8 Μαρ 2016

ΕΔΑΔ υπόθεση των Oliari και λοιπών κατά Ιταλίας 14


Η χωριστή γνώμη του δικαστή Mahoney ενώνεται με αυτήν των δικαστών Tsotsoria και Vehabović ως μειοψηφούντες.

1. Εμείς, οι τρεις δικαστές υπογράφουμε αυτή τη σύμφωνη γνώμη, ψηφίσαμε με τις τέσσερις συναδέλφισες-ους μας για την παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης στην παρούσα υπόθεση, αλλά βάσει διαφορετικής, στενότερης αιτιολόγης. Με λίγα λόγια, δεν βρίσκουμε κάποια ανάγκη να υποστηριχθεί ότι σήμερα το Άρθρο 8 επιβάλλει στην Ιταλία ό,τι χαρακτηρίζεται από τις συναδέλφισες-φους μας ως θετική υποχρέωση να παρέχουν στα λεσβιακά γκέι ζευγάρια, όπως οι προσφεύγοντες ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο για την αναγνώριση και την προστασία των λεσβιακών ενώσεων (παράγραφος 185 της απόφασης). Το τι είναι αποφασιστικής σημασίας για εμάς στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να συνοψιστεί στα εξής:

- Η Ιταλία έχει επιλέξει, μέσω των ανώτατων δικαστηρίων της, κυρίως του Συνταγματικού Δικαστηρίου, να δηλώσει ότι δύο πρόσωπα που είναι λεσβίες και ζουν σε σταθερή συγκατοίκηση περιβάλλονται από το ιταλικό Σύνταγμα με το θεμελιώδες δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική αναγνώριση των σχετικών δικαιωμάτων και καθηκόντων που συνδέονται με την ένωσή τις,

- Είναι αυτή η εθελοντική, ενεργή παρέμβαση της Ιταλίας στη σφαίρα των προσωπικών σχέσεων που καλύπτεται από το Άρθρο 8, που προσελκύει την εφαρμογή της εγγύησης της Σύμβασης του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, χωρίς να υπάρχει έκκληση να επικαλεστεί την προ -ύπαρξη της θετικής υποχρέωσης της Σύμβασης,

- Οι απαιτήσεις που απορρέουν από το Άρθρο 8, όσον αφορά οποιαδήποτε κρατική ρύθμιση της άσκησης του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής δεν πληρούται υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, λόγω της ελαττωματικής φύσης της ενημέρωσης, εντός της ιταλικής έννομης τάξης, με τις έγκυρες δικαστικές κρίσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου για τα Συνταγματικά Δικαιώματα προσώπων που βρίσκονται στη θέση με αυτή των προσφευγόντων με κάποια μορφή κατάλληλης νομικής αναγνώρισης των σταθερών ένωσεων προσώπων που είναι λεσβίες.

Αυτή η αιτιολόγηση εξηγείται με περισσότερες λεπτομέρειες παρακάτω.

2. Στην απόφασή αριθ. 138 της 15ης Απριλίου 2010 σχετικά με τις συνταγματικές προκλήσεις των προσφευγόντων Oliari και Α, το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο, απέρριψε τα επιχειρήματα βάσει του Άρθρου 29 του Συντάγματος (για το θεσμό του γάμου), έκρινε ότι, δυνάμει του Άρθρου 2 του Συντάγματος, δύο πρόσωπα που είναι λεσβίες και σε σταθερή συγκατοίκηση έχουν το θεμελιώδες δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα την προσωπικότητά τις ως ζευγάρι, να αποκτήσουν -με το χρόνο, με τα μέσα και με τα όρια που πρέπει να καθορίζονται από το νόμο- νομική αναγνώριση των σχετικών δικαιωμάτων και των καθηκόντων (αυτές είναι οι λέξεις στις οποίες συνοψίζουν την παράγραφο 16 της αποφάσεως, το κείμενο των Άρθρων 2 και 29 του ιταλικού Συντάγματος παρατίθεται στη παράγραφο 33 της αποφάσεως). Αυτή η απόφαση αποτελεί μια έγκυρη δήλωση του κανονισμού, στο πλαίσιο της ιταλικής έννομης τάξης, του δικαιώματος των προσφευγόντων του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής τους, όσον αφορά το νομικό καθεστώς που θα πρέπει να δοθεί στην ένωσή τους ως λεσβιακό, γκέι ζευγάρι προκαλεί ανησυχία. Το "θεμελιώδες δικαίωμα" με αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζεται για την απόκτηση δικαστικής αναγνώρισης των σχετικών δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που συνδέονται με την ένωση προσώπων που είναι λεσβίες δεν απορρέει από οποιαδήποτε θετική υποχρέωση που προβλέπεται στη Σύμβαση, αλλά από τη διατύπωση του Άρθρου 2 του ιταλικού Συντάγματος.

