ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΚΡΙΘΗΚΑΝ ΣΤΙΣ ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Στον ελλαδικό χώρο κατά την αρχαιότητα, όπου η θεότητα της σοφίας, της γνώσης, των επιστημών και των τεχνών, Αθηνά Παλλάδα, ήταν γυναίκα, υπήρχαν γυναίκες των φυσικών επιστημών ιδιαίτερα γνωστές και σεβαστές για το έργο τις. Από τις βιογραφίες τις αναδεικνύονται σημαντικά και χαρακτηριστικά κοινά σημεία τις.
Σε όλη τη διάρκεια της εξέλιξης της Φυσικής έχουν υπάρξει και συμβάλει διάσημες και άσημες Φυσικοί. «Παγκόσμιες» και «διαχρονικές» σταθερές στην εξέλιξη αυτή, από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, αποτελούν: τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τις, το μικρό ποσοστό τις και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.
Στην Encarta, η Φυσική αναφέρεται ως «κύρια επιστήμη, με αντικείμενο τα βασικά συστατικά του Σύμπαντος, τις δυνάμεις που ασκούν μεταξύ τους και τα αποτελέσματα αυτών των δυνάμεων». Οι αρχές και οι νόμοι της Φυσικής
διέπουν τη δημιουργία και την εξέλιξη του «σύμπαντος κόσμου», τη διάπλαση, τη διαμόρφωση και την εξέλιξη του ανθρώπου, όπως όλων των έμβιων και άβιων στοιχείων στον κόσμο μας. Η Φυσική αποτελεί τη βάση των «Φυσικών Επιστημών» (Αστρονομία, Γεωλογία, Χημεία, Βιολογία κ.λπ.), τις οποίες και διέπει. Πολύ συχνά, όταν ένα αντικείμενο-θέμα μελέτης της Φυσικής εξειδικεύεται πολύ, διαμορφώνεται σε νέο επιστημονικό πεδίο και, στις περισσότερες περιπτώσεις, γίνεται ανεξάρτητος κλάδος, «υιοθετούμενος» από άλλες υπάρχουσες ή νέες επιστημονικές ειδικότητες.
Πρώτα «ασυνείδητα» δείγματα εφαρμοσμένης Φυσικής μπορεί να θεωρηθούν η δημιουργία και χρήση: της ράβδου υποβοήθησης στο περπάτημα της προϊστορικής ανθρώπου (μηχανική), της λόγχης για άμυνα, επίθεση, ή κυνήγι για τροφή (βολές), καθώς και της φωτιάς (τριβή) και του τροχού (κινητική). Μέχρι τον 19ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία ιστορικά πλέον η Φυσική ξεχώρισε ως ανεξάρτητη επιστήμη, μία Φυσικός ήταν συχνά (μεμονωμένα ή ταυτόχρονα): φυσιοδίφισα, φιλόσοφος, μαθηματικός, μηχανικός, χημικός, βιολόγος, ιστορικός, πολιτικός, θρησκευτικό πρόσωπο, ακόμα και καλλιτέχνιδα. Κοινά σημεία όλων αυτών: η περιέργεια, ο θαυμασμός και η αγάπη για τα στοιχεία του Σύμπαντος και τη λειτουργία του, η έμφυτη κλίση, η αυθόρμητη παρόρμηση και το πάθος για την εξερεύνηση και την επίλυση προβλημάτων και μυστηρίων, το δέος, η αναζήτηση και η προσπάθεια κατανόησης της «θεϊκότητας», ή της «αλήθειας» κάθε πραγματικότητας.
