180.
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι στην Ιταλία
η ανάγκη να αναγνωριστούν και να
προστατευτούν αυτές τις σχέσεις έχει δηλωθεί από ένα υψηλό προφίλ των ανώτατων δικαστικών αρχών, περιλαμβανομένων
του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του
Αρείου Πάγου.
187. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης.
(β) Το Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8
199. Το Δικαστήριο σημείωσε πως η χρηματική αξίωση των προσφευγόντων στις προσσφυγές αριθ. 18766/11 ήταν ακαθόριστη και αβάσιμη. Από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο θεωρεί ότι όλοι οι προσφεύγοντες έχουν υποστεί ηθική βλάβη, και η αποζημείωση 5.000 ευρώ στον κάθε προσφεύγοντα, συν οποιοδήποτε φόρο που μπορεί να οφείλεται σε αυτούς, υπό την άποψη αυτή.
Françoise Elens-PassosPäivi Hirvelä
Η Προεδρίνα της Γραμματείας
Γίνεται
αναφορά συγκεκριμένα στην απόφαση του
Συνταγματικού Δικαστηρίου αριθ. 138/10
στην υπόθεση των δύο πρώτων προσφευγόντων,
τα ευρήματα της οποίας επαναλήφθηκαν
σε μια σειρά μεταγενεστέρων αποφάσεων
τις επόμενες χρονιές (Δείτε μερικά
παραδείγματα στη παράγραφο 45 ανωτέρω).
Σε τέτοιες υποθέσεις, το Συνταγματικό
Δικαστήριο, κυρίως και κατ' επανάληψη
έχει ζητήσει την δικαστική αναγνώριση
των σχετικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
των λεσβιακών, γκέι ενώσεων (Δείτε,
μεταξύ άλλων, παράγραφο 16), ένα μέτρο το
οποίο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί
μόνο από το Κοινοβούλιο.
181. Το
Δικαστήριο παρατηρεί ότι μια τέτοια
έκφραση αντικατοπτρίζει τα συναισθήματα
της πλειοψηφίας της ιταλικής κοινωνίας,
όπως φαίνεται μέσα από επίσημες έρευνες
(Δείτε ανωτέρω παράγραφο 144). Τα στατιστικά
στοιχεία που υποβλήθηκαν δείχνουν ότι
υπάρχει στην ιταλική κοινωνία λαϊκή
αποδοχή των λεσβιακών, αμφισεξουαλικών ζευγαριών,
καθώς και λαϊκή υποστήριξη για την
αναγνώριση και την προστασία τις.
182. Πράγματι,
με τις παρατηρήσεις της ενώπιον αυτού
του Δικαστηρίου, η ίδια η Ιταλική
Κυβέρνηση δεν αρνήθηκε την ανάγκη για
μια τέτοια προστασία, υποστηρίζοντας
ότι δεν περιορίζεται στην αναγνώριση
(Δείτε ανωτέρω 128 παράγραφο), η οποία
άλλωστε παραδέχθηκε την αυξανόμενη
δημοτικότητα μεταξύ της ιταλικής
κοινωνίας (Δείτε ανωτέρω 130 παράγραφο).
183. Παρ'
όλα αυτά, παρά τις κάποιες προσπάθειες
πάνω από τρεις δεκαετίες (Δείτε παραγράφους
126 και 46-47 ανωτέρω) το νομοθετικό σώμα
της Ιταλίας ήταν ανίκανο να θεσπίσει
τη σχετική νομοθεσία.
184.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει
ότι, αν και σε διαφορετικό πλαίσιο, έχει
ήδη αποφανθεί ότι "μια σκόπιμη προσπάθεια
να αποτρέψει την εφαρμογή της αμετάκλητης
και εκτελεστής δικαστικής απόφασης και
η οποία, επιπλέον, είναι ανεκτή, αν όχι
εγκρίνεται σιωπηρά, από την εκτελεστική
και τη νομοθετική εξουσία
της Χώρας, δεν μπορεί να εξηγηθεί (από
την άποψη του κάθε θεμιτού δημόσιου
συμφέροντος)
με όρους οποιουδήποτε νομικού-θεμιτού
δημοσίου συμφέροντος ή του συμφέροντος
της κοινωνίας ως σύνολο. Αντιθέτως,
είναι ικανή να θίξει την αξιοπιστία και
το κύρος της δικαστικής εξουσίας και
να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητά
της, παράγοντες που είναι υψίστης
σημασίας από την άποψη των θεμελιωδών
αρχών που διέπουν τη Σύμβαση (Δείτε
υπόθεση Broniowski κατά Πολωνίας [GC] , αριθ.