3. Σύμφωνα με τις συνταγματικές ρυθμίσεις στην Ιταλία, ενώ το Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί να κάνει μια δήλωση αντισυνταγματικότητας σε σχέση με την ισχύουσα νομοθεσία, δεν έχει την εξουσία να καλύψει ένα νομοθετικό κενό, ακόμη και αν, όπως στην απόφασή του αριθ. 138/2010, μπορεί να έχει εντοπίσει πως το κενό συνεπάγεται μια κατάσταση που δεν είναι συμβατή με το Σύνταγμα. Έτσι, στην υπόθεση των Oliari και Α το 2010, δεν μπορούσε το Συνταγματικό Δικαστήριο να προχωρήσει στη διαμόρφωση των κατάλληλων νομικών διατάξεων, αλλά και το ιταλικό Κοινοβούλιο (Δείτε παραγράφους 36 και 45 της παρούσας αποφάσεως, για ανάλογες εξηγήσεις των αρμοδιοτήτων του που έδωσε το Συνταγματικό Δικαστήριο σε μεταγενέστερες αποφάσεις του επαναλαμβάνοντας το γενικό συμπέρασμα που συνάγεται στην απόφαση αριθ. 138/10). Επειδή η παρούσα απόφαση (παράγραφος 82) το θέτει, "το Συνταγματικό Δικαστήριο ... δεν μπορούσε παρά να καλέσει το νομοθετικό σώμα να αναλάβει δράση" (Δείτε επίσης τις παραγράφους 84 και 180 στη χρηματική αποζημείωση της απόφασης). Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να αναφέρουμε την έκθεση που ο τότε πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου απευθύνεται στις υψηλότερες ιταλικές συνταγματικές αρχές το 2013 (όπως αναφέρεται στην παράγραφο 43 της αποφάσεως):
"Ο διάλογος είναι μερικές φορές πιο δύσκολος με την φυσική συνομιλήτρια του [Συνταγματικού] Δικαστηρίου. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε υποθέσεις όπου ζητείται το νομοθετικό σώμα να τροποποιήσει ένα νομικό κανόνα που θεωρείται ότι είναι σε αντίθεση με το Σύνταγμα. Τέτοια αιτήματα δεν πρόκειται να υποτιμηθούν. Αποτελούν, στην πραγματικότητα, το μόνο μέσο που διαθέτει το [Συνταγματικό] Δικαστήριο ώστε να υποχρεώσει τα νομοθετικά όργανα για την εξάλειψη κάθε κατάστασης που είναι ασύμβατη με το Σύνταγμα, και η οποία, αν και εντοπίστηκε από το [Συνταγματικό] Δικαστήριο, δεν οδηγεί σε μια δήλωση αντι-συνταγματικότητας. ... Ένα αίτημα αυτού του τύπου το οποίο παρέμεινε νεκρό γράμμα με αυτό που έγινε με την απόφαση αριθ. 138/10, η οποία, ενώ βρήκε το γεγονός πως ένας γάμος μπορεί να συναφθεί μόνο από πρόσωπα διαφορετικού φύλου είναι συνταγματική συμόρφωση, επιβεβαίωσε επίσης ότι τα λεσβιακά ζευγάρια είχαν το θεμελιώδες δικαίωμα να αποκτήσουν νομική αναγνώριση, με τα σχετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, της ένωσής τις. Θα αφήσει στο Κοινοβούλιο να προβλέψει μια τέτοια ρύθμιση, με τα μέσα και εντός των ορίων που κρίνονται κατάλληλα".