Στο έργο του Einstein’s Τhird Paradise, ο G. Holton αναφέρει αποσπάσματα ομιλίας του A. Einstein (στα γενέθλια του φίλου και συναδέλφου του Max Planck, το 1918) αναφορικά με τη θεϊκότητα και τα σχετικά χαρακτηριστικά των Φυσικών: «Η αναζήτηση μιας “απλοποιημένης και ξεκάθαρης εικόνας του κόσμου” όχι μόνο δεν είναι ένα υπέρτατο εγχείρημα για την επιστημόνισα, αλλά αντιστοιχεί σε μια βασική ψυχολογική ανάγκη: την απόδραση από την προσωπική καθημερινότητα, με όλες τις καταθλιπτικές απογοητεύσεις της και τη διαφυγή σε έναν κόσμο αντικειμενικής αντίληψης και σκέψης. Στη διαμόρφωση μιας τέτοιας εικόνας του κόσμου, η επιστημόνισα μπορεί να τοποθετήσει “το κέντρο βαρύτητας” της συναισθηματικής της ζωής [Gefühlsleben]». Μελετώντας το μεγαλείο του «σύμπαντος κόσμου», του φαινομενικά περίπλοκου, αλλά ουσιαστικά και μοναδικά απλούστατου, η Φυσικός ανακαλύπτει και θαυμάζει το μεγαλείο της «θεϊκότητας» (όποια και αν είναι η πίστη της καθεμίας) και της «αλήθειας», ενώ οδηγείται αυθόρμητα στην απόκτηση σχετικής αντίληψης και μεγέθους του «μέτρου». Ίσως οι Φυσικοί να μην είναι απλώς «στοιχεία» και «μελετήτριες» του σύμπαντος. Σύμφωνα με το «Ανθρωπικό Αξίωμα»,1 το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε από τον R. Dicke τη δεκαετία του ’60 και αναφέρεται στο βιβλίο του αείμνηστου καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης Β. Ξανθόπουλου Περί Αστέρων και Συμπάντων, οι Φυσικοί έχουν έναν ειδικό ρόλο σε αυτό: εκπληρώνουν το σκοπό της ύπαρξής του, την αυτογνωσία του.
Φυσική και ελληνίδες «Φυσικοί» στην αρχαιότητα
Η ιστορία της Φυσικής δεν είναι αποτέλεσμα μερικών γνωστών επιστημόνων, σε κάποιες συγκεκριμένες μόνο χρονικές περιόδους. Κάθε γενιά Φυσικών (χιλιάδες, γνωστές και άγνωστες), άλλοτε με καθαρή έρευνα, άλλοτε μόνο με διδασκαλία
και άλλοτε και με τα δύο, παραδίδουν, στον ρου του χρόνου, μία «βαρύτερη» και μεγαλύτερη (κατά εύρος και περιεχόμενο) κάθε φορά πνευματική σκυτάλη στην επόμενη γενιά, συχνά εμπνέοντας ταυτόχρονα «άλλους» τρόπους σκέψης, μεθοδολογικές προσεγγίσεις, ακόμα και ήθος, ή άλλες στάσεις ζωής. Οι αρχαίες Ελληνίδες-ες θεμελίωσαν την επιστημονική σκέψη, αντικαθιστώντας τις αντιλήψεις περί υπερφυσικών δυνάμεων με φυσικούς νόμους και αποδίδοντας φυσικές αιτίες στα φυσικά φαινόμενα. Σύμφωνα με τον Ε. Σπανδάγο, «Με τον όρο Φυσική, οι αρχαίες Ελληνίδες-ες εννοούσαν το μέρος εκείνο της φιλοσοφίας που περιελάμβανε κάθε τι που δεν μπορούσε να υπαχθεί στη λογική, ή την ηθική.
Παράλληλα εννοούσαν με τη λέξη αυτή όλες τις φυσικές επιστήμες της φύσεως». Στον Πίνακα Ι. δίνονται οι περίοδοι εξέλιξης της Φυσικής στην ελληνική αρχαιότητα, τα αντικείμενα και οι κυριότεροι μελετήτριες-ές τις.
