατοίκησης, v) τις διατάξεις σχετικά με τα δικαιώματα σε περιπτώσεις σωματικής ή ψυχικής ασθένειας ή ανικανότητας, και vi) τις πράξεις της διαθήκης υπέρ των συντροφισών που συγκατοικούν. Τα συμβόλαια αυτά είχαν πρόσφατα δημοσιευθεί από το Εθνικό Συμβούλιο Συμβολαιογράφων, υπό το πρίσμα του φαινομένου των αυξανόμενων de facto ενώσεων. Η κυβέρνηση εξήγησε ότι, προκειμένου να δώσει στα συμβόλαια συγκατοίκησης την οργανική φύση του νομικού πλαισίου για τις de facto ενώσεις, είτε μεταξύ λεσβιακών είτε ετερό ζευγαριών, η πρόταση είχε γίνει για τον Αστικό Κώδικα που πρόκειται να τροποποιηθεί, την οποία εισήγαγε το κανονιστικό σώμα που θα ασχολείται με αυτές τις καταστάσεις (Αστικός Κώδικα Κεφάλαιο XXVI, Άρθρο 1986 bis et Sequi).
130. Η Κυβέρνηση περαιτέρω σημείωσε ότι από το 1993, ένας αυξανόμενος αριθμός Δήμων (μέχρι στιγμής 155), είχε δημιουργήσει ένα Μητρώο Πολιτικών Ενώσεων, το οποίο επέτρεπε σε λεσβιακά ζευγάρια να εγγραφούν από μόνα τους για την αναγνώριση τους ως οικογένειες, για τους σκοπούς των διοικητικών, των πολιτικών, της κοινωνικής και της πολιτικής για την προστασία της πόλης. Αυτό συνέβη σε μικρές και μεγάλες πόλεις, και ήταν μια αδιαμφισβήτητη ένδειξη μιας προοδευτικής και αυξανόμενης κοινωνικής συναίνεσης υπέρ της αναγνώρισης αυτών των οικογενειών. Όσον αφορά το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα αυτής της μορφής προστασίας, η κυβέρνηση αναφέρει ως παράδειγμα τους κανονισμούς του μητρώου των πολιτικών ενώσεων που έχουν εκδοθεί από την πόλη του Μιλάνο (ψήφισμα αριθ. 30 της 26ης Ιουλίου 2012), σύμφωνα με το οποίο η πόλη έχει διαπράξει την προστασία και την υποστήριξη των πολιτών ενώσεων, προκειμένου να ξεπεραστούν καταστάσεις των διακρίσεων και την προώθηση της ένταξης στην κοινωνική, στην πολιτιστική και στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Οι θεματικές περιοχές στις οποίες απαιτείται δράση προτεραιότητας ήταν αυτές της στέγασης, της υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών, των πολιτικών για τη νεολαία, των γονέων και των ηλικιωμένων, της άθλησης και της ψυχαγωγίας, της εκπαίδευσης, του σχολείου και των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, των δικαιωμάτων, της συμμετοχής και της μεταφοράς. Οι πράξεις της διοίκησης ήταν για να παρέχουν χωρίς διακρίσεις πρόσβαση σε αυτές τις περιοχές και να αποτρέψουν τις συνθήκες της κοινωνικής και οικονομικής μειονεξίας. Μέσα στην πόλη του Μιλάνο, ένα πρόσωπο που έχει εγγραφεί στο ληξειαρχείο είναι ισοδύναμο με "την πλησιέστερη συγγενή του προσώπου με το οποίο αυτή έχει καταχωρηθεί" για τους σκοπούς της υποστήριξης. Το Δημοτικό Συμβούλιο, μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, να χορηγήσει Πιστοποιητικό της Πολιτικής Ένωσης βασίζεται σε ένα συναισθηματικό δεσμό αμοιβαίας, ηθικής και υλικής υπο-στήριξης.
131. Η Κυβέρνηση υποστήριξε επίσης ότι από το 2003 η ιταλική νομοθεσία έθεσε την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία στο πλαίσιο της οδηγίας 2000/78/ ΕΓ. Σημείωσαν ότι η προστασία των πολιτικών ενώσεων έλαβε μεγαλύτερη αποδοχή σε ορισμένους τομείς του κράτους από ό,τι σε άλλους. Ως παράδειγμα, αναφέρθηκε στην απόφαση της Εγγύησης της Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (ένα συλλογικό όργανο που αποτελείται από τέσσερις εκλεγμένες βουλεύτριες που ασχολείται με την προστασία των προσωπικών δεδομένων) της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, η οποία αναγνώρισε το δικαίωμα της επιζώσας να ζητήσει ένα αντίγραφο ιατρικών αρχείων της εκλιπούσης εταίρου, παρά την αντίθεση των κληρονόμων”.
132. Με τις παρατηρήσεις της σε απάντηση, η κυβέρνηση αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι ο στόχος του προσβαλλομένου μέτρου, ή μάλλον η απουσία ενός τέτοιου μέτρου, ήταν να προστατεύσει την παραδοσιακή οικογένεια ή τα ήθη της κοινωνίας (όπως είχαν ισχυρισθεί οι προσφεύγοντες).
133. Πιο συγκεκριμένα, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, η κυβέρνηση διακρίνει την παρούσα υπόθεση από εκείνη της υπόθεσης Βαλλιανάτος. Παρατήρησε ότι δεν ήταν δυνατόν ακόμη να αναφερθεί ότι υπήρχε μια κοινή ευρωπαϊκή άποψη για το θέμα αυτό και οι περισσότερες χώρες, στην πραγματικότητα, εξακολουθούν να στερούνται αυτού του είδους ρυθμιστικού πλαισίου. Περαιτέρω επικαλέστηκε τα πορίσματα του Δικαστηρίου στην υπόθεση Schalk και Kopf. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι ενώ το ιταλικό κράτος είχε εμπλακεί στην ανάπτυξη μιας σειράς νομοσχεδίων που αφορούν τα de facto ζευγάρια, δεν είχε δώσει αφορμή για άνιση μεταχείριση ή διακρίσεις. Ομοίως, δεδομένου της συμπαγούς αναγνώρισης και της νομικής προστασίας μέσω των δικαστηρίων, της νομοθετικής και διοικητικής προστασίας που απονέμεται σε λεσβιακά ζευγάρια (όπως περιγράφεται παραπάνω), η συμπεριφορά του ιταλικού κράτους δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εισάγει διακρίσεις. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες δεν είχαν δώσει συγκεκριμένες λεπτομέρειες της ταλαιπωρίας την οποία ισχυρίστηκαν, και κάθε αφηρημένη ή γενική ζημία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εισάγει διακρίσεις. Αν ήταν έτσι, θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ότι εισάγει διακρίσεις εις βάρος άγαμων ετερό ζευγαριών, καθώς δεν υπάρχει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των δύο προαναφερθέντων τύπων των ζευγαριών.
Την είδηση την βρήκαμε στις 21.10.2015 και την μεταφράσαμε από την
http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-156265#{%22itemid%22:[%22001-156265%22]}