Εν ολίγοις, όπως εξηγείται από τον τότε Πρόεδρο του Συνταγματικού Δικαστηρίου:
- Το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει το θεμελιώδες δικαίωμα των λεσβιακών ζευγαριών στο πλαίσιο του ιταλικού Συντάγματος ώστε να λάβουν την νομική αναγνώριση της ένωσής τις,

- Ωστόσο, το μόνο μέσο που διαθέτει το Συνταγματικό Δικαστήριο είναι να "υποχρεώσει" τα νομοθετικά όργανα για την εξάλειψη του αντισυνταγματικού κενού στην ιταλική νομοθεσία που αρνείται στα λεσβιακά ζευγάρια αυτό το εθνικά εγγυημένο θεμελειώδες δικαίωμα να "ζητήσουν", ή να απευθύνουν "αίτημα", ώστε το Κοινοβούλιο να λάβει τα αναγκαία νομοθετικά μέτρα.
Οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αριθ. 36030/11 πρόσθεσαν στην εξήγηση τους ότι "η απόφαση αριθ. 138/10 του Συνταγματικού Δικαστηρίου είχε ως αποτέλεσμα να επιβεβαίωσει την ύπαρξη ... ενός Συνταγματικού καθήκοντος του νομοθετικού σώματος να θεσπίσει ένα κατάλληλο γενικό κανονισμό σχετικά με την αναγνώριση των λεσβιακών, αμφισεξουαλικών ενώσεων, με συνέπεια τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταίρων" (παράγραφος 114 της αποφάσεως).

4. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, έχει παρέλθει μία πενταετία από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, χωρίς η κατάλληλη νομοθεσία να έχει θεσπιστεί από το ιταλικό Κοινοβούλιο. Οι προσφεύγοντες είναι έτσι στη δυσάρεστη θέση να αναγνωρίζεται από το Συνταγματικό Δικαστήριο, πως απολαμβάνουν βάσει του ιταλικού συνταγματικού δικαίου ένα ατελές "θεμελιώδες δικαίωμα" που επηρεάζει μια σημαντική πτυχή του νομικού καθεστώτος που πρέπει να δοθεί στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή τους, αλλά αυτό το ατελές "θεμελιώδες δικαίωμα" δεν έχει λάβει επαρκή συγκεκριμένη εφαρμογή από τον αρμόδιο βραχίονα της κυβέρνησης, δηλαδή το νομοθετικό σώμα. Οι προσφεύγοντες, όπως και τα άλλα λεσβιακά, αμφισεξουαλικά ζευγάρια βρίσκονται στην ίδα θέση με τους προσφεύγοντες, έχουν μείνει σε εκκρεμότητα, σε μια κατάσταση νομικής αβεβαιότητας όσον αφορά τη νομική αναγνώριση της ένωσής τους την οποία δικαιούνται βάσει του ιταλικού Συντάγματος.

5. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, δεν είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να αποφανθεί αν η Ιταλία έχει θετική υποχρέωση δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 8 της Σύμβασης να χορηγήσει την κατάλληλη νομική αναγνώριση εντός της έννομης τάξης της προς την ένωση λεσβιακών ζευγαριών. Η δήλωση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ότι το Άρθρο 2 του Ιταλικού Συντάγματος παρέχει σε δύο πρόσωπα που είναι λεσβίες και ζουν σε σταθερή συγκατοίκηση το "θεμελιώδες δικαίωμα" σύμφωνα με το εθνικό συνταγματικό δίκαιο να ζητήσουν δικαστική αναγνώριση της ένωσής τις αποτελεί ενεργό παρέμβαση του κράτους στη σφαίρα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που καλύπτεται από το Άρθρο 8 της Σύμβασης. Απόφαση αριθ. 138/10 δεν ήταν μία μεμονωμένη δκαστική απόφαση: σύμφωνα με τα λόγια της παρούσας αποφάσεως (στην παράγραφο 180), "στην Ιταλία η ανάγκη να αναγνωριστούν και να προστατευτούν αυτές οι σχέσεις έχει δοθεί από υψηλού προφίλ ανώτατες δικαστικές αρχές, συμπεριλαμβανομένου του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Αρείου Πάγου", με την κατ' επανάληψη έκκληση του Συνταγματικού Δικαστηρίου προς το Κοινοβούλιο να εγκρίνει την απαιτούμενη νομοθεσία που να δίνει τη δικαστική αναγνώριση των σχετικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των λεσβιακών, αμφισεξουαλικών ενώσεων. Κατά την άποψή μας, αυτή η εθελοντική δράση της Χώρας σε σχέση με τη νομική ρύθμιση της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των προσφευγόντων από μόνη της και η ίδια προσελκύει την εφαρμογή του Άρθρου 8 της Σύμβασης στις υποθέσεις τους και τη συνοδευτική υποχρέωση της Ιταλίας να συμμορφώνεται στις απαιτήσεις που απορρέουν από το Άρθρο 8, ιδίως εκείνων που ορίζονται στην παράγραφο 2.

6. Αναμφισβήτητα, δεδομένου πως η εναγόμενη κυβέρνηση περιγράφει ως δύσκολο το εγχείρημα επίτευξης μιας ισορροπίας μεταξύ "διαφορετικών ευαισθησιών σε ένα τέτοιο λεπτό και βαθιά συναισθηματικό κοινωνικό ζήτημα" (παράγραφος 126 της αποφάσεως), η Ιταλία έχει αναγνωρίσει ένα ορισμένο περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά τόσο την επιλογή του ακριβούς νομικού καθεστώτος-status που πρέπει να δοθεί στην ένωση προσώπων που είναι λεσβίες, αμφισεξουαλικές και το χρονοδιάγραμμα ψήφισης της σχετικής νομοθεσίας (Δείτε την 177 παράγραφο της αποφάσεως, η οποία θέτει μία παρόμοια επισήμανση-θέση).

7. Από την άλλη πλευρά, ανεξάρτητα από το συνταγματικό πλαίσιο και την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των βραχιόνων της κυβέρνησης μίας Συμβαλλόμενης Χώρας μπορεί να επιλέξει να ενστερνιστεί, πως υπάρχει μία γενική υποχρέωση της εμπιστοσύνης και της καλής πίστης που οφείλονται από τη Χώρα και τις δημόσιες αρχές της έναντι της πολίτισας σε μία δημοκρατική κοινωνία που διέπεται από το κράτος δικαίου (Δείτε, τηρουμένων των αναλογιών, υπόθεση Broniowski κατά Πολωνίας [GC], αριθ. 31443/96, §§173 και 175, ΕΔΑΔ 2004-V). Κατά την άποψή μας, παρά το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Ιταλία, αυτό το καθήκον εμπιστοσύνης δεν τηρήθηκε στην προκειμένη υπόθεση όσον αφορά τη συνέχεια που δόθηκε στην απόφαση υπ' αριθ. 138/10 του Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά την οποία ένα αντισυνταγματικό κενό, που αφορά την άρνηση ενός "θεμελιώδους δικαιώματος", ταυτίστηκε με την υφιστάμενη ιταλική έννομη τάξη. Υπάρχει, και παρέμεινε για μία πενταετία, μια ασυμφωνία μεταξύ της δήλωσης του Συνταγματικού Δικαστηρίου ως προς το δικαίωμα μιας συγκεκριμένης κατηγορίας προσώπων σύμφωνα με το Σύνταγμα και τη δράση, ή μάλλον την αδράνεια, του ιταλικού νομοθετικού σώματος, ως το αρμόδιο σκέλος της κυβέρνησης, για την εφαρμογή του εν λόγω δικαιώματος. Οι δικαιούχοι της δήλωσης του Συνταγματικού Δικαστηρίου ως προς την ασυμβατότητα του Συντάγματος για την έλλειψη επαρκούς νομικής αναγνώρισης των λεσβιακών ενώσεων έχουν αρνηθεί το επίπεδο προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής τους, στην οποία έχουν δικαίωμα, βάσει του Άρθρου 2 του ιταλικού Συντάγματος.

