9 Μαρ 2016

ΕΔΑΔ υπόθεση των Oliari και λοιπών κατά Ιταλίας 7


(β) Οι προσφεύγοντες της προσφυγής αριθ. 36030/11
110. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι ενόψει της θετικής τάσης που καταγράφηκε στην Ευρώπη, το Δικαστήριο θα πρέπει τώρα να επιβάλλει την θετική υποχρέωση οι Χώρες να εξασφαλίζουν πως τα λεσβιακά ζευγάρια έχουν πρόσβαση σε ένα θεσμό, ανεξαρτήτως ονομασίας, ο οποίος να είναι περισσότερο ή λιγότερο ισοδύναμος με το γάμο. Αυτό συγκεκριμένα δεδομένου πως γνωρίζουν ότι στην Ιταλία το Συνταγματικό Δικαστήριο επικύρωσε την ανάγκη για λεσβιακές ενώσεις αναγνωρισμένες νομικά με τα σχετικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, παρά ταύτα, το νομοθετικό σώμα έχει παραμείνει αδρανές.

111. Οι προσφεύγοντες σημείωσαν ότι η κυβέρνηση είχε αποτύχει να αποδείξει πώς η αναγνώριση των λεσβιακών ενώσεων θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις πραγματικές και υφιστάμενες "παραδοσιακές οικογένειες". Ούτε η κυβέρνηση εξήγησε πως η πρόληψη τυχόν δυσμενών επιπτώσεων, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικά μέσα. Οι προσφεύγοντες σημείωσαν επίσης ότι η εξεύρεση μιας παραβίασης στην προκειμένη υπόθεση θα υποχρέωνε μόνο την Ιταλία να λάβει νομοθετικά μέτρα στον τομέα αυτό, αφήνοντας στο κράτος το χώρο για την αντιμετώπιση κάθε νόμιμου σκοπού, με την προσαρμογή της σχετικής νομοθεσίας. Αυτό οδήγησε στο περιθώριο εκτίμησης, το οποίο ήταν ιδιαίτερα στενό σε σχέση με συνολική άρνηση της νομικής αναγνώρισης για τα λεσβιακά ζευγάρια, αντιθέτως, ήταν, η ύπαρξη σε σχέση με τη μορφή και το περιεχόμενο αυτής της αναγνώρισης, η οποία όμως δεν ήταν το αντικείμενο αυτής της προσφυγής. Περαιτέρω σημείωσαν ότι η παρούσα υπόθεση δεν εγείρει ηθικά και δεοντολογικά ζητήματα οξείας ευαισθησίας (τέτοια όπως το ζήτημα της άμβλωσης) ούτε εμπλέκει την ισορροπία με τα δικαιώματα των άλλων, ιδίως των παιδιών (όπως η παιδοθεσία από λεσβίες, αμφισεξουαλικές): η παρούσα υπόθεση απλά σχετίζεται με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταίρων προς την άλλη εταίρο (ανεξάρτητα από την αναγνώριση των δικαιωμάτων, όπως των γονικών δικαιωμάτων, την παιδοθεσία ή την πρόσβαση σε ιατρικά υποβοηθούμενη δημιουργία παιδιών).

112. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι στην υπόθεση Schalk και Kopf σε μία από τις κεκλεισμένων των θυρών ακροάσεις-ένα από τα Τμήματα του Δικαστηρίου δεν διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8, με οριακή πλειοψηφία (4-3), θεωρώντας ότι οι Χώρες διέθεταν το περιθώριο εκτιμήσεως ως προς η χρονική στιγμή της αναγνώρισης, και ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ακόμα μία πλειοψηφία Χωρών που να προέβλεπαν μια τέτοια αναγνώριση. Οι προσφεύγοντες σημείωσαν ότι μέχρι τον Ιούνιο 2014 (ημερομηνία παρατηρήσεων) 22 από τις 47 Χώρες αναγνώριζαν κάποια μορφή ένωσης των λεσβιακών ζευγαριών. Αυτές περιλαμβάνονται όλες στο Συμβούλιο της Ευρώπης (ΣτΕ-CoE) ιδρυτικές Χώρες, εκτός από την Ιταλία, χώρες που επίσης μοιράζονται, όπως η Ιταλία, την βαθιά προσήλωση στην Καθολική θρησκεία (όπως η Ιρλανδία και η Μάλτα). Επίσης, πλέον η Ελλάδα είχε την υποχρέωση να εισαγάγει μια τέτοια αναγνώριση μετά την απόφαση στην υπόθεση Βαλλιανάτος. Αυτό σήμαινε πως, κατά το χρόνο που υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους, το 49% των Χωρών είχε αναγνωρισμένη την ένωση των λεσβιών. Ωστόσο, οι προσφεύγοντες σημείωσαν, με σεβασμό, πως στην Schalk και Kopf το Τμήμα είχε λάβει ως καθοριστικό παράγοντα "την πλειοψηφία των Χωρών μελών", ενώ στην προηγούμενη νομική απόφαση (δηλαδή στην υπόθεση Christine Goodwin κατά Αγγλίας [GC], αριθ. 28957/95, § 84, EΔΑΔ 2002-VI), παρά το μικρό κοινό πεδίου που υπήρχε μεταξύ των Χωρών, και το γεγονός πως η ευρωπαϊκή κοινή προσέγγιση εξακολουθεί να απουσιάζει, η Ολομέλεια επέλεξε να δώσει λιγότερη σημασία σε αυτά τα κριτήρια και να δώσει περισσότερη σημασία για τις σαφείς και μη αμφισβητούμενες αποδείξεις μιας συνεχιζόμενης διεθνούς τάσης. Περαιτέρω, οι προσφεύγοντες σημείωσαν ότι στην προκειμένη υπόθεση δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι υπήρχε συναίνεση σχετικά με την πρακτική που ακολουθείται από την Ιταλία.

113. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να μειωθεί ώστε να γίνει ένας "λογιστής" της πλειοψηφίας των εθνικών απόψεων. Αντιθέτως, θα έπρεπε να είναι ο θεματοφύλακας της Σύμβασης και των βασικών αξιών της, οι οποίες περιλαμβάνουν την προστασία των μειονοτήτων (αναφέρθηκαν στην σύνδεση με την υπόθεση L. και V. κατά Αυστρίας, αριθ. 39392/98 και 39829/98, § 52, EΔΑΔ 2003-I, και υπόθεση Smith και Grady κατά Αγγλίας, αριθ. 33985/96 και 33986/96, § 97, EΔΑΔ 1999-VI). Οι προσφεύγοντες σημείωσαν πως η προκατάληψη ήταν ακόμη παρούσα σε όλη την Ευρώπη, και μπορεί να είναι ισχυρότερη σε ορισμένες χώρες όπου η προκατάληψη κατά των λεσβιών, αμφσεξουαλικών είχε τις ρίζες της στις παραδοσιακές, αν όχι αρχαϊκές, καταδικαστικές αντιλήψεις και όπου τα δημοκρατικά ιδεώδη και οι πρακτικές είχαν εδραιωθεί μόνο τις τελευταίες χρονιές. Οι προσφεύγοντες σημείωσαν ότι εμπειρικά στοιχεία (που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο) έδειξαν ότι η έλλειψη αναγνώρισης των λεσβιακών ζευγαριών σε μια δεδομένη κατάσταση αντιστοιχούσε σε χαμηλότερο βαθμό κοινωνικής αποδοχής της λεσβιακότητας, ομοερωτικότητας. Προκύπτει λοιπόν ότι με την απλή αναβολή κανονιστικών επιλογών των εθνικών αρχών, το Δικαστήριο θα παραλείψει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ορισμένες εθνικές επιλογές βασίζονταν στην πραγματικότητα στην επικρατούσα στάση διακρίσεων εις βάρος των λεσβιών, αμφισεξουαλικών, παρά καθοδηγείται από το αποτέλεσμα μιας γνήσιας δημοκρατικής διαδικασίας από τη θεώρηση του τι είναι απολύτως αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία.

