Τυφλή κρανοφόρος βία
Είναι αδιανόητο πνευματικοί άνθρωποι να φοβούνται τις πιθανές βίαιες συνέπειες όσων λένε ή γράφουν και οργανώσεις πολιτισών-ων να φοβούνται τη βίαιη εισβολή σε δημόσια εκδήλωση που ετοιμάζουν. Οι πρόσφατες επιθέσεις κατά συγγραφέων και πανεπιστημιακών αποτελούν απαράδεκτη απόπειρα φίμωσης της αντίθετης άποψης. Δεν πρόκειται για παρέμβαση σε μια εκδήλωση ή αποδοκιμασία μιας ομιλήτριας-ενός ομιλητή, αλλά για προαποφασισμένη και στοχευμένη κτηνώδη βία πολλών οπλισμένων επί μίας άοπλης-ενός άοπλου.
Αντιμετωπίζουμε οργανωμένες απόπειρες κατατρομοκράτησης που υπονομεύουν την ελεύθερη έκφραση και την ακαδημαϊκή ελευθερία. Οι κρανοφόροι εισβολείς διάβηκαν τη λεπτή κόκκινη γραμμή και στέκουν πια στην αντίπερα όχθη.
Στη δική μας πλευρά εκτείνεται ο δημόσιος χώρος μας, το φόρουμ που έχει με αγώνες κατακτηθεί και επί αιώνες διαφυλαχτεί, η πεδιάδα του ελεύθερου λόγου, η ανεμπόδιστη ανταλλαγή απόψεων, η ακώλυτη έκφραση της έλλογης σκέψης. Στη δική τους πλευρά υπάρχει μόνο η βία.
Φαίνεται βέβαια πολλές φορές απωθητική η πεδιάδα μας, μένει άνυδρη, βγάζει αγκάθια. Φυτρώνουν και τα χειρότερα παράσιτα, ακούγεται και το πιο απεχθές ναζιστικό παραλήρημα. Ελευθερία λόγου σημαίνει βαθύ στοχασμό μα και ανοησία, ριζοσπαστική αμφισβήτηση μα και αντιδραστική φλυαρία. Αυτή όμως είναι η πεδιάδα μας. Ζούμε εδώ έχοντας συμφωνήσει ως μοναδικό διαβατήριο τον εξοβελισμό του φόβου. Το φόρουμ προϋποθέτει τη βεβαιότητα πως τη διατύπωση μιας άποψης μπορεί να την απειλήσει μόνο η διατύπωση μιας άλλης άποψης, η επίκριση, η χλεύη. Δημόσια, με τη δύναμη του λόγου. Όχι με τη βία και τον φόβο.
Πώς λοιπόν μπορούμε να ανεχτούμε την κρανοφόρο βία; Οι επιθέσεις κατά φορέων της άλλης άποψης ανατρέπουν μία από τις βασικότερες συμβάσεις τούτης εδώ της κοινότητας και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Σε καμία περίπτωση.
Ας μη γυρεύουν λοιπόν ελαφρυντικά στη βία του κράτους ή στην απονομιμοποίηση των θεσμών οι οπαδοί της χουλιγκανικής τυφλής βίας. Σαθρά τα ελαφρυντικά, η βία τους εξυπηρετεί ανάγκες εκτονωτικής αυτοϊκανοποίησης και οξύνει την κρατική καταστολή που υποτίθεται πως αμφισβητεί. Και εν τέλει, είναι η κρατική εξουσία εκείνη που παραδοσιακά επιχειρούσε δια της τρομοκράτησης να καταστείλει τη διαφωνία. Απέναντι σε αυτόν τον αυταρχισμό όρθωναν το ανάστημά τες-τους οι οπαδοί του ορθού λόγου. Κατέφευγαν στην ανυπακοή, δημόσια δήλωναν «είμαστε εδώ και αρνούμαστε να υποκύψουμε στον φόβο». Κύριο όπλο μας απέναντι στην απόπειρα εγκαθίδρυσης μιας νέας ιδιότυπης εξουσίας του φόβου είναι η ιδεολογική της απομόνωση και η προσφυγή στην ανυπακοή του ελεύθερου λόγου.
Υστερόγραφο: «Το πανεπιστήμιο απαιτεί και θα έπρεπε να του αναγνωρίζεται κατ΄ αρχήν, επιπλέον της ονομαζόμενης ακαδημαϊκής ελευθερίας, μια απροϋπόθετη ελευθερία όσον αφορά την ερωτηματοθεσία και τις προτάσεις, και δη, ακόμα περισσότερο, το δικαίωμα να λέγει δημοσίως κάθε τι που απαιτούν η έρευνα, η μάθηση και η σκέψη όσον αφορά την αλήθεια» (Ζακ Ντεριντά, Το Πανεπιστήμιο άνευ όρων). Μολονότι ο προβληματισμός του Ντεριντά κείται πολύ πέραν της στενής έννοιας του νόμου, μας θυμίζει πως ειδικά στο ελληνικό πανεπιστήμιο πρέπει να επιστρέψουμε στα αυτονόητα και πεζά. Ένα από αυτά είναι η ουσιαστική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας με την πιστή εφαρμογή του νόμου περί (άρσης του) ασύλου.
Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ΕΕΔΑ. Το άρθρο το βρήκαμε στην επιφυλλίδα της εφημερίδας Τα νέα στις 23.2.09. Οι εμφάσεις είναι δικές μας. Ευαγγελία Βλάμη.