31443/96, § 175, ΕΔΑΔ 2004-V). Ενώ το Δικαστήριο
έχει επίγνωση των σημαντικών νομικών
και πραγματικών διαφορών μεταξύ της
υπόθεσης Broniowski και της παρούσας υπόθεσης,
ωστόσο θεωρεί ότι στην προκειμένη
υπόθεση, το νομοθετικό σώμα, απέτυχε να έχει την αναγκαία αποφασιστικότητα,
ή οικειοθελώς άφησε νεκρό γράμμα τις
επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις των ανώτατων
δικαστηρίων της Ιταλίας. Πράγματι, ο
ίδιος ο Πρόεδρος του Συνταγματικού
Δικαστηρίου στην ετήσια έκθεση του
δικαστηρίου εξέφρασε τη λύπη του για
την έλλειψη αντίδρασης εκ μέρους του
νομοθετικού σώματος στην εξαγγελία
του Συνταγματικού Δικαστηρίου στην
υπόθεση των δύο πρώτων προσφευγόντων
(Δείτε παράγραφο 43 ανωτέρω). Το Δικαστήριο
θεωρεί ότι αυτή η επαναλαμβανόμενη
αποτυχία του νομοθετικού σώματος να
λάβει υπόψη του δηλώσεις Συνταγματικού
Δικαστηρίου ή των συστάσεων που περιέχουν
σχετικά με τη συνοχή με το Σύνταγμα πάνω
από ένα σημαντικό χρονικό διάστημα,
ενδεχομένως υπονομεύει τις αρμοδιότητες
του δικαστικού συστήματος και στην
προκειμένη υπόθεση άφησε τα ενδιαφερόμενα
πρόσωπα σε μια κατάσταση νομικής
αβεβαιότητας που πρέπει να ληφθεί υπόψη.
185.
Εν κατακλείδι, εν τη απουσία ενός
επικρατούντος συμφέροντος της κοινότητας
που να προέβαλε
η Ιταλική Κυβέρνηση, έναντι του οποίου
να εξισορροπούνται "τα βαρυσήμαντα
συμφέροντα των προσφευγόντων, όπως
προσδιορίστηκαν ανωτέρω, και υπό το φως
των συμπερασμάτων των εθνικών δικαστηρίων
σχετικά με το θέμα παρέμεινε νεκρό
γράμμα, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι
η ιταλική κυβέρνηση έχει υπερβεί το
περιθώριο εκτιμήσεως και παρέβη την
θετική υποχρέωσή της να διασφαλίσει
ότι οι προσφεύγοντες έχουν στη διάθεσή
τους ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο
για την αναγνώριση και την προστασία
των λεσβιακών, γκέι ενώσεων τους.
186. Για να συμβεί κάτι
αλλοιώς σήμερα, το Δικαστήριο θα έπρεπε
να είναι απρόθυμο να λάβει υπόψη τις
μεταβαλλόμενες συνθήκες στην Ιταλία
και να είναι απρόθυμο να εφαρμόσει τη
Σύμβαση κατά τρόπο που να είναι πρακτικός
και αποτελεσματικός.
187. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης.
(β) Το Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8
188.
Έχοντας υπόψη την κρίση
των ευρημάτων
του σύμφωνα με το Άρθρο 8 (Δείτε ανωτέρω
187 παράγραφος), το Δικαστήριο κρίνει ότι
δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν, στην
προκειμένη υπόθεση, υπήρξε επίσης
παραβίαση του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με
το Άρθρο 8.
III.
ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ
ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 12 ΜΟΝΟ ΚΑΙ ΤΟΥ
ΑΡΘΡΟΥ 14 ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 12 ΤΗΣ
ΣΥΜΒΑΣΗΣ
189.
Οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αριθ.
18766/11 στηρίχθηκαν στο Άρθρο 12, μόνο, και
υποστηρίζουν ότι από την απόφαση Schalk
και Kopf (προπαρατεθείσα),
οι περισσότερες χώρες έχουν νομοθετήσει
υπέρ του γάμου των λεσβιών, αμφισεξουαλικών, και
πολλές άλλες βρίσκονται στο στάδιο της
συζήτησης του θέματος. Ως εκ τούτου,
δεδομένου ότι η Σύμβαση είναι ένα ζωντανό
μέσο, το Δικαστήριο πρέπει να
επαναπροσδιορίσει το ζήτημα υπό το
πρίσμα της σημερινής κατάστασης.