Στην εξέλιξη της Φυσικής έχουν συμβάλει (άλλοτε ευκολότερα και άλλοτε δυσκολότερα, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο επώνυμα), γυναίκες Φυσικοί διάσημες και άσημες. Διαχρονικές σταθερές τις, ακόμα και σήμερα, αποτελούν: (α) τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τις, (β) το μικρό ποσοστό τις και (γ) οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Στην ελληνική αρχαιότητα, υπήρχαν Ελληνίδες που διακρίθηκαν στις φυσικές επιστήμες και ήταν σεβαστές για το έργο τις.
Τον 10ο-9ο αιώνα π.Χ. αναφέρεται η Αίθρα, κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας και μητέρα του Θησέα. Βασικά αντικείμενα μελέτης και διδασκαλίας της, στην Κόρινθο, ήταν η Αριθμητική και η Λογιστική.
Μεταξύ 7ου-6ου αιώνα π.Χ. αναφέρεται η Πολυγνώτη.
Τον 6ο και 5ο π.Χ. αιώνα, αναφέρονται πολλές γυναίκες στο χώρο των φυσικών επιστημών: Η Τυμίχα, γυναίκα του Μυλλίου, από τον Κρότωνα, αλλά Σπαρτιάτισσα στην καταγωγή (σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο), ήταν μέλος της πυθαγόρειας κοινότητας. Ο Ιάμβλιχος αναφέρει ένα σύγγραμμά της για τον ήχο. Μετά την καταστροφή της Σχολής, κατέφυγε στις Συρακούσες. Εκεί, σύμφωνα με τον Ιππόβοτο και τον Νεάνθη, ο τύραννος Διονύσιος απαίτησε να του αποκαλύψει τα μυστικά της πυθαγόρειας διδασκαλίας και εκείνη, αρνούμενη, έκοψε με τα δόντια τη γλώσσα της.
Η Θεανώ η Θουρία ήταν κοσμολόγος, αστρονόμος και μαθηματικός. Καταγόταν από τους Θούριους της Κάτω Ιταλίας, κόρη του ιατρού Βροντίνου. Αρχικά υπήρξε μαθήτρια του Πυθαγόρα και στη συνέχεια σύζυγός του. Δίδαξε αστρονομία και μαθηματικά στις Σχολές του Πυθαγόρα στη Σάμο και στον Κρότωνα. Μετά το θάνατο του συζύγου της επιμελήθηκε τη διάδoση της διδασκαλίας και του έργου του, τόσο στον κυρίως ελλαδικό χώρο, όσο και στην Αίγυπτο, σε συνεργασία με τα παιδιά της, τη Δαμώ, τη Μαρία, την Αριγνώτη, τον Μνήσαρχο και τον Τηλαύγη, που ανέλαβαν με τη σειρά τους τη διοίκηση των Πυθαγόρειων σχολών. Κύρια έργα της είναι: Η ζωή του Πυθαγόρα, Κοσμολογία, Θεωρία Αριθμών, Περί Αρετής και Το Θεώρημα του Ορθού Μέτρου. Η Θεανώ αναφέρεται από τον Αθήναιο, τον Σούδα, τον Διογένη τον Λαέρτιο και τον Ιάμβλιχο, ο οποίος τη μνημονεύει ως «μαθηματικόν άξιαν μνήμης κατά παιδείαν».
Η Θεμιστόκλεια, η Δαμώ, η Αριγνώτη, η Μυία, η Δεινώ, η Ελορίς η Σαμία (μαθήτρια του Πυθαγόρα και γνώστρια της Γεωμετρίας), η Φιντύς ή Φίλτυς, η Μέλισσα (μαθήτρια του Πυθαγόρα), η Πτολεμαΐς (νεοπυθαγόρεια φιλοσίφισα, μουσικός και μαθηματικός), η Διοτίμα από τη Μαντινεία (γνώστρια της πυθαγόρειας αριθμοσοφίας), η Βιτάλη ή Βιστάλα (γνώστρια των πυθαγόρειων μαθηματικών), η Περικτιόνη (πυθαγόρεια φιλοσόφισσα, συγγράφισα και μαθηματικός) και η Νικαρέτη η Κορίνθια (μαθηματικός).
