Αριθμός Υποθέσεως 12200/08
Στις 17 Οκτωβρίου 2007, το Ινστιτούτο Νομικών Σπουδών Tyumen του Υπουργείου Εσωτερικών της Ρωσίας διαπίστωσε ότι οι δραστηριότητες της δεύτερης προσφεύγουσας ενδέχεται να είναι εξτρεμιστικές. Τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα των ετερό πολιτισών, της κοινωνίας στο σύνολό της και του κράτους θα μπορούσαν να διακοπούν εάν η δεύτερη προσφεύγουσα δημιουργούσε ένα κέντρο πληροφόρησης, που θα εκδίδονταν και θα διανέμονταν έντυπα, βίντεο και άλλα υλικά, που θα διοργάνωνε εκθέσεις, συνέδρια, συναντήσεις, συνελεύσεις, πορείες ή διαμαρτυρίες. Όλες αυτές οι δραστηριότητες μπορεί να περιλαμβάνουν την προπαγάνδα της λεσβιοσύνης και ως εκ τούτου μπορεί να προωθήσει την κοινωνική εχθρότητα. Ενδέχεται επίσης να καταστρέψουν τις ηθικές αξίες της κοινωνίας και να υπονομεύσουν την εθνική ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, μειώνοντας τον πληθυσμό της. Οι δραστηριότητες της δεύτερης προσφεύγουσας ενδέχεται να στοχεύουν όχι μόνο στην προστασία των δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων των λεσβιών πολιτισών, αλλά και στην αύξηση του αριθμού των πολιτισών με τη μετατροπή εκείνων που, χωρίς την προπαγάνδα της δεύτερης προσφεύγουσας, θα είχε διατηρηθεί στο "παραδοσιακό σεξουαλικό προσανατολισμό".
Την ίδια ημέρα το Ινστιτούτο Κυβερνητικών και Νομικών Σπουδών του Tyumen State University διαπίστωσε επίσης ότι η δεύτερη προσφεύγουσα ήταν μια εξτρεμιστική οργάνωση. Πρώτον, η έκφραση "η προστασία των σεξουαλικών δικαιωμάτων των πολιτισών” στην ονομασία της δεύτερης προσφεύγουσας ήταν προσβλητική για το ηθικό, εθνικό και θρησκευτικό αίσθημα των πολιτισών. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει το δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, το οποίο καλύπτει τις σεξουαλικές σχέσεις. Οποιαδήποτε παρέμβαση στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας της, είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα και προσέβαλε τα δικαιώματα των πολιτισών. Προκύπτει λοιπόν ότι ο μοναδικός σκοπός των ιδρυτριών της δεύτερης προσφεύγουσας ήταν να προσβάλλουν το ηθικό και το θρησκευτικό αίσθημα των άλλων. Δεύτερον, η διανομή έντυπου υλικού, βίντεο και άλλου υλικού από τη δεύτερη προσφεύγουσα μπορούσε να υποκινήσει θρησκευτικό μίσος, λόγω της πλειοψηφίας των παραδοσιακών (θρησκευτικών) ομολογιών στη Ρωσία η λεσβιοσύνη αντιμετωπίζεται αρνητικά. Μια ανοιχτή προπαγάνδα της λεσβιοσύνης θα μπορούσε να προκαλέσει κοινωνικές εντάσεις οι οποίες να προκαλέσουν βίαιη αντίδραση. Τρίτον, ο "μη παραδοσιακός σεξουαλικός προσανατολισμός" ήταν ένας ευρύς όρος που μπορεί να περιλαμβάνει την παιδεραστία η οποία είναι ποινικό αδίκημα στη Ρωσία. Ως εκ τούτου, οι δραστηριότητες της δεύτερης προσφεύγουσας θα μπορούσαν να απειλήσουν τη δημόσια τάξη. Τέλος, η υποστήριξη των ατόμων που πάσχουν από Hiv Aids, ανακηρύχθηκε ως ένας από τους στόχους της δεύτερης προσφεύγουσας, μπορούσε να παραβιάσει τα δικαιώματα των προσώπων αυτών στην ανωνυμία και το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Ήταν αδύνατο για μια δημόσια ένωση προσώπων - ΜΚΟ που προτίθεται να διαφημίζει τις δραστηριότητές της να διασφαλίσει την ανωνυμία και το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής.
Στις 7 Νοεμβρίου 2007, το Επαρχιακό Δικαστήριο Tsentralniy της Tyumen έκρινε ότι η απόφαση της 1ης Ιουνίου 2007 να αρνηθεί την καταχώρηση ήταν νόμιμη και δικαιολογημένη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση της καταχώρησης δεν παραβίασε το δικαίωμα της προσφεύγουσας-ντος, διότι η δεύτερη προσφεύγουσα θα μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί χωρίς έκδοση καταχώρησης. Η απόφαση της 1ης Ιουνίου 2007 δεν είχε δηλώσει τη δεύτερη προσφεύγουσα ως εξτρεμιστική οργάνωση - ΜΚΟ. Διαπίστωσε μάλλον ότι υπήρχαν ενδείξεις εξτρεμισμού στα άρθρα του καταστατικού της και πως, ως εκ τούτου δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του εθνικού δικαίου.