114. Κατά την άποψη των προσφευγόντων, ακόμη και η αποδοχή ενός ορισμένου περιθωρίου εκτιμήσεως δεν ήταν κατάλληλο για την ιταλική κυβέρνηση να βασίζεται σε αυτό για το συγκεκριμένο λόγο ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν κάνει δεκτή την ύπαρξη στο εθνικό συνταγματικό δίκαιο την υποχρέωση να αναγνωρίσει τις λεσβιακές ενώσεις. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου άπαξ η Χώρα παρείχε το δικαίωμα στο εθνικό δίκαιο και ήταν τότε που υποχρεώθηκε να παρέχει αποτελεσματική και χωρίς διακρίσεις προστασία του εν λόγω δικαιώματος (αναφέρθηκαν στην υπόθεση Α, Β και C κατά Ιρλανδίας [GC], αρ. 25579/05, § 249, ΕΔΑΔ 2010). Οι προσφεύγοντες σημείωσαν ότι η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου αριθ. 138/10 είχε ως αποτέλεσμα να επιβεβαιώσει την ύπαρξη ενός συνταγματικού θεμελιώδους δικαιώματος των λεσβιών συντροφισών να επιτύχουν την αναγνώριση της ένωσής τις και, για το σκοπό αυτό, ένα συνταγματικό καθήκον κατά το νομοθετικό σώμα είναι να θεσπίσει ένα κατάλληλο γενικό κανονισμό σχετικά με την αναγνώριση των λεσβιακών ενώσεων, με συνέπεια τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταίρων. Η αναγνώριση από τα εθνικά δικαστήρια ότι η έννοια της οικογένειας δεν περιορίζεται στην παραδοσιακή έννοια που βασίζεται στο γάμο είχε προχωρήσει ακόμη και πέρα από την απόφαση αριθ. 138/10. Άλλες αποφάσεις στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, έκριναν ότι ως θέμα του εθνικού συνταγματικού δικαίου η έννοια της παραδοσιακής οικογένειας έπαιξε ένα μικρό ρόλο στο να δικαιολογήσει περιορισμούς: παραδείγματα αφορούν στην ιατρικά υποβοηθούμενη αναπαραγωγή (Αριθ. 162/14 και 151/09.), κανόνες σχετικά με τη μετάβαση του ονόματος της οικογένειας στα παιδιά (αριθ. 61/06.), το δικαίωμα μίας εταίρου να πετύχει ένα συμβόλαιο μίσθωσης (αριθ. 404/88.), και το δικαίωμα της εταίρου να αποφεύγει να είναι μάρτυρας σε δικαστικές διαδικασίες (αρ. 7/97).

115. Η έλλειψη αναγνώρισης της ένωσής τους επηρεάζει και θέτει σε μειονεκτική θέση τους προσφεύγοντες με πολλούς ειδικούς και συγκεκριμένους τρόπους. Οι προσφεύγοντες σημείωσαν ότι ακόμη και αν ο νόμος αναγνώρισε κάποια συγκεκριμένα και περιορισμένα δικαιώματα για τα μη έγγαμα (λεσβιακά ή ετερό) ζευγάρια, αυτά δεν εξαρτώνται από την κατάσταση, αλλά από μια de facto κατάσταση της συγκατοίκησης, το έθιμο των συζύγων-more uxorio*1. Στην πραγματικότητα, στις εθνικές υποθέσεις που αφορούν αποζημίωση στην περίπτωση θανάτου μίας εταίρου, ο Άρειος Πάγος (απόφαση υπ 'αριθ. 23725/08) έκρινε ότι για τους σκοπούς αυτούς η ύπαρξη μιας σταθερής σχέσης που παρέχει αμοιβαία, ηθική και υλική βοήθεια θα πρέπει να αποδειχθεί, και ότι οι δηλώσεις γίνονται από τις ενδιαφερόμενες ιδιώτισες (ενόρκως) ή πως οι ενδείξεις που δίνονται στη διοίκηση για τους σκοπούς των στατιστικών στοιχείων δεν θα αρκούσαν. Έτσι, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι για να ασκήσουν ή να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, δεν μπορούσαν να επικαλεστούν την κατάσταση που προκύπτει από την πράξη κοινής βούλησης, αλλά έπρεπε να καταφύγουν στο να αποδείξουν την ύπαρξη μιας πραγματικής κατάστασης. Επιπλέον, μόνο ένας περιορισμένος αριθμός δικαιωμάτων είχε αναγνωριστεί σε σχέση με τις de facto εταίρους, και στις περισσότερες υποθέσεις παρέμειναν χωρίς νομική προστασία. Υπέβαλαν τα ακόλουθα ως έναν ανεξάντλητο κατάλογο πρόσφατων παραδειγμάτων (βάσει των νομικών διατάξεων, και ορισμένες υποθέσεις που έχουν επιβεβαιωθεί από τη νομολογία):

