13 Δεκ 2008

Το μοχθηρό γέλιο του διχασμού

Η νέα γενιά και με μαλόξ στο πρόσωπο είναι «όμορφη»
(Το μοχθηρό γέλιο του διχασμού)

Μετά τα γεγονότα της Πάτρας, αλλά και της Λάρισας, όπου «αθώοι» πολίτες «πήραν τον νόμο στα χέρια τους», γιατί οι «προστάτες» του νόμου δεν τους προστάτευσαν, ξαναμπαίνουν σιγά σιγά τα θεμέλια, για να κατανοήσουμε μια φορά ακόμα τον διπλανό μας ως την «απάνθρωπη ετερότητα», την «τερατώδη ετερότητα» από την οποία εμείς, οι «άλλοι», πρέπει να προστατευθούμε.
Ο διπλανός μας παρουσιάζεται να είναι «το (κακό) πράγμα που κρύβεται δυνητικά πίσω από κάθε οικείο ανθρώπινο πρόσωπο». Ο φόβος που με οδηγεί στην αυτοοργάνωση δείχνει πλέον ξεκάθαρα ότι ο «άλλος» μπορεί να αποτελέσει ή είναι απειλή. Η θέσμιση από δω και πέρα μιας διχαστικής κοινωνίας δεν είναι μακριά. Η κάθε ομάδα είναι εύκολο να δει τον εαυτό της ως την άσπιλη και άμεση ενσάρκωση της λαϊκής βούλησης και μιας ακαθόριστης αρχής δικαίου που ταυτίζεται με τα συμφέροντα της ομάδας.
Το μοχθηρό γέλιο του διχασμού κρύβεται πίσω από τις καταστροφές των τελευταίων ημερών και στη συνεχή προβολή τους, ώστε η «περιουσία» και η καταστροφή της να σκεπάσουν και να σκιάσουν τη νεολαιίστικη αγανάκτηση για τη δολοφονία ενός εφήβου αφ' ενός και αφ' ετέρου να δικαιολογήσουν και να κωδικοποιήσουν την αγανάκτηση των «ήσυχων» πολιτών.
Και τι μένει; Να διδαχθούμε ξανά το μίσος, να διδαχθούμε να αποφεύγουμε τον πλέον εγγύς, τον νέο άνθρωπο, και να φωνάζουμε αγανακτισμένοι: «Παλιόπαιδα, πού είναι οι μανάδες σας;». Ή σε πιο πειθαρχημένη «αριστερή» εκδοχή, εκείνο που είπε μέλος κόμματος σε δεκαπεντάχρονο με μαλόξ στο πρόσωπο και πέτρες στην τσέπη: «Φύγετε, αυτή η πορεία είναι δική μας».
Ομως, η νέα γενιά και με μαλόξ στο πρόσωπο είναι όμορφη, γιατί ακριβώς είναι η αμφισβήτηση σε εγρήγορση. Η αμφισβήτηση που προσπαθεί να μας βγάλει από τον ύπνο «σχετικά με την ευθύνη αυτού ακριβώς για το οποίο θεωρεί κανείς τον εαυτό του ανεύθυνο». Την ευθύνη της κοινωνίας μας απέναντι στον νέο άνθρωπο που του αποξηράναμε τις ελπίδες του. Γιατί «μπορεί να είναι κανείς ένοχος γι' αυτό για το οποίο πιστεύει ότι είναι από τη φύση του αθώος, χρεωμένος με αυτό για το οποίο αισθάνεται πάντα εκ των προτέρων απαλλαγμένος».
Αυτό ταιριάζει περισσότερο σε μια κυβέρνηση που δεν αισθάνεται υπεύθυνη για τίποτα, αφού κανείς δεν παραιτείται τελικά. Που υποκαθίσταται από εννοιολογικά ομοιώματα «κυβέρνησης», τα οποία παίρνοντας τον νόμο στα χέρια τους, με την πλέον ανεξέλεγκτη ευκολία, οικειοποιούνται τα χαρακτηριστικά «δικαίου» και δημιουργούν ένα μικροκράτος δίπλα στο «λυμένο» ή «διαλυμένο» «επίσημο».
Η διαφορά βρίσκεται στο ότι οι ακρότητες της αμφισβήτησης θεωρούνται και είναι έκνομες ενέργειες, ενώ η οικειοποίηση των αρμοδιοτήτων του κράτους σύννομη.
Αν κανείς δεν μπορεί να παρατηρήσει σε αυτό την αρχή διχασμού και αποδόμησης οποιασδήποτε κοινωνικής συνοχής, θα πέσουν απλά τα «μπάζα» της αποδόμησης στο κεφάλι του και θα αρχίσει να βλέπει συνωμοσίες παντού. Η σκέψη αυτή θα διαλύσει ό,τι έχει απομείνει.
Με το μικρό μας οπλοστάσιο, των επιχειρημάτων γύρω από την περιουσία μας, εμείς, η παλιά γενιά, επιχειρούμε να σκεπάσουμε τα όνειρα των παιδιών μας. Είναι «απάνθρωπη τρέλα» να μη θέλουμε να ακούσουμε το μέλλον μας που έχει εξεγερθεί. Η καταστροφή των περιουσιών, που είναι άλλωστε καταδικαστέα, κατάντησε η πενιχρή παρηγοριά για τους σαθρούς θεσμούς μας, την αδιαφάνεια, την αναξιοκρατία, τον συμβιβασμό μας με τη «ρεαλιστική» απαξίωση των όποιων αξιών μας, κάτω από το πέπλο της φράσης που, ενώ θα έπρεπε να είναι «όχι», κλείνουμε το μάτι λέγοντας: «κάν' το, αλλά διακριτικά!».