Ο Ιάμβλιχος στο έργο του Περί Πυθαγορικού Βίου αναφέρει και άλλες «πυθαγόρειες» γυναίκες: τη Ρυνδακώ, αδελφή Βυνδάκου, την Οκκελώ και την Εκκελώ (αδελφές) από τις Λευκάνες, τη Χειλωνίδα, κόρη Χείλωνος του Λακεδαιμονίου, την Κρατησίκλεια, σύζυγο του Κλεάνορα του Λακεδαιμονίου, την Αβροτέλεια, κόρη του Αβροτέλη του Ταραντίνου, την Εχεκράτεια τη Φλιασία, τη Θεανώ, γυναίκα του Μεταποντίνου Βροντίνου, την Τυρσηνίδα τη Συβαρίτιδα, την Πεισιρρόδη την Ταραντινίδα, τη Θεαδούσα τη Λάκαινα, τη Βοιώ την Αργεία, τη Βαβέλυκα την Αργεία, την Κλεαίχμα, αδελφή του Αυτοχαρίδα του Λάκωνος και τη Νισθαιαδούσα.
Η Αγλαονίκη ή Αγανίκη (5ος αιώνας π.Χ.) από τη Θεσσαλία ήταν, κατά τον Πλούταρχο, η πρώτη χρονολογικά ελληνίδα αστρονόμισα. Αναφέρεται και ως Αγλαονίκη η Ηγήτορος επειδή ήταν κόρη του «ηγήτορα» (δηλαδή ηγέτη) των
Θεσσαλών. Ήταν διάσημη για την ικανότητά της να προβλέπει τις εκλείψεις του Ήλιου με ακρίβεια ώρας (σχετικό σχόλιο υπάρχει στον Απολλόδωρο, στο Ρόδιον Δ΄ 59), όπως ο Θαλής, εξελίσσοντας τη γνώση στη μαθηματική αστρονομία
σε σχέση με τις βαβυλώνιες αστρονόμους. Προς τιμήν της, το όνομά της δόθηκε σε κρατήρα διαμέτρου 64 χλμ., στο νότιο ημισφαίριο της Αφροδίτης.
Τον 4ο αιώνα π.Χ. αναφέρονται η Πανδροσίων, η οποία ήταν Αλεξανδρινή γεωμέτρισα, η Λασθενία και η Αξιοθέα. Έχοντας μελετήσει τα έργα του Πλάτωνα, η Λασθενία ήλθε από τη Μαντίνεια της Αρκαδίας στην Αθήνα όπου σπούδασε μαθηματικά και φιλοσοφία στην Ακαδημία του Πλάτωνα. Μετά το θάνατο του Πλάτωνα συνέχισε τις σπουδές της κοντά στον ανιψιό του Σπεύσιππο. Αργότερα έγινε και αυτή φιλοσόφισσα και συντρόφισα του Σπευσίππου. Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη τον Περιπατητικό, στη Λασθενία αποδίδεται και ο ορισμός της σφαίρας.
Η Αξιοθέα ήλθε στην Αθήνα από την πελοποννησιακή πόλη Φλιούντα, για να σπουδάσει στην Ακαδημία του Πλάτωνα. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη φυσική φιλοσοφία και τα μαθηματικά. Αργότερα δίδαξε τις επιστήμες αυτές στην Κόρινθο και στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, ο Δικαίαρχος αναφέρει ότι η Λασθενία και η Αξιοθέα ντύνονταν ως άντρες προκειμένου να συμμετέχουν στην Ακαδημία του Πλάτωνα (λόγω της θέσης της γυναίκας στην Αθήνα).