190.
Όλοι οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν
ότι είχαν υποστεί διακρίσεις, ως
αποτέλεσμα της απαγόρευσης να τελέσουν
γάμο αυτοί. Δεν υπάρχει κάποια πρόσφατη
αποδοχή του Δικαστηρίου στην υπόθεση
Schalk και Kopf της εφαρμογής του Άρθρου 12
(εκτός από το άρθρο 8) σε τέτοιες
καταστάσεις, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν
ότι, ενώ είναι αλήθεια ότι το Δικαστήριο
έκρινε ότι η διάταξη αυτή δεν υποχρεώνει
τις Χώρες να παρέχουν ένα τέτοιο δικαίωμα
στα λεσβιακά ζευγάρια, ήταν παρ'
όλα αυτά το Δικαστήριο που έπρεπε να
εξετάσει αν η μη παροχή του γάμου σε πρόσωπα που είναι λεσβίες ήταν δικαιολογημένη ενόψει
όλων των σχετικών περιστάσεων. Ισχυρίστηκαν
ότι στις παρούσες υποθέσεις ήταν
ιδιαίτερα σημαντικές στο ότι κάποια
άλλη επιλογή δεν ήταν ανοικτή για τους
προσφεύγοντες ώστε οι ενώσεις τους να
αναγνωρίζονται νομικά. Επιπλέον, ένας
τέτοιος αποκλεισμός δεν μπορούσε πλέον
να θεωρηθεί ως νόμιμος, με δεδομένη την
κοινωνική πραγματικότητα (σύμφωνα με
μια μελέτη του 2010 από την Eurispes το 61,4% των
Ιταλίδων-ών ήταν υπέρ κάποιου είδους
ένωσης, το 20,4% των οποίων ήταν υπέρ του
να είναι με τη μορφή του γάμου). Το να
επιμένει στην άρνηση ορισμένων δικαιωμάτων
στα λεσβιακά ζευγάρια να συνεχίσει
να περιθωριοποιεί και να στιγματίζει
μια μειονοτική ομάδα υπέρ της πλειοψηφίας
με τάσεις διακρίσεων. Τέλος, υποστήριξαν
ότι ακόμη και αν υποτεθεί ότι θα μπορούσε
να θεωρηθεί νόμιμη ήταν σαφώς δυσανάλογη,
δεδομένου του στενού περιθωρίου
εκτιμήσεως που παρέχεται στις Χώρες
κατά την εφαρμογή διαφορετικής
μεταχείρισης με βάση το σεξουαλικό
προσανατολισμό. Το ίδιο περιθώριο έπρεπε
να θεωρείται στενό και ενόψει του
γεγονότος ότι οι περισσότερες Χώρες
είχαν στην πραγματικότητα ρυθμίσει
κάποια μορφή πολιτικής ένωσης (Δείτε
υπόθέση Schalk και Kopf, προπαρατεθείσα,
§ 105).
191.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι στην υπόθεση
Schalk και Kopf το Δικαστήριο έκρινε βάσει
του Άρθρου 12, πως θα εξετάσει πλέον πως
το ότι δικαίωμα τέλεσης γάμου σε κάθε
περίπτωση περιορίζεται μεταξύ δύο
προσώπων διαφορετικού φύλου. Ωστόσο, καθώς
τα θέματα διαμορφώθηκαν (στο χρόνο μόνο
σε έξι από τις σαράντα επτά Χώρες μέλη
της CoE επιτρέπεται ο γάμος των λεσβιών),
το ζήτημα αν πρέπει ή όχι να επιτρέψουν
τον γάμο των λεσβιών αφέθηκε
να ρυθμίζεται από το εθνικό δίκαιο της
Συμβαλλόμενης Χώρας. Το Δικαστήριο
θεώρησε ότι δεν πρέπει να βιαστεί να
υποκαταστήσει με τη δική του κρίση τη
θέση των εθνικών αρχών, οι οποίες είναι
σε καλύτερη θέση να εκτιμήσουν και να
ανταποκριθούν στις ανάγκες της κοινωνίας.