Ετσι, ψάχνουμε να βρούμε «παραβατικές» συμπεριφορές, όπως ψάχτηκε η «παραβατική» συμπεριφορά του Αλέξη, για να επινοήσουμε τα καινούργια φοβικά μας σύνδρομα και να μετατοπίσουμε το φταίξιμο στα «παραβατικά» δεκαπεντάχρονα.
Οποία γελοιότης, θα έλεγαν οι παλιότεροι. Δυστυχώς, όμως, για τους κουμπουροφόρους και τους επίδοξους μιμητές τους, στη δημοκρατία το άτομο είναι πλήρως υπεύθυνο, όχι μόνο για την εκτέλεση του καθήκοντός του αλλά και για τον προσδιορισμό του καθήκοντος αυτού, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο εκτελείται. Και έτσι απλά, για να θυμηθούμε, στο Π.Δ. 254/2004 (ΦΕΚ 238/Α') Κώδικας δεοντολογίας αστυνομικού, αναφέρεται στο άρθρο 2 μεταξύ των άλλων: «β) Εφαρμόζει τον νόμο με κοινωνική ευαισθησία... γ) Εκτελεί τα καθήκοντά του με αμεροληψία, αντικειμενικότητα, διαφάνεια, σύνεση, αυτοκυριαρχία, σταθερότητα, αποφασιστικότητα και αξιοπρέπεια... δ) Δεν επιφέρει, δεν προκαλεί και δεν ανέχεται πράξεις βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας...».
Το πώς μεταφράζεται στις συγκεκριμένες καταστάσεις ο νόμος, είναι στην ουσία καθήκον της πολιτικής εξουσίας να «αναγνωρίσει». Ομως η πολιτική εξουσία σήμερα, εγκαταλείποντας τις οικουμενικές αξίες με τις οποίες εκλέχτηκε, «σεμνά και ταπεινά», βρίσκει καταφύγιο στον φόβο των «πραιτώρων της πόλης», ανακαλύπτοντας εχθρούς της δημοκρατίας.
Εάν χρησιμοποιούσαμε την ορολογία του Μπένγιαμιν, θα λέγαμε ότι: «μολονότι η δημοκρατία μπορεί, λιγότερο ή περισσότερο, να εξαλείψει τη συντεταγμένη βία, είναι παρ' όλα αυτά υποχρεωμένη να στηριχθεί στη συντεταγμένη βία». Η ποιότητά της, όμως, είναι ευθύνη της πολιτικής διοίκησης. Και όταν η «ποιότητά» της είναι απάνθρωπη, ο πολιτικός υπεύθυνος παραιτείται μαζί με τον φυσικό της υπεύθυνο.
Αλλιώς, η πολιτική διοίκηση κρύβεται πίσω από τις στολές των ειδικών φρουρών που έγιναν αστυνομικοί, χωρίς πανελλήνιες εξετάσεις, με «διακριτικές» διατάξεις.
Σήμερα πρέπει να απομυθοποιήσουμε τα φοβικά μας σύνδρομα απέναντι στο «νέο» που έρχεται. Και αντί να κατηγορούμε τη νέα γενιά με τη συνήθη φράση «κ......α» που ακούστηκε στις διαδηλώσεις, τη νέα γενιά που παλεύει να αναγνωριστεί η κραυγή αγωνίας της, να της δώσουμε «χώρο» και ανάσες ελπίδας, μέσα σ' αυτή την κοινωνία του αχαλίνωτου ανταγωνισμού που έχουμε επιβάλει.
Η εξέγερση της νεολαίας, με αφορμή τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, αμφισβητεί στην ουσία της την τεχνοκρατική, ανθρωπιστική δήθεν διαχείριση που κάναμε σημαία μας. Το μερικό ωράριο, τις ευέλικτες σχέσεις εργασίας, τους εργαζομένους που ενοικιάζονται και τα άλλα που ακολουθούν ως προτάσεις, εβδομάδα εβδομήντα ωρών κ.λπ. «Μια εξέγερση είναι μια πράξη ελευθερίας που στιγμιαία αναιρεί το πλέγμα της ιστορικής αιτιότητας...» και εν τέλει, όταν προέρχεται από νέους, δηλαδή από μία άλλη οπτική του μέλλοντος, είναι και απροσδιόριστη. Αντί λοιπόν να καταδικάζουμε, είναι πιο συνετό να θελήσουμε να καταλάβουμε τα γεγονότα αυτά σαν ροή ενός γίγνεσθαι (deleuze) που υπάρχει δίπλα μας, αλλά δεν το βλέπουμε. Γιατί η απελπισία του μέλλοντος, που είναι η νέα γενιά, μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε καταστροφή του παρόντος.


Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημαρίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ στις 13.12.2008 και γράφτηκε από τον Κωστή Παπαϊωάννου που είναι τέως πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας και νυν πρόεδρος της ΕΕΔΑ Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.