Ανναμπέλλα Παλλαδά
Διδάκτωρ Φυσικής Πλάσματος Πανεπιστημίου P. Sabatier & C.P.A.T. Γαλλίας
Στον ελλαδικό χώρο κατά την αρχαιότητα, όπου η θεότητα της σοφίας, της γνώσης, των επιστημών και των τεχνών, Αθηνά Παλλάδα, ήταν γυναίκα, υπήρχαν γυναίκες των φυσικών επιστημών ιδιαίτερα γνωστές και σεβαστές για το έργο τις. Από τις βιογραφίες τις αναδεικνύονται σημαντικά και χαρακτηριστικά κοινά σημεία τις.
Σε όλη τη διάρκεια της εξέλιξης της Φυσικής έχουν υπάρξει και συμβάλει διάσημες και άσημες Φυσικοί. «Παγκόσμιες» και «διαχρονικές» σταθερές στην εξέλιξη αυτή, από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, αποτελούν: τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τις, το μικρό ποσοστό τις και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.
Στην Encarta, η Φυσική αναφέρεται ως «κύρια επιστήμη, με αντικείμενο τα βασικά συστατικά του Σύμπαντος, τις δυνάμεις που ασκούν μεταξύ τους και τα αποτελέσματα αυτών των δυνάμεων». Οι αρχές και οι νόμοι της Φυσικής
διέπουν τη δημιουργία και την εξέλιξη του «σύμπαντος κόσμου», τη διάπλαση, τη διαμόρφωση και την εξέλιξη του ανθρώπου, όπως όλων των έμβιων και άβιων στοιχείων στον κόσμο μας. Η Φυσική αποτελεί τη βάση των «Φυσικών Επιστημών» (Αστρονομία, Γεωλογία, Χημεία, Βιολογία κ.λπ.), τις οποίες και διέπει. Πολύ συχνά, όταν ένα αντικείμενο-θέμα μελέτης της Φυσικής εξειδικεύεται πολύ, διαμορφώνεται σε νέο επιστημονικό πεδίο και, στις περισσότερες περιπτώσεις, γίνεται ανεξάρτητος κλάδος, «υιοθετούμενος» από άλλες υπάρχουσες ή νέες επιστημονικές ειδικότητες.
Πρώτα «ασυνείδητα» δείγματα εφαρμοσμένης Φυσικής μπορεί να θεωρηθούν η δημιουργία και χρήση: της ράβδου υποβοήθησης στο περπάτημα της προϊστορικής ανθρώπου (μηχανική), της λόγχης για άμυνα, επίθεση, ή κυνήγι για τροφή (βολές), καθώς και της φωτιάς (τριβή) και του τροχού (κινητική). Μέχρι τον 19ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία ιστορικά πλέον η Φυσική ξεχώρισε ως ανεξάρτητη επιστήμη, μία Φυσικός ήταν συχνά (μεμονωμένα ή ταυτόχρονα): φυσιοδίφισα, φιλόσοφος, μαθηματικός, μηχανικός, χημικός, βιολόγος, ιστορικός, πολιτικός, θρησκευτικό πρόσωπο, ακόμα και καλλιτέχνιδα. Κοινά σημεία όλων αυτών: η περιέργεια, ο θαυμασμός και η αγάπη για τα στοιχεία του Σύμπαντος και τη λειτουργία του, η έμφυτη κλίση, η αυθόρμητη παρόρμηση και το πάθος για την εξερεύνηση και την επίλυση προβλημάτων και μυστηρίων, το δέος, η αναζήτηση και η προσπάθεια κατανόησης της «θεϊκότητας», ή της «αλήθειας» κάθε πραγματικότητας.