Ο πρώτος προσφεύγων άσκησε έφεση.
Στις 17 Δεκεμβρίου 2007, το Περιφερειακό Δικαστήριο της Tyumen επικύρωσε την απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2007 σχετικά με αίτηση εφέσεως, κρίνοντας ότι ήταν νόμιμη, και καλά αιτιολογημένη.
Στις 20 Μαΐου 2008, το διαμέρισμα ενός εκ των μελών της δεύτερης προσφεύγουσας ερευνήθηκε από την αστυνομία. Η αστυνομία δήλωσε ότι διενεργούσε έρευνα σχετικά με τις δραστηριότητες της δεύτερης προσφεύγουσας, με σκοπό την έναρξη της ποινικής διαδικασίας κατά των μελών της σχετικά με την κατηγορία της συμμετοχής σε μια εξτρεμιστική οργάνωση - ΜΚΟ. Οι αιτήσεις του πρώτου προσφεύγοντος για πληροφορίες σχετικά με την έκβαση της έρευνας της αστυνομίας παρέμειναν χωρίς απάντηση.
Β. σχετική εθνική νομοθεσία
1. Νόμος δημοσίων ενώσεων προσώπων - ΜΚΟ
Η Νομοθεσία Δημοσίων Ενώσεων Προσώπων - ΜΚΟ (ομοσπονδιακός νόμος αριθ. 82-FZ της 19ης Μαΐου 1995), προβλέπει ότι οι Δημόσιες Ενώσεις Προσώπων-ΜΚΟ μπορούν να αποκτήσουν νομική οντότητα μέσω της κρατικής έκδοσης καταχώρησης ή ασκεί τις δραστηριότητές της χωρίς κρατική έκδοση καταχώρησης και χωρίς νομική οντότητα (Άρθρο 3 § 4).
Απαγορεύεται η ίδρυση και η λειτουργία δημόσιων ενώσεων προσώπων - ΜΚΟ των οποίων οι στόχοι ή οι δραστηριότητες είναι εξτρεμιστικές (άρθρο 16 § 1).
Μια δημόσια οργάνωση προσώπων - ΜΚΟ καθιερώνεται με μια γενική συνεδριάση-συνέλευση κατά την οποία εγκρίνεται το καταστατικό της και εκλέγονται οι φορείς διαχείρισης της. Από εκείνη τη στιγμή η δημόσια ένωση προσώπων - ΜΚΟ αποκτά όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις δυνάμει του παρόντος νόμου, εκτός από τα δικαιώματα της νομικής οντότητας που αποκτώνται κατά τη στιγμή της έκδοσης κρατικής καταχώρησης (άρθρο 18 § § 3 και 4).
Η καταχώρηση δημόσιας ένωσης προσώπων - ΜΚΟ μπορεί να απαγορευθεί, μεταξύ άλλων, στις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) το καταστατικό της δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της ρωσικής νομοθεσίας, (β) τα έγγραφα που απαιτούνται για την εγγραφή είναι ελλιπή ή ελαττωματικά, ή (γ ) η ονομασία της δημόσιας ένωσης προσώπων -ΜΚΟ είναι προσβλητική για το ηθικό, εθνικό ή θρησκευτικό αίσθημα των πολιτισών.
Για την άρνηση έκδοσης καταχώρησης μπορεί να ασκηθεί έφεση σε μια ανώτερη αρχή ή σε δικαστήριο. Η άρνηση αυτή δεν εμποδίζει την υποβολή νέας αίτησης για έκδοση καταχώρησης, υπό τον όρο ότι τα ελαττώματα που είχαν προσδιορισθεί έχουν επανορθωθεί (άρθρο 23).
2 Καταστολή Εξτρεμιστικών Δράσεων
Η καταστολή εξτρεμιστικών δράσεων (ομοσπονδιακός νόμος αριθ. 114-FZ της 25ης Ιουλίου 2002 που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών), ορίζει τις εξτρεμιστικές δραστηριότητες ως δραστηριότητες των μη κερδοσκοπικών, θρησκευτικών ή άλλων οργανώσεων, των μέσων μαζικής ενημέρωσης ή ατόμων που συνίστανται στο σχεδιασμό-προγραμματισμό, στη διοίκηση, στην προετοιμασία ή στην διάπραξη πράξεων που στοχεύουν, ιδιαιτέρως, στην υπονόμευση της εθνικής ασφάλειας της Ρωσικής Ομοσπονδίας ή ενθαρρύνουν φυλετικό, εθνικό, θρησκευτικό ή κοινωνικό μίσος, συνοδεύονται από βία ή προσκλήσεις για βία (Άθρο 1).