8. Περαιτέρω, η ιταλική νομοθεσία σχετικά με το νομικό καθεστώς που πρέπει να δοθεί στην ένωση προσώπων που είναι λεσβίες έχει μείνει σε μια κατάσταση ανεξέλεγκτης αβεβαιότητας για υπερβολικό χρονικό διάστημα. Αυτή η διαρκής κατάσταση νομικής ανασφάλειας, την οποία επικαλείται η παρούσα απόφαση (για παράδειγμα, στις παραγράφους 170, 171 και 184 στη χρηματική αποζημείωση), είναι τέτοια ώστε να καταστήσει την εθνική νομοθεσία ένωσης λεσβιών, αμφισεξουαλικών, γκέι προσφευγόντων ασύμβατη με τη δημοκρατική έννοια "νόμος" που είναι συνυφασμένη με την απαίτηση της παραγράφου 2 πως κάθε "παρέμβαση" στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής είναι "σύμφωνη με το νόμο". Αυτό είναι συγκεκριμένα έτσι από τότε, που η απόφαση επισήμανε (στη παράγραφο 171), "Η ανάγκη να αναφερθεί επανειλημμένα στην έκκληση προς τα εθνικά δικαστήρια για ίση μεταχείριση σε σχέση με κάθε ένα από το πλήθος των πτυχών που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μεταξύ ενός ζευγαριού, ειδικά σε ένα επιβαρυμένο σύστημα δικαιοσύνης, όπως αυτό της Ιταλίας, ήδη ανέρχεται σε ένα μη ευκαταφρόνητο εμπόδιο στις προσπάθειες των προσφευγόντων να αποκτήσουν τον σεβασμό της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής τους". Αυτό που περισσότερο, η απόφαση προσθέτει (στην παράγραφο 170), είναι πως η κυβέρνηση επιμένει να ασκήσει το δικαίωμά της να αντιταχθεί σε αυτές τις απαιτήσεις της ίσης μεταχείρισης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σε κάθε δίκη χωριστά βασιζόμενη σε διάφορους κλάδους του δικαίου για τα λεσβιακά ζευγάρια.

9. Όπως και οι συναδέλφισές-φοί μας, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι "η ιταλική κυβέρνηση έχει αποτύχει να τονίσει ρητά, κατά την άποψή της, να ανταποκριθεί στα συμφέροντα της κοινότητας ως σύνολο", προκειμένου εξηγήσει την παράλειψη του Κοινοβουλείου να νομοθετήσει έτσι ώστε να εφαρμοστεί το θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα που προσδιορίζεται από το συνταγματικό Δικαστήριο (Δείτε παράγραφο 176 της απόφασης). Εμείς επίσης συμφωνούμε με τις συναδέλφισές-φους μας απορρίπτοντας τα διάφορα επιχειρήματα που η Κυβέρνηση προσκόμισε ως δικαιολογία αυτής της συνεχιζόμενης παράλειψης, κυρίως τα επιχειρήματα ως προς την καταχώρηση των λεσβιακών ενώσεων από ορισμένους Δήμους, τις ιδιωτικές συμβολαιογραφικές συμφωνίες και την ικανότητα των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με την εθνική νομοθεσία, ώστε να δώσει επαρκή νομική αναγνώριση και προστασία (Δείτε, ιδίως, παράγραφους 81-82 και 168-172).
Όπως οι συναδέλφισές-φοί μας επισημαίνουν, αυτό το τόσο σημαντικό γεγονός πως "μεταξύ της ιταλικής κοινωνίας υπάρχει λαϊκή αποδοχή των λεσβιακών, αμφισεξουαλικών ζευγαριών, καθώς και λαϊκή υποστήριξη για την αναγνώριση και την προστασία τους" τέτοιες αποφάσεις των υψηλότατων δικαστικών αρχών, στην Ιταλία, συμπεριλαμβανομένου του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Αρείου Πάγου, αντικατοπτρίζουν τα αισθήματα της πλειοψηφίας της κοινότητας στην Ιταλία (παράγραφοι 180-181 της απόφασης).