Στο έργο του Einstein’s Τhird Paradise, ο G. Holton αναφέρει αποσπάσματα ομιλίας του A. Einstein (στα γενέθλια του φίλου και συναδέλφου του Max Planck, το 1918) αναφορικά με τη θεϊκότητα και τα σχετικά χαρακτηριστικά των Φυσικών: «Η αναζήτηση μιας “απλοποιημένης και ξεκάθαρης εικόνας του κόσμου” όχι μόνο δεν είναι ένα υπέρτατο εγχείρημα για την επιστημόνισα, αλλά αντιστοιχεί σε μια βασική ψυχολογική ανάγκη: την απόδραση από την προσωπική καθημερινότητα, με όλες τις καταθλιπτικές απογοητεύσεις της και τη διαφυγή σε έναν κόσμο αντικειμενικής αντίληψης και σκέψης. Στη διαμόρφωση μιας τέτοιας εικόνας του κόσμου, η επιστημόνισα μπορεί να τοποθετήσει “το κέντρο βαρύτητας” της συναισθηματικής της ζωής [Gefühlsleben]». Μελετώντας το μεγαλείο του «σύμπαντος κόσμου», του φαινομενικά περίπλοκου, αλλά ουσιαστικά και μοναδικά απλούστατου, η Φυσικός ανακαλύπτει και θαυμάζει το μεγαλείο της «θεϊκότητας» (όποια και αν είναι η πίστη της καθεμίας) και της «αλήθειας», ενώ οδηγείται αυθόρμητα στην απόκτηση σχετικής αντίληψης και μεγέθους του «μέτρου». Ίσως οι Φυσικοί να μην είναι απλώς «στοιχεία» και «μελετήτριες» του σύμπαντος. Σύμφωνα με το «Ανθρωπικό Αξίωμα»,1 το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε από τον R. Dicke τη δεκαετία του ’60 και αναφέρεται στο βιβλίο του αείμνηστου καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης Β. Ξανθόπουλου Περί Αστέρων και Συμπάντων, οι Φυσικοί έχουν έναν ειδικό ρόλο σε αυτό: εκπληρώνουν το σκοπό της ύπαρξής του, την αυτογνωσία του.
Φυσική και ελληνίδες «Φυσικοί» στην αρχαιότητα
Η ιστορία της Φυσικής δεν είναι αποτέλεσμα μερικών γνωστών επιστημόνων, σε κάποιες συγκεκριμένες μόνο χρονικές περιόδους. Κάθε γενιά Φυσικών (χιλιάδες, γνωστές και άγνωστες), άλλοτε με καθαρή έρευνα, άλλοτε μόνο με διδασκαλία
και άλλοτε και με τα δύο, παραδίδουν, στον ρου του χρόνου, μία «βαρύτερη» και μεγαλύτερη (κατά εύρος και περιεχόμενο) κάθε φορά πνευματική σκυτάλη στην επόμενη γενιά, συχνά εμπνέοντας ταυτόχρονα «άλλους» τρόπους σκέψης, μεθοδολογικές προσεγγίσεις, ακόμα και ήθος, ή άλλες στάσεις ζωής. Οι αρχαίες Ελληνίδες-ες θεμελίωσαν την επιστημονική σκέψη, αντικαθιστώντας τις αντιλήψεις περί υπερφυσικών δυνάμεων με φυσικούς νόμους και αποδίδοντας φυσικές αιτίες στα φυσικά φαινόμενα. Σύμφωνα με τον Ε. Σπανδάγο, «Με τον όρο Φυσική, οι αρχαίες Ελληνίδες-ες εννοούσαν το μέρος εκείνο της φιλοσοφίας που περιελάμβανε κάθε τι που δεν μπορούσε να υπαχθεί στη λογική, ή την ηθική.
Παράλληλα εννοούσαν με τη λέξη αυτή όλες τις φυσικές επιστήμες της φύσεως». Στον Πίνακα Ι. δίνονται οι περίοδοι εξέλιξης της Φυσικής στην ελληνική αρχαιότητα, τα αντικείμενα και οι κυριότεροι μελετήτριες-ές τις.