ο νόμος απέτυχε να ρυθμίσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταίρων (όπως σημειώνεται, επίσης, από το Συνταγματικό Δικαστήριο) σε τομείς όπως η υλική και ηθική βοήθεια μεταξύ των εταίρων, τις ευθύνες όσον αφορά τη συμβολή στις ανάγκες της οικογένειας, ή τις επιλογές τους σχετικά με την οικογενειακή ζωή, υπήρχε έλλειψη στα κληρονομικά δικαιώματα στην περίπτωση της εξ αδιαθέτου διαδοχής, οι de facto εταίροι δεν είχαν δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα (legitim) και η επιζώσα εταίρος δεν απολαμβάνει το εμπράγματο δικαίωμα να ζει στο σπίτι της οικογένειας που ανήκει στην θανούσα εταίρο (απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου αριθ. 310/89.), δεν υπήρχε κανένα δικαίωμα για να έχει (απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου αριθ. 461/2000.) σύνταξη ως επιζώσα, οι de facto εταίροι είχαν περιορισμένα δικαιώματα σχετικά με τη συνδρομή στην νοσηλευόμενη εταίρο, όταν η τελευταία δεν ήταν σε θέση να εκφράσει την θέλησή της, κατ' αρχήν μια de facto εταίρος δεν είχε κανένα δικαίωμα να έχει πρόσβαση στο ιατρικό αρχείο της συντρόφισας της (αν και η Εγγύηση της Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων στην απόφασή της στις 17 Σεπτεμβρίου 2009, βρέθηκε να είναι διαφορετική, σε περίπτωση απόδειξης της γραπτής συγκατάθεσης), οι de facto εταίροι δεν έχουν τα δικαιώματα και τα καθήκοντα υποστήριξης, οι de facto εταίροι δεν δικαιούνται ειδική άδεια από την εργασία για να στηρίξουν την συντρόφισα που τυχόν πλήττεται από σοβαρή αναπηρία, οι de facto εταίροι δεν επωφελούνται από το μεγαλύτερο τμήμα της φορολογίας ή των κοινωνικών πολιτικών που σχετίζονται με την οικογένεια: για παράδειγμα, θα μπορούσαν να επωφεληθούν από φορολογικές εκπτώσεις που ισχύουν για τις εξαρτώμενες συζύγους, και οι de facto εταίροι δεν έχουν πρόσβαση στην παιδοθεσία ή στην ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.