Ακολούθως το Άρθρο 12 της Συμβάσεως δεν
επιβάλλει την υποχρέωση της εναγόμενης
κυβέρνησης να χορηγήσει σε λεσβιακό, γκέι ζευγάρι, όπως οι προσφεύγοντες την
πρόσβαση στο γάμο (§§ 61-63). Το ίδιο
συμπέρασμα επαναλήφθηκε στην πιο
πρόσφατη υπόθεση Hämäläinen (προπαρατεθείσα,
§ 96), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι,
μολονότι είναι αληθές πως ορισμένες
Χώρες μέλη της Σύμβασης έχουν επεκτείνει
το γάμο προσώπων που είναι λεσβίες, το Άρθρο
12 δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως να επιβάλλει
την υποχρέωση στις Χώρες μέλη της
Σύμβασης να επιτρέπουν την πρόσβαση
στο γάμο σε λεσβιακά ζευγάρια.
192. Το
Δικαστήριο σημειώνει ότι, παρά τη
σταδιακή εξέλιξη των Χωρών σχετικά με
το θέμα (σήμερα υπάρχουν έντεκα CoE Χώρες
που έχουν αναγνωρίσει τον γάμο προσώπων που είναι λεσβίες) τα συμπεράσματα που
συνήχθησαν από τις υποθέσεις που
αναφέρονται ανωτέρω παραμένουν επίκαιρα.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο υπενθυμίζει
ότι το Άρθρο 12 της Συμβάσεως δεν επιβάλλει
την υποχρέωση στην εναγόμενη κυβέρνηση
να χορηγήσει σε λεσβιακό, γκέι ζευγάρι,
όπως οι προσφεύγοντες την πρόσβαση στο
γάμο.
193. Ομοίως,
στην Schalk και Kopf, το Δικαστήριο έκρινε
ότι το Άρθρο 14, σε συνδυασμό με το άρθρο
8, μια διάταξη του πιο γενικού σκοπού
και του πεδίου εφαρμογής, δεν μπορεί να
ερμηνευθεί ότι επιβάλλει μια τέτοια
υποχρέωση. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι το
ίδιο μπορεί να λεχθεί και για το Άρθρο
14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 12.
194.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τόσο η
προσφυγή σύμφωνα με το Άρθρο 12 και μόνο,
όσο και, σύμφωνα με το Άρθρο 14 σε συνδυασμό
με το Άρθρο 12 είναι προδήλως αβάσιμη
και πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το
Άρθρο 35 §§ 3 και 4 της Σύμβασης.
IV.
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
195. Το Άρθρο 41 της Σύμβασης προβλέπει:
195. Το Άρθρο 41 της Σύμβασης προβλέπει:
"Άν
το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση
της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της και
εάν το εθνικό δίκαιο του Ενδιαφερόμενου
Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους επιτρέπει
την ατελή μόνον επανόρθωση, το Δικαστήριο
χορηγεί, εφόσον είναι αναγκαίο, μία
δίκαιη ικανοποίηση στο ζημιωθέν μέρος".
A. Βλάβη
196. Οι προσφεύγοντες της προσφυγής αριθ. 18766/11 ισχυρίστηκαν ότι είχαν υποστεί υλικές ζημιές, ως αποτέλεσμα των απωλειών σε ημέρες άδειας για οικογενειακούς λόγους, καθώς και στα επιδόματα, και στην αδυναμία να απολαύσουν ένα δάνειο, ζημίες που ήταν όμως δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν. Σημείωσαν επίσης ότι είχαν υποστεί ηθική βλάβη, χωρίς να υπάρχει μια συγκεκριμένη απαίτηση από την άποψη αυτή.
196. Οι προσφεύγοντες της προσφυγής αριθ. 18766/11 ισχυρίστηκαν ότι είχαν υποστεί υλικές ζημιές, ως αποτέλεσμα των απωλειών σε ημέρες άδειας για οικογενειακούς λόγους, καθώς και στα επιδόματα, και στην αδυναμία να απολαύσουν ένα δάνειο, ζημίες που ήταν όμως δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν. Σημείωσαν επίσης ότι είχαν υποστεί ηθική βλάβη, χωρίς να υπάρχει μια συγκεκριμένη απαίτηση από την άποψη αυτή.
197.
Οι προσφεύγοντες της προσφυγής αριθ.
36030/11 ισχυρίστηκαν ηθική βλάβη σε ένα
ποσό που καθορίζεται από το Δικαστήριο,
αν και θεωρείται ότι τα 7.000 EUR σε κάθε
προσφεύγοντα μπορεί να θεωρηθούν δίκαια
σύμφωνα με την ανάθεση που έγινε στην
Βαλλιανάτος (προπαρατεθείσα).