Στην εξέλιξη της Φυσικής έχουν συμβάλει (άλλοτε ευκολότερα και άλλοτε δυσκολότερα, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο επώνυμα), γυναίκες Φυσικοί διάσημες και άσημες. Διαχρονικές σταθερές τις, ακόμα και σήμερα, αποτελούν: (α) τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τις, (β) το μικρό ποσοστό τις και (γ) οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Στην ελληνική αρχαιότητα, υπήρχαν Ελληνίδες που διακρίθηκαν στις φυσικές επιστήμες και ήταν σεβαστές για το έργο τις.
Τον 10ο-9ο αιώνα π.Χ. αναφέρεται η Αίθρα, κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας και μητέρα του Θησέα. Βασικά αντικείμενα μελέτης και διδασκαλίας της, στην Κόρινθο, ήταν η Αριθμητική και η Λογιστική.
Μεταξύ 7ου-6ου αιώνα π.Χ. αναφέρεται η Πολυγνώτη.
Τον 6ο και 5ο π.Χ. αιώνα, αναφέρονται πολλές γυναίκες στο χώρο των φυσικών επιστημών: Η Τυμίχα, γυναίκα του Μυλλίου, από τον Κρότωνα, αλλά Σπαρτιάτισσα στην καταγωγή (σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο), ήταν μέλος της πυθαγόρειας κοινότητας. Ο Ιάμβλιχος αναφέρει ένα σύγγραμμά της για τον ήχο. Μετά την καταστροφή της Σχολής, κατέφυγε στις Συρακούσες. Εκεί, σύμφωνα με τον Ιππόβοτο και τον Νεάνθη, ο τύραννος Διονύσιος απαίτησε να του αποκαλύψει τα μυστικά της πυθαγόρειας διδασκαλίας και εκείνη, αρνούμενη, έκοψε με τα δόντια τη γλώσσα της.
Η Θεανώ η Θουρία ήταν κοσμολόγος, αστρονόμος και μαθηματικός. Καταγόταν από τους Θούριους της Κάτω Ιταλίας, κόρη του ιατρού Βροντίνου. Αρχικά υπήρξε μαθήτρια του Πυθαγόρα και στη συνέχεια σύζυγός του. Δίδαξε αστρονομία και μαθηματικά στις Σχολές του Πυθαγόρα στη Σάμο και στον Κρότωνα. Μετά το θάνατο του συζύγου της επιμελήθηκε τη διάδoση της διδασκαλίας και του έργου του, τόσο στον κυρίως ελλαδικό χώρο, όσο και στην Αίγυπτο, σε συνεργασία με τα παιδιά της, τη Δαμώ, τη Μαρία, την Αριγνώτη, τον Μνήσαρχο και τον Τηλαύγη, που ανέλαβαν με τη σειρά τους τη διοίκηση των Πυθαγόρειων σχολών. Κύρια έργα της είναι: Η ζωή του Πυθαγόρα, Κοσμολογία, Θεωρία Αριθμών, Περί Αρετής και Το Θεώρημα του Ορθού Μέτρου. Η Θεανώ αναφέρεται από τον Αθήναιο, τον Σούδα, τον Διογένη τον Λαέρτιο και τον Ιάμβλιχο, ο οποίος τη μνημονεύει ως «μαθηματικόν άξιαν μνήμης κατά παιδείαν».
Η Θεμιστόκλεια, η Δαμώ, η Αριγνώτη, η Μυία, η Δεινώ, η Ελορίς η Σαμία (μαθήτρια του Πυθαγόρα και γνώστρια της Γεωμετρίας), η Φιντύς ή Φίλτυς, η Μέλισσα (μαθήτρια του Πυθαγόρα), η Πτολεμαΐς (νεοπυθαγόρεια φιλοσίφισα, μουσικός και μαθηματικός), η Διοτίμα από τη Μαντινεία (γνώστρια της πυθαγόρειας αριθμοσοφίας), η Βιτάλη ή Βιστάλα (γνώστρια των πυθαγόρειων μαθηματικών), η Περικτιόνη (πυθαγόρεια φιλοσόφισσα, συγγράφισα και μαθηματικός) και η Νικαρέτη η Κορίνθια (μαθηματικός).