116. Οι προσφεύγοντες σημείωσαν ότι ενώ ένας ορισμένος περιορισμένος βαθμός προστασίας θα μπορούσε να είχε ληφθεί μέσω ιδιωτικών συμφωνιών, αυτό ήταν άσχετο, και πως η Ολομέλεια του Δικαστηρίου είχε ήδη απορρίψει ένα τέτοιο επιχείρημα στην υπόθεση Βαλλιανάτος (§ 81). Επιπλέον, οι ρυθμίσεις αυτές ήταν χρονοβόρες και δαπανηρές, καθώς και αγχωτικές, και πάλι ήταν ένα βάρος και μόνο για να πραγματοποιηθούν από τους προσφεύγοντες και όχι από ετερό ζευγάρια, τα οποία θα μπορούσαν να επιλέξουν το γάμο, ή από ζευγάρια που δεν ενδιαφέρονται να έχουν οποιαδήποτε νομική αναγνώριση. Η έλλειψη νομικής αναγνώρισης της ένωσης, εκτός από το να προκαλεί νομικά και πρακτικά προβλήματα, εμπόδισε επίσης τους προσφεύγοντες από το να έχουν μια τελετετουργική δημόσια τελετή, μέσω της οποίας θα μπορούσαν, υπό την προστασία του νόμου, επίσημα να αναλάβουν τα σχετικά καθήκοντα η μία προς την άλλη και ο ένας προς τον άλλο. Θεωρούσαν ότι τέτοιες τελετές φέρνουν την κοινωνική νομιμοποίηση και αποδοχή, και ιδιαίτερα στην περίπτωση των λεσβιών, αμφισεξουαλικών είναι μια κίνηση στο να δείξουν ότι έχουν επίσης το δικαίωμα να ζήσουν ελεύθερα και να ζήσουν τις σχέσεις τους σε ισότιμη βάση, τόσο ιδιωτικά όσο και δημόσια. Οι προσφεύγοντες σημείωσαν ότι η απουσία μιας τέτοιας αναγνώρισης επέφερε στα λεσβιακά, αμφισεξουαλικά ζευγάρια την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια κατώτερη κατηγορία προσώπων, παρά το ότι οι ανάγκες τους στον τομέα της αγάπης είναι ίδιες.

117. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν πως το γεγονός ότι 155 από τους υπάρχοντες 8.000 Δήμους είχαν πρόσφατα θεσπίσει αυτό που είναι γνωστό ως "καταχωρημένες πολιτικές ενώσεις" δεν είχε διορθώσει την κατάσταση. Αποδοχόμενοι την πολιτική και την συμβολική σημασία τους, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι οι εν λόγω καταχωρήσεις, διατίθενται μόνο σε ένα μικρό τμήμα της επικράτειας, ήταν απλώς διοικητικές πράξεις οι οποίες δεν ήταν σε θέση να παρέχουν κάτι σχετικό με την κατάσταση των προσφευγόντων ή να παραχωρήσουν οποιαδήποτε νομικά δικαιώματα. Οι πρωτοβουλίες αυτές μαρτυρούν μόνο την προθυμία ορισμένων αρχών να περιλαμβάνουν τις ενώσεις εκτός γάμου κατά τη λήψη μέτρων που αφορούν τις οικογένειες, στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων τους.

118. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι η φερόμενη παραβίαση ήταν μια άμεση συνέπεια του κενού στο νομικό σύστημα που ισχύει. Οι προσφεύγοντες ήταν σε σχετικά παρόμοια κατάσταση με εκείνη ενός ετερό ζευγαριού όσον αφορά την ανάγκη τους για νομική αναγνώριση και προστασία της σχέσης τους. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι ήταν επίσης σε θέση η οποία ήταν σημαντικά διαφορετική από εκείνη των ετερό ζευγαριών που, αν και μπορούν να επιλέξουν τον γάμο, δεν επιθυμούν να αποκτήσουν νομική αναγνώριση της ένωσής τους. Σημείωσαν ότι η μόνη βάση για τη διαφορετική μεταχείριση που υπέστησαν οι προσφεύγοντες ήταν σεξουαλικός προσανατολισμός τους, και ότι η κυβέρνηση παρέλειψε να δώσει σοβαρές αιτίες που να δικαιολογούν μια τέτοια μεταχείρηση, η οποία αποτελούσε άμεση διάκριση. Ούτε υπήρχε καμία δικαιολογία που να υποβλήθηκε ως προς το γιατί υπόκεινται σε έμμεση διάκριση, δεδομένου ότι αντιμετωπίστηκαν με τον ίδιο τρόπο όπως και τα πρόσωπα που βρίσκονταν σε σημαντικά διαφορετική κατάσταση (αναφέρθηκαν στην υπόθεση Θλιμμένος κατά Ελλάδας [GC], αριθ. 34369/97, ΕΔΑΔ 2000-IV), δηλαδή των ετερό ζευγαριών που δεν ήταν πρόθυμα να τελέσουν γάμο.