Επίσης, ζήτησαν από το Δικαστήριο να
προβεί σε συγκεκριμένες συστάσεις προς
την κυβέρνηση προκειμένου να νομοθετήσει
υπέρ των πολιτικών ενώσεων για λεσβιακά ζευγάρια.
199. Το Δικαστήριο σημείωσε πως η χρηματική αξίωση των προσφευγόντων στις προσσφυγές αριθ. 18766/11 ήταν ακαθόριστη και αβάσιμη. Από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο θεωρεί ότι όλοι οι προσφεύγοντες έχουν υποστεί ηθική βλάβη, και η αποζημείωση 5.000 ευρώ στον κάθε προσφεύγοντα, συν οποιοδήποτε φόρο που μπορεί να οφείλεται σε αυτούς, υπό την άποψη αυτή.
200.
Τέλος, σε σχέση με το αίτημα των
προσφευγόντων, το Δικαστήριο σημειώνει
ότι έχει βρεθεί ότι η απουσία ενός
νομικού πλαισίου που να επιτρέπει την
αναγνώριση και προστασία της σχέσης
τους παραβιάζει τα δικαιώματά τους
σύμφωνα με το Άρθρο 8 της Σύμβασης.
Σύμφωνα με το Άρθρο 46 της Σύμβασης, είναι η εναγόμενη Χώρα που πρέπει να
εφαρμόσει, υπό την επίβλεψη της Υπουργικής
Επιτροπής, κατάλληλα γενικά ή, και
μεμονωμένα μέτρα για να εκπληρώσει τις
υποχρεώσεις της στην εξασφάλιση του
δικαιώματος των προσφευγόντων και άλλων
προσώπων που βρίσκονται στην ίδια θέση
με τους προσφεύγοντες στο σεβασμό της
ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής τις
(Δείτε υπόθεση Scozzari και Giunta κατά Ιταλίας
[GC], αριθ. 39221/98 και 41963/98, § 249, ΕΔΑΔ 2000-VIII,
υπόθεση Christine Goodwin, προπαρατεθείσα,
§ 120, ΕΔΑΔ 2002-VI, και υπόθεση S. και Marper κατά
Αγγλίας [GC], αριθ. 30562/04 και 30566/04, § 134, ΕΔΑΔ
2008).
B. Δαπάνες
και έξοδα
201. Οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αριθ. 18766/11 διεκδίκησαν επίσης 8.200 ευρώ για τα έξοδα και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και 5.000 ευρώ για εκείνα στα οποία υποβλήθηκαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου.
201. Οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αριθ. 18766/11 διεκδίκησαν επίσης 8.200 ευρώ για τα έξοδα και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και 5.000 ευρώ για εκείνα στα οποία υποβλήθηκαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου.
202.
Οι προσφεύγοντες της προσφυγής αριθ.
36030/11 διεκδίκησαν 11,672.96 ευρώ για έξοδα
και δαπάνες που έγιναν ενώπιον αυτού
του Δικαστηρίου, όπως υπολογίσθηκε
σύμφωνα με το ιταλικό δίκαιο και
λαμβάνοντας υπόψη τα πολύπλοκα ζητήματα
που αντιμετώπισαν με την υπόθεση, καθώς
και τις εκτεταμένες παρατηρήσεις,
συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των
τρίτων μερών.
203.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι αξιώσεις
των προσφευγόντων για τα έξοδα ήταν
"αβάσιμες και χωρίς καμία υποστήριξη".
204. Σύμφωνα
με τη δικαστηριακή νομολογία του
Δικαστηρίου, μία προσφεύγουσα-ων
δικαιούται την επιστροφή των εξόδων
και δαπανών μόνο κατά το μέτρο που έχει
αποδειχθεί ότι αυτά είναι πραγματικά,
αναγκαία και εύλογα. Στην προκειμένη
υπόθεση, λαμβανομένων υπόψη των εγγράφων
που έχει στην κατοχή του και με τα
παραπάνω κριτήρια, το Δικαστήριο
απορρίπτει το αίτημα για τις δαπάνες
και τα έξοδα κατά τις εθνικές διαδικασίες,
καθώς δεν έχει τεκμηριωθεί μέσω των
εγγράφων. Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε
τους δύο ισχυρισμούς που διατυπώνονται
από τους διάφορες δικηγόρους και την
έλλειψη λεπτομέρειας στην αξίωση σχετικά
με την προσφυγή αριθ. 18766/11, θεωρεί επίσης
εύλογο να επιδικάσει το ποσό των ευρώ
4.000 από κοινού, πλέον οποιουδήποτε ποσού
που μπορεί να βαρύνει τους προσφεύγοντες
όσον αφορά την προσφυγή αριθ. 18766/11 και
10.000 ευρώ, από κοινού, πλέον οποιουδήποτε
ποσού που μπορεί να βαρύνει τους
προσφεύγοντες, πρέπει να καταβαβληθεί
απευθείας στους τραπεζικούς λογαριασμούς
των εκπροσώπων τους, όσον αφορά την
προσφυγή αριθ. 36030/11 για τη διαδικασία
ενώπιον του Δικαστηρίου.