Απαγορεύεται η ίδρυση και η λειτουργία των δημόσιων ενώσεων προσώπων - ΜΚΟ των οποίων οι στόχοι ή οι δραστηριότητες είναι εξτρεμιστικές. Αν οι αρχές αποκαλύψουν ενδείξεις εξτρεμισμού στις δραστηριότητες μιας δημόσιας ένωσης προσώπων - ΜΚΟ, θα πρέπει να εκδώσουν μια προειδοποίηση προς την προεδρία της ένωσης. Οι αρχές μπορούν να καθορίσουν την προθεσμία για τη διόρθωση των διαπιστωθέντων ελαττωμάτων. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να εφεσιβληθεί σε ένα δικαστήριο. Αν δεν ασκηθεί έφεση κατά της προειδοποίησης, αν έχει γίνει δεκτή από το δικαστήριο, αν τα ελαττώματα δεν έχουν διορθωθεί εντός των καθορισμένων προθεσμιών, ή αν μέσα στους πρώτους δώδεκα μήνες από την πρώτη προειδοποίηση για τις ενδείξεις εξτρεμιστικών δράσεων τότε για δεύτερη φορά γνωστοποιούνται οι δραστηριότητες της δημόσιας ένωσης προσώπων -ΜΚΟ, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει ένταλμα-εντολή διάλυσης ή, εάν η δημόσια ένωση προσώπων δεν έχει νομική οντότητα-πρόσωπο, απαγορεύει τις δραστηριότητές της. Μια δημόσια ένωση προσώπων - ΜΚΟ μπορεί επίσης να διαλυθεί ή να απαγορευτεί με δικαστική απόφαση, εφόσον ασκεί εξτρεμιστικές δραστηριότητες που έχουν ως αποτέλεσμα την παραβίαση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτισών, έχουν βλάψει τη σωματική ακεραιότητα ή την υγεία των πολιτισών, το περιβάλλον, τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια, την ιδοκτησία , τα νόμιμα οικονομικά συμφέροντα των φυσικών ή νομικών προσώπων, τα συμφέροντα της κοινωνίας ή του κράτους ή έχουν δημιουργήσει ένα πραγματικό κίνδυνο ανάλογης ζημίας (άρθρα 7 και 9).
Κατηγορίες
1. Η προσφεύγουσα-ων κατηγορούν, δυνάμει του άρθρου 11 της Συνθήκης, μεμονωμένα και σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της σύμβασης, σχετικά με την άρνηση για την καταχώρηση της δεύτερης προσφεύγουσας. Αμφισβητούν την διαπίστωση των αρχών ότι η δεύτερη προσφεύγουσα ήταν μια εξτρεμιστική οργάνωση και τις κατηγορούν για διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού.
2. Η προσφεύγουσα-ων κατηγορούν δυνάμει των άρθρων 6 και 13 της Συνθήκης, πως οι δικαστικές διαδικασίες ήταν άδικες. Ειδικότερα, τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν εσφαλμένα το εθνικό δίκαιο, τα οποία επικαλούνται γνωμοδοτήσεις ειδικών που είχαν ληφθεί παρανόμως και δεν αιτιολόγησαν επαρκώς την κρίση τις.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΡΗ
1. Μήπως η άρνηση να εκδοθεί καταχώρηση στη δεύτερη προσφεύγουσα παρεμβαίνει στα δικαιώματα της ενάγουσας-ντος βάσει του άρθρου 11 της Σύμβασης; Η παρέμβαση προβλεπόταν από το νόμο; Ήταν “αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία" κατά την έννοια του άρθρου 11 § 2 της Σύμβασης;
2. Μπορεί η δεύτερη προσφεύγουσα να ισχυρισθεί πως είναι θύμα διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, κατά παράβαση των άρθρων 14 της Σύμβασης-Συνθήκης; (βλ. Cha’are Shalom Ve Tsedek κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 27417/95, § § 72 και 87, ΕΔΑΔ 2000-VII, Θρησκευτική Κοινότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά κ.λπ. κατά Αυστρίας, αριθ 40825/98, § 88, 31 Ιουλίου 2008,. βλ. επίσης, τηρουμένων των αναλογιών, L'Erablière ASBL κατά Βελγίου, αριθ. 49230. / 07, § § 25-29, ΕΔΑΔ 2009 -...),
3. Μήπως η προσφεύγουσα-ων υφίσταται δυσμενή διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, κατά παράβαση του άρθρου 14 της Συνθήκης-Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 11;
Zhdanov και Rainbow House κατά Ρωσίας
Δήλωση των Περιστατικών και Ερωτήσεις
Την είδηση την βρήκαμε στις 28.3.11 και την μεταφράσαμε από την ιστοσελίδα ECHR στην http://cmiskp.echr.coe.int/tkp197/view.asp?item=1&portal=hbkm&action=html&highlight=12200/08&sessionid=68720967&skin=hudoc-cc-en