119. Η Κυβέρνηση, στηριζόμενη αποκλειστικά στο περιθώριο της εκτίμησης της, δεν έδωσε κάποιες αιτίες, πόσο μάλλον κάποια βαρυσήμαντη, για να δικαιολογήσει μια τέτοια κατάσταση. Κατά την άποψη των προσφευγόντων, η στάση αυτή ήταν ήδη αρκετή για να διαπιστωθεί παραβίαση των προαναφερθεισών διατάξεων.

120. Παρ' όλα αυτά, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διαφορετική μεταχείριση μπορεί να θεωρηθεί ότι στοχεύει στην "προστασία της οικογένειας με την παραδοσιακή έννοια", δεδομένης της εξελισσόμενης νομολογίας του Δικαστηρίου έκρινε ότι θα ήταν απαράδεκτο να πλαισιώσει περιορισμούς βάσει του σεξουαλικού προσανατολισμού ως στόχο την προστασία της δημόσιας ηθικής. Αυτό, κατά την άποψή τους, θα είναι σε ριζική αντίθεση με τις απαιτήσεις του πλουραλισμού, της ανεκτικότητας και του ευρέως πνεύματος, χωρίς τα οποία δεν υπήρξε καμία δημοκρατική κοινωνία (αναφέρθηκαν στην υπόθεση Handyside κατά Αγγλίας, 7 Δεκεμβρίου 1976, § 50, Σειρά A αριθ. 24). Σε σχέση με την έννοια της παραδοσιακής οικογένειας, οι προσφεύγοντες ανέφεραν τα πορίσματα του Δικαστηρίου στην υπόθεση Βαλλιανάτος (αναφέρεται ανωτέρω, § 84) και στην υπόθεση Konstantin Markin (αναφέρεται ανωτέρω, § 127).

121. Τέλος, σημείωσε ότι στην υπόθεση Βαλλιανάτος, το Δικαστήριο τόνισε ότι "η αρχή της αναλογικότητας δεν απαιτεί απλώς το επιλεγμένο μέτρο να είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Πρέπει επίσης να αποδειχθεί ότι ήταν αναγκαίο, για την επίτευξη του στόχου αυτού, να εξαιρεθούν ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων -σε αυτό το παράδειγμα, πρόσωπα που ζουν σε μια λεσβακή, αμφισεξουαλική σχέση- από το πεδίο εφαρμογής των επίμαχων διατάξεων ... το βάρος της προς τούτο απόδειξης ανήκει στην εναγόμενη κυβέρνηση". Επιπλέον, η μη ανάγκη για κάποιο περιορισμό ήταν να αξιολογηθεί σε σχέση με τις αρχές που συνήθως επικρατούν σε μια δημοκρατική κοινωνία (αναφέρθηκαν στην υπόθεση Konstantin Markin, αναφέρεται ανωτέρω).


Βρίσκεστε στο 7ο μέρος για να βρεθείτε στο 8ο μέρος πατήστε εδώ 
 
Την είδηση την βρήκαμε στις 21.10.2015 και την μεταφράσαμε από την
http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-156265#{%22itemid%22:[%22001-156265%22]}

*1 more uxorio=δύο άνθρωποι που αν και δεν έχουν τελέσει γάμο ζουν ως σύζυγοι. Από το λατινικό Moris=έθιμο τρόπος ζωής σύμφωνα με το έθιμο να ζουν ως σύζυγοι