Γ. Τόκοι
υπερημερίας
205. Το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο ότι το επιτόκιο υπερημερίας θα πρέπει να βασίζεται στο επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο οποίο θα πρέπει να προστεθούν τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
205. Το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο ότι το επιτόκιο υπερημερίας θα πρέπει να βασίζεται στο επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο οποίο θα πρέπει να προστεθούν τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
1. Κηρύσσει
τη προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 8, μόνο
και το Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο
8 παραδεκτή, και το υπόλοιπο των προσφυγών
απαράδεκτο,
2. Αποφαίνεται
ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 8 της
Σύμβασης,
3. Αποφαίνεται
ότι δεν υπάρχει λόγος να εξετάσει την
προσφυγή βάσει του Άρθρου 14 σε συνδυασμό
με το Άρθρο 8 της Σύμβασης,
4.
Αποφαίνεται
(α) ότι η εναγόμενη Χώρα οφείλει να καταβάλει στους προσφεύγοντες, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση θα καταστεί τελεσίδικη σύμφωνα με το άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης, τα ακόλουθα ποσά:
(α) ότι η εναγόμενη Χώρα οφείλει να καταβάλει στους προσφεύγοντες, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση θα καταστεί τελεσίδικη σύμφωνα με το άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης, τα ακόλουθα ποσά:
(i) 5.000 €
(πέντε χιλιάδες ευρώ) στον κάθε ένα,
πλέον οποιουδήποτε ποσού που μπορεί να
οφείλεται ως φόρος, για μη χρηματική
βλάβη,
(ii) 4.000 €
(τέσσερεις χιλιάδες ευρώ), από κοινού,
στους προσφεύγοντες της προσφυγής αριθ.
18766/11, πλέον οποιουδήποτε ποσού που
μπορεί να βαρύνουν τους προσφεύγοντες,
όσον αφορά τις δαπάνες και έξοδα,
(iii) 10.000 €
(δέκα χιλιάδες ευρώ), από κοινού, στους
προσφεύγοντες της προσφυγής με αριθ.
36030/11, πλέον οποιουδήποτε ποσού που
μπορεί να βαρύνει τους προσφεύγοντες,
όσον αφορά τις δαπάνες και τα έξοδα,
πρέπει να καταβληθεί απευθείας σε
τραπεζικούς λογαριασμούς των εκπροσώπων
τους”,
(β) ότι
από τη λήξη των προαναφερθέντων τριών
μηνών μέχρι την αποπληρωμή θα καταβάλλεται
απλός τόκος για τα πιο πάνω ποσά με
επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο δανεισμού
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά
την περίοδο υπερημερίας συν τρεις
ποσοστιαίες μονάδες,
5. Απορρίπτει
το αίτημα των προσφευγόντων για δίκαιη
ικανοποίηση.
Συντάχθηκε στη γαλλική γλώσσα και στη συνέχεια κοινοποιήθηκε εγγράφως στις 21 Ιουλίου 2015, σύμφωνα με το άρθρο 77 §§ 2 και 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.
Συντάχθηκε στη γαλλική γλώσσα και στη συνέχεια κοινοποιήθηκε εγγράφως στις 21 Ιουλίου 2015, σύμφωνα με το άρθρο 77 §§ 2 και 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.
Françoise Elens-PassosPäivi Hirvelä
Η Προεδρίνα της Γραμματείας
Σύμφωνα
με το άρθρο 45 § 2 της Σύμβασης και το
άρθρο 74 § 2 του Κανονισμού του Δικαστηρίου,
η χωριστή γνώμη του δικαστή Mahoney που
ενώνεται με δικαστές Tsotsoria και Vehabović
επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση.
Την είδηση την βρήκαμε στις 21.10.2015 και την μεταφράσαμε από την
http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-156265#{%22itemid%22:[%22001-156265%22]}