10. Συμπράττουμε με τις συναδέλφισές-φους μας, όσον αφορά το ερώτημα που τίθεται στην ανάλυση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης για τους σκοπούς του Άρθρου 8 της Σύμβασης. Οι συναδέλφισές-φοι μας είναι προσεκτικές ώστε να περιορίσουν το διαπίστωσή τις στην ύπαρξη μιας θετικής υποχρέωσης της Ιταλίας και το έδαφος των συμπερασμάτων τους σε ένα συνδυασμό παραγόντων που δεν βρίσκονται απαραίτητα σε άλλες Χώρες μέλη της Σύμβασης. Κατ' αρχάς, δεν είμαστε τόσο σίγουροι πως τέτοιος περιορισμός της θετικής υποχρεώσεως δυνάμει της Σύμβασης με τις τοπικές συνθήκες είναι εννοιολογικά δυνατός. Δεύτερον, σε κάποια σημεία οι συναδέλφισές-φοί μας, ωστόσο, φαίνεται να βασίζονται, τουλάχιστον εν μέρει, στο ότι η γενική συλλογιστική μπορεί να διαβαστεί ως να υπονοεί μία ανεξάρτητη θετική υποχρέωση για όλες τις Συμβαλλόμενες Χώρες να παρέχουν ένα νομικό πλαίσιο για την ένωση προσώπων που είναι λεσβίες (Δείτε, για παράδειγμα, τη παράγραφο 165 της αποφάσεως). Θα μπορούσε θεωρητικά να είναι αιτιολογημένη ότι, σε αναλογία με την υπόθεση Α, Β και Γ κατά Ιρλανδίας [GC] (αριθ. προσφυγής 25579/05, ΕΔΑΔ 2010 §§253, 264 και 267), η "θετική υποχρέωση" της Ιταλίας να θεσπίσει την κατάλληλη νομοθεσία εφαρμογής όπως προκύπτει από το Άρθρο 2 του ιταλικού Συντάγματος, όπως έχει ερμηνευθεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια ως θέμα του ιταλικού Συνταγματικού Δικαίου, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες με την προσφυγή αρ. 36030/11 (Δείτε παράγραφο 3 παραπάνω στη παρούσα σύμφωνη γνώμη). Ωστόσο, αυτό δεν είναι το τι συνήθως σημαίνει μια θετική υποχρέωση που επιβάλλεται από Άρθρο της Σύμβασης. Συγκεκριμένα, κάθε φορά που μία Χώρα επιλέγει να ρυθμίσει την άσκηση μιας δραστηριότητας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος της Σύμβασης, υποχρεούται να το πράξει σύμφωνα με τις ρητές και εγγενείς απαιτήσεις της Σύμβασης του εν λόγω Άρθρου -για παράδειγμα, με τον τρόπο που το έκανε δεν συνεπάγεται υπερβολική νομική αβεβαιότητα για την δικαιούχο-του δικαιώματος της Σύμβασης. Σε τέτοιες περιστάσεις, βρισκόμαστε στη σφαίρα της ρύθμισης-δικαιώματος, και όχι στη σφαίρα των θετικών υποχρεώσεων της Σύμβασης. Αυτός είναι ο λόγος που προτρέψαμε (στην παράγραφο 5 ανωτέρω στην παρούσα σύμφωνη γνώμη) πως το παράπονο των προσφευγόντων θα έπρεπε να αναλυθεί υπό την έννοια της ελαττωματικής κρατικής παρέμβασης στη σφαίρα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, και όχι υπό την έννοια πως απέτυχε να εκπληρώσει μια θετική υποχρέωση της Σύμβασης.