Ο Ιάμβλιχος στο έργο του Περί Πυθαγορικού Βίου αναφέρει και άλλες «πυθαγόρειες» γυναίκες: τη Ρυνδακώ, αδελφή Βυνδάκου, την Οκκελώ και την Εκκελώ (αδελφές) από τις Λευκάνες, τη Χειλωνίδα, κόρη Χείλωνος του Λακεδαιμονίου, την Κρατησίκλεια, σύζυγο του Κλεάνορα του Λακεδαιμονίου, την Αβροτέλεια, κόρη του Αβροτέλη του Ταραντίνου, την Εχεκράτεια τη Φλιασία, τη Θεανώ, γυναίκα του Μεταποντίνου Βροντίνου, την Τυρσηνίδα τη Συβαρίτιδα, την Πεισιρρόδη την Ταραντινίδα, τη Θεαδούσα τη Λάκαινα, τη Βοιώ την Αργεία, τη Βαβέλυκα την Αργεία, την Κλεαίχμα, αδελφή του Αυτοχαρίδα του Λάκωνος και τη Νισθαιαδούσα.
Η Αγλαονίκη ή Αγανίκη (5ος αιώνας π.Χ.) από τη Θεσσαλία ήταν, κατά τον Πλούταρχο, η πρώτη χρονολογικά ελληνίδα αστρονόμισα. Αναφέρεται και ως Αγλαονίκη η Ηγήτορος επειδή ήταν κόρη του «ηγήτορα» (δηλαδή ηγέτη) των
Θεσσαλών. Ήταν διάσημη για την ικανότητά της να προβλέπει τις εκλείψεις του Ήλιου με ακρίβεια ώρας (σχετικό σχόλιο υπάρχει στον Απολλόδωρο, στο Ρόδιον Δ΄ 59), όπως ο Θαλής, εξελίσσοντας τη γνώση στη μαθηματική αστρονομία
σε σχέση με τις βαβυλώνιες αστρονόμους. Προς τιμήν της, το όνομά της δόθηκε σε κρατήρα διαμέτρου 64 χλμ., στο νότιο ημισφαίριο της Αφροδίτης.
Τον 4ο αιώνα π.Χ. αναφέρονται η Πανδροσίων, η οποία ήταν Αλεξανδρινή γεωμέτρισα, η Λασθενία και η Αξιοθέα. Έχοντας μελετήσει τα έργα του Πλάτωνα, η Λασθενία ήλθε από τη Μαντίνεια της Αρκαδίας στην Αθήνα όπου σπούδασε μαθηματικά και φιλοσοφία στην Ακαδημία του Πλάτωνα. Μετά το θάνατο του Πλάτωνα συνέχισε τις σπουδές της κοντά στον ανιψιό του Σπεύσιππο. Αργότερα έγινε και αυτή φιλοσόφισσα και συντρόφισα του Σπευσίππου. Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη τον Περιπατητικό, στη Λασθενία αποδίδεται και ο ορισμός της σφαίρας.
Η Αξιοθέα ήλθε στην Αθήνα από την πελοποννησιακή πόλη Φλιούντα, για να σπουδάσει στην Ακαδημία του Πλάτωνα. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη φυσική φιλοσοφία και τα μαθηματικά. Αργότερα δίδαξε τις επιστήμες αυτές στην Κόρινθο και στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, ο Δικαίαρχος αναφέρει ότι η Λασθενία και η Αξιοθέα ντύνονταν ως άντρες προκειμένου να συμμετέχουν στην Ακαδημία του Πλάτωνα (λόγω της θέσης της γυναίκας στην Αθήνα).
Ανναμπέλλα Παλλαδά
Διδάκτωρ Φυσικής Πλάσματος Πανεπιστημίου P. Sabatier & C.P.A.T. Γαλλίας