11. Εν κατακλείδι, για μας, η μη ικανοποιητική κατάσταση της σχετικής εθνικής νομοθεσίας σχετικά με την αναγνώριση των λεσβιακών ενώσεων, εμφανίζει μια παρατεταμένη αδυναμία να εφαρμόσει ένα εθνικό αναγνωρισμένο θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα με αποτελεσματικό τρόπο και οδηγεί σε συνεχή αβεβαιότητα, καθιστά την ενεργή παρέμβαση του ιταλικού κράτους στον κανονισμό του δικαιώματος των προσφευγόντων για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής τους ασυμβίβαστο με τις απαιτήσεις του Άρθρου 8 της Σύμβασης.


12. Η ανωτέρω σύμφωνη γνώμη δεν πρέπει να εκληφθεί ως έκφραση μιας άποψης σχετικά με το εάν, υπό τις σημερινές συνθήκες του 2015, υπό το πρίσμα της εξελισσόμενης στάσης της δημοκρατικής κοινωνίας της Ευρώπης, η παράγραφος 1 του Άρθρου 8, πρέπει πια να ερμηνεύεται ως καθιέρωση, για την Ιταλία ή γενικά για όλες τις Συμβαλλόμενες Χώρες, μιας θετικής υποχρέωσης να χορηγήσει την κατάλληλη νομική αναγνώριση και προστασία στις ενώσεις προσώπων που είναι λεσβίες.

Τονίζουμε πως δεν υπάρχει ανάγκη η παρούσα υπόθεση να προσφύγει σε μια τέτοια "νέα" ερμηνεία, καθώς σε κάθε περίπτωση, μία διατύπωση υπέρ των προσφευγόντων υπαγορεύθηκε σε ένα πιο περιορισμένο έδαφος στη βάση της υφιστάμενης νομολογίας και της υπάρχουσας κλασικής ανάλυσης των απαιτήσεων που συνοδεύουν την ενεργή Κρατική παρέμβαση για τη ρύθμιση της άσκησης του δικαιώματος σύμφωνα με το Άρθρο 8 της Σύμβασης σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.


Πίνακας
Αριθ. Προσφυγής 187166/11

1 Όνομα Επίθετο= A. Έτος γέννησης= 1976. Εθνικότητα= Ιταλική. Τόπος κατοικίας= Trento. Εκπροσωπείται από τον A. SCHUSTER.

2 Όνομα Επίθετο= A. SCHUSTER. Έτος γέννησης= 15.7.1970. Εθνικότητα= Ιταλική. Τόπος κατοικίας= Trento. Εκπροσωπείται από τον A. SCHUSTER


Πίνακας
Αριθ. Προσφυγής 36030/11

1 Όνομα Επίθετο= Gian Mario FELICETTI. Έτος γέννησης= 18.6.1972. Εθνικότητα= Ιταλική. Τόπος κατοικίας= Lissone. Εκπροσωπείται από την M.E. D’AMICO.
2 Όνομα Επίθετο= Riccardo PERELLI CIPPO. Έτος γέννησης=23.3.1959. Εθνικότητα= Ιταλική. Τόπος κατοικίας= Μιλάνο. Εκπροσωπείται από την M.E. D’AMICO.

3 Όνομα Επίθετο= Roberto ZACHEO. Έτος γέννησης= 10.5.1960. Εθνικότητα= Ιταλική. Τόπος κατοικίας= Μιλάνο. Εκπροσωπείται από την M.E. D’AMICO.

4 Όνομα Επίθετο= Riccardo ZAPPA. Έτος γέννησης= 29.10.1964. Εθνικότητα= Ιταλική. Τόπος κατοικίας= Lissone. Εκπροσωπείται από την M.E. D’AMICO.


Βρίσκεστε στο 14ο μέρος για να βρεθείτε στο 1ο μέρος πατήστε εδώ

Την είδηση την βρήκαμε στις 21.10.2015 και την μεταφράσαμε από την
http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-156265#{%22itemid%22:[%22001